Τραγουδίστρια όπερας. Σύμβολο υψηλού στυλ. Γυναίκα που δεν μασά τα λόγια της. Θεϊκό ον. Κακομαθημένος εφιάλτης… Μια «ντίβα» θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε από αυτά, ανάλογα με το ποιος/-α το λέει και σε ποιον/-α αναφέρεται.
«Είναι μια λέξη γνωστή σε όλο τον κόσμο, χωρίς να χρειάζεται μετάφραση», λέει η Κέιτ Μπέιλι, επιμελήτρια μιας έκθεσης που επιχειρεί να εξερευνήσει τον όρο και μόλις εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Victoria and Albert του Λονδίνου (η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τον Απρίλιο του 2024). «Ο καθένας όμως την αντιλαμβάνεται διαφορετικά», προσθέτει.
Σε δύο ορόφους του μουσείου, αντικείμενα όπως το πορτρέτο που είχε φιλοτεχνήσει ο Franz Winterhalter για την τραγουδίστριας της όπερας Adelina Patti ή το φόρεμα-φλόγα του Bob Mackie που φόρεσαν η Tina Turner, η Cher και η Diana Ross, καταγράφουν την εξέλιξη της ντίβας ως πηγή έμπνευσης.
Ο όρος προέρχεται από την λατινική λέξη για τη «θεά» και η Μπέιλι θέλησε να την διεκδικήσει, όπως λέει, αφότου εργάστηκε το 2017 σε μια έκθεση για την όπερα στο ίδιο μουσείο και άρχισε να την απασχολεί το συγκεκριμένο αρχέτυπο. «Ήθελα να ξετυλίξω τον όρο, να εντοπίσω την προέλευσή του και να εξετάσω γιατί έχει καταστεί αρνητικός», λέει.
«Η ντίβα είναι η γυναικεία εκδοχή του hustler» τραγουδούσε η Beyoncé στο άλμπουμ της του 2008 "I am... Sasha Fierce" του 2008, δεν υπάρχει όμως πραγματική ανδρική εκδοχή της ντίβας.
Εκτός μουσείου όμως, ο όρος είναι πιο περίπλοκος. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει μια ντίβα, είτε για καλό είτε για κακό;
Ο Θεόφιλος Γκωτιέ, ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας και κριτικός του 19ου αιώνα ήταν εκείνος που υιοθέτησε για πρώτη φορά τη λέξη για να περιγράψει μια ταλαντούχο σολίστ της όπερας. «Τραγούδι, πάθος και ομορφιά, τα έχει όλα», είχε γράψει για την Ιταλίδα τραγουδίστρια Τζούλια Γκρίζι. Με τα χρόνια, η ντίβα της όπερας έδωσε τη θέση της στην ντίβα του Χόλιγουντ (Μάρλεν Ντίτριχ, Μπέτι Ντέιβις), στην ντίβα της soul μουσικής (Aretha Franklin, Nina Simone), στην ντίβα της ποπ (Rihanna, Lady Gaga) και σε πολλές άλλες εκδοχές.
Τη δεκαετία του 1930, οι κουτσομπολίστικες στήλες άρχισαν να δημοσιεύουν σχόλια για τις ντίβες του Χόλιγουντ, οι οποίες ήταν εξαιρετικά απαιτητικές στη δουλειά τους. Στην εφημερίδα Daily Herald του Λονδίνου, το 1936, ένας αρθρογράφος περιέγραφε σκωπτικά μια ερμηνεύτρια που «πριν βγει στη σκηνή απαιτούσε να της παίξουν μουσικοί βιολί και κιθάρα στο καμαρίνι για να μπει στο σωστό mood».
Έκτοτε, η λέξη δεν έχασε ποτέ εντελώς την έννοια της κακής συμπεριφοράς και της αλαζονείας. Η Κίρστι Φέρκλαφ, επιμελήτρια ενός νέου βιβλίου με τίτλο "Diva: Feminism and Fierceness from Pop to Hip-Hop", επισημαίνει μεταξύ άλλων τα επιτιμητικά σχόλια εις βάρος της Mariah Carey, η οποία υποτίθεται ότι ανάμεσα σε άλλες εκκεντρικές απαιτήσεις είχε και έναν ειδικό βοηθό για να μαζεύει τις χρησιμοποιημένες τσίχλες της. «Είναι κι αυτός μέρος της κριτικής που ασκείται σε μια γυναίκα που αποκτά υπερβολική αυτοπεποίθηση», αναφέρει.
«Η ντίβα είναι η γυναικεία εκδοχή του hustler» τραγουδούσε η Beyoncé στο άλμπουμ της του 2008 "I am... Sasha Fierce" του 2008, δεν υπάρχει όμως πραγματική ανδρική εκδοχή της ντίβας. Οι άνδρες που χαρακτηρίζονται έτσι είναι συχνά γκέι άνδρες που εκφράζονται μέσω φανταχτερών ενδυμασιών, όπως ο Έλτον Τζον, η στολή των 50ών γενεθλίων του οποίου γενεθλίων που ήταν εμπνευσμένη από τον Λουδοβίκο ΙΔ', κρέμεται στον επάνω όροφο της έκθεσης.
Το να είσαι ντίβα δεν έχει να κάνει όμως μόνο με το πληθωρικό ντύσιμο, σύμφωνα με την Μπέιλι. Έχει να κάνει κυρίως με το να «χρησιμοποιείς τη φωνή σου για να κάνεις κάτι χρήσιμο». Η ντίβα και ο ακτιβισμός συμβαδίζουν εδώ και πολλές δεκαετίες: Η Αρίθα Φράνκλιν προσφέρθηκε να πληρώσει την εγγύηση για την Άντζελα Ντέιβις το 1970, όταν η διάσημη ακτιβίστρια και θεωρητικός είχε συλληφθεί με την κατηγορία της εγκληματικής συνωμοσίας, ενώ η Lady Gaga είχε επικρίνει συχνά τις διακρίσεις εις βάρος των γκέι στον στρατό, πριν καταργηθούν επίσημα το 2011.
Μια τέτοια στάση είναι μέρος της γοητείας της ντίβας, σύμφωνα με την Φέρκλαφ: «Οι ντίβες υπάρχουν ως φιγούρες προς θαυμασμό, λόγω των τρόπων με τους οποίους ενισχύουν την αυτο-αποδοχή, την ενδυνάμωση και την ατομικότητα».
Παρά τις προσπάθειες πάντως όπως αυτή του Μουσείου Victoria and Albert να αποκαταστήσει την ιδέα της ντίβας, φαίνεται πιθανό ότι θα παραμείνει ένας αμφιλεγόμενος όρος. «Αποτελεί έκφραση της αμφιθυμίας και του μισογυνισμού που βρίσκεται στον πυρήνα μιας "σκηνικής" [stage] κουλτούρας», λέει ο Μάικλ Ρέιναρντ, λέκτορας στις σπουδές μέσων ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Rutgers, «με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο με αρνητικούς συνειρμούς».
Με όλες τις αντιφάσεις της όμως –σύμβολο προνομίων αλλά και κοινωνικής δέσμευσης, διάσημη αλλά και υποταγμένη στις ιδιοτροπίες της βιομηχανίας του θεάματος–, η ντίβα παραμένει μια αγαπημένη φιγούρα που προκαλεί θαυμασμό και δέος.
Με στοιχεία από The New York Times