ΤΟ ΡΟΚ ΕΜΦΑΝΙΖΕΙ μια τρομερή δυναμική στον βορρά της Ευρώπης και βασικά στην Νορβηγία, από την οποία εκκινούν πολλά και διαφορετικά, και σίγουρα ενδιαφέροντα ροκ συγκροτήματα. Από κοντά και οι μεγάλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης (και βασικά η Γερμανία) προσφέρουν αφειδώς σχήματα, ενώ δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει χώρες με... παραδοσιακή, όσο και ιδιόμορφη συμβολή στο ροκ, όπως η Γαλλία.
Τα ονόματα που παραθέτουμε στη συνέχεια (ανάμεσα και δύο ελληνικά) δεν είναι απλώς καινούρια ή σχετικώς καινούρια, αλλά κυρίως πολλά υποσχόμενα.
1.
NOTOWNS: Joyride
[GR. Inner Ear, 2023]
Οι Notowns δεν έχουν ιστορία, αλλά αν τα φέρει δεξιά η ζωή θα αποκτήσουν. Λέμε για ένα τρίο από Αθήνα-Πειραιά, που σχηματίστηκε πρόπερσι και που μέσα σε ελάχιστο διάστημα βλέπει ένα άλμπουμ του να κυκλοφορεί από την Inner Ear. Ο δίσκος αποκαλείται “Joyride” και περιέχει οκτώ τραγούδια, αγγλόφωνα, που κινούνται σε punk και punk-rock-electro κατευθύνσεις.
Οι Notowns θα μπορούσε να κατηγορηθούν από διάφορους «ψαγμένους», απερίσκεπτα φυσικά, για... ντεμοντέ πανκοφιλία ή και για... εϊτίλα, αλλά όλα αυτά, αν ειπωθούν (ή αν έχουν ήδη ειπωθεί), θα είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Το ξέρω... υπάρχουν πολλοί και πολλές σε όλους τους χώρους της Τέχνης, που επιχειρούν να προτείνουν κάτι με άγκιστρο, με hook, στο παρελθόν. Γι’ αυτό έχουμε και τους σιξτάδες, που αντιγράφουν μέχρι και γραμματοσειρές(!) του ’60, τους εϊτάδες, που λιώνουν μπροστά στο αφελές και το χαζοχαρούμενο της εποχής κ.ο.κ.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι Notowns, διαθέτουν κατ’ αρχάς αισθητήριο. Έχουν ακούσει διάφορα προφανώς, από το χθες, και βεβαίως κάπου πρέπει να στάθηκαν και να είπαν... να... αυτός είναι ο ήχος μας. Τούτο, όμως, από μόνο του δεν σημαίνει κάτι.
Δεν είναι κακό να κοιτάς προς τα πίσω, στο χθες. Κακό είναι να το αντιγράφεις ανώδυνα (το χθες), εξιδανικεύοντας πρόσωπα και καταστάσεις, και αφήνοντας τη νοσταλγία να αποφασίζει για το πόσο αξίζει κάτι (και όχι για το αν αξίζει).
Δεν χρειάζεται να πω πως στο σύνολο των περιπτώσεων η νοσταλγία θα αποφασίσει λάθος, αφού ακόμη και αν κεντράρει σωστά θα το κάνει για λάθος λόγους. Ενώ θα δώσει, περαιτέρω, την αφορμή σε διαφόρους να απορρίψουν το χθες, ως κάτι ξοφλημένο και παρωχημένο.
Λοιπόν, οι Notowns δεν νοσταλγούν τίποτα από τα 80s. Πρώτον, γιατί, πιθανώς να ήταν αγέννητοι ή τέλος πάντων πολύ μικροί τότε. Άρα νοσταλγία δεν μπορεί να υπάρχει, για κάτι που δεν το έχεις βιώσει.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι Notowns, διαθέτουν κατ’ αρχάς αισθητήριο. Έχουν ακούσει διάφορα προφανώς, από το χθες, και βεβαίως κάπου πρέπει να στάθηκαν και να είπαν... να... αυτός είναι ο ήχος μας. Τούτο, όμως, από μόνο του δεν σημαίνει κάτι.
Και εδώ ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο, το οποίον οι Notowns το ξεπερνούν με περίσσια σοβαρότητας και δίχως επιπολαιότητα, πράττοντας το σωστό και το πρέπον. Δηλαδή... όχι αντιγράφοντας ένα κλίμα, μια εποχή ή έναν ήχο, μα, χρησιμοποιώντας όλο αυτό το background, επιχειρούν να οικοδομήσουν ένα σημερινό άλμπουμ, που να μπορεί να ενταχθεί δημιουργικά στο τώρα, μεταφέροντας, συγχρόνως, όλο το εξωτερικό fun εκείνης της περιόδου (θυμηθείτε την ελληνική Creep Records).
Το λέμε λοιπόν αυτό, και το επισημαίνουμε, ως κάτι το θαυμαστό, επειδή τα τραγούδια των Notowns είναι τρομερά – χοντρικά το ένα καλύτερο από τ’ άλλο. Και σαν μουσικές, και σαν στίχους (ιδίως σαν στίχους, στους οποίους καταγράφουν όψεις της σύγχρονης σκληρής και απάνθρωπης πραγματικότητας με οξύνοια) και σαν ερμηνείες και σαν ενοργανώσεις (κιθάρες, μπάσο, ντραμ-μασίν, σύνθια).
Punk-rock με electro στοιχεία παίζουν οι Notowns, γράφοντας τραγουδάρες (“Hetawave”, “Joyride”, “2022”, “Twilight zone” κ.λπ.), οδηγώντας μας ν’ ακούμε το “No reflex” τους, στη σειρά μετά τα κλασικά “No escape”, “No fun” και “No feelings”…
Τι άλλο να πεις; Μπράβο στα παιδιά και πάντα τέτοια!
Notowns - 2022
Επαφή: www.inner-ear.gr
2.
MAGNIFY THE SOUND: Don’t Give Us That Face
[ΝΟR. Crispin Glover Records, 2023]
Ένα αληθινά παράξενο ντούο και άλμπουμ έχουμε εδώ. Λέμε για τους Νορβηγούς Magnify the Sound, που υφίστανται από το 2010 και που αυτή τη στιγμή αποτελούνται εκ των Trond Engum κιθάρα (γνωστός από τα «μεταλλικά» και ροκ γκρουπ The 3rd And The Mortal και The Soundbyte) και Carl Haakon Waadeland κρουστά (ένας μουσικός, που βρίσκεται στη σκηνή από τις αρχές των σέβεντις, συμμετέχοντας σε εντελώς διαφορετικά, κατά καιρούς, σχήματα).
Το “Don’t Give Us That Face” είναι ένα δύσκολα κατατάξιμο άλμπουμ και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πολύ ενδιαφέρον – με το «πολύ ενδιαφέρον» να βρίσκεται στον τρόπο που ηχεί.
Κατ’ αρχάς, ακούγοντάς το, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως όσα φθάνουν στ’ αυτιά σου προέρχονται από δύο μόλις άτομα. Υπάρχει, με άλλα λόγια, ένας πληθωρικός ήχος, γεμάτος από μικρές, αλλά συνεχείς εκπλήξεις.
Το άκουσμα παραπέμπει άλλοτε σε avant-progressive, άλλοτε σε electronic-progressive, άλλοτε σε free-improv και ούτω καθ’ εξής, με τις κιθάρες και τα κρουστά να κάνουν, συνεχώς, τρομερή δουλειά, δημιουργώντας αλλεπάλληλες στρώσεις από ήχους (μέχρι και κάτι σαν εκκλησιαστικό όργανο ακούς), οι οποίες όμως δεν είναι ατάκτως ερριμμένες, αλλά με τέτοιο τρόπο τοποθετημένες ώστε ό,τι παρακολουθείς να έχει αρχή, μέση και τέλος.
Υπάρχει, οπωσδήποτε, το πείραμα εδώ, αλλά υπάρχει και το ροκ, μαζί με τον αυτοσχεδιασμό, με μαεστρία αναμειγμένα, από δύο μουσικούς, που αν και προέρχονται από διαφορετικές γενιές, έχοντας διαφορετικές αισθητικές παρακαταθήκες, εντούτοις συνεργάζονται με τρόπο όχι απλώς δημιουργικό, αλλά συγκλονιστικό ενίοτε (αν κρίνουμε απ’ αυτά που φθάνουν στ’ αυτιά μας).
Σπουδαίος δίσκος, που κυκλοφορεί σε LP, CD και digital.
Επαφή: www.crispingloverrecords.com
3.
LUMSK: Fremmede Toner
[NOR. Dark Essence Records, 2023]
Στο bandcamp υπάρχει μια φωτογραφία (κάπως ομιχλώδης και μ’ ένα δάσος στο background – την βλέπετε) του νορβηγικού γκρουπ Lumsk,, στην οποία φωτογραφία ποζάρουν επτά άτομα (πέντε άνδρες και δύο γυναίκες). Το λέμε γιατί ούτε στο CD, που έχουμε εμείς στα χέρια μας, αλλά ούτε και στο bandcamp του γκρουπ υπάρχουν τα ονόματα των μελών.
Οπωσδήποτε έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πολυμελές ροκ γκρουπ (που έχει μπροστά τραγουδίστρια), το οποίο κινείται σε... περίεργους δρόμους – καθώς στα τραγούδια των Lumsk υπάρχουν folk, progressive και hard rock επιρροές, με τον ήχο να είναι, πάντως, σύγχρονος. Και εννοούμε μ’ αυτό, πως εδώ δεν υπάρχει η διάθεση να αναπαραχθεί, γραμμή προς γραμμή, κάτι από το απώτατο χθες, μα κάτι ναι μεν κάπως «χθεσινό», αλλά ταυτοχρόνως περασμένο μέσα από ένα σύγχρονο φίλτρο.
Τα κομμάτια των Lumsk είναι πολύ ενδιαφέροντα και, όπως διαβάζουμε, κάποια εξ αυτών είναι στηριγμένα σε λόγια ενός διακεκριμένου νορβηγού ποιητή, του André Bjerke (1918-1985). Τίτλος βιβλίου του Bjerke είναι, εξάλλου, και ο τίτλος του άλμπουμ των Lumsk (“Fremmede Toner”).
Εξειδικεύοντας κάπως τις αναφορές των Νορβηγών θα λέγαμε πως το folk rock, το βρετανικό pastoral rock, μα και το art rock, μαζί με το hard rock βεβαίως, παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στα ηχητικά δρώμενα, με συγκροτήματα όπως οι Genesis, οι Renaissance, οι Gryphon ή οι Led Zeppelin (των mid-70s) να παίζουν σημαντικό ρόλο στην διατύπωση των passages.
Από ’κει και πέρα μένει το ταλέντο των έξι μουσικών, ούτως ώστε να μπει σε μια τάξη το χάος των αναφορών, για να προκύψουν θαυμάσια κομμάτια, σαν τα “A match”, “Abschied”, “Da veilschen” κ.λπ.
(Το “Fremmede Toner” των Lumsk είναι μεγάλο σε διάρκεια και εκτός από CD και digital, κυκλοφορεί και σε 2LP).
A Match
Επαφή: www.darkessencerecords.no
4.
EDREDON SENSIBLE: Montagne Explosion
[FR. Private Pressing, 2023]
Γάλλοι από την Τουλούζη είναι οι Edredon Sensible, τους οποίους αποτελούν οι Tristan Charles-Alfred βαρύτονο σαξόφωνο, Antoine Pedriolle ντραμς, κρουστά, Mathias Bayle ντραμς, κρουστά και Jean Lacarrière τενόρο σαξόφωνο.
“Montagne Explosion” εν τω μεταξύ αποκαλείται η πιο νέα δουλειά των Γάλλων, που είναι βασικά ένα... ροκ πολύ τζαζ, ή μια... τζαζ πολύ ροκ, ικανή να κερδίσει εύκολα τις εντυπώσεις.
Λέμε, λοιπόν, για ένα δημιουργικό, παράξενο, απρόσμενο και αεικίνητο ηχητικώς άλμπουμ, που δείχνει πως οι γάλλοι μουσικοί (υπάρχουν και τέσσερις γυναικείες φωνές ανάμεσα, ως guests) δεν το βάζουν κάτω, όπως λέμε, υπερασπιζόμενοι μετά μανίας την (γαλλική) παράδοση στα ιδιόμορφα και αλλόκοτα συγκροτήματα.
Γιατί είναι τέτοιοι οι Edredon Sensible. Είναι μια ομάδα, που παίζει άγρια και αναπάντεχη μουσική, στηριγμένη κατά πρώτον στην ισχυρή ρυθμική βάση, που κτίζουν οι δύο ντράμερ και από ’κει και πέρα στις συνεισφορές των πνευστών, που σε διαφόρους ρόλους (ακόμη και κόντρα) επιχειρούν να μεταφέρουν και κάποια μελωδικά στοιχεία (minimal συνήθως) στα ποικίλα passages – χοντρικά λέμε για ένα συγκρότημα διαφορετικό, με όχι πολλές ιδέες αναγκαστικά, αλλά με έναν δικό του τρόπο να τις υπερασπίζει.
Φοβερό κομμάτι το “Where is un alcool japonais qui aime se baigner en restant à la même temperature”, όπως και το “Peut être ben hurble” και γενικώς ένα διαφορετικό άκουσμα από τους γάλλους μουσικούς, που θα ενδιαφέρει οπωσδήποτε τους φίλους του παλαιού, γαλλικού, προοδευτικού rock.
Επαφή: https://edredonsensible.bandcamp.com/album/montagne-explosion
5.
THE BLACK CAT’S EYE: The Empty Space Between A Seamount and Shock-Headed Julia
[GER. Tonzonen Records, 2023]
Οι Black Cat’s Eye σχηματίστηκαν στην Φρανκφούρτη το 2018 και έως σήμερα δεν είχαν ένα ολοκληρωμένο χειροπιαστό άλμπουμ. Το πράττουν τώρα, όμως, με το “The Empty Space Between A Seamount and Shock-Headed Julia”, που κυκλοφορεί σε LP, CD και digital και που φέρνει τους γερμανούς rockers στο progressive προσκήνιο.
Το άλμπουμ περιέχει πέντε κομμάτια, ένα 20λεπτο στην πρώτη πλευρά και τέσσερα 5λεπτα πάνω-κάτω στη δεύτερη, εκ των οποίων τα δύο είναι τραγούδια και τα τρία ορχηστρικά. Μέλη των Black Cat’s Eye είναι, περαιτέρω, οι Christian Blaser κιθάρες, φωνή, πλήκτρα (βασικός συνθέτης-στιχουργός), Wolfgang Schönecker κιθάρες, Steffen Ahrens κιθάρες, Jens Cappel μπάσο και Stefan Schulz-Anker ντραμς, κρουστά, ενώ μαζί μ’ αυτούς ακούγεται και ο φλαουτίστας Walter Dorn σ’ ένα track, όπως και η τραγουδίστρια Lucie Cerveny σ’ ένα άλλο.
Ξεκινώντας θα πούμε πως οι Black Cat’s Eye είναι ένα καθαρό progressive rock σχήμα, με κάποια «βαριά» και cosmic χαρακτηριστικά, επηρεασμένο κατά βάση από τους Pink Floyd της μετα-Barrett εποχής.
Υπάρχει λοιπόν ένα τέτοιο ηχητικό concept στην περίπτωση των Γερμανών, το οποίο διαμορφώνουν βασικά οι κιθάρες (ηλεκτρικές, ακουστικές και... θορυβώδεις). Πάνω στις κιθάρες, εξάλλου, στηρίζονται όλα τα κομμάτια του δίσκου, με τα keyboards να προσφέρουν μόνον «εντάσεις» σε κάποια σημεία (σαν γεμίσματα) ή να υπάρχουν κάπου στο βάθος, σαν «ατμόσφαιρες».
Προφανώς, οι τρεις κιθαρίστες των Black Cat’s Eyes έχουν, εδώ, τον πρώτο λόγο, και η αλήθεια είναι πως συνεργάζονται άψογα, δίνοντας πραγματικά ωραία παιξίματα, και σολιστικά και ομαδικά (διασταυρούμενα), με τις κιθάρες να παίζουν κάπου και τον ρόλο των πλήκτρων, και με τις εναλλαγές ηλεκτρικών και ακουστικών parts να προσφέρουν, επιπλέον, στα κομμάτια μια... παρατεταμένη ομορφιά.
Το 20λεπτο “Kill the sun and the moon and the stars” είναι, φυσικά, πολύ καλό και κυριαρχεί, όχι μόνον στην πρώτη πλευρά (καθώς την καταλαμβάνει ολάκερη), μα και συνολικώς στον δίσκο, με τα tracks της Side B να είναι και αυτά άξια λόγου και να μην ακούγονται ως... φτωχοί συγγενείς.
Ωραία η εναρκτήρια riff-ολογία στο “Katla”, με το κομμάτι να κινείται σε hard-progressive δρόμους, ευχάριστο το ακουστικό / ημι-ακουστικό διάλειμμα (τραγούδι) “Winter song”, σκληρό, με εφφέ, και οξείς κιθαρισμούς το “In my dreams the wind chases away the clouds” στην αρχή, που μεταπίπτει γρήγορα και αυτό σε πιο cosmic μελωδικές φόρμες, για να ανεβάσει ξανά στροφές κ.λπ., με το closing track “Lostlostlost…”, που είναι τραγούδι, να συνοψίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά των Black Cat’s Eye, έτσι όπως αυτά αποτυπώνονται σε τούτο το πολύ καλό LP τους.
Α, και κάτι τελευταίο... το mastering εδώ είναι του Eroc (μιας θρυλικής φιγούρας του krautrock).
THE BLACK CAT'S EYE
Επαφή: www.tonzonen.de
6.
DOBBELTGJENGER: The Twins
[NOR. Apollon Records, 2023]
Οι Dobbeltgjenger είναι μια μπάντα από το Bergen της Νορβηγίας, που υπάρχει δισκογραφικώς από το 2016, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα τέσσερα άλμπουμ – το τέταρτο είναι το “The Twins”, για το οποίο θα κάνουμε τώρα λόγο.
Παραδόξως να πούμε(;) οι Dobbeltgjenger δεν σχετίζονται με την progressive σκηνή της πόλης, που βρίσκεται σε μεγάλη άνθηση, μα με την πιο... εναλλακτική. Έτσι, το “Twins” είναι ένα indie άλμπουμ, αν και όχι τόσο καθαρόαιμο – καθότι hints από το rock των seventies θα βρεις κι εδώ, κυρίως στα τραγουδίσματα, όπως και στα παιξίματα, που κάποιες φορές, στα πιο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια (που πάντως ποτέ δεν ξεπερνάνε τα πέντε λεπτά), μοιάζουν περισσότερο περφεξιονιστικά.
Το άλμπουμ αποτελείται από δεκατρία τέλος πάντων tracks, έντονα, πληθωρικά και κάπως θορυβώδη στην εξέλιξή τους, τα οποία φέρουν εις πέρας πέντε μουσικοί, δηλαδή οι Vegard Wikne κιθάρες, μπάσο, σύνθια, φωνή, Knut-Martin Langeland Rasmussen κιθάρες, Bastian Veland κιθάρες, σύνθια, Jone Kuven μπάσο και Sondre Veland ντραμς.
Στιχουργικώς, τώρα, το LP αυτό έχει ένα κάπως συγκεκριμένο θέμα, που χοντρικά συμβολίζεται και στο εξώφυλλό του. Εκεί... υπάρχουμε εμείς και ο δίδυμος εαυτός μας, που μας αντιπαλεύει.
Διαβάζουμε στο δίκτυο πως ο δίσκος είναι προϊόν μιας δύσκολης προσωπικής διαδρομής του βασικού στιχουργού του γκρουπ Vegard Wikne, κάτι που αποτυπώνεται σε τραγούδια σαν το “Purplegreenish” ή το “Like a crocodile” για παράδειγμα – αν και το άκουσμα, οι συνθέσεις εννοούμε, δεν είναι μαύρες και «νταουνιάρικες».
Ίσως, μάλιστα, το “The Twins” να αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό. Στην προσπάθεια να αποτυπώσεις δυσάρεστα πράγματα μ’ έναν περισσότερο εξωστρεφή τρόπο. Και η αλήθεια είναι πως οι Dobbeltgjenger το καταφέρνουν αυτό «μια χαρά», αν κρίνουμε από τραγούδια σαν το “Shoot!” – ή και από άλλα ακόμη.
Επαφή: www.apollonrecords.no
7.
BASTARD SWORD: I
[GR. Sound Effect Records, 2023]
Οι Bastard Sword είναι ένα καινούριο αθηναϊκό σχήμα (το αν είναι περιστασιακό ή όχι θα φανεί), που αποτελείται από γνωστά ονόματα. Τον Αχιλλέα Χαρμπίλα (από 2 By Bukowski κ.λπ.) σε κιθάρες, φωνή, σύνθια, τον νεαρό Οδυσσέα Τζιρίτα σε μπάσο (με τα δύο αξιόλογα προσωπικά άλμπουμ πριν από λίγα χρόνια) και τον Άκη Καπράνο (από Horrified κ.λπ.) σε ντραμς.
Όπως διαβάζουμε στο innersleeve του πρώτου δίσκου τους, που έχει τίτλο “I”, το υλικό αυτού του δίσκου ήταν σχεδόν έτοιμο από τον Χαρμπίλα, όμως εκεί προς το τέλος θα έρχονταν οι Τζιρίτας και Καπράνος για να ολοκληρώσουν τις εγγραφές, προτείνοντας περαιτέρω και το δικό τους υλικό.
Έτσι, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα power rock trio, τέτοιοι είναι οι Bastard Sword, που ροκάρει συνεχώς και ακαταπαύστως, αλλά με τον δικό του τρόπο. Σε τι συνίσταται αυτός ο τρόπος;
Κατ’ αρχάς σε αρκετά από τα κομμάτια του “I”, που είναι εννέα (τέσσερα στην πρώτη πλευρά και πέντε στην δεύτερη), οι κιθάρες έχουν «στονεράδικο» ήχο, με distortion – είναι αυτά τα κιθαριστικά με ήχο-γρέζι. Δεν ηχούν όμως μονόπαντα οι κιθάρες στον δίσκο, και αυτό είναι από τα ατού του, γιατί πέρα από κάποια λίγα ακουστικά parts, υπάρχουν και παιξίματα σε καθαρές progressive ή και space / cosmic κατευθύνσεις.
Φυσικά, τόσο το μπάσο, όσο και τα ντραμς, φροντίζουν να βρίσκονται πάντα στο καλύτερο σημείο, και στην καλύτερη θέση – με την συνεισφορά τους, στο τελικό άκουσμα, να είναι κάτι παραπάνω από καθοριστική.
Υπάρχει, βεβαίως, στο “I” μία κάπως... τελετουργική αντίληψη στην ανάπτυξη των θεμάτων και αυτό το «πιάνεις» από το πρώτο κιόλας τραγούδι, το “Il gigante”, με το επόμενο “Hierophant” να εξελίσσεται πιο... kraut-ικά, καθώς συμβάλλουν και τα ηλεκτρονικά προς αυτό και βεβαίως το κιθαριστικό σόλο προς το τέλος (οπωσδήποτε ένα από τα ωραιότερα tracks του δίσκου).
Όμως και το επόμενο “Witching Brethren” είναι πολύ καλό, συνδυάζοντας stoner, space progressive και rhythm n’ blues αναφορές, με την πλευρά να ολοκληρώνεται με το βαρύγδουπο και κάπως «Sabbath-ικό» “Santeria de sangre”.
Η Side B ξεκινά κι αυτή μ’ έναν τρόπο, που αφήνει υποσχέσεις και για άλλα ακόμη, καλά και ωραία, από τους Bastard Sword – το λέμε, κρίνοντας από το… χαοτικό “Ghost in the beehive”. Και όντως, αφού κάθε ένα από τα επόμενα κομμάτια έχει και κάτι διαφορετικό να προτάξει – δηλαδή το “Anthropocene”, από την μέση και μετά, που εξελίσσεται ακόμη και «Floyd-ικά», όσον αφορά στις κιθάρες, το οργανικό ηλεκτρικό / ακουστικό ιντερμέτζο “The orbital mechanist”, το πιο τυπικό stoner “Tenbones” και το βαρύ hard prog “Tooth rattler” εκεί στο τέλος να αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις.
Ένα πολύ ωραίο ντεμπούτο από τους “Bastard Sword”, που όσο το ακούς σου αρέσει όλο και περισσότερο.
Hierophant
Επαφή: https://www.soundeffect-records.gr/
8.
POIL: PoiL / Ueda
[FR. Dur et Doux, 2023]
Οι Γάλλοι έβγαζαν, βγάζουν και θα βγάζουν, πάντα, τα πιο περίεργα ροκ συγκροτήματα, όπως προείπαμε. Παντού υπάρχουν περίεργα γκρουπ, αλλά στη Γαλλία αυτό είναι κοινός τόπος.
Τις αιτίες θα πρέπει να τις αναζητήσουμε, κατ’ αρχάς, στη μεγάλη «σύγχρονη κλασική» και avant-garde παράδοσή τους. Αν σ’ αυτά προσθέσεις musique concrète και ηλεκτρονικά, την πρόωρη επαφή τους, μέσω της αμερικανικής… τζαζ-μετανάστευσης, με το πιο προχωρημένο new thing, συν τους Magma (εντελώς χοντρικά τα περιγράφουμε όλα αυτά), ε τότε καταλήγεις, αβίαστα, στο πιο πάνω συμπέρασμα.
Σ’ αυτή την ομάδα, λοιπόν, των «παράξενων» ροκ γαλλικών συγκροτημάτων έχουν θέση και οι PoiL ένα σχήμα, που, σήμερα, το αποτελούν οι Antoine Arnera πλήκτρα, φωνητικά, Boris Cassone κιθάρες, φωνητικά, Benoit Lecomte ακουστικό μπάσο και Guilhem Meier ντραμς, φωνητικά.
Αυτοί οι τέσσερις συνεργάζονται τώρα, για τις ανάγκες της πιο νέας δουλειάς τους, με την ιαπωνίδα τραγουδίστρια και χειρίστρια του οργάνου satsuma biwa (ένα αχλαδόσχημο λαούτο) Junko Ueda και κάπως έτσι παραδίδουν το “PoiL / Ueda”, ένα άλμπουμ σκληρού avant / progressive-rock, με αληθινό ενδιαφέρον.
Το “PoiL / Ueda” αποτελείται από πέντε tracks, με διάρκειες 7:08, 3:38, 7:24, 8:42 και 4:29, το οποίο, σαν άλμπουμ, έχει τον τρόπο να σε καθηλώνει, αναγκάζοντάς σε να το παρακολουθείς κάπως... με ανοιχτό το στόμα.
Χωρίς να είναι ένα «εύκολο» άλμπουμ, έχει τον τρόπο να επιβάλλεται κατ’ αρχάς με τα έντονα, άλλοτε τσιτωμένα και τοποθετημένα μπροστά, μουσικά κείμενά του και άλλοτε με την drone-συνοδεία στο background και εν συνεχεία με το τελείως εξώκοσμο τραγούδισμα της Ueda, που από μόνο του είναι ξεχωριστή εμπειρία.
Αναμφισβήτητα ένα από τα πιο εντυπωσιακά άλμπουμ του avant-rock, που έχουμε ακούσει μέσα στο 2023.
Επαφή: https://poil.bandcamp.com/album/poil-ueda
9.
LARS FREDRIK FRØISLIE: Fire Fortellinger
[NOR. Karisma Records, 2023]
O Lars Fredrik Frøislie είναι ο κιμπορντίστας των Νορβηγών Wobbler, ενός από τα καλύτερα ευρωπαϊκά progressive rock συγκροτήματα, τα τελευταία 20-25 χρόνια (να επισημάνουμε τα πιο πρόσφατα άλμπουμ τους “From Silence to Somewhere” του 2017 και “Dwellers of the Deep” του 2020), ο οποίος προτείνει τώρα ένα εξ ίσου δυνατό και ενδιαφέρον LP, που αποκαλείται “Fire Fortellinger”.
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως στον δίσκο αυτό καταγράφονται μόλις τέσσερα tracks – χοντρικά δύο 17λεπτα και δύο 6λεπτα. Έτσι, μέσω αυτών των μεσαίων και μεγάλων χρονικών διαρκειών επιχειρεί ο Frøislie να παρουσιάσει και να αναπτύξει τις ιδέες του, που τον οδηγούν, με σίγουρα και σταθερά βήματα, προς το ποθούμενο.
Στην οικοδόμηση ενός σημερινού progressive δίσκου, εννοούμε, αλλά με ξεκάθαρο σέβεντις ηχόχρωμα. Γι’ αυτό και στα μίντια αναφέρεται, για την περίπτωσή του, το “70s prog”, σαν ένα νέο και αυτόνομο genre, που σηματοδοτεί εκείνο ακριβώς που συμβαίνει εδώ. Το επισημαίνουμε τούτο, επειδή το σύγχρονο prog είναι κάτι τελείως διαφορετικό, με άλλον γενικώς ήχο, που παρακολουθεί πιο στενά την εξέλιξη στο στυλ, μέσα σε όλες τις δεκαετίες. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό.
Το κύριο γνώρισμα του ήχου του Frøislie είναι τα πάμπολλα keyboards. Γενικώς γίνεται χαμός εδώ, καθώς ακούγονται Ηammond C3, Mellotron M400, Minimoog Model D, Hohner Clavinet D6, Yamaha CP70B, Rhodes mkII, Wurlitzer 200 και άλλα διάφορα, όλα ωραία τοποθετημένα και συνδυασμένα.
Επίσης ο Frøislie τραγουδά (στην νορβηγική), παίζοντας και κρουστά, ενώ τον συνοδεύει μόνον ένας ακόμη μουσικός, ο Nikolai Hængsle στο μπάσο. Κιθάρες, με άλλα λόγια δεν υπάρχουν στο “Fire Fortellinger”, δίχως αυτό, πάντως, να αποβαίνει καθοριστικό για το άκουσμα. Είναι σε τέτοιο βαθμό πλούσιος ο ήχος στο “Fire Fortellinger”, εννοούμε, ώστε να μην αντιλαμβάνεσαι πουθενά κάποια μικρή ή μεγάλη έλλειψη.
Πολύ καλά τα μεγαλύτερα σε διάρκεια tracks και ιδίως το δεύτερο 17λεπτο “Naturens katedral”.
Et sted under himmelhvelvet
Επαφή: https://poil.bandcamp.com/album/poil-ueda
10.
ASHINOA: L'Orée
[UK. Fuzz Club Records, 2023]
Κλείνουμε με το πολύ καλό άλμπουμ των Ashinoa, από την Λυών, ένα πενταμελές σχήμα (Chris Poincelot, Matteo Fabbri, Jérémy Labarre, Paul Renard, Ghazi Frini), που υφίσταται από το 2015 και που αρέσκεται να κινείται σε progressive, electronic και πειραματικούς δρόμους.
Το “L'Orée” είναι ένα αληθινά ενδιαφέρον άλμπουμ, που θα ενθουσιάσει τους φίλους του σύγχρονου ψαγμένου rock, μ’ αυτές τις γεμάτες εκπλήξεις συνθέσεις του, τα απροσδιόριστα παιξίματά του και την ποικιλία των ηχοχρωμάτων του.
Ίσως, μάλιστα, αυτή ακριβώς η ποικιλία να του προσδίδει και μια δυσκολία να το παρακολουθήσεις, υπό την έννοια πως το LP δεν έχει μια σταθερή ροή, με το κάθε track να διαφοροποιείται του άλλου.
Μπορεί λοιπόν όλα τα κομμάτια να έχουν ενδιαφέρον, και να λειτουργούν πολύ καλά, αλλά συνολικώς το “L'Orée” μοιάζει κάπως αποσπασματικό. Φυσικά, αυτό δεν το λέμε σώνει και καλά για (σοβαρό) μειονέκτημα, αφού τα πολλά και παράξενα που ακούς εδώ, ξεπερνούν τις όποιες επιμέρους μικρο-ατασθαλίες.
Και με πολλά ηλεκτρονικά («τοίχους», εφφέ κ.λπ.) και με πολλά πλήκτρα και με κιθάρες και με ρυθμικό τμήμα, που ακούγεται καταιγιστικό κατά τόπους, το άλμπουμ αυτό των Ashinoa είναι προορισμένο να αγαπηθεί από τους φίλους των μουσικών των Heldon, των Delired Chameleon Family και των ανάλογων σέβεντις συγκροτημάτων.
Επαφή: www.fuzzclub.com