Έβαλα να παίξει το δεύτερο επεισόδιο των «Νησιών στην άκρη» ‒το επέλεξα τυχαία, επειδή είδα κάποιον να ταΐζει ένα αρνάκι‒ αρκετά επιφυλακτικά, γιατί περίμενα άλλο ένα ταξιδιωτικό/γαστρονομικό οδοιπορικό με γρήγορα πλάνα και τον παρουσιαστή να παίρνει TikTok πόζες μπροστά στην κάμερα. Ήταν αργά το απόγευμα και ξεκινώντας από το επεισόδιο για την Ψέριμο είδα σερί και τα οκτώ επεισόδια ‒αυτό με την Ψέριμο δύο φορές, λόγω της σοφίας της κυρα-Καλής‒ και μέχρι αργά το βράδυ είχα συστήσει τη σειρά σε κάθε φίλο μου που είχε ξάγρυπνος, επιμένοντας να τη δει.
Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που φανταζόμουν, είναι μια σειρά τρυφερή, ανθρώπινη, συγκινητική, κινηματογραφημένη με γνώση και ευαισθησία: σε επεισόδια των 30 λεπτών αποκαλύπτει την καθημερινότητα των κατοίκων οκτώ νησιών που είναι, όπως λέει ο και αφηγητής στην αρχή, «μικρές κουκκίδες γης που περικλείονται από θάλασσα, νησιά απομακρυσμένα με λιγοστούς κατοίκους, τόποι εύθραυστοι, μοναδικοί». Μια σειρά ποιητική, αληθινή, παλιάς κοπής, όχι με τους σπινταριστούς, αγχωτικούς ρυθμούς που μας έχουν συνηθίσει η τηλεόραση και τα social media.
Δεν είναι μια ρετρό εκπομπή και επειδή κι εμείς δεν βιώνουμε γραφικά τα πράγματα, είναι λογικό να μη βγει γραφικό αυτό που κάνουμε.
Ο Γιώργος Σαβόγλου και η Διονυσία Κοπανά, οι δημιουργοί της σειράς που είναι παραγωγή της ΕΡΤ3, έχουν καταφέρει να καταγράψουν με διακριτικό τρόπο και μεγάλη ευαισθησία τις ζωές των λιγοστών, και μάλλον έσχατων, ανθρώπων που τα κατοικούν, τον τόπο και τη φύση, αποτυπώνοντας στιγμές συγκλονιστικές, όπως ο μονόλογος της κυρα-Καλής, που μετά τη λειτουργία την Κυριακή της Αποκριάς επισκέπτεται τους νεκρούς της και μιλάει στωικά για τον θάνατο: «Το πιο γλυκό ποτήρι της ζωής είναι ο θάνατος, αλλά εμείς τον παίρνουμε σκληρό και αρχίζουμε να κλαίμε ‒ σε τι ωφελεί η μουρτζάλα; Σε τίποτα. Τον άνθρωπο που έφυγε θα τον έχουμε μέσα μας, να τον θυμόμαστε μέσα στην καρδιά μας, ο νεκρός δεν θέλει κλάματα, ο νεκρός θέλει προσευχές. Να σώνεται η ψυχή του».
Τα οκτώ επεισόδια σε μεταφέρουν με τη σειρά από την Τέλενδο στην Ψέριμο, στους Αρκιούς, στα Ψαρά, στη Σαρία, στο Μαθράκι, στη Θύμαινα, στον Αϊ-Στράτη, νησιά που το πιο πιθανό είναι να μην έχεις ξανακούσει και για τους δημιουργούς τους ήταν πρόκληση σε κάθε επίπεδο. Αυτήν τη στιγμή γίνονται τα γυρίσματα για τα επεισόδια της δεύτερης σεζόν, στις Μικρές Κυκλάδες.
«Γεννήθηκα στη Ρόδο, τα πρώτα έξι χρόνια μου τα πέρασα στην Αμοργό κι έπειτα πήγαμε στη Σύρο» λέει ο Γιώργος. «Οι πρώτες μου σπουδές ήταν στα οικονομικά, στη Σάμο, οπότε μέχρι τα 24 έζησα σε νησιά. Βέβαια, μετά πήγα στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα Κινηματογράφου, και μετά στην Αθήνα, όπου ζω μέχρι σήμερα, που είμαι 40, και πλέον δεν πάω στα νησιά, παρά μόνο τα καλοκαίρια. Και επειδή μου έχουν λείψει, σκέφτηκα πως για να καταφέρω να βρεθώ ξανά στα νησιά που τόσο πολύ αγαπάω ‒έχω και μια εξάρτηση από τη θάλασσα‒ θα πρέπει να κάνω ένα πρότζεκτ που να έχει σχέση με αυτά. Το ότι μου έλειπε η θάλασσα και η ανησυχία για το αν αυτά τα μικροσκοπικά νησιά θα ερημώσουν και θα αποκαλούνται πλέον βραχονησίδες ‒γιατί “βραχονησίδα” αποκαλείται ένα νησί το οποίο δεν έχει αυτόνομη οικονομική ζωή, ούτε και πληθυσμό‒ με ώθησαν στην ιδέα των “Νησιών στην άκρη”».
«Εγώ δεν είχα καμία σχέση με τα νησιά, είμαι μεγαλωμένη στα βουνά και στα λαγκάδια και είχα κι έναν φόβο πάντα να βρεθώ σε νησί γιατί για μένα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να μπορώ να φύγω ανά πάσα στιγμή, πράγμα που συμβαίνει στη στεριά», συνεχίζει η Διονυσία. «Και ήταν εξαιρετική πρόκληση για μένα η πρόταση του Γιώργου να συνεργαστούμε σε αυτήν τη σειρά που είχε κατά νου. Είμαστε πάρα πολύ διαφορετικοί και συνάμα λειτουργούμε με έναν συμπληρωματικό τρόπο. Μπορεί να κοιτάζει με μεγαλύτερη ελευθερία και σιγουριά τους ανθρώπους, ενώ εγώ μένω πάρα πολύ στα τοπία, στο περιβάλλον όπου φιλοξενείται ο κόσμος. Αυτό έφερε κάτι καινούργιο στη διαδικασία του γυρίσματος στα νησιά.
Ξεκινήσαμε να συζητάμε τι θέλουμε να κάνουμε με τα νησιά και, όντες λίγο παλιάς κοπής, άλλης λογικής και άλλης φιλοσοφίας, αν και εγώ είμαι μεγαλύτερη από τον Γιώργο, καταλήξαμε και οι δυο ότι δεν θέλαμε να κάνουμε ταξιδιωτικό, ούτε μια σειρά διαφημιστική των καταστημάτων εστίασης, έτσι μπήκαμε στη λογική να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε στιγμές της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα σ’ αυτούς τους μοναδικούς τόπους. Και να πω ότι ούτε μία στιγμή δεν ένιωσα αυτό που φοβόμουν, ότι θα θέλω να φύγω και δεν θα μπορώ. Όλη αυτή η διαδικασία είναι μια περιπέτεια, βλέπουμε μια κατάσταση, αφομοιωνόμαστε από αυτή, παρατηρούμε τον ρυθμό και του τόπου και των ανθρώπων σε σχέση και με τον δικό μας, εσωτερικό ρυθμό».
«Σε αυτό το ταξίδι στα συνολικά δεκαέξι νησιά, οκτώ στον πρώτο κύκλο και οκτώ στον δεύτερο, κάναμε έρευνα, μάθαμε γι’ αυτά, επιλέξαμε νησιά που δεν είχαμε επισκεφτεί, αλλά για κάποιον λόγο μας γοητεύουν, είτε λόγω των ανθρώπων που βρήκαμε είτε λόγω του conflict που δημιουργείται σε αυτούς τους τόπους», λέει ο Γιώργος. «Στη συνέχεια κατάλαβα ότι αυτό το ταξίδι με αφορά πάρα πολύ, και προσωπικά. Ενώ στην αρχή ήθελα να βυθιστώ στις δικές τους ζωές, κατάλαβα ότι επρόκειτο για μια βύθιση και στη δική μου ζωή, κατάλαβα πράγματα και για μένα και κάπως τα συνέδεσα με τους χαρακτήρες και με βοήθησαν να βρω τον πυρήνα κάθε νησιού. Στην αρχή ανησυχούσα ότι τα επεισόδια θα είναι ίδια, ότι θα αναπαράγουμε το ίδιο πράγμα από νησί σε νησί, αλλά καταλήξαμε να ανησυχούμε μήπως είναι τελείως διαφορετικά. Βέβαια, είναι εντελώς διαφορετικός και ο πυρήνας κάθε νησιού, επειδή η κοινωνία καθενός ξεχωριστά διέφερε».
Μιλούν για τις δυσκολίες στην παραγωγή, ξεκινώντας από το budget, που ήταν όσο θα ήταν και εντός έδρας, στην Αθήνα, σε σειρές που βασίζονται σε συνέντευξη, και για την επιλογή τους να μην έχουν βασικό παρουσιαστή. «Εμείς προσπαθούμε να βασιζόμαστε σε σκηνές, όταν υπάρχει παρουσιαστής όλη η εκπομπή βασίζεται σε αυτόν», εξηγούν.
«Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι αυτός και όχι οι άνθρωποι γύρω του. Τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι κομπάρσοι. Η έλλειψη παρουσιαστή κάνει δύσκολο το γύρισμα, γιατί είναι πιο εύκολο να τον βάλεις να κόβει βόλτες στα λιμάνια, στις παραλίες και σε όλα τα μέρη που θες να δείξεις. Εμείς, για να δείξουμε ένα μέρος, πρέπει να έχει οργανική σχέση με τους χαρακτήρες που βλέπουμε. Δηλαδή, δεν θα δείξουμε μια εκκλησία επειδή βγάζει ωραία πλάνα ή μια drone λήψη του νησιού, αν αυτό κάπως δεν ταιριάζει με τη σκηνή. Για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό και το δουλεύουμε πάρα πολύ αυτό, το πώς αναπτύσσεται και πώς λειτουργεί η σκηνή, η σεκάνς, πέρα από το σκηνοθετικό κομμάτι. Όταν μαγειρεύει η κυρα-Καλή, ας πούμε, τα σαλιγκάρια της σε αυτό το μαγικό σχεδόν σπιτάκι έξω από το κεντρικό σπίτι, σαν μια καλή μάγισσα, έχει μεγάλη σημασία πού θα σταθείς να την κοιτάξεις για να νιώσεις ότι εκείνη την ώρα ανακατεύει τα σαλιγκάρια την κατσαρόλα και ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος. Εδώ υπάρχει η λογική ότι κάνεις ένα ντοκιμαντέρ και όχι εκπομπή.
Η πιο μεγάλη δυσκολία ήταν ο περιορισμένος χρόνος που είχαμε σε κάθε νησί, τέσσερις μέρες μόνο, κι αυτό με το ζόρι. Με αγώνες σε επίπεδο παραγωγής για να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε κάθε επεισόδιο, να αποτυπώσουμε αυτό που πραγματικά βλέπουμε, αυτό που πραγματικά υπάρχει, να μεταφέρουμε με τις αισθήσεις μας αυτό που συμβαίνει σε ένα νησί. Δουλεύουμε με όρους κινηματογραφικούς και όχι τηλεοπτικούς, οπότε είναι τεράστια η αγωνία, συνέχεια: αγωνία για να καταφέρουμε να οργανώσουμε το επεισόδιο, να βρούμε τους σωστούς ανθρώπους, τα καράβια, αγωνία να προλάβεις τους χρόνους, και κούραση, άπειρη σωματική κούραση. Υπήρξε περίπτωση που στην Κάρπαθο πήγαμε δύο φορές για να κάνουμε ένα επεισόδιο, συνολικά περάσαμε εκεί δώδεκα μέρες, γιατί ο καιρός δεν μας επέτρεπε να περάσουμε απέναντι, στη Σαρία.
Ωστόσο, έχουμε ακούσει από θεατές να λένε “συγκινήθηκα” γιατί δεν είναι σόου, δεν είναι entertainment, αυτό που βγαίνει είναι πιο ανθρώπινο. Δεν είναι μια ρετρό εκπομπή κι επειδή κι εμείς δεν βιώνουμε γραφικά τα πράγματα, είναι λογικό να μη βγει γραφικό αυτό που κάνουμε. Είναι λίγο δύσκολο να μη βγάλεις τα νησιά γραφικά, γιατί έχουν ωραίες εικόνες, ωραίες μπλε γλάστρες, ωραία λουλούδια κ.λπ., και είναι το πιο κοντινό και οικείο το γραφικό, αυτό εισπράττεις καθημερινά. Αυτό προβάλλεται».
Ο Γιώργος και η Διονυσία κάνουν καταγραφή, ένα αρχείο εικόνων και ήχων που τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύτιμο γιατί ο κόσμος αλλάζει, χάνεται, δεν θα είναι ποτέ ίδιος, ακόμα και στο άμεσο μέλλον.
«Στα νησάκια αυτά το καλοκαίρι γίνεται το έλα να δεις», λέει η Διονυσία. «Στην Ψέριμο πας τον χειμώνα κι έχει δεκαπέντε ανθρώπους και στα μέσα Ιουλίου υπάρχουν τρεις χιλιάδες άνθρωποι στην ακτή, σε μια μικρή παραλία, οι οποίοι έρχονται στις 10-11 το πρωί και φεύγουν στις 6 το απόγευμα. Έρχονται καΐκια και ξεφορτώνουν από Κάλυμνο, κατακτητές που έρχονται και περνάνε τον χρόνο τους καταναλώνοντας. Καταναλώνουν το φαγητό, καταναλώνουν την άμμο, την παραλία, τον αέρα, αισθάνονται χαρούμενοι που πήγαν σε ένα νησί τόσο απομονωμένο. Για μένα είναι μισητό πράγμα αυτό.
Αν κάτι μπορούμε να πούμε ότι διαχωρίζει την πρώτη σεζόν από τη δεύτερη είναι ότι στην πρώτη η αγωνία μας ήταν αν τα νησιά θα ερημώσουν το χειμώνα κι αν θα πεθάνουν τελικά, ενώ στη δεύτερη σεζόν η αγωνία μας είναι αν θα μπορέσουν να διατηρηθούν τα νησιά ή αν θα καταναλωθούν από τον τουρισμό.
Η δεύτερη σεζόν θα είναι αρκετά διαφορετική, πάμε στις Μικρές Κυκλάδες ‒ έχουμε κάνει πέντε νησιά από τα οκτώ. Τα πρώτα τέσσερα ήταν η Σχοινούσα, η Δονούσα, η Ηρακλειά και τα Κουφονήσια. Είχα να πάω από το ’92 στα Κουφονήσια και φτάνοντας τώρα λέω “δεν είναι τα Κουφονήσια αυτά”, ήταν άλλο νησί. Έχουν αλωθεί πάρα πολύ από τον τουρισμό, είναι τα πάντα κατεστραμμένα, πας και μένεις σε δωμάτια τα οποία είναι φτιαγμένα με γυψοσανίδες και απλώς είσαι μέσα σε ένα κουτί, δεν βλέπεις καν τη θάλασσα, και είναι συνταρακτικό.
Η προβληματική της δεύτερης σεζόν, τουλάχιστον σε αυτά τα τέσσερα επεισόδια, είναι ότι ένα νησί των 250 κατοίκων φιλοξενεί 4.500 χιλιάδες κλίνες και δεκάδες χιλιάδες άτομα. Διαπιστώσαμε ότι ενώ φτιάχνονται συνεχώς δωμάτια, οι υποδομές για σχολεία και νοσοκομεία είναι παραμελημένες, οπότε όλη η ζωή των νησιωτών έχει οργανωθεί έτσι ώστε να απευθύνεται το νησί στους τουρίστες, με στόχο τον ακριβό τουρισμό. Και η ερώτηση είναι σε ποιον ανήκει το νησί: στο παιδί, στην παιδεία ή στην κατανάλωση; Αυτός είναι ο προβληματισμός μας, χωρίς να αφορίζουμε τον τουρισμό, γιατί ο κόσμος ζει και επιβιώνει χάρη σε αυτόν, το θέμα όμως είναι με ποιους όρους. Έχουν τεθεί όροι ή είναι ανεξέλεγκτο αυτό το πράγμα και χωρίς καμία κριτική στάση απέναντι στο τι συμβαίνει και στο πώς δομείται;
Τα νησιά έχουν παραδοθεί στον μαζικό τουρισμό, πας στις Κυκλάδες και δεν υπάρχει πρωτογενής παράγοντας. Δεν θα φας σαλάτα με υλικά από το Λειβαδάκι, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Αναρωτιέσαι αν το μόνο πράγμα που έχουν στο μυαλό τους οι ντόπιοι είναι να φτιάξουν δωμάτια και να τα παίρνουν απ’ τους τουρίστες. Παλιότερα λειτουργούσε μια άλλη λογική, πιο βιώσιμη. Πας καλοκαίρι και δεν έχουν χόρτα, σου λένε “δεν έφερε σήμερα το καραβάκι”, και τους λες “έχεις χώμα, δεν μπορείτε να έχετε βλίτα;”.
Τα νησιά μεταλλάσσονται, οι άνθρωποι σταματούν να έχουν αυτή την παλιά λογική, δεν υπάρχει παραγωγή, αυτονομία, παρέχεις απλά δωμάτια κι έχεις εστιατόρια που δεν απευθύνονται στους Έλληνες, δεν τους θέλουν. Το βασικό πρόβλημα είναι πού απευθύνονται. Όταν απευθύνονται στη βραχυχρόνια μίσθωση, όλα γυρίζουν γύρω απ’ αυτό, με αποτέλεσμα να μην έχει παιδιά στο νησί, να μην έχει μόνιμους κατοίκους, δεν επιλέγει κανείς να μείνει εκεί τον χειμώνα, τα νησιά γίνονται λίγο Ντίσνεϊλαντ.
Συναντήσαμε εκπαιδευτικούς που ζουν με την αγωνία αν θα βρουν δωμάτιο, μένουν σε δωμάτια χωρίς καν κουζίνα και πρέπει να φύγουν τη μέρα που τελειώνει η σχολική χρονιά από το νησί γιατί μετά αρχίζει η τουριστική περίοδος και το ενοίκιο είναι απλησίαστο.
Κάτι πολύ συνταρακτικό για μένα είναι επίσης το ότι ενώ παλιότερα στα νησιά, στους μικρούς τόπους, στην επαρχία, οι δάσκαλοι ήταν πάντα σημαίνοντα πρόσωπα, σεβαστά, σήμερα δεν ισχύει αυτό. Βλέπεις ότι είναι μια Ελλάδα που χάνεται, απ’ όπου κι αν το πιάσεις εξαφανίζεται. Επίσης, όλα λειτουργούν μέσω λίστας πια, λίστα στο ραδιόφωνο, λίστα λέξεων που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, λίστα συμπεριφορών, λίστα δωματίων…»
«Καταλήξαμε από τις συζητήσεις με τη Διονυσία ότι οι άνθρωποι επιλέγουν να μείνουν τον χειμώνα εκεί επειδή είναι ο γενέθλιος τόπος τους», λέει ο Γιώργος. «Εκεί γεννήθηκαν και εκεί μεγάλωσαν. Η ρίζα του ανθρώπου, το τι τον συνδέει με έναν τόπο, τελικά αποδεικνύεται πολύ σημαντικό. Δηλαδή, ο μετανάστης που έχει φύγει απ’ το νησί στα 16 του χρόνια, έζησε όλα του τα χρόνια στην Αμερική και αποφασίζει στα 60 του να γυρίσει στο νησί για να πεθάνει εκεί, το κάνει επειδή είναι ο τόπος του, και τόπο σου νιώθεις αυτόν που σε χαρακτήρισε, σε καθόρισε στα πρώτα σου χρόνια. Οπότε καταλάβαμε ότι τα νησιά για μας λειτουργούν ως μία έννοια.
Για μένα, ως νησιώτη, το νησί είναι και μια ουτοπία. Καταλάβαμε ότι επιστρέφεις σε αυτά τα μέρη για να δεις αν μπορείς να συνδεθείς με αυτά. Οπότε, στη δεύτερη σεζόν, που τα μέρη αυτά έχουν αλλάξει τόσο πολύ που δεν απευθύνονται πια σε σένα, η σύνδεση γίνεται πολύ δύσκολη. Και εκεί βιώνεις μια ματαίωση. Επομένως, στη σειρά αυτή αναζητούμε την έννοια του νησιού, της επιστροφής, της ρίζας, και όλα αυτά τα ψυχαναλυτικά στοιχεία που σε συνδέουν με αυτούς τους τόπους.
Μεγαλώνοντας στην Αμοργό, ένιωσα ότι όλο το νησί είναι ένα παιχνίδι. Και οι κάτοικοί του, οι οικοδόμοι, οι εργάτες, είναι μια παιδική χαρά, οι φίλοι του που παίζουν μαζί. Αλλά με ανησυχεί πάρα πολύ το αν και κατά πόσο τα παιδιά σήμερα βρίσκουν παιδικές χαρές στο νησί, δηλαδή συνθήκες για να παίξουν. Ειδικά οι Μικρές Κυκλάδες είναι στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής μετάλλαξης. Όλα τα νησιά κινδυνεύουν εξίσου. Μας λέει ένας άνθρωπος στα νησιά ότι οι νέες γενιές θα έχουν χώμα, γη, και δεν θα ξέρουν ότι καλλιεργείται… Αυτό που έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι οι άνθρωποι έχουν σταματήσει να είναι ψαράδες, στρέφονται στον τουρισμό και στις ταβέρνες φέρνουν κατεψυγμένα ψάρια από το εξωτερικό».
«Μου αρέσουν τα νησιά που έχουν βουνά και άγριο τόπο και δέντρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το δάσος με τις βελανιδιές στον Αϊ-Στρατη», λέει η Διονυσία. «Από την Τέλενδο δεν θα ξεχάσω τον μικρό Σάββα και την παιδική χαρά, από την Ψέριμο την κυρα-Καλή που κουβαλάει στις πλάτες της όλο το νησί, από τους Αρκιούς τον Λάζαρο, τον βοσκό του νησιού, που είναι η εικόνα του παλιού νησιού, και τον Τρύπα, ο οποίος φέρνει κάτι πιο σύγχρονο, κάτι πιο μοντέρνο στο νησί ‒έχει φύγει και έχει ξαναεπιστρέψει‒, από το Μαθράκι τους Αμερικανούς συνταξιούχους, που επέστρεψαν έπειτα από σαράντα χρόνια.
Από τη Θύμαινα, τα παιδιά που φεύγουν κάθε μέρα να πάνε στους Φούρνους και επιστρέφουν και ουσιαστικά είναι μελλοντικοί ναυτικοί, γιατί αυτό είναι το όνειρό τους, να ταξιδέψουν. Από τον Αϊ-Στράτη τον Βύρωνα, που είναι θεματοφύλακας της μνήμης, ξέρει τι έχει γίνει με τον εκτοπισμό, με τον σεισμό, έχει σωσμένες τις φωτογραφίες του πατέρα του και είναι η μνήμη αυτού του τόπου. Το θέμα είναι ότι αν εκλείψουν αυτοί οι άνθρωποι, το νησί αλλάζει, πεθαίνει. Δηλαδή κάθε νησί το κρατάνε πέντε άνθρωποι, και αν».
«Στη Σαρία θα ήθελα να σταθώ στον Γιάννη τον μελισσοκόμο», συνεχίζει ο Γιώργος. «Τον ρωτήσαμε “τι είναι η Σαρία για σένα;” και είπε “ο παράδεισός μου”. Είναι η δική του ουτοπία, ένας δικός του φαντασιακός τόπος που δημιούργησε προκειμένου να επιστρέψει σε αυτόν. Όταν αυτός ο άνθρωπος χαρακτηρίζει τη Σαρία ως παράδεισο, ενώ δεν μπορείς να μείνεις γιατί δεν έχει νερό, δεν έχει να φας, καταλαβαίνουμε ότι στο μυαλό του έχει ανασυνθέσει έναν τόπο στον οποίο μπορεί να επιστρέψει. Οπότε θα κρατήσω την ανάγκη του κόσμου για επιστροφή και ανασύνθεση αυτών των ουτοπιών».
Ο πρώτος κύκλος της σειράς ντοκιμαντέρ «Νησιά στην άκρη», προβάλλεται από την ΕΡΤ3 και επαναπροβάλλεται από την πλατφόρμα του Ertflix.
Παραγωγή: Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Α.Ε.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σαβόγλου, Διονυσία Κοπανά
Εκτέλεση Παραγωγής: Honeybee
Έρευνα - Αφήγηση: Διονυσία Κοπανά
Διεύθυνση Φωτογραφίας season02: Carlos Muñoz
Διεύθυνση Φωτογραφίας season01: Γιάννης Μισουρίδης
Διεύθυνση Παραγωγής: Χριστίνα Τσακμακά
2η Κάμερα-Drone season02: Βαγγέλης Πυρπύλης
2η Κάμερα-Drone season01: Βαγγέλης Πυρπύλης, Αλέξανδρος Βοζινίδης
Πρωτότυπη Μουσική: Μιχάλης Τσιφτσής, Άννα Στερεοπούλου
Μουσική τίτλων αρχής-τέλους: Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου
Μοντάζ: Γιώργος Σαβόγλου, Σταματίνα Ρουπαλιώτη, Γιώργος Διδυμιώτης, Δέσποινα Χαραλάμπους
Ηχοληψία-Μίξη ήχου: Γιώργος Σαβόγλου, Γιάννη Ρουπαλιώτης
Γραφικά: Γιάννης Λιόλιος
Ηχοληψία Αφήγησης: Γιάννης Ρουπαλιώτης
Color Correction: Γιώργος Σαβόγλου, Νικόλαος Αναστασιάδης
Εκτυπώσεις φιλμ: Bleach Kollektiv
Υπεύθυνη Επικοινωνίας για την Honeybee: Κωνσταντίνα Χατήρα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.