«Το όνομά μου είναι Chantal Akerman, γεννήθηκα στις Βρυξέλλες. Αυτή είναι η αλήθεια»
1.
Γεννήθηκες το 1950 στις Βρυξέλλες από μια μητέρα επιζήσασα του Άουσβιτς, ήσουν ένας άνθρωπος διαρκώς σε εξορία, που παρότι άλλαξες την ιστορία του σινεμά, πολύ λίγοι γνωρίζουν. Έζησες ανάμεσα στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και τις Βρυξέλλες, σε μια διαρκή αναζήτησή ριζών και σπιτιού. Η ταινία σου «Jeanne Dielman, 23, quai du commerce, 1080 Bruxelles» με πρωταγωνίστρια την Delphine Seyrig κάνει πρεμιέρα στις Καννες το 1975 και αλλάζει μια για πάντα τα κινηματογραφικά δεδομένα. Έργο σταθμός του φεμινιστικού κινηματογράφου, σε τοποθετεί στον χάρτη των μεγάλων ευρωπαϊκών auteurs. Με τρεις μέρες στην καθημερινή ζωή μιας γυναίκας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, ανάγεις τα αποφάγια των συμβατικών ταινιών σε ποίηση και μανιφέστο μαζί.
2.
Λέγεται πως οι σκιές των ανθρώπων που πέθαναν στη Χιροσίμα αποτυπώθηκαν με το φως της έκρηξης πάνω στους τοίχους. Η «Jeanne Dielman» ήταν μια έκρηξη τόσο για εσένα όσο και τον υπόλοιπο κόσμο, ήταν λοιπόν αναπόφευκτο η σκιά της να συρθεί σαν σύννεφο πάνω σε ολόκληρο το έργο σου. «Αφού έκανα τη "Jeanne Dielman" ένιωσα ότι είχα πει αυτό που ήθελα, και δεν γνώριζα τι να κάνω μετά. Δεν ήθελα να επαναλαμβάνω αυτή την ταινία σε όλη μου τη ζωή». Ως η πρώτη γυναίκα στη λίστα με τις κορυφαίες ταινίες του περιοδικού «Sight and Sound», θα υμνηθείς από όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα ως η σκηνοθέτις που γέννησε τον γυναικείο κινηματογράφο.
3.
Εβραία, γυναίκα και λεσβία. Δεν δέχτηκες ποτέ ότι έκανες γυναικείο σινεμά, έκανες μεγάλο σινεμά και ήξερες πως έπαιζες στην ίδια πίστα με ιερά τέρατα όπως ο Godard ή ο Bresson. Μια μικροσκοπική γυναίκα, γεμάτη θυμό, εγκαταλείπεις τη σχολή κινηματογράφου όπου φοιτούσες, έχοντας στα 18 γυρίσει ήδη την πρώτη σου ταινία. Το «Blow up my city» το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Oberhausen θα λειτουργήσει ως προάγγελος για ολόκληρο το υπόλοιπο έργο σου. Περνάς από το Παρίσι και από εκεί φεύγεις στα 21 για τη Νέα Υόρκη όπου έρχεσαι σε επαφή με τον στρουκτουραλισμό, και στα Anthology Film Archives γνωρίζεις τα έργα των Jonas Mekas, Stan Brackage, Michael Snow και Andy Warhol που θα σε επηρεάσουν βαθύτατα. Οι ταινίες σου ήταν διαδοχικές σπουδές στις ραφές που κρατούν τον κόσμο δεμένο ώστε να μην καταρρεύσει, στις εικόνες μεταξύ των εικόνων, σε όλη αυτήν τη ζωή που περνά απαρατήρητη. Ως παιδί ονειρεύεσαι να γίνεις συγγραφέας, σου άρεσε να λες ξανά και ξανά πως στα 15 σου είδες για πρώτη φορά την ταινία «Pierrot le fou» του Godard και αποφάσισες εκείνη τη στιγμή ότι αυτό που θες είναι να φτιάχνεις ταινίες.
Σιχαινόσουνα όλο τον υπερφίαλο ιντελλεκτουαλισμό του σινεμά και μάλλον αν διάβαζες αυτό το κείμενο θα μου έλεγες: «Έτσι μιλάς στους φίλους σου;».
4.
Άφησες πίσω σου πάνω από 40 έργα: σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το «News from Home» όπου η τραχιά επιφάνεια της Νέας Υόρκης αντιπαραβάλλεται με τα τρυφερά και μπανάλ εβδομαδιαία γράμματα της μητέρας σου, το «La captive», η επικοινωνία σου με τον Προυστ, το «A Couch in New York» όπου επιχειρήσεις να βγεις στη μεγάλη πίστα, με πρωταγωνίστρια τη Juliette Binoche, το «Un jour Pina m’a demandé» και το «Golden Eighties», η πιο φιλόδοξη ταινία που έκανες ποτέ, για την οποία πάλεψες να χρηματοδοτηθεί και από εμπορική άποψη πήγε, όπως πολλές ακόμη, άπατη.
5.
Κινηματογραφείς όπως ακριβώς γράφεις, με έναν λόγο άμεσο, ευθύ και συνάμα με ένα είδος αυθάδειας που στα εβραϊκά θα ονομαζόταν «Chutzpah». Βουτάς στα άδυτα της γλώσσας, βυθίζεσαι και αναδύεσαι ολάκερη έχοντας παρακάμψει ατελείωτα στρώματα δέρματος για να κόψεις μια τομή απευθείας στο κόκαλο. Σιχαινόσουνα όλο τον υπερφίαλο ιντελλεκτουαλισμό του σινεμά και μάλλον αν διάβαζες αυτό το κείμενο θα μου έλεγες: «Έτσι μιλάς στους φίλους σου;». Ήταν πράγματι τόσο προσωπικό το σινεμά σου, κάθε πλάνο και μια εκμυστήρευση, έτσι που μόνο προσωπικά μπορεί να μιλήσει κανείς γι' αυτό.
6.
Γεννήθηκες από τη μαγική σκόνη του καλλιτέχνη, που δείχνει με το χέρι προς το καινούργιο, που σηκώνει το δάχτυλο προς μια νέα ήπειρο, αλλά και από τη γενναιοδωρία αυτού που ανοίγει χώρο. Μιλούσες πάντα για τις μικρές χειρονομίες, και όσο κι αν ήθελες όλοι να δουν τις ταινίες σου, ήξερες ότι κατά βάθος απαιτούν υπομονή. Έπαιζες στον δικό σου χρόνο, μας περίμενες στην απέναντι όχθη, ξυπόλυτη, γεμάτη ενέργεια, το έργο σου ήταν μια πρόσκληση γραμμένη σε μια αλλόκοτη, απολύτως δίκη σου γλώσσα, μια πρόσκληση να έρθουμε εμείς σε εσένα. Η διάρκεια και ο χρόνος έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις ταινίες σου, αδιαφορούσες για τις αντοχές μας, και κατηγορήθηκες πως έκανες ένα σινεμά βαρεμάρας. Σε κάποιον βαθμό ίσως κάτι τέτοιο ισχύει, είναι επίπονα τα πλάνα σου και νιώθουμε τον χρόνο να περνά, γιατί καθένα τους είναι ένα πέρασμα από μια συνείδηση σε μιαν άλλη, από της μητέρας σου στη δίκη σου και από εσένα σε εμάς.
«Υπέμεινα τα πάντα ως τώρα, και είχα συχνά την σκέψη να αυτοκτονήσω, αλλά έλεγα στον εαυτό μου, δεν μπορώ να το κάνω αυτό στην μητέρα μου»
7.
Η μητέρα σου, Natalia, πλανιόταν σαν φάντασμα πάνω από τις περισσότερες ταινίες σου, μια ιστορία που δεν λέγεται ποτέ αλλά είναι διαρκώς παρούσα. Η Natalia ή Nelly, πολωνικής καταγωγής Εβραία, ήταν η μόνη από ολόκληρη την οικογένεια που επέστρεψε από τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Εκείνη δεν θα μιλήσει ποτέ ανοιχτά γι' αυτά που έζησε, όμως από παιδί γνωρίζεις ότι γεννήθηκες μέσα στο τραύμα. Η συγγραφέας Natalia Ginsburg στο «Little Virtues» γράφει εξαιρετικά εύστοχα: «Υπάρχει ξανά μια λάμπα στο τραπέζι, και ένα μικρό βάζο με λουλούδια, και φωτογραφίες των αγαπημένων μας, αλλά δεν μπορούμε πια να τα εμπιστευτούμε όλα αυτά. Ένα σπίτι είναι φτιαγμένο από τούβλα και γνωρίζω ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει». Ήταν ένας συνεχής, υπόκωφος λυγμός όλα όσα μας είπες, και στις στιγμές της μεγαλύτερης αισιοδοξίας σου, η ελπίδα δεν είχε γεύση ελπίδας, ήταν πάντα σπαρακτική και αβάσταχτη.
8.
Το «No Home Movie», η τελευταία σου ταινία, ανοίγει με την εικόνα των κλαδιών ενός δέντρου σε έναν άγονο λόφο, σε μια άγνωστη έρημο, να στροβιλίζονται από τον ολολύζοντα άνεμο. Ένα εξορισμένο δέντρο, μόνο, παλεύει για την επιβίωση του. Στην ταινία ακολουθούμε τη μητέρα σου καθώς ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Η κάμερα ακουμπισμένη δεξιά και αριστερά, σαν ένα ακόμα οικιακό αντικείμενο, πάντα στο δικό σου ύψος, κινηματογραφεί φλούδες της σχέσης σας, από τη Νέα Υόρκη και το Ισραήλ στο μικροαστικό διαμέρισμά της στις Βρυξέλλες. Memento mori, γηρατειά και θάνατος, το πορτρέτο ενός αποχαιρετισμού. Στο ντοκιμαντέρ για εσένα που βγήκε τον ίδιο χρόνο θα πεις: «Συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου ήταν το κέντρο του έργου μου, και τώρα που δεν είναι πια εδώ, δεν υπάρχει κανείς».
9.
Στον τάφο σου στο Père Lachaise συναντώ μια κυρία να αφήνει λουλούδια. «Την αγαπούσα πολύ» μου λέει στα γαλλικά, και κάπως διστακτικά με ρωτά: «Τη γνωρίζατε;». Γνέφω αρνητικά και εκείνη συνεχίζει: «Εμείς είμαστε πολύ φίλοι από τότε που πέθανε». Έβρεχε εκείνη την ημέρα και ήταν πολύ όμορφα, έτσι σκέφτηκα και έκλεψα ένα πετραδάκι από τον τάφο της γι' αυτήν τη φιλία που θα μπορούσε να... Όταν σε φαντάζομαι μασουλάς πάντα κάτι, μιλάς με το στόμα ανοιχτό, καπνίζεις ασταμάτητα, περπατάς νευρικά και πολύ βιαστικά, τσακώνεσαι στον δρόμο με περαστικούς και κάτω από τα ρούχα σου φοράς περήφανα πιτζάμες.
10.
Έζησες με τη μανιοκατάθλιψη από τα 34 σου χρόνια. Δέκα μέρες πριν από το τέλος θα νοσηλευτείς για κατάθλιψη. Οι κακές κριτικές στη δημοσιογραφική προβολή του «No Home Movie» στο φεστιβάλ του Λοκάρνο αναφέρονται συχνά ως αφορμή της αυτοκτονίας σου. Στο τελευταίο βιβλίο που δημοσιεύεις («Ma mère rit», εκδόσεις Gallimard, 2013) έχεις ήδη μιλήσει για την αυτοκτονία: «Υπέμεινα τα πάντα ως τώρα, και είχα συχνά τη σκέψη να αυτοκτονήσω, αλλά έλεγα στον εαυτό μου "δεν μπορώ να το κάνω αυτό στη μητέρα μου"». Ο θάνατός σου δεν ήρθε ως ένα λογοτεχνικό τέλος, δεν συμπληρώνει, ούτε διαβάζεται πάνω στο έργο σου. Η ζωή φάνταζε πια για εσένα αβίωτη, η αλήτικη ενέργεια της νεαρής κοπέλας που γύριζε ξυπόλυτη ταινίες στη Νέα Υόρκη είχε χαθεί.
11.
Ως μικρό παιδί βάζεις τη μητέρα σου, για να μπορέσεις να αποκοιμηθείς, να σου λέει «καληνύχτα, Chantal», φορές αμέτρητες έως ότου το πει με τον κατάλληλο τόνο. Γιατί αν σπρώξουμε για λίγο στην άκρη την μεγάλη καλλιτέχνιδα, θα μείνουμε με ένα μικρό κορίτσι που δεν έμαθε να ζει, ένα μικρό κορίτσι που γεννήθηκε μεγάλη και όμως δεν έγινε ποτέ ενήλικας, ένα μικρό κορίτσι που προσπαθούσε πάντα να προστατεύει τη μαμά του, ένα μικρό κορίτσι που μεγάλωσε μπροστά σε ένα παράθυρο παγιδευμένο να παρατηρεί τον κόσμο απ' έξω, ένα μικρό κορίτσι που δεν μπορούσε πια να ζει.