Η ΒΟΥΛΗ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΕ από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου είναι πολυδιασπασμένη. Ο αριθμός των οκτώ κομμάτων που ξεπερνά το εκλογικό σκαλοπάτι του 3% και κερδίζει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλο αντίστοιχο αριθμό που αναδείχθηκε σε οποιαδήποτε από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές από το 1974 και μετά. Ο κομματικός κατακερματισμός που σημειωτέον παρατηρήθηκε κυρίως στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας (υπάρχουν τρία κόμματα δεξιότερα της ΝΔ) κάθε άλλο παρά περιόρισε το εύρος της νίκης της.
Το 40,55% που συγκέντρωσε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές της περασμένης Κυριακής αποτελεί ένα επίτευγμα αντίστοιχο εκείνων που κατήγαγε τη χρυσή εποχή του δικομματισμού στην προ του 2009 περίοδο. Βέβαια, το εκλογικό αυτό επίτευγμα πρέπει να διαβαστεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς υπερβολές και υπερερμηνείες, ως ένα αποτέλεσμα αποκλειστικά της παρούσας συγκυρίας, ενώ δεν σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία έχει «κλειδώσει» αυτό το ποσοστό και για τις αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν.
Η Νέα Δημοκρατία δεν θα έχει περίοδο χάριτος κυρίως λόγω της μακράς προεκλογικής περιόδου που κούρασε τους πολίτες και αποσυντόνισε τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρόκειται για τη δεύτερη θητεία της. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης αλλά και την αρχιτεκτονική της.
Το κομματικό σκηνικό είναι ιδιαίτερα ρευστό και οι επιλογές των ψηφοφόρων ραγδαία μεταβαλλόμενες, όπως κατέδειξε όχι μόνο η απότομη εκλογική κάθοδος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η εκλογική άνοδος, σχεδόν από το πουθενά, δύο νέων ακροδεξιών κομμάτων, των Σπαρτιατών και της Νίκης, στην κομματική αρένα.
Με δεδομένο ότι τα κόμματα αυτά θα πολιορκούν εκλογικά πρωτίστως τη Νέα Δημοκρατία εν όψει τόσο των αυτοδιοικητικών εκλογών του Οκτωβρίου 2023 όσο και των Ευρωεκλογών του Ιουνίου 2024, δηλαδή εν όψει εκλογών «δεύτερης τάξης» στις οποίες κατεξοχήν ευνοούνται τα μικρά, λαϊκιστικά και ακραία κόμματα, το υψηλό εκλογικό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας δεν πρέπει να λογίζεται ως άτρωτο, ενώ υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε σχετικά γρήγορα να ροκανιστεί ιδίως αν οι εκλογικές προσδοκίες διαψευστούν.
Η Νέα Δημοκρατία δεν θα έχει περίοδο χάριτος κυρίως λόγω της μακράς προεκλογικής περιόδου που κούρασε τους πολίτες και αποσυντόνισε τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρόκειται για τη δεύτερη θητεία της. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης αλλά και την αρχιτεκτονική της.
Στην προηγούμενη θητεία της Νέας Δημοκρατίας πολλές μεταρρυθμίσεις έμειναν στη μέση. Η πολιτική τόλμη στην παρούσα φάση θα μετρήσει θετικά στο εκλογικό σώμα, ενώ οι αναστολές και οι καθυστερήσεις θα βλάψουν την κυβέρνηση και θα ροκανίσουν το πολιτικό κεφάλαιο. Το 40,55% που έλαβε η Νέα Δημοκρατία δεν της ανήκει κομματικά και ιδεολογικά καθ’ ολοκληρίαν και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποτυπωθεί στο κυβερνητικό σχήμα, στο οποίο ο μη κομματικός κεντρώος έως κεντροαριστερός χώρος που έτεινε χείρα βοηθείας στον κ. Μητσοτάκη πρέπει να έχει τον δικό του αποτύπωμα, και σε επίπεδο προσώπων και σε επίπεδο πολιτικών και νοοοτροπίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τώρα την ολοδική του ευκαιρία να μείνει σε αυτόν και πρέπει να την αξιοποιήσει κατάλληλα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, συρρικνώθηκε δραματικά και δύσκολα θα μπορέσει να ανακάμψει, ιδίως αν δεν υπάρξουν ριζικές τομές στον κομματικό του κορμό – η πρώτη και σημαντικότερη τομή θα είναι στο επίπεδο της ηγεσίας του. Ο χρησμός του Αλέξη Τσίπρα το βράδυ των εκλογών ότι «πρώτος εγώ θα θέσω τον εαυτό μου στην κρίση των μελών του κόμματος» δεν είναι σίγουρο ότι δρομολογεί τις διαδικασίες για μια πραγματική τομή. Ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίσαμε από το 2012 και μετά υπήρξε ένα γνήσιο δημιούργημα του Αλέξη Τσίπρα που ήταν, και ίσως είναι ακόμη, η πιο λαμπερή φυσιογνωμία του. Όμως πια δεν είναι αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να μάθει να υπάρχει σε συνθήκες πολιτικής κανονικότητας, αναπτύσσοντας έναν βηματισμό αντίστοιχο με τα προβλήματα της εποχής, αφήνοντας στην άκρη πολιτικά εφηβικές ριζοσπαστικότητες. Ένα από τα κοινοβουλευτικά του προβλήματα αυτή την 4ετία θα είναι η μικρή κοινοβουλευτική του ομάδα, από την οποία λείπουν σημαντικά στελέχη του, ενώ περισσεύουν social media περσόνες, επιλογές που στήριξε και ανέδειξε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες δεν θα είναι εύκολες αυτή την περίοδο με δεδομένο και τον συνωστισμό στα άκρα του ιδεολογικο-κομματικού φάσματος· από τον κοινοβουλευτικό ΣΥΡΙΖΑ της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου θα λείπει η εμπειρία πάνω στις διαδικασίες (Ν. Βούτσης) και η έκφραση μιας εμπεριστατωμένης φωνής (Ν. Φίλης) απέναντι στις κακοφωνίες των εθνικολαϊκιστών και ακροδεξιών.
Το ΠΑΣΟΚ τα πήγε καλά, κράτησε τις δυνάμεις του από τις εκλογές της 21ης Μαΐου, ωστόσο δεν απογειώθηκε εκλογικά και δεν καρπώθηκε αρκούντως την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επιδόσεις του ήταν μεν πολύ καλές, αλλά θα μπορούσε να τα είχε πάει και πολύ καλύτερα. Ήταν καταρχάς η ευκαιρία του να βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το γιατί αυτό δεν συνέβη πρέπει να απασχολήσει σοβαρά και σε βάθος το επιτελείο του κόμματος. Ένα μεγαλύτερο άνοιγμα στους/-ις νέους/-ες του τόπου αλλά και στις γυναίκες πρέπει να αποτελέσει το ζητούμενο της νέας περιόδου για το ΠΑΣΟΚ. Σε σχέση με ζητήματα νεολαίας και φύλου, όπως και με όλα τα κοινωνικο-πολιτισμικά, το ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί να είναι κοντά στον μέσο όρο της «προοδευτικότητας» στο πλαίσιο της ελληνικής κομματικής σκηνής αλλά πολύ πάνω από αυτόν.
Στην παρούσα αναμέτρηση, οι μικροί εκλογικά και περιθωριακοί πολιτικά σχηματισμοί κέρδισαν τις εντυπώσεις, εκτός από ένα σημαντικό άθροισμα ψήφων. Η Πλεύση Ελευθερίας, διαμέσου δηλώσεων της επικεφαλής του κόμματος («εγώ κάνω για 100 βουλευτές», «εμείς θα είμαστε η μόνη αντιπολίτευση στη Βουλή» κ.λπ.), δεν αφήνει πολλά περιθώρια για το είδος της πομπώδους αντιπολίτευσης που θα διεξαγάγει.
Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα νεοεισερχόμενα ακροδεξιά κόμματα στερούνται βασικών θέσεων (στην ιστοσελίδα των Σπαρτιατών μέχρι και την Κυριακή των εκλογών υπήρχαν αναρτημένες κάποιες θέσεις μόνο για τη θεματική «μεταναστευτικό»), ενώ λείπει και ένα minimum πολιτικής δαημοσύνης από τις κοινοβουλευτικές τους ομάδες, κάνει εξαιρετικά πιθανό το να επικρατήσει εκ μέρους τους μια πολιτική του θεάματος.
Ιδιαίτερα οι Σπαρτιάτες, το νεοεισελθέν στη Βουλή κόμμα που προμοταρίστηκε ανοιχτά από τον καταδικασθέντα πρωτόδικα για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Ηλία Κασιδιάρη, ενδέχεται να λειτουργήσει ως δούρειος ίππος του. Πόσο μάλλον που αδιαμφισβήτητα υπάρχουν αρκετές εκλεκτικές συγγένειες με το Εθνικό Κόμμα Έλληνες του Ηλία Κασιδιάρη, ακόμη και με τη Χρυσή Αυγή. Αυτή η διάσταση των συγγενειών των Σπαρτιατών με μορφώματα του δεξιού εξτρεμιστικού χώρου είναι κάτι που θα πρέπει να προσεχθεί και εν όψει των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων αλλά και για το κύρος της νέας Βουλής, όσον αφορά τη σύνθεση και τις εργασίες της.
Σε προηγούμενες συνθέσεις της, με τη Χρυσή Αυγή στα έδρανά της, είχαν υπάρξει μερικοί αυτόκλητοι υπερασπιστές της. Ευτυχώς, το σώμα έδειξε τότε σύμπνοια και περιθωριοποίησε τη Χρυσή Αυγή. Στην παρούσα φάση θα ήταν πολιτικά ανήθικο να επιχειρηθούν ανάλογα παιχνίδια με τους επιγόνους της Χρυσής Αυγής και η παρουσία της άκρας και εξτρεμιστικής δεξιάς στα κοινοβουλευτικά έδρανα να υποτιμηθεί ή και να αποτελέσει αφορμή για παράδοξες συμπλεύσεις και χρησιμοθηρικούς τακτικισμούς.