Τι έμεινε από τη Μαρία;

Μαρία Κάλλας 100 χρόνια απ’ την γέννησή της. Facebook Twitter
H Μαρία Κάλλας το 1960. Φωτ.: REPORTERS ASSOCIES/Gamma-Rapho via Getty Images
0

Μεγαλεπήβολες εκδηλώσεις, οπερατικά γκαλά, παρουσιάσεις, εκθέσεις και πολλά άλλα ακούμε να διοργανώνονται ήδη από την αρχή αυτού του χρόνου προς τιμήν των 100 χρόνων από τη γέννηση της κατεξοχήν κορυφαίας υψίφωνου Μαρίας Κάλλας. Εκατό χρόνια γιορτάζονται από τη γέννηση της γυναίκας εκείνης που έφερε την επανάσταση στην όπερα και μας υπενθύμιζε το πραγματικό καθήκον ένας καλλιτέχνη. Αν, λοιπόν, αναρωτηθούμε γιατί ήταν τόσο ξεχωριστή η Κάλλας και αξίζει να τιμηθεί τόσο πολύ, αρκεί να σκεφτούμε ότι ήταν μια πραγματική καλλιτέχνιδα που δεν δίστασε να θέσει τον σεβασμό προς την τέχνη και το ωραίο πάνω από την προσωπική της ανάδειξη.Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα υπερασπιζόταν τη μουσική ως ηθική αξία που οι γύρω της (συνεργάτες, Τύπος) δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν, συνηθισμένοι σε μια εμπορευματοποιημένη προχειρότητα.

Στο πλαίσιό της η Κάλλας γινόταν τάχα «υπερβολική», «σκληρή», «αντιπαθητική». Διαμορφώθηκε έτσι από το 1955 και μετά μια πλασματική εικόνα για την Κάλλας που εστίαζε στην προσωπική της ζωή παρά στη συμβολή της στην τέχνη, ενώ δόθηκε έμφαση στις αδυναμίες της και όχι στις επιτυχίες της. Η Κάλλας απολύθηκε από τη «Μετροπόλιταν», «Η Κάλλας χωρίζει» υπήρξαν τίτλοι πρωτοσέλιδων σε εφημερίδες ανά τον κόσμο, που κλόνιζαν όλο και περισσότερο τον θρύλο που τώρα αποκαλούμε με μεγαλοπρέπεια «Μαρία Κάλλας». Το δυστυχές είναι βέβαια πως ακόμα και αν πέρασαν τόσα χρόνια και η Κάλλας έχει γίνει πλέον σύμβολο της όπερας, οι φήμες για τη ζωή της εξακολουθούν να κυκλοφορούν, ακυρώνοντας σε έναν βαθμό το σπουδαίο της έργο. Ήρθε η ώρα να ξεφύγουμε από ευτελείς φημολογίες και να αναλογιστούμε το ουσιαστικό στίγμα που άφησε στον χώρο της όπερας.

Βαθιά σκεπτόμενη, αναζητούσε τη μουσική όπως την όρισε ο Claude Debussy: «Η σιωπή ανάμεσα στις νότες». Μέσα σε αυτή την αμιγώς αισθητική παρά εμπορική ή διεκπεραιωτική θεώρηση της μουσικής, η Μαρία Κάλλας αγωνίστηκε σκληρά μέχρι και το τέλος της ζωής της για το ιδανικό του καλλιτέχνη ως ταπεινού υπηρέτη της τέχνης.

Για να το κατανοήσουμε πλήρως πρέπει να σκεφτούμε και την περίοδο κατά την οποία η Μαρία Κάλλας έκανε τις πρώτες της εμφανίσεις στη σκηνή. Επρόκειτο για την περίοδο του 1940-1950, οπότε οι μεγαλύτερες τραγουδίστριες των προηγούμενων δύο δεκαετιών (Κίρστεν Φλάγκσταντ, Ρόζα Πόνσελ, Κλαούντια Μούτσιο) σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπουν την οπερατική σκηνή, χάνοντας τα «φωνητικά πυροτεχνήματα» που διέθεταν στην αρχή της καριέρας τους. Η όπερα χρειαζόταν νέες σοπράνο, ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τόσο των δυναμικών ρόλων της Νόρμα, της Αΐντα, της Ιζόλδης ή της Μπρουνχίλντε όσο και στην ευαισθησία των Madama Butterfly, Nedda, Mimi ή Maddalena.

Μαρία Κάλλας 100 χρόνια απ’ την γέννησή της. Facebook Twitter
Τον Απρίλιο του 1958 η Divina περιβάλλεται από το πλήθος μετά τον θρίαμβό της στη Σκάλα του Μιλάνου. Φωτ.: Keystone-France/Gamma-Keystone μέσω Getty Images

Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της όπερας ήρθε στο προσκήνιο η Κάλλας υπό την καθοδήγηση της δασκάλας της, της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, μιας κορυφαίας σοπράνο της δεκαετίας του 1920 που αναγνώρισε το ταλέντο της Μαρίας ήδη από τα πρώτα χρόνια της στην Ελλάδα και συντέλεσε σημαντικά στην ανάδειξή της. Παρότι θεωρούσε ότι η φωνή της Κάλλας ταίριαζε στο fach (κατηγοριοποίηση του τύπου φωνής) της δραματικής σοπράνο, την έμαθε την τέχνη του bel canto, σε σημείο ώστε να τραγουδάει άριες από τη Cenerentola του Rossini. Έτσι η Κάλλας έμαθε από πολύ νωρίς να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ρόλου που αναλάμβανε, με αποτέλεσμα στο απόγειο της καριέρας της να ερμηνεύει ρόλους από την Carmen έως και τη Lucia di Lammermoor. Αξίζει μάλιστα να τονιστεί ότι προς έκπληξη του κοινού το 1949 ανέλαβε τον ρόλο της Ελβίρας από τους Πουριτανούς, που προοριζόταν για μια κολορατούρα σοπράνo, ταυτόχρονα με τον ρόλο της Μπρουνχίλντε από τη Βαλκυρία του Βάγκνερ!

Μαρία Κάλλας: Bizet's «Carmen Habanera», Αμβούργο 1962

Επειδή όμως όπερα δεν σημαίνει μόνο μουσική αλλά και ερμηνεία, δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στις φωνητικές της ικανότητες που αναδείκνυαν ισχυρές χαμηλές νότες αλλά και αυτό που ονόμασαν οι κριτικοί της εποχής «flute-like high notes» αλλά αξίζει να μιλήσουμε για την ηθοποιία της. Όταν το 1961 η Κατίνα Παξινού παρευρέθηκε σε μια πρόβα της «Μήδειας» με την Κάλλας στην Επίδαυρο, με το που εμφανίστηκε η υψίφωνος στη σκηνή, κρατώντας το πέπλο της Μήδειας μπροστά από το πρόσωπό της, ψιθύρισε με θαυμασμό στον Αλέξη Μινωτή: «Αυτή είναι η Μήδεια, η Μαρία είναι η Μήδεια». Το γεγονός δηλαδή ότι μια καταξιωμένη ηθοποιός όπως η Παξινού, που είχε ερμηνεύσει τον ρόλο της Μήδειας πολλές φορές, συγκινήθηκε από την ερμηνεία της Κάλλας αποτελεί τεκμήριο της δραματικότητάς της. Όπως είχε δηλώσει και η ίδια: «Δεν γνωρίζω τι μου συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Κάτι μυστηριώδες με διακατέχει».

Μαρία Κάλλας 100 χρόνια απ’ την γέννησή της. Facebook Twitter
Η Μαρία Κάλλας με τον Αλεξη Μινωτή.

Πράγματι, στις ηχογραφήσεις της είτε από στούντιο είτε από παραστάσεις μπορεί κανείς να αισθανθεί τα συναισθήματα του ρόλου που υποδύεται, είτε πρόκειται για τη σπιρτάδα της Ροζίνας από τον Κουρέα της Σεβίλης είτε για την ψυχική αναστάτωση της Τόσκα, ακόμα και την περίοδο που η φωνή της άρχισε να χάνει την ευελιξία των προηγούμενων χρόνων – δεν έχασε όμως ποτέ το συναίσθημα. Ακόμα και το 1973-74, που έκανε το παγκόσμιο τουρ της, παρά τις φωνητικές ατέλειες δεν σταμάτησε να νιώθει τον χαρακτήρα που ερμήνευε. Ξαφνικά η Κάλλας, η Μαρία, εξαφανιζόταν και μεταμορφωνόταν, γινόταν η Λεονόρα, η Νόρμα, η Τόσκα, η Κάρμεν. Μάλιστα, αυτό γίνεται προφανές αν παρατηρήσουμε τα λιγοστά βίντεο από τα ρεσιτάλ της, στα οποία στο τέλος κάθε άριας χρειάζεται μερικά δευτερόλεπτα για να ξεφύγει από τη συναισθηματική φόρτιση του εκάστοτε χαρακτήρα και να δεχθεί το χειροκρότημα ως Μαρία Κάλλας, για το οποίο, όπως η ίδια είχε δηλώσει, είναι «η μόνη στιγμή που αισθάνομαι αγαπητή και αποδεκτή από το κοινό μου».

Μαρία Κάλλας 100 χρόνια απ’ την γέννησή της. Facebook Twitter
H ίδια σε πολλές της συνεντεύξεις δεν αναφέρθηκε πότε στον εαυτό της ως έναν θρύλο.

Εκτός, όμως, από την ξεχωριστή θεώρηση της Κάλλας ως τραγουδίστριας και ως ηθοποιού, θα την αδικούσαμε αν δεν αναφερόμασταν και στην καλλιτεχνική της φύση. H ίδια σε πολλές συνεντεύξεις της δεν αναφέρθηκε πότε στον εαυτό της θρύλο, αντίθετα έλεγε «τι είναι ένας θρύλος; Το κοινό με έχει φτάσει σε αυτό το σημείο. Αλλά είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ίσως, αν δεν ήμουν, να τραγουδούσα καλύτερα». Δεν σκέφτηκε δηλαδή ούτε μια στιγμή την εικόνα της, τη φήμη της ή τα χρήματά της, παρά μόνο την τέχνη της. Πολλοί κριτικοί ίσως θεωρήσουν την απόφασή της να μη συνεχίσει την παράσταση της Νόρμα τον Ιανουάριο του 1958 στη Ρώμη, λόγω αρρώστιας, ως σκάνδαλο και προσβολή εκ μέρους της Κάλλας προς το κοινό της. Λίγοι όμως θα καταλάβουν πως αυτό που πραγματικά ήθελε η Κάλλας ήταν να αποφύγει την προσβολή προς τον συνθέτη, που τη θεωρούσε δεδομένη εάν ερμήνευε τον ρόλο της Νόρμα με «ανεπαρκή», κατ’ αυτήν, φωνή.

Maria Callas, «Casta Diva» (Bellini: Norma, Act 1). 9 Δεκεμβρίου 1958  στην Όπερα του Παρισιού.

Αυτό το περιβόητο παράδειγμα της Ρώμης μάς δείχνει πώς ακριβώς η Κάλλας αντιλαμβανόταν την τέχνη της. Μέσα από τις πράξεις της έδειξε ότι ένας καλλιτέχνης, τουλάχιστον της κλασικής μουσικής, δεν μπορεί να λειτουργεί όπως τον συμφέρει, να αναλαμβάνει ρόλους στους οποίους δεν μπορεί να ανταποκριθεί, να αναζητά μόνο το χειροκρότημα στο τέλος της άριας. Μας έμαθε ότι το χειροκρότημα και οι επευφημίες είναι απλώς μια συνέπεια και όχι η αιτία. Βαθιά σκεπτόμενη, αναζητούσε τη μουσική όπως την όρισε ο Claude Debussy: «Η σιωπή ανάμεσα στις νότες». Μέσα σε αυτή την αμιγώς αισθητική παρά εμπορική ή διεκπεραιωτική θεώρηση της μουσικής, η Μαρία Κάλλας αγωνίστηκε σκληρά μέχρι και το τέλος της ζωής της για το ιδανικό του καλλιτέχνη ως ταπεινού υπηρέτη της τέχνης.

Επομένως, το όνομα «Κάλλας» δεν παραπέμπει σε μια ντίβα με κομψά φορέματα και μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις αλλά αφορά έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε για το καλλιτεχνικό ιδεώδες. Ο αγώνας αυτός, όμως, δεν πήγαζε μόνο από την προσωπική έκφραση και ευχαρίστησή της από το τραγούδι. Τουναντίον, εφόσον αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη, αντιλήφθηκε τη σημαντική υποχρέωση που είχε απέναντί της· να δώσει τον καλύτερό της εαυτό, όχι για να τον απολαύσει το κοινό ή οι βασιλιάδες για τους οποίους τραγουδούσε, αλλά για να συμβάλει στην επίτευξη του ωραίου, μιας έννοιας σύμφυτης με τον ανθρώπινο πολιτισμό.

@operafanatic_

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Βαρόνος “Φ”»: Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Θέατρο / Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Πιάνοντας το νήμα από την ιδέα μιας καυστικής κωμωδίας ηθών του 1870 που μιλά για την απάτη, η ιστορία ενός ψευτοευγενούς στην παράσταση «Βαρόνος “Φ”» φτάνει στη σύγχρονη υποκρισία και στον εαυτό που θέλουμε να δείχνουμε στην κοινωνία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ΜΑΜΙ είναι ένα ποίημα για τις ζωές των γυναικών

Θέατρο / «ΜΑΜΙ»: Εικόνες από τη ζωή μιας μητέρας

Το ποιητικό σύμπαν του 26χρονου σκηνοθέτη που μας μάγεψε με το «Goodbye Linditta», εστιάζει αυτήν τη φορά στην ιστορία μιας γυναίκας μέσα από τα μάτια ενός αγοριού που δεν θέλει να τη θεοποιήσει αλλά να την παρατηρήσει.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Θέατρο / O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που έγινε διάσημος για τις φιλόδοξες, μεγαλειώδεις παραστάσεις του, πιστεύει απόλυτα στη μαγική δύναμη του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Αντικείμενα»: Μια παράσταση για τη υπόθεση των αδερφών Παπέν

Θέατρο / Μια παράσταση για τις εξουσιαστικές σχέσεις και ένα φρικτό έγκλημα

Στην παράσταση «Αντικείμενα», ο Γιάννης Αποσκίτης, ο Γιώργος Κατσής και ο Πάνος Παπαδόπουλος αφηγούνται με ένα δικό τους πρωτότυπο έργο μια ιστορία που κρύβεται στην υπόθεση των αδερφών Παπέν, αλλά δεν έχει ακόμα γραφτεί.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Merde!»: Μια παράσταση για τα κωμικοτραγικά παρασκήνια του θεάτρου

Θέατρο / «Merde!»: Μια παράσταση για τα κωμικοτραγικά παρασκήνια του θεάτρου

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης και ο Γιώργος Κουτλής συνσκηνοθετούν τον Νίκο Καραθάνο και την ομάδα των «Παιχτών» σε ένα νέο έργο με έναν αδηφάγο παραγωγό, έναν «ποιοτικό» σκηνοθέτη, έναν «εμπορικό» ηθοποιό, και τον γολγοθά της προετοιμασίας μιας παράστασης που πρέπει να αφορά τους πάντες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πριονίζοντας τα ποδ(άρ)ια της πατριαρχίας

Θέατρο / Πριονίζοντας τα ποδ(άρ)ια της πατριαρχίας

Πατροκτονίες δεν επιτελούν, πλέον, μόνον οι γιοι αλλά και οι θυγατέρες, όπως διαπιστώνουμε στη μαύρη κωμωδία «Ο τρόμος του κροκόδειλου» που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ένα τετραήμερο με ψηφιακή και αναλογική τέχνη στη Νέα Υόρκη

Αποστολή στη Νέα Υόρκη / «Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από το AI, αλλά ότι μπορεί να γίνει πιο δημιουργικός»

Η LiFO παρακολούθησε τέσσερα έργα ψηφιακής τέχνης και χορού με τα οποία το Ίδρυμα Ωνάση και η πλατφόρμα Onassis ONX συμμετείχαν στο φημισμένο νεοϋορκέζικο φεστιβάλ «Under the radar».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
O οdy icons τραγουδάει Λαπαθιώτη σε μια παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη και της bijoux de kant

Θέατρο / «Ο Λαπαθιώτης έφερνε τη νύχτα μέσα στη μέρα, κάτι που σήμερα αποκαλούμε "κουίρ"»

Ο περφόρμερ και δημιουργός της αβανγκάρντ μουσικής οdy icons ερμηνεύει ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μελοποιημένα από τον Χρίστο Θεοδώρου στη νέα παράσταση της bijoux de kant.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Σημασία έχει ν’ αγαπάς (και να χορεύεις)

Θέατρο / Σημασία έχει ν’ αγαπάς (και να χορεύεις)

Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα «Το Συνέδριο για το Ιράν» του Βιριπάγιεφ, έναν ιδιότυπο αγώνα λόγου που είναι σμιλεμένος σκηνοθετικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μοιάζει με ακαδημαϊκή «εισήγηση».
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ