Ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, ένας από τους κορυφαίους της χώρας μας, καθόρισε την εποχή των μεγάλων εφημερίδων. Είχε σημαντικότατη επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, ενώ στο πηδάλιό του κυριάρχησε ένας εκδότης ο οποίος έγραψε τη δική του δημοσιογραφική ιστορία, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στα έντυπα που δημιούργησε. Επτακόσιες εξήντα οκτώ σελίδες, εξήντα ένας πρωταγωνιστές και αμέτρητες ιστορίες, πληροφορίες και γεγονότα συνθέτουν το μεγάλο ταξίδι του ΔΟΛ στον χρόνο που εξιστορείται στο βιβλίο της Ελευθερίας Κόλλια.
Η δημοσιογράφος για τρία ολόκληρα χρόνια διεξήγαγε μια μεγάλη έρευνα, το αποτέλεσμα της οποίας κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο: «Στα Χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη - Μαρτυρίες και αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017». Με αυτή την αφορμή τη συναντώ στο σπίτι της στην περιοχή του Χίλτον, όπου είναι εμφανές το βιβλιοφιλικό της πνεύμα. Γύρω μου υπάρχουν πολυάριθμοι τόμοι, ξένα περιοδικά, ιστορικά τεύχη εφημερίδων και σπάνια βιβλία σχετικά με την έντυπη δημοσιογραφία. Η Ελευθερία Κόλλια στην επαγγελματική της διαδρομή έχει πάρει συνεντεύξεις από σημαίνοντα πρόσωπα της ελληνικής αλλά και της διεθνούς σκηνής, έχει πραγματοποιήσει δημοσιογραφικές αποστολές και ταξίδια από τις Βρυξέλλες ως το Πεκίνο και από το Βουκουρέστι ως τη Μόσχα, έχει καλύψει εκλογικές αναμετρήσεις με διαπίστευση στο υπουργείο Εσωτερικών και έχει κάνει πολλά ρεπορτάζ για θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης.
Γενιές και γενιές ανθρώπων στον ΔΟΛ είχαν, είχαμε, ζήσει μια εκδοχή δημοσιογραφίας που έπρεπε κατά τη γνώμη μου να διασωθεί − μιλώ για τη μνήμη. Δεν ήταν εύκολο, πρέπει να πω. Απαίτησε πολλή έρευνα και τεράστια ευθύνη. Την ένιωσα πολλές φορές ασήκωτη αυτή την ευθύνη. Δεν έγραφα μόνο για τον ΔΟΛ, έγραφα για τη ζωή των ανθρώπων του.
Στις σελίδες του βιβλίου εξιστορεί στιγμιότυπα που καθόρισαν το μεγαλύτερο εκδοτικό συγκρότημα της χώρας. Φιλοξενεί μαρτυρίες και τεκμήρια αλλά και συνεντεύξεις που αναδεικνύουν τα λάθη, τα τυφλά σημεία, τις σκοτεινές στιγμές οι οποίες συνυπάρχουν με το σημαντικό του αποτύπωμα στη δημόσια ζωή της χώρας. Όσον αφορά τη δυσκολία του εγχειρήματος, η κ. Κόλλια αναρωτιέται: «Πώς διαφυλάσσει κάποιος τη μνήμη, το ατομικό και συλλογικό βίωμα στον κόσμο του Τύπου;». Και, ταυτόχρονα, απαντά: «Έκρινα ότι οι συνεντεύξεις ήταν το καλύτερο εργαλείο, η μέθοδος που δεν θα πρόδιδε το αποτέλεσμα. Όσοι έζησαν στη Χρήστου Λαδά και στη Μιχαλακοπούλου ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να πουν την προφορική ιστορία του Συγκροτήματος Λαμπράκη. Συνομίλησα με πρόσωπα που με εμπιστεύθηκαν, δέχθηκαν να μιλήσουν, να εκθέσουν απόψεις αλλά και δικές τους στιγμές, που άνοιξαν τα συρτάρια τους για να βγάλουν φωτογραφίες, σχέδια και σκίτσα, σημειώματα και αρχειακό υλικό».
Πράγματι, το ευανάγνωστο αυτό βιβλίο ξεδιπλώνει τη συναρπαστική ιστορία του ΔΟΛ στο χρονικό διάστημα από το 1957 έως το 2017, χρονιά-σταθμό κατά την οποία ο Όμιλος άλλαξε ιδιοκτησία. «Θα ήταν άστοχη, ίσως και άδικη, μια προσέγγιση μονοδιάστατη, μανιχαϊστικής λογικής, για τον επιδραστικό ΔΟΛ. Όπως θα ήταν άδικη, ίσως και φθηνή, μια αγιογραφία για τον Χρήστο Λαμπράκη, τον τελευταίο παραδοσιακό εκδότη. Προσωπικότητα σύνθετη, εντυπωσιακά πολύπλευρη και ανήσυχη, ο Λαμπράκης ίσως να θεωρούσε –αν ζούσε– υποτιμητική μια τέτοια ματιά.
Το κείμενο εστιάζει, ασφαλώς, σε μεγάλο βαθμό στον Χρήστο Λαμπράκη. Αυτός είναι το κεντρικό του πρόσωπο. Τη δική του εποχή σκιαγραφεί το βιβλίο. Αφετηρία της είναι το έτος 1957, οπότε και αναλαμβάνει εκείνος τα ηνία του Συγκροτήματος μετά την αιφνίδια απώλεια του πατέρα του. Ο δικός του θάνατος, το 2009, είναι η αρχή του τέλους της αφήγησης, όπως, κατά την άποψή μου, ήταν και η αρχή του τέλους για τον ΔΟΛ. Μόνον για λόγους συνέχειας και εννοιολογικής πληρότητας η αφήγηση φθάνει πολύ συνοπτικά ως το λουκέτο του Οργανισμού το 2017», σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου η συγγραφέας.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί εξηγεί τι ήταν αυτό που την παρακίνησε να ασχοληθεί με τη συγγραφή της ιστορίας του ΔΟΛ, μιλά για όλα όσα θυμάται από τον Χρήστο Λαμπράκη, για την καταγραφή πρώτη φορά δημοσίως της μαρτυρίας της αδελφής του, Λένας Σαββίδη, για το μοιραίο πρόσωπο που οδήγησε στο κλείσιμο τον εκδοτικό οργανισμό αλλά και για το μέλλον των εφημερίδων.
— Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να δημιουργήσετε αυτό το ογκώδες βιβλίο για την ιστορία του ΔΟΛ;
Η απάντηση δεν είναι απλή. Διότι πρέπει προηγουμένως να ξεκαθαρίσω δύο πράγματα για το βιβλίο. Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι είναι όντως ογκώδες, είναι μεγάλο βιβλίο, πλην όμως διαβάζεται εύκολα. Είναι γραμμένο σε κεφάλαια αυτόνομα, που μπορούν να αναγνωσθούν με όποια σειρά θέλει κανείς. Σαν μικρές ιστορίες. Μπορεί να ανατρέξει στη δεκαετία που τον ενδιαφέρει, π.χ., στη δεκαετία του ’80, και να διαβάσει τα περί Κοσκωτά, και τα σχετικά αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Γιάννη Πρετεντέρη, της Λιάνας Κανέλλη, του Πέτρου Ευθυμίου, του Παντελή Καψή, του Στέλιου Κούλογλου, του Γιώργου Λακόπουλου και άλλων που έζησαν εκ των έσω την εποχή εκείνη. Να δει πώς περιγράφει ο Ευάγγελος Βενιζέλος τη σχέση Ανδρέα Παπανδρέου - Χρήστου Λαμπράκη. Να γυρίσει στη δεκαετία του ’50 και να μάθει πώς ανέλαβε ο Χρήστος Λαμπράκης το Συγκρότημα, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Να φυλλομετρήσει τη δεκαετία του ’60 και να εστιάσει στα τόσα σημαντικά που αναφέρει ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος για τα Ιουλιανά, ή για τις εκλογές «βίας και νοθείας». Να εντοπίσει τι αφηγείται η Ελένη Σπανοπούλου για την ημέρα των εγκαινίων του Μεγάρου Μουσικής στη δεκαετία του ’90, ή τι λέει ο Κοσμάς Βίδος για τη δήθεν κόντρα Μεγάρου - Λυρικής και την πρώτη συνάντησή του με τη μέτζο σοπράνο Αγνή Μπάλτσα. Τι αφηγείται ο Θόδωρος Ρουσόπουλος για τη σχέση Χρήστου Λαμπράκη - Κώστα Καραμανλή τη δεκαετία του 2000, ή η Χριστίνα Ψυχάρη για το τέλος του ΔΟΛ. Μοιάζει με καλειδοσκόπιο το βιβλίο. Οι εικόνες εναλλάσσονται γρήγορα.
Το δεύτερο που θέλω να τονίσω; Δεν πρόκειται για ένα ιστορικό εγχείρημα. Γιατί, απλούστατα, εγώ δεν είμαι ιστορικός. Είναι όμως ψηφίδες ιστορίας του Τύπου και του τόπου. Υπάρχει ιστορικός καμβάς στο βιβλίο, πάνω στον οποίο τα 61 πρόσωπα που συμμετέχουν μέσα από συνεντεύξεις εναποθέτουν προσωπικές τους μαρτυρίες και αφηγήσεις, μιλούν για την πορεία τους αλλά και για τα κοινά της εποχής τους, ασφαλώς και για δημόσια πρόσωπα. Αυτό είναι και το γοητευτικό κατά τη γνώμη μου, σε κάποιες σελίδες και συγκινητικό. Η συνύπαρξη του ιδιωτικού με το δημόσιο.
— Ήταν μια τεράστια πρόκληση, φαντάζομαι, όλη αυτή η ενδελεχής έρευνα.
Πράγματι, η αποθησαύριση όλου αυτού του υλικού ήταν μια τεράστια πρόκληση για μένα. Αγγίζω και μυρίζω χάρτινες εφημερίδες, ακούω για δημοσιογράφους και εκδόσεις από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου εργάστηκε ως δημοσιογράφος, κυρίως ως εσωτερικός συντάκτης, 40 χρόνια στην εφημερίδα «Τα Νέα». Την τελική απόφαση για τη συγγραφή του βιβλίου την έλαβα το 2019, μετά το λουκέτο στον ΔΟΛ κι ενώ η τεχνολογία άλλαζε τα πάντα στο τοπίο των ΜΜΕ. Χανόταν διά παντός ένας ολόκληρος κόσμος, που προλάβαμε να τον ζήσουμε, ήταν και δικός μας κόσμος. Γενιές και γενιές ανθρώπων στον ΔΟΛ είχαν, είχαμε, ζήσει μια εκδοχή δημοσιογραφίας που έπρεπε κατά τη γνώμη μου να διασωθεί − μιλώ για τη μνήμη. Δεν ήταν εύκολο, πρέπει να πω. Απαίτησε πολλή έρευνα και τεράστια ευθύνη. Την ένιωσα πολλές φορές ασήκωτη αυτή την ευθύνη. Δεν έγραφα μόνο για τον ΔΟΛ, έγραφα για τη ζωή των ανθρώπων του.
— Πόσο διήρκεσε η έρευνά σας και τι συνειδητοποιήσατε αναζητώντας όλο αυτό το υλικό;
Η έρευνα διήρκεσε τρία χρόνια. Με δυσκόλεψε πολύ το γεγονός ότι ο Χρήστος Λαμπράκης δεν διατηρούσε προσωπικό αρχείο. Δεν υπήρχε τίποτε από το οποίο θα μπορούσα να «πιαστώ», πέρα από βιβλία, κυρίως απομνημονεύματα δημοσιογράφων, ή γραπτά-δημοσιεύματα όπως αυτά του διακεκριμένου Στάθη Ευσταθιάδη, που ήταν κοντά στον εκδότη και ήξερε πάρα πολλά που άλλοι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν.
Την ιδέα για τις συνεντεύξεις την είχε η αδελφική μου φίλη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Αλεξάνδρα Μπούνια. Με έσωσε. Αποφάσισα ότι θα έκανα την έρευνα από το μηδέν, αξιοποιώντας τις όποιες βιβλιογραφικές πηγές είχα, είτε για να διασταυρώνω πληροφορίες στις οποίες αντικειμενικά δεν μπορούσα να έχω πρόσβαση, είτε για να την εμπλουτίζω. Συγκέντρωσα σταδιακά το υλικό, τεράστιο υλικό −μέρος του οποίου ασφαλώς δημοσιεύεται− και μετά άρχισα τη σύνθεση.
Στόχος ήταν ένα σπονδυλωτό μα ενιαίο «αφήγημα», για πολλές δεκαετίες. Από το 1957 που ο Χρήστος Λαμπράκης ανέλαβε τα ηνία του Συγκροτήματος μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του Δημήτρη, ως τον θάνατό του το 2009, την αρχή του τέλους –κατά τη γνώμη μου– για τον ΔΟΛ, ο οποίος κατέρρευσε μόλις οκτώ χρόνια αργότερα, το 2017. ΔΟΛ όμως δεν ήταν μόνο το «Βήμα», η εφημερίδα όπου εργάστηκα. Ήταν και τα «Νέα», και ο «Ταχυδρόμος» και ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», τα περιοδικά ένθετα των εφημερίδων, τα γυναικεία περιοδικά. Έπρεπε να καλυφθεί το ευρύ αυτό εκδοτικό φάσμα.
— Υπήρξαν άνθρωποι που αρνήθηκαν να σας μιλήσουν;
Ναι, ασφαλώς και υπήρξαν, ευτυχώς λίγοι. Κάποιος αντέτεινε ότι μετρά αρκετά πρόσωπα που είναι ακόμη εν ζωή και δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. Άλλος αρνήθηκε λόγω χαμηλού προσωπικού προφίλ, δεν άντεχε τη δημόσια έκθεση. Ένας-δυο διαφώνησαν με το πρόσημο που έχει το βιβλίο. Θα προτιμούσαν ένα αφήγημα που θα ακολουθούσε την πεπατημένη, ξέρετε, για τον ΔΟΛ «που ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις». Η δική μου προσέγγιση ήταν όμως υποχρεωτικά πιο σύνθετη, αφού έζησα τον ΔΟΛ 20 χρόνια. Δεν θα μπορούσε να διακρίνει το δικό μου βιβλίο η λογική του άσπρου-μαύρου. Είδα τις αποχρώσεις με τα μάτια μου.
Έτσι, ήμουν ξεκάθαρη εξαρχής. Το βιβλίο δεν είχε σκοπό να αποκρύψει τα όσα σημαντικά θα κατέθεταν οι συνεντευξιαζόμενοι, θα γραφόταν όμως με σεβασμό απέναντι σε αυτό που συνέβαινε. Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την εμβληματική θέση που είχαν οι εφημερίδες και τα περιοδικά του Λαμπράκη στην ελληνική κοινωνία, δεκαετίες ολόκληρες; Δεν έχω μετανιώσει που παρέμεινα προσηλωμένη στα γραπτά ντοκουμέντα και στις επώνυμες προφορικές μαρτυρίες. Όλα αποτυπώνονται με έναν τρόπο στο βιβλίο. Χωρίς κραυγές. Και τα θετικά και τα λάθη και οι φωτεινές στιγμές και τα σκοτεινά μονοπάτια.
— Ποια μαρτυρία σάς έχει αποτυπωθεί περισσότερο και γιατί;
Μη με βάζετε να διαλέξω γιατί τις θεωρώ όλες, μα όλες, πολύτιμες τις μαρτυρίες αυτές. Είναι ιδιότυπα κειμήλια μιας δημοσιογραφικής εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Κάποιοι μίλησαν λιγότερο, άλλοι ένιωσαν ότι είχαν πιο πολλά να πουν. Ορισμένοι είπαν αρκετά πράγματα off the record που μπήκα στη διαδικασία να διασταυρώσω. Θεωρώ σημαντικό ότι μιλούν πρόσωπα από όλο το σύμπαν των δραστηριοτήτων του ΔΟΛ, που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, που εργάστηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Διορθωτές, art directors, γραμματείς, διευθυντές σύνταξης, ρεπόρτερ, γελοιογράφοι, φωτογράφοι, οδηγοί, οικονομικά στελέχη, στελέχη της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας του αλλοτινού ΔΟΛ. Συμμετείχαν άπαντες με μεγάλη προθυμία. Τους είμαι βαθύτατα υποχρεωμένη.
— Σας έχει μιλήσει και η Λένα Σαββίδη, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά δημοσίως στον αδελφό της, Χρήστο Λαμπράκη. Και σημειώνετε ότι πρόκειται για ένα ανεκτίμητο δώρο για σας αυτή η προσωπική κατάθεση. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό.
Η Λένα Σαββίδη, όπως και η μικρότερη αδελφή του εκδότη, η Άννα Λαμπράκη, έχουν κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια στάση πολύ διακριτική. Είναι αμφότερες γυναίκες υψηλής καλλιέργειας που έχουν διαφυλάξει την ιδιωτικότητά τους. Δεν περιφέρουν τη ζωή και τις απόψεις τους.
Η Λένα Σαββίδη, μια που ρωτάτε για κείνη, είναι αυτή που είναι. Έχει υπάρξει δημοσιογράφος και εκδότρια η ίδια. Έχει βάλει τις βάσεις για το αρχείο του ΔΟΛ. Ήταν σύζυγος του Γιώργου Σαββίδη, εξέχουσας φυσιογνωμίας στα ελληνικά γράμματα. Οι δυο τους ανήκαν σε περιβάλλον μυθικό. Προσωπικοί φίλοι του Γιώργου και της Μαρώς Σεφέρη, ομοτράπεζοι του Μάριο Βίτι και του Έντμουντ Κίλι. Η εποχή μας αγαπά την ισοπέδωση, προσωπικά όμως ανήκω σε μια γενιά που μπορεί και αναγνωρίζει τα μεγέθη, διατηρώ συνείδηση του ποιος είναι ποιος.
Υπό αυτό το πρίσμα, χαρακτηρίζω την κατάθεση της Λένας Σαββίδη ως ανεκτίμητο δώρο. Η γυναίκα αυτή μου άνοιξε το σπίτι της, έβγαλε από το συρτάρι της φωτογραφίες και αρχειακό υλικό. Μιλάει στο βιβλίο για τη φιγούρα των παιδικών της χρόνων, για τον μικρό της αδελφό, όχι μόνο για τον σημαντικό εκδότη. Περιγράφει πώς μεταμορφωνόταν όταν άκουγε μουσική… Μιλάει για τη χούντα, για το πώς το Συγκρότημα είχε ταυτιστεί με την οικογένεια Λαμπράκη.
Ήταν απολαυστικές και οι δύο συναντήσεις που είχα μαζί της: έχει απίστευτο προφορικό λόγο, δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μιλούν έτσι πια, και ανεξάντλητο χιούμορ. Με τιμά αφάνταστα η κατάθεσή της στο βιβλίο που υπογράφω.
— Εργαστήκατε για 22 ολόκληρα χρόνια στο «Βήμα», εκ των οποίων τα 20 στον ΔΟΛ. Τι είναι αυτό που κρατάτε από αυτήν τη διαδρομή;
Θα πω περισσότερα του ενός. Την πολλή δουλειά, την ικανοποίηση από την ποιότητα του αποτελέσματος, και μια επαγγελματική ταυτότητα περιωπής, ικανή να αντισταθμίζει αδικίες, απογοητεύσεις, ήττες.
— Τι θυμάστε πιο έντονα από τον Χρήστο Λαμπράκη;
Νομίζω το πιο εντυπωσιακό για πολλούς από μας που ζήσαμε στα δικά του χρόνια ήταν το κράμα εντελώς αντιθετικών χαρακτηριστικών. Πολλά στερεότυπα και δη ελληνικά αποδομούσε με την παρουσία του ο Χρήστος Λαμπράκης. Μια distingué προσωπικότητα που φορούσε ρολόι μηδαμινής αξίας. Ένας ισχυρός εκδότης που δεν διανοείτο να μιλήσει άσχημα στους κλητήρες του εβδόμου ορόφου όπου ήταν το γραφείο του στη Χρήστου Λαδά. Τη σβελτάδα του καθώς περπατούσε δεν ξεχνούμε επίσης. Και την μπάσα του φωνή. Ο Λαμπράκης πάντως δεν είχε επαφή παρά μόνο με τους διευθυντές του. Ελάχιστοι τον γνώριζαν καλά, και σε προσωπικό επίπεδο, το βιβλίο είναι πραγματικά αποκαλυπτικό για το πόσο πολύπλευρη προσωπικότητα ήταν.
— Διαβάζω στον πρόλογο του βιβλίου σας: «Ήταν μαρτυρικά τα τελευταία χρόνια, μέχρι την εκπνοή του ΔΟΛ – ήμουν εκεί». Ποιες εικόνες έχουν χαραχτεί στη μνήμη σας περισσότερο;
Αυτές των δραματικών, αδιέξοδων συνελεύσεων των τελευταίων μηνών. Είτε στο αμφιθέατρο, στο υπόγειο του κτιρίου της Μιχαλακοπούλου, είτε στα γραφεία των «Νέων» στον τέταρτο όροφο. Ουδείς μπορούσε να πιστέψει, όχι μόνο εμείς που ήμασταν μέσα στο καράβι, αλλά και όσοι το έβλεπαν από μακριά, ότι το καράβι που βυθιζόταν ήταν ο ΔΟΛ.
— Ποιο θεωρείτε ότι τελικά ήταν το μοιραίο πρόσωπο που οδήγησε στο τέλος του ΔΟΛ;
Η πιο εύκολη και αναμενόμενη απάντηση θα ήταν ο Σταύρος Ψυχάρης. Διότι αυτός, όντως, ήταν η κεφαλή του Οργανισμού την ώρα της κατάρρευσης και λάθη του υπήρξαν. Η κατάρρευση όμως ήλθε ως άθροισμα πολλών παραγόντων. Δεν ζούσε πια ο Χρήστος Λαμπράκης, η υγεία του Ψυχάρη ήταν κλονισμένη, η οικονομική κρίση ήταν ήδη σε εξέλιξη, η ψηφιακή εποχή είχε αλλάξει πλήρως το τοπίο των ΜΜΕ, τράπεζες και εφημερίδες δεν είχαν την υγιέστερη δυνατή σχέση, συν το ότι ο ΔΟΛ δεν είχε τύχει μέχρι τότε, διαχρονικά, της καλύτερης οικονομικής διαχείρισης. Δεν ξέρω να σας πω τι θα γινόταν αν η κυβέρνηση εκείνη την εποχή δεν ήταν αυτή που ήταν. Ο ΔΟΛ αποτελούσε τρόπαιο για τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
— Σήμερα έχουν μέλλον τέτοιοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί και ποιες αλλαγές παρατηρείτε;
Τεκτονικές αλλαγές. Τη χρυσή εποχή των συγκροτημάτων Τύπου, το 1966, 8 στους 10 σε ολόκληρη τη χώρα διάβαζαν έντυπά τους. Το καυτό φθινόπωρο του ’65, μετά τα Ιουλιανά, σχεδόν οι μισές από τις εφημερίδες που έφθαναν σε χέρια αναγνωστών ανήκαν στο Συγκρότημα Λαμπράκη. Δεν υπάρχει σύγκριση του τότε με το τώρα. Καμία. Το μέλλον ανήκει στην τεχνολογία.
— Πιστεύετε στο μέλλον των εφημερίδων;
Πιστεύω ότι ο έλεγχος των γεγονότων όπως τον ξέρουμε μέσα από τις εφημερίδες θα υπάρχει στο DNA της ενημέρωσης, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή στο μέλλον.
— Σήμερα τι σας γοητεύει και τι δεν σας αρέσει στη δημοσιογραφία;
Και σήμερα και χθες και πάντα με γοήτευε το γράψιμο. Και το εύρος της δουλειάς, χθες εκείνο, σήμερα αυτό, αύριο το άλλο. Δεν μου αρέσει ότι οι παγίδες είναι πια πολύ περισσότερες, μέχρι και το Chat GPT φτιάχνει συνεντεύξεις, και η ευκολία με την οποία περιβάλλεται ορισμένες φορές η δημοσιογραφία.
— Κλείνοντας, μια συμβουλή που θα δίνατε σε έναν νέο δημοσιογράφο;
Δεν είμαι σοφή για να δίνω συμβουλές. Αλλά και τι συμβουλή να δώσεις σε κάποιον της γενιάς Ζ; Οι συνάδελφοι αυτής της ηλικίας έχουν τόσο διαφορετικές προσλαμβάνουσες και τόσο διαφορετικούς κώδικες, που δεν θα ήταν χρήσιμες νομίζω οι όποιες νουθεσίες. Ίσως κι εγώ να ένιωθα άβολα, αν κάποιος της σιωπηρής γενιάς, γεννημένος πριν από το 1945, προσπαθούσε να με καθοδηγήσει. Κι αυτό είναι υπέροχο, από μία άποψη. Τα πράγματα αλλάζουν, κάθε περιβάλλον είναι διαφορετικό, συνιστά πρόκληση για έναν νέο να το εξερευνήσει με τα δικά του εργαλεία και να το πάει ένα βήμα παρακάτω. Το βασικό στοίχημα δεν είναι άλλωστε η πρόοδος, η εξέλιξη;