Όταν γεννήθηκα μέναμε στα Πατήσια, μετά πήγαμε Νέο Ηράκλειο και ύστερα στην Παλιά Πεντέλη, μια γειτονιά που τη θυμάμαι έντονα καθώς η περιοχή έμοιαζε ακόμα λίγο με δάσος – θυμάμαι που μαζεύαμε κάθε άνοιξη άγρια σπαράγγια λίγο πιο πάνω στο βουνό, είχα δει μέχρι κι αλεπούδες κοντά στο σπίτι! Υπήρχε, λοιπόν, αυτή η αίσθηση μιας εξοχής πολύ κοντά στην Αθήνα, η οποία από εκεί πάνω μάς φαινόταν κιόλας πιο μακρινή από όσο ήταν. «Εξοχή» συγκριτικά ήταν και το Πολύδροσο, όπου εγκατασταθήκαμε μόνιμα το 1987. Πολλές φορές μάλιστα κατεβαίναμε από εκεί 2-3 φίλες μαζί στην Αθήνα με oτοστόπ γιατί η συγκοινωνία ήταν πολύ αραιή και το ταξί στοίχιζε. Άντε να το κάνει σήμερα αυτό, νύχτα κιόλας, ένα έφηβο παιδί, ειδικά κορίτσι!
• Είχαμε, εντούτοις, από νωρίς με τον αδελφό μου επαφή με το κέντρο της πόλης, καθώς εκεί βρισκόταν το γραφείο του πατέρα μας, αρχικά στην Αριστοτέλους και ύστερα στα Εξάρχεια, κοντά στην πλατεία. Εγώ πάλι ήδη από μικρή, όσο και να μου άρεσε η φύση, προτιμούσα ξεκάθαρα το κέντρο της πόλης από τα προάστια, γιατί εκεί συνέβαιναν όλα, οπότε εκεί ήθελα να ζω. Προσπάθησα μάλιστα από νωρίς να βγάζω τα δικά μου χρήματα, ακριβώς για να είμαι αυτόνομη και ανεξάρτητη. Από παιδί, άλλωστε, ήθελα να μεγαλώσω το συντομότερο δυνατό! Δεν με φόβιζαν οι ενήλικες ευθύνες και υποχρεώσεις, αντίθετα τις επιδίωκα.
Σαν μεγαλώσαμε λίγο με τον Αλέξανδρο, με το που έκλεινε το γραφείο ο πατέρας το «ανοίγαμε» εμείς. Φέρναμε παρέες, αράζαμε, κοιμόμασταν κιόλας εκεί πολλές φορές, κανονική κατάληψη είχαμε κάνει! Από τα κλασικά μας στέκια, εκτός από αυτά των Εξαρχείων (Αν, Next, L.A. και άλλα), ήταν το Red Sea στα Ιλίσια, ο Μάγος του Οζ στην Κυψέλη και βέβαια το Ρόδον, το θρυλικό συναυλιάδικο στη Μάρνης. Παρότι, μάλιστα, την εποχή εκείνη, μέσα ’90s-μέσα ’00s, κυριαρχούσε ο ηλεκτρονικός ήχος, εμείς επιμέναμε στα ροκ - πανκ ακούσματα.
Προσωπικά με γοητεύει η ιδέα τού να ακούω κάτι και να χρειάζεται να συγκεντρωθώ για να το κάνω χωρίς να βομβαρδίζομαι από εικόνες και παραστάσεις που μου αποσπούν διαρκώς την προσοχή. Μπορείς, επιπλέον, να το ακούσεις οπουδήποτε, οποτεδήποτε – μεγάλη ευκολία. Δεν το ακούς ωστόσο παντού το ίδιο, αλλιώς είναι στο σπίτι σου, αλλιώς στη θάλασσα, αλλιώς όταν οδηγείς, όταν αθλείσαι ή όταν πας περίπατο με τον σκύλο σου.
• Το πρώτο σπίτι που νοίκιασα μόνη μου στην Αθήνα ήταν στο Μπραχάμι. Ακολούθησαν τα Εξάρχεια, όπου άλλαξα διάφορα σπίτια, και εδώ και έντεκα χρόνια ζω στο Παγκράτι με τον σύντροφό μου. Μου αρέσει το Παγκράτι κι ας έχει αλλάξει τόσο τα τελευταία χρόνια, όχι πάντα προς το καλύτερο –η τουριστικοποίηση και το Airbnb κάνουν θραύση κι εδώ, τα ενοίκια έχουν απογειωθεί, παραδοσιακά μαγαζάκια γίνονται επιχειρήσεις αναψυχής και εστίασης‒, διατηρεί ωστόσο μια ατμόσφαιρα γειτονιάς, έχει χαρακτήρα και αρκετό πράσινο. Αν, πάντως, χρειαζόταν να μετακομίσω ξανά και μπορούσα να διαλέξω, θα επέλεγα Παλιό Φάληρο για τη θάλασσα, τη θέα αλλά και την ανθρωπογεωγραφία του.
• Μου αρέσει γενικά η Αθήνα με όλα της τα «μείον», γιατί πιστεύω ότι τα «συν» πλεονεκτούν και μπορούν να γίνουν περισσότερα αν το προσπαθήσουμε κι αν, βέβαια, υπάρξει και πολιτική βούληση γι’ αυτό. Το ιστορικό της κέντρο έχει σίγουρα αναβαθμιστεί αρκετά συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, οπότε έβλεπες παντού δυστυχία, μιζέρια και παρακμή. Τώρα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, σε μια υπερβολική τουριστικοποίηση που απειλεί να διώξει όλους τους μόνιμους κατοίκους και να αλλοιώσει εντελώς τον χαρακτήρα του.
Δεν θα επιθυμούσα, παρά ταύτα, να ζήσω μόνιμα σε άλλη ευρωπαϊκή πόλη, με εξαίρεση ίσως τη Νάπολη που την επισκέφθηκα πρόσφατα και την ερωτεύθηκα κυριολεκτικά! Πρόκειται για μια πόλη βρόμικη μεν αλλά απίστευτα όμορφη, ζωντανή, μποέμ και καθόλου δήθεν, παρότι είναι κι αυτή τουριστικός προορισμός ‒ μου θύμισε έντονα την Αθήνα της δεκαετίας του ’90.
• Γύρω στα είκοσι, έχοντας μόλις βγει από μια πολύ δύσκολη σχέση, ήρθα σε επαφή με μια πανευρωπαϊκή οργάνωση νέων που πρόσφερε εθελοντική εργασία σε διάφορες χώρες, εξασφαλίζοντάς σου τη διαμονή. Μέσω αυτής εργάστηκα για δύο βδομάδες σε μια φάρμα στη Φεράρα της Ιταλίας, όπου απασχολούνταν κυρίως πρώην φυλακισμένοι – από τότε και σε συνδυασμό με τις πολιτικές μου πεποιθήσεις διατηρώ μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τα δικαιώματα των κρατουμένων, τα οποία επανέρχονται συχνά στη δουλειά μου. Εκτός από τις αγροτικές δουλειές, επισκεύαζαν παλιά έπιπλα, μάζευαν επίσης παλιοσίδερα για ανακύκλωση. Είχα βοηθήσει τόσο στη συγκομιδή όσο και στις επισκευές της αγροικίας και τελειώνοντας κάναμε μαζί με έναν Σουηδό που επίσης συμμετείχε στο πρόγραμμα έναν «μίνι» γύρο της Ιταλίας, πάλι με οτοστόπ, την «τέχνη» του οποίου ήξερα καλά!
• Δεν ένιωσα ποτέ άνετα που είχα επώνυμους γονείς. Κάποιοι μπορεί αυτό να το θεωρούν προνόμιο, όμως για μένα ήταν ανέκαθεν πολύ καταπιεστικό. Καταρχάς πολλοί μού φοράγανε εξ αυτού μια προκατασκευασμένη ταυτότητα. Έπρεπε κάθε φορά να αποδεικνύω τι δεν είμαι, ώστε να μπορέσουν να με πλησιάσουν! Θυμάμαι, για παράδειγμα, πόσο είχα χαλαστεί όταν βραβεύτηκα για τη μικρού μήκους ταινία μου Γιούπι στη Δράμα κι ένας τύπος αρκετά μεγαλύτερός μου ήρθε και μου είπε «συγχαρητήρια, ωραία ταινία, αλλά το βραβείο το πήρες λόγω του πατέρα σου». Και εννοείται ότι δεν ήταν η μόνη φορά που άκουσα τέτοια σχόλια.
Μόλις τα τελευταία χρόνια νιώθω κάπως καλύτερα με όλο αυτό, πριν απέφευγα και να το αναφέρω. Για τον ίδιο λόγο απέφευγα να κάνω δουλειές με τους γονείς μου ή να ακολουθήσω τα δικά τους βήματα, με εξαίρεση κάποια συνεργασία που είχα με τον πατέρα μου. Όχι πως δεν τους αγαπώ και δεν τους εκτιμώ, κάθε άλλο, μας μεγάλωσαν άλλωστε πολύ ελεύθερα, απλώς δεν ήθελα να ταυτιστώ μαζί τους επαγγελματικά.
• Σπούδασα στη Σχολή Σταυράκου, αλλά δεν πήρα ποτέ πτυχίο. Έκανα επίσης ένα μεταπτυχιακό στο Νational Film and Television School στο Λονδίνο πάνω στο σενάριο. Μου έδωσε πράγματα, δεν λέω, συνάντησα ας πούμε ανθρώπους που έκαναν ταινίες, έχοντας φοβερές ιστορικές όσο και πολιτικές γνώσεις πάνω σε ανθρώπους, καταστάσεις και πράγματα, οι οποίες έβγαιναν και στη δουλειά τους κι αυτό ήταν κάτι πολύ κοντά και στα δικά μου ενδιαφέροντα. Θα μπορούσα, σκεφτόμουν, να κάνω κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, οργανώνοντας ανάλογα τα δικά μου βιώματα και μνήμες. Αυτό δεν θα γινόταν στο εξωτερικό.
Είχα βάλει, για παράδειγμα, σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι στο σπίτι μου στο Λονδίνο, όπου είχαμε μαζευτεί φίλοι και συμφοιτητές από διάφορες χώρες, Σαββόπουλο, που τον λατρεύω. Τους άρεσε, πιάσανε να με ρωτάνε τι λέει στα τραγούδια του και τότε συνειδητοποίησα ότι για να τα καταλάβουν θα έπρεπε να τους εξηγήσω τον Εμφύλιο, τη χούντα, την αντίσταση, τι σημαίνει μάτιασμα, ένα σωρό πράγματα πολύ «ελληνικά» που δεν ήθελα με τίποτα να αφήσω για να προσπαθήσω να εντρυφήσω σε μια άλλη κουλτούρα, παρότι βέβαια μια τέτοια πόλη σού δίνει τεράστια ερεθίσματα και δυνατότητες.
• Γυρνώντας στην Ελλάδα, έκανα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, το Valse Sentimentale (2007). Ακολούθησαν τα Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους, στην πορεία όμως κατάλαβα πως το μέλλον μου δεν ήταν στον κινηματογράφο. Σε αυτό, ξέρεις, συνέβαλε πολύ και η ψυχανάλυση την οποία ξεκίνησα με αφορμή κάποιες κρίσεις άγχους και πανικού που είχα από νεαρή ηλικία ‒ προσπάθησα αρχικά να τις αντιμετωπίσω μόνη μου, ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκα, έτσι δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Η ψυχανάλυση μου προσέφερε πάρα πολλά, με βοήθησε να αγαπήσω περισσότερο τον εαυτό μου και να του δώσω χρόνο σε μια εποχή που κυριαρχεί μια τρομερή βιασύνη παντού: καλείσαι σε χρόνο dt και να ερωτευτείς, και να πετύχεις, και να ξεχωρίσεις και, φυσικά, να ποστάρεις άμεσα στα σόσιαλ την ευτυχία, την προκοπή και τη χαρά σου!
Εγώ, όμως, είχα ανάγκη να μπω σε ένα είδος χειμερίας νάρκης ώσπου να τακτοποιήσω μερικά πράγματα μέσα μου και χάρη σε αυτό το βύθισμα μπόρεσα να συνειδητοποιήσω ποια είμαι, τι είναι στ’ αλήθεια δικό μου, τι «φορεμένο», τι θέλω και τι μου αρέσει πραγματικά. Κι αυτό που κατάλαβα μέσα από αυτή την οργανική αλλαγή που μου συνέβη είναι ότι δεν με έλκει τόσο το καλλιτεχνικό κομμάτι, το βλέπω περισσότερο ως τρόπο έκφρασης παρά ως δημιουργική ταυτότητα. Πλέον προσανατολίζομαι περισσότερο στην Ιστορία, τη μεταπολεμική ιδιαίτερα, που μελετώ πολύ τελευταία, και κατ’ επέκταση στη δημοσιογραφική έρευνα.
• Ένα από τα ιδιαίτερα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα είναι η περίοδος της δικτατορίας. Αυτή την περίοδο παίρνω συνεντεύξεις από καλλιτέχνες που ήταν ενεργοί εκείνη την εποχή εν όψει ενός βιβλίου που ετοιμάζω και το ζητούμενό μου δεν είναι μόνο η τότε καλλιτεχνική τους παραγωγή αλλά και η καθημερινότητά τους, από το κυνήγι του μεροκάματου και τον «μπαμπούλα» της λογοκρισίας μέχρι τις πολιτισμικές τους αναφορές και προσλαμβάνουσες.
Εκεί εστιάζω και σε μια σειρά πόντκαστ που κάνω στο lifo.gr., μέσα από τα οποία φωτίζω και άγνωστες, πιο μοναχικές ιστορίες αντίστασης, όπως αυτή του Λέοντα Κουκούλα, προέδρου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ο οποίος, όταν τον Οκτώβριο του ’67 τους επισκέφθηκε ο Παττακός, πήρε τον λόγο και καθώς υπερασπιζόταν τα δημοκρατικά ιδεώδη, από την υπερένταση έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε! Κι όμως, σήμερα δεν τον μνημονεύει κανείς. Την πληροφορία μού μετέφερε ο Ντένης Ζαχαρόπουλος.
Ο πατέρας μου, πάλι, μου έλεγε για μια γνωστή του ηθοποιό ονόματι Χριστίνα Τσίγκου η οποία καταγόταν από πλούσια οικογένεια Αιγυπτιωτών και είχε σπίτι στο Κολωνάκι. Εκεί λοιπόν υπήρχε ένα δωμάτιο, η πόρτα του οποίου ήταν πάντα κλειστή – χρόνια αργότερα, κι αφού εκείνη είχε πια πεθάνει, χωρίς ποτέ να μιλήσει γι’ αυτό, έμαθε ότι εκεί έκρυβε τον καταζητούμενο πρώην βουλευτή της ΕΔΑ Αντώνη Μπριλλάκη. Βρίσκω ότι τέτοιες περιπτώσεις έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.
• Τα πόντκαστ είναι, θα έλεγα, ό,τι πιο ωραίο και δημιουργικό κάνω αυτή την εποχή. Είναι σαν να γυρίζω μια ταινία μόνο με ήχο, ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ ας πούμε, όπου αφενός έχω το απόλυτο κουμάντο, αφού δεν έχω να κάνω με τρίτους, αφετέρου μου έρχεται πολύ πιο φτηνά και το κάνω σαφώς με λιγότερο άγχος! Θεωρώ, έπειτα, ότι έχουμε κουραστεί λίγο απ’ όλη αυτήν τη «μονοκρατορία» της εικόνας. Προσωπικά με γοητεύει η ιδέα τού να ακούω κάτι και να χρειάζεται να συγκεντρωθώ για να το κάνω χωρίς να βομβαρδίζομαι από εικόνες και παραστάσεις που μου αποσπούν διαρκώς την προσοχή.
Μπορείς, επιπλέον, να το ακούσεις οπουδήποτε, οποτεδήποτε – μεγάλη ευκολία. Δεν το ακούς ωστόσο παντού το ίδιο, αλλιώς είναι στο σπίτι σου, αλλιώς στη θάλασσα, αλλιώς όταν οδηγείς, όταν αθλείσαι ή όταν πας περίπατο με τον σκύλο σου. Μια αγαπημένη δική μου συνήθεια είναι να βγάζω βόλτα την Μπόνι και να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, ακούγοντας ταυτόχρονα κάποιο πόντκαστ.
Δεν εγκατέλειψα, εντούτοις, τελείως την εικόνα, έχω βάλει μπροστά ένα ντοκιμαντέρ για ένα οθωμανικό φρούριο των Χανίων, το Ιτζεδίν, που αργότερα έγινε φυλακή για πολιτικούς κρατούμενους – εκεί μάλιστα είχαν κάνει πολλά γυρίσματα τόσο ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για τις Μέρες του ’36 όσο και ο πατέρας μου στο Τελευταίο Σημείωμα. Το κτίριο είχε εγκαταλειφθεί για μεγάλο διάστημα και τώρα τελευταία γίνονται κάποιες προσπάθειες ανάδειξης και μετατροπής του σε αξιοθέατο, στο πλαίσιο των οποίων ο δήμος πραγματοποιεί το φεστιβάλ «Ανοιχτά Πανιά». Ο δικός μου προβληματισμός έγκειται στο τι σημαίνει για τη δημόσια ιστορία μιας πόλης η ύπαρξη ενός τέτοιου μνημείου και εύχομαι, όταν ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ, να συμβάλει κι αυτό στην αποκατάστασή του.
• Όλο αυτό το σερί των κρίσεων που ζήσαμε από το ’08 και μετά σίγουρα με επηρέασε κι εμένα ποικιλότροπα. Καταρχάς, ξεκίνησε πάνω που έμπαινα στα τριάντα, μια ηλικία που θεωρείται από τις πιο δημιουργικές και στην οποία έχεις, υποτίθεται, μπει σε μια σειρά. Όταν, λοιπόν, φτάνεις στα 35 σου να κερδίζεις αρκετά λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι στα 25 σου –και δεν εννοώ τίποτα τρελά λεφτά, απλώς αρκετά για να μπορείς να ζεις λίγο πιο ανθρώπινα‒, είναι σίγουρα μια αρνητική εξέλιξη συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές, χώρια οι επιπτώσεις στην κοινωνία, και ειδικά στα πιο αδύναμα μέλη της, τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους.
Έπειτα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται, ποιος ξέρει πόσα μικρά βουβά δράματα εξελίχθηκαν γύρω μας, κρυμμένα πίσω από τέσσερις τοίχους όλα αυτά τα χρόνια. Και δεν νομίζω ότι τα πράγματα έχουν καλυτερεύσει πολύ από τότε, όσο κι αν θέλουμε να το πιστέψουμε.
Κάτι άλλο που αναδύθηκε είναι ένας ακραίος ατομικισμός, που τον είδαμε και στην πανδημία. Η οποία, πέρα από τις καταστροφικές της συνέπειες, ήταν και μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω στη δημόσια υγεία, τον δημόσιο χώρο, την καθημερινότητά μας μέσα στην πόλη, τις συνθήκες στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στους εργασιακούς χώρους κ.λπ., μια συζήτηση που όμως δεν προχώρησε ποτέ. Με το που έληξε ο «συναγερμός», ξαναγυρίσαμε στα ίδια και χειρότερα!
Η Κωνσταντίνα Βούλγαρη επιμελείται ερευνητικά και ιστορικά πόντκαστ για τo lifo.gr, ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για το Ιτζεδίν, το Οθωμανικό φρούριο-φυλακή των Χανίων κι έχει στα σκαριά ένα βιβλίο για τους καλλιτέχνες στα χρόνια της δικτατορίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.