ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ το μικρό δάχτυλο του Μάικλ Τζ. Φοξ που φτερούγιζε. Χρόνια αργότερα, ολόκληρο το πάνω μέρος του σώματός του πήγαινε διαρκώς μπρος-πίσω. Τώρα, στα 61 του, παλεύει να περπατήσει στο δρόμο χωρίς να πέσει. Καμιά διασημότητα και κανένα χρήμα δεν μπορεί να αλλάξει τις εκδηλώσεις της εκφυλιστικής νευρολογικής πάθησής του, γνωστής ως νόσο του Πάρκινσον. Ο Μάικλ Τζ. Φοξ σπάει τακτικά κάπποιο κόκαλο: στο χέρι του, στο μπράτσο του, στο πρόσωπό του. «Αυτό το παιχνίδι είναι χαμένο», του είπε κάποτε ένας γιατρός.
Με αυτή την περιγραφή, το «Still: A Michael J. Fox Movie», ένα νέο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη μάχη του Φοξ με το Πάρκινσον, ακούγεται καταθλιπτικό. Δεν είναι. Από την άλλη, το ντοκιμαντέρ, που κάνει πρεμιέρα στο Apple TV+ αυτή την Παρασκευή, δεν ανήκει ούτε στην κατηγορία των λεγόμενων «εμψυχωτικών» ταινιών.
Επιδιώκει επίσης να απαντήσει σε ένα από τα πιο ακανθώδη ερωτήματα της ζωής: Πώς διατηρεί κανείς την αισιοδοξία σου καθώς τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο;
Το Still είναι γεμάτο νοσταλγία και μοντάζ και βροντερή μουσική της δεκαετίας του '80, αλλά είναι επίσης ένα πορτρέτο της ανθεκτικότητας, απεικονίζοντας τον βαρύ φόρο που πληρώνει εξαιτίας της το μυαλό και το σώμα. Η ταινία δεν θέλει ο θεατής να νιώσει άσχημα για τον Φοξ, αλλά να σκεφτεί απλώς πόσο δεδομένη θεωρεί την ικανότητά του να πλένει τα δόντια του ή να κρατά ένα ποτήρι.
Επιδιώκει επίσης να απαντήσει σε ένα από τα πιο ακανθώδη ερωτήματα της ζωής: Πώς διατηρεί κανείς την αισιοδοξία σου καθώς τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο;
Ο Φοξ ήταν μόλις 23 ετών όταν γύρισε το «Επιστροφή στο μέλλον». Η διάγνωσή του θα ερχόταν έξι χρόνια αργότερα. Ο ίδιος θα προσπαθούσε να αποκρύψει τα συμπτώματά του για άλλα επτά. Καθ' όλη τη δεκαετία του '90, γύριζε σκηνές παίζοντας με ένα στυλό, τρίβοντας το ρολόι του ή βάζοντας διακριτικά το ένα του χέρι στην τσέπη. Εκτός κάμερας, προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί με κάθε τρόπο: έπινε υπερβολικά, κατάπινε χάπια με το κιλό. Η απόκρυψη της διάγνωσής του δεν ήταν απλώς μια εκδήλωση ντροπής, αλλά μια μέθοδος επιβίωσης για να συνεχίσει να εργάζεται σε μια βιομηχανία διαβόητη για τις διακρίσεις της εις βάρος των ατόμων με σωματικές αναπηρίες. Τελικά, αποτοξινώθηκε και το 1998 δημοσιοποίησε την κατάστασή του, ως μέρος της διαδικασίας συμφιλίωσης με αυτό που συνέβαινε στο σώμα του.
Η μαύρη αλήθεια είναι ότι η καθημερινή ζωή του Φοξ με τη νόσο, όπως και όλων των ανθρώπων που πάσχουν από αυτή, γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Η ευγνωμοσύνη του μπορεί να αυξάνεται με την ηλικία, το ίδιο συμβαίνει όμως και με την απογοήτευσή του. Ο Φοξ είχε πάντα έναν φυσικό κωμικό συγχρονισμό και παραμένει εξαιρετικά πνευματώδης, ακόμη και αν η συγκεχυμένη ομιλία του καθιστά όλο και δυσκολότερο να εκφραστούν ιδανικά κάποιες υπέροχες ατάκες του. Για τις ανάγκες της ταινίας, ο Φοξ συμμετείχε στη διάρκεια ενός έτους σε επτά συνεδρίες συνεντεύξεων μπροστά στην κάμερα. Από την αρχή μέχρι το τέλος, μπορεί ακόμα να ακούσει κανείς στο πίσω μέρος του λαιμού του Φοξ, εκείνο το προσιτό παιδί της διπλανής πόρτας που αγαπήσαμε στα ‘80s, ακόμα και όταν καταπίνει τα λόγια του. Συχνά επίσης στην ταινία γίνεται λόγος για το βάρος που πέφτει στην άμεση οικογένεια των ατόμων με τέτοιες παθήσεις – άλλο ένα ακανθώδες θέμα που συχνά παρακάμπτεται σε τέτοιου είδους ταινίες
Για περισσότερες από δύο δεκαετίες, ο Φοξ χρησιμοποιεί την ιστορία της ζωής του για να τραβήξει την προσοχή και τις χορηγίες σε ζητήματα που αφορούν τη νόσο του Πάρκινσον. Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, φαίνεται να απεχθάνεται την ιδέα να τον βλέπουν ως μια κινούμενη «φιλανθρωπική περίπτωση». Παρ' όλα αυτά, παραμένει το «πρόσωπο» αυτής της ασθένειας, και το ίδρυμά του έχει χρηματοδοτήσει πρωτοποριακές έρευνες που μπορεί μια μέρα να οδηγήσουν σε μια επιτυχημένη ή ακόμη και οριστική θεραπεία. «Είσαι τόσο άρρωστος όσο τα μυστικά σου», λέει π Μάικλ Τζ. Φοξ κάποια στιγμή στην ταινία. Ο ίδιος κατανοεί την ανάγκη του κοινού για μια θετική αφήγηση. Θα μπορούσε να επιτευχθεί τέτοια πρόοδος χωρίς έναν τόσο συμπαθή πρωταγωνιστή;
STILL: A Michael J. Fox Movie – Official Trailer | Apple TV+
Πηγή: The Atlantic