Μεγαλεπήβολες εκδηλώσεις, οπερατικά γκαλά, παρουσιάσεις, εκθέσεις και πολλά άλλα ακούμε να διοργανώνονται ήδη από την αρχή αυτού του χρόνου προς τιμήν των 100 χρόνων από τη γέννηση της κατεξοχήν κορυφαίας υψίφωνου Μαρίας Κάλλας. Εκατό χρόνια γιορτάζονται από τη γέννηση της γυναίκας εκείνης που έφερε την επανάσταση στην όπερα και μας υπενθύμιζε το πραγματικό καθήκον ένας καλλιτέχνη. Αν, λοιπόν, αναρωτηθούμε γιατί ήταν τόσο ξεχωριστή η Κάλλας και αξίζει να τιμηθεί τόσο πολύ, αρκεί να σκεφτούμε ότι ήταν μια πραγματική καλλιτέχνιδα που δεν δίστασε να θέσει τον σεβασμό προς την τέχνη και το ωραίο πάνω από την προσωπική της ανάδειξη.Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα υπερασπιζόταν τη μουσική ως ηθική αξία που οι γύρω της (συνεργάτες, Τύπος) δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν, συνηθισμένοι σε μια εμπορευματοποιημένη προχειρότητα.
Στο πλαίσιό της η Κάλλας γινόταν τάχα «υπερβολική», «σκληρή», «αντιπαθητική». Διαμορφώθηκε έτσι από το 1955 και μετά μια πλασματική εικόνα για την Κάλλας που εστίαζε στην προσωπική της ζωή παρά στη συμβολή της στην τέχνη, ενώ δόθηκε έμφαση στις αδυναμίες της και όχι στις επιτυχίες της. Η Κάλλας απολύθηκε από τη «Μετροπόλιταν», «Η Κάλλας χωρίζει» υπήρξαν τίτλοι πρωτοσέλιδων σε εφημερίδες ανά τον κόσμο, που κλόνιζαν όλο και περισσότερο τον θρύλο που τώρα αποκαλούμε με μεγαλοπρέπεια «Μαρία Κάλλας». Το δυστυχές είναι βέβαια πως ακόμα και αν πέρασαν τόσα χρόνια και η Κάλλας έχει γίνει πλέον σύμβολο της όπερας, οι φήμες για τη ζωή της εξακολουθούν να κυκλοφορούν, ακυρώνοντας σε έναν βαθμό το σπουδαίο της έργο. Ήρθε η ώρα να ξεφύγουμε από ευτελείς φημολογίες και να αναλογιστούμε το ουσιαστικό στίγμα που άφησε στον χώρο της όπερας.
Βαθιά σκεπτόμενη, αναζητούσε τη μουσική όπως την όρισε ο Claude Debussy: «Η σιωπή ανάμεσα στις νότες». Μέσα σε αυτή την αμιγώς αισθητική παρά εμπορική ή διεκπεραιωτική θεώρηση της μουσικής, η Μαρία Κάλλας αγωνίστηκε σκληρά μέχρι και το τέλος της ζωής της για το ιδανικό του καλλιτέχνη ως ταπεινού υπηρέτη της τέχνης.
Για να το κατανοήσουμε πλήρως πρέπει να σκεφτούμε και την περίοδο κατά την οποία η Μαρία Κάλλας έκανε τις πρώτες της εμφανίσεις στη σκηνή. Επρόκειτο για την περίοδο του 1940-1950, οπότε οι μεγαλύτερες τραγουδίστριες των προηγούμενων δύο δεκαετιών (Κίρστεν Φλάγκσταντ, Ρόζα Πόνσελ, Κλαούντια Μούτσιο) σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπουν την οπερατική σκηνή, χάνοντας τα «φωνητικά πυροτεχνήματα» που διέθεταν στην αρχή της καριέρας τους. Η όπερα χρειαζόταν νέες σοπράνο, ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τόσο των δυναμικών ρόλων της Νόρμα, της Αΐντα, της Ιζόλδης ή της Μπρουνχίλντε όσο και στην ευαισθησία των Madama Butterfly, Nedda, Mimi ή Maddalena.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της όπερας ήρθε στο προσκήνιο η Κάλλας υπό την καθοδήγηση της δασκάλας της, της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, μιας κορυφαίας σοπράνο της δεκαετίας του 1920 που αναγνώρισε το ταλέντο της Μαρίας ήδη από τα πρώτα χρόνια της στην Ελλάδα και συντέλεσε σημαντικά στην ανάδειξή της. Παρότι θεωρούσε ότι η φωνή της Κάλλας ταίριαζε στο fach (κατηγοριοποίηση του τύπου φωνής) της δραματικής σοπράνο, την έμαθε την τέχνη του bel canto, σε σημείο ώστε να τραγουδάει άριες από τη Cenerentola του Rossini. Έτσι η Κάλλας έμαθε από πολύ νωρίς να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ρόλου που αναλάμβανε, με αποτέλεσμα στο απόγειο της καριέρας της να ερμηνεύει ρόλους από την Carmen έως και τη Lucia di Lammermoor. Αξίζει μάλιστα να τονιστεί ότι προς έκπληξη του κοινού το 1949 ανέλαβε τον ρόλο της Ελβίρας από τους Πουριτανούς, που προοριζόταν για μια κολορατούρα σοπράνo, ταυτόχρονα με τον ρόλο της Μπρουνχίλντε από τη Βαλκυρία του Βάγκνερ!
Μαρία Κάλλας: Bizet's «Carmen Habanera», Αμβούργο 1962
Επειδή όμως όπερα δεν σημαίνει μόνο μουσική αλλά και ερμηνεία, δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στις φωνητικές της ικανότητες που αναδείκνυαν ισχυρές χαμηλές νότες αλλά και αυτό που ονόμασαν οι κριτικοί της εποχής «flute-like high notes» αλλά αξίζει να μιλήσουμε για την ηθοποιία της. Όταν το 1961 η Κατίνα Παξινού παρευρέθηκε σε μια πρόβα της «Μήδειας» με την Κάλλας στην Επίδαυρο, με το που εμφανίστηκε η υψίφωνος στη σκηνή, κρατώντας το πέπλο της Μήδειας μπροστά από το πρόσωπό της, ψιθύρισε με θαυμασμό στον Αλέξη Μινωτή: «Αυτή είναι η Μήδεια, η Μαρία είναι η Μήδεια». Το γεγονός δηλαδή ότι μια καταξιωμένη ηθοποιός όπως η Παξινού, που είχε ερμηνεύσει τον ρόλο της Μήδειας πολλές φορές, συγκινήθηκε από την ερμηνεία της Κάλλας αποτελεί τεκμήριο της δραματικότητάς της. Όπως είχε δηλώσει και η ίδια: «Δεν γνωρίζω τι μου συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Κάτι μυστηριώδες με διακατέχει».
Πράγματι, στις ηχογραφήσεις της είτε από στούντιο είτε από παραστάσεις μπορεί κανείς να αισθανθεί τα συναισθήματα του ρόλου που υποδύεται, είτε πρόκειται για τη σπιρτάδα της Ροζίνας από τον Κουρέα της Σεβίλης είτε για την ψυχική αναστάτωση της Τόσκα, ακόμα και την περίοδο που η φωνή της άρχισε να χάνει την ευελιξία των προηγούμενων χρόνων – δεν έχασε όμως ποτέ το συναίσθημα. Ακόμα και το 1973-74, που έκανε το παγκόσμιο τουρ της, παρά τις φωνητικές ατέλειες δεν σταμάτησε να νιώθει τον χαρακτήρα που ερμήνευε. Ξαφνικά η Κάλλας, η Μαρία, εξαφανιζόταν και μεταμορφωνόταν, γινόταν η Λεονόρα, η Νόρμα, η Τόσκα, η Κάρμεν. Μάλιστα, αυτό γίνεται προφανές αν παρατηρήσουμε τα λιγοστά βίντεο από τα ρεσιτάλ της, στα οποία στο τέλος κάθε άριας χρειάζεται μερικά δευτερόλεπτα για να ξεφύγει από τη συναισθηματική φόρτιση του εκάστοτε χαρακτήρα και να δεχθεί το χειροκρότημα ως Μαρία Κάλλας, για το οποίο, όπως η ίδια είχε δηλώσει, είναι «η μόνη στιγμή που αισθάνομαι αγαπητή και αποδεκτή από το κοινό μου».
Εκτός, όμως, από την ξεχωριστή θεώρηση της Κάλλας ως τραγουδίστριας και ως ηθοποιού, θα την αδικούσαμε αν δεν αναφερόμασταν και στην καλλιτεχνική της φύση. H ίδια σε πολλές συνεντεύξεις της δεν αναφέρθηκε πότε στον εαυτό της θρύλο, αντίθετα έλεγε «τι είναι ένας θρύλος; Το κοινό με έχει φτάσει σε αυτό το σημείο. Αλλά είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ίσως, αν δεν ήμουν, να τραγουδούσα καλύτερα». Δεν σκέφτηκε δηλαδή ούτε μια στιγμή την εικόνα της, τη φήμη της ή τα χρήματά της, παρά μόνο την τέχνη της. Πολλοί κριτικοί ίσως θεωρήσουν την απόφασή της να μη συνεχίσει την παράσταση της Νόρμα τον Ιανουάριο του 1958 στη Ρώμη, λόγω αρρώστιας, ως σκάνδαλο και προσβολή εκ μέρους της Κάλλας προς το κοινό της. Λίγοι όμως θα καταλάβουν πως αυτό που πραγματικά ήθελε η Κάλλας ήταν να αποφύγει την προσβολή προς τον συνθέτη, που τη θεωρούσε δεδομένη εάν ερμήνευε τον ρόλο της Νόρμα με «ανεπαρκή», κατ’ αυτήν, φωνή.
Maria Callas, «Casta Diva» (Bellini: Norma, Act 1). 9 Δεκεμβρίου 1958 στην Όπερα του Παρισιού.
Αυτό το περιβόητο παράδειγμα της Ρώμης μάς δείχνει πώς ακριβώς η Κάλλας αντιλαμβανόταν την τέχνη της. Μέσα από τις πράξεις της έδειξε ότι ένας καλλιτέχνης, τουλάχιστον της κλασικής μουσικής, δεν μπορεί να λειτουργεί όπως τον συμφέρει, να αναλαμβάνει ρόλους στους οποίους δεν μπορεί να ανταποκριθεί, να αναζητά μόνο το χειροκρότημα στο τέλος της άριας. Μας έμαθε ότι το χειροκρότημα και οι επευφημίες είναι απλώς μια συνέπεια και όχι η αιτία. Βαθιά σκεπτόμενη, αναζητούσε τη μουσική όπως την όρισε ο Claude Debussy: «Η σιωπή ανάμεσα στις νότες». Μέσα σε αυτή την αμιγώς αισθητική παρά εμπορική ή διεκπεραιωτική θεώρηση της μουσικής, η Μαρία Κάλλας αγωνίστηκε σκληρά μέχρι και το τέλος της ζωής της για το ιδανικό του καλλιτέχνη ως ταπεινού υπηρέτη της τέχνης.
Επομένως, το όνομα «Κάλλας» δεν παραπέμπει σε μια ντίβα με κομψά φορέματα και μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις αλλά αφορά έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε για το καλλιτεχνικό ιδεώδες. Ο αγώνας αυτός, όμως, δεν πήγαζε μόνο από την προσωπική έκφραση και ευχαρίστησή της από το τραγούδι. Τουναντίον, εφόσον αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη, αντιλήφθηκε τη σημαντική υποχρέωση που είχε απέναντί της· να δώσει τον καλύτερό της εαυτό, όχι για να τον απολαύσει το κοινό ή οι βασιλιάδες για τους οποίους τραγουδούσε, αλλά για να συμβάλει στην επίτευξη του ωραίου, μιας έννοιας σύμφυτης με τον ανθρώπινο πολιτισμό.