ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '20, όταν στην Ελλάδα ο Κ.Π. Καβάφης ήταν σαν σκιά, δίχως την παραμικρή επιρροή στους λογοτεχνικούς κύκλους, τότε που ο Ψυχάρης τον θεωρούσε «άξιο διάδοχο του Σουρή» και «Καραγκιόζη της δημοτικής» και στα αθηναϊκά φιλολογικά περιοδικά τα ποιήματά του χαρακτηρίζονταν –ανωνύμως– «σαν είδος συνταγών ή εμπορικοί λογαριασμοί βαλμένοι σε στίχους», ένας διάσημος Βρετανός συγγραφέας, ο Ε. Μ. Φόρστερ, περιελάμβανε το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», το «Αλεξανδρινοί βασιλείς» και το «Εν τω μηνί Αθύρ» στη μελέτη του για την Αλεξάνδρεια «Φάρος και Φαρίσκος», και μαζί ένα δοκίμιο για την ποίηση του Αλεξανδρινού, από τα πιο διεισδυτικά που γράφτηκαν ποτέ.
Σίγουρα και χωρίς τη μεσολάβηση του Φόρστερ η δύναμη της καβαφικής ποίησης δεν θα κρατιόταν για καιρό μυστική. Το μονοπάτι, όμως, που θα οδηγούσε μια ώρα αρχύτερα προς την διεθνή καταξίωσή της, ο Φόρστερ ήταν που το άνοιξε.
Έκτοτε η περιγραφή του Καβάφη από τον Φόρστερ ως «Έλληνα τζέντλεμαν με ένα ψάθινο καπέλο που στέκεται απολύτως ακίνητος με μια λοξή γωνία προς το σύμπαν» όχι μόνο καθιερώθηκε ως ερμηνευτικός σταθμός στην κατανόηση του έργου του, αλλά πέρασε στη συνείδηση ορισμένων και ως πορτρέτο κάθε μοντέρνου συγγραφέα.
Σίγουρα και χωρίς τη μεσολάβηση του Φόρστερ η δύναμη της καβαφικής ποίησης δεν θα κρατιόταν για καιρό μυστική. Το μονοπάτι, όμως, που θα οδηγούσε μια ώρα αρχύτερα προς τη διεθνή καταξίωσή της ο Φόρστερ ήταν που το άνοιξε.
«Πόσο υπερήφανος είμαι πραγματικά, Γιώργο, που τον γνώρισα κάποτε», θα γράψει δεκαετίες αργότερα, το καλοκαίρι του ΄58, ο συγγραφέας του «Χάουαρντς Εντ», του «Δωμάτιο με θέα», του «Το πέρασμα στην Ινδία» στον νεαρό φιλόλογο Γ. Π. Σαββίδη: «Ήταν ένας από τους θριάμβους μου. Ο R.A. Furness με πήγε να τον δω το 1916-1917…».
Πίσω από το επώνυμο Φέρνες κρύβεται ένας απόφοιτος του Κινγκς Κόλετζ, καλός μεταφραστής από τα αρχαία ελληνικά, επικεφαλής στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του τμήματος λογοκρισίας του Τύπου στην Αλεξάνδρεια. Εκεί χτίστηκε η φιλία των Φόρστερ και Καβάφη, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ιδιότυπες φιλίες στα λογοτεχνικά χρονικά, ίχνη της οποίας βρίσκει κανείς και στο μυθιστόρημα του Νοτιοαφρικανού Ντέιμον Γκάλγκουτ «Αρκτικό καλοκαίρι» που κυκλοφόρησε πρόσφατα (μετ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Διόπτρα).
Η ποιότητα της φιλίας των Καβάφη και Φόρστερ ήρθε στο φως με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις το 2009, χάρη στη δημοσίευση της αλληλογραφίας τους από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, σε επιμέλεια του καθηγητή Πίτερ Τζέφρις, ενός φιλολόγου με την παραδοσιακή σημασία του όρου, ακάματου και οξυδερκούς, σύμφωνα με τον Μανόλη Σαββίδη, ο οποίος προλογίζει την αντίστοιχη ελληνική έκδοση «Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση» (μετ. Κ. Γκίκα, Ίκαρος, 2013).
Πράγματι, η ιστορία της παραπάνω αλληλογραφίας παρουσιάζεται από τον Τζέφρις σαν μια γοητευτική και τεκμηριωμένη αφήγηση χωρίς περιττά στολίδια, όπου ακόμα και η συντομότερη υποσημείωση έχει την αξία της. Όπως επισημαίνει εξαρχής ο ίδιος, τα γράμματα που αντάλλαξαν αυτοί οι δυο δεινοί επιστολογράφοι μέσα σε μια δεκαπενταετία φανερώνουν μεν την αμοιβαία τους συμπάθεια, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και τεκμήρια μιας «ασύμμετρης» σχέσης, με άρρητες ιδεολογικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές διαφορές.
Την εποχή που οι δυο ομοφυλόφιλοι άντρες πρωτοσυναντιώνται στην Αλεξάνδρεια, ο Καβάφης είναι ένας άσημος ποιητής πενηντατριών χρόνων, «ένας μικρο-γραφειοκράτης υπάλληλος στον δαντικό Κύκλο Αρδεύσεων», ενώ ο Φόρστερ είναι ένας διάσημος τριανταεπτάχρονος μυθιστοριογράφος, αντιρρησίας συνείδησης και παρθένος ακόμη, που απασχολείται στην υπηρεσία αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού.
Και ο ένας και ο άλλος είναι αποφασισμένοι ν’ αποφύγουν την καλλιτεχνική ασφυξία όσο κρατάει ο πόλεμος. Ο πρώτος δραπετεύει στον κόσμο της ποίησής του πλάθοντας ιστορικές προσωπογραφίες που υπογραμμίζουν το παρόν με ισχυρές δόσεις ειρωνείας, ο δεύτερος διοχετεύει την ενέργειά του στη διεισδυτική παρατήρηση της αλεξανδρινής ζωής.
Ο Φόρστερ είχε δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στην «απατηλή» λεβαντίνικη Ανατολή – στο μυαλό του η σύγκριση απέβαινε ευνοϊκότερη για τις Ινδίες. Όπως εξομολογούνταν σε φίλο του το 1916, μολονότι είχε φτάσει στην Αφρική ελεύθερος από φυλετικές προκαταλήψεις, ένιωθε μια ενστικτώδη αποστροφή για οτιδήποτε αραβικό, από την αραβική φωνή ως «τον αραβικό τρόπο κοιτάγματος ή βαδίσματος ή αφόδευσης».
Ωστόσο, χάρη στον δεσμό του με τον Αιγύπτιο τραμβαγέρη Μοχάμεντ ελ Άντλ, την πρώτη ουσιαστικά σεξουαλική σχέση του, απέκτησε αρκετή αυτοπεποίθηση για να κινείται εκτός των ευρωπαϊκών θυλάκων της πόλης και να κατανοεί από πρώτο χέρι τη φτώχεια και την αδικία που δυνάστευαν τη ζωή των φελάχων. Μέσα, δε, από την συνάντησή του με τον Καβάφη, άνοιξαν και οι πνευματικοί του ορίζοντες ως προς την ηδυπάθεια της Ανατολής.
Η άποψή του, εν τούτοις, για «τη διαφθορά» διέφερε ριζικά από τον υψηλό αισθητικό έπαινο που απέδιδε ο Καβάφης στην τραγική παρακμή και την αξιοπρεπή ήττα. Η προσέγγιση του Φόρστερ για την ελληνιστική Αίγυπτο και τον μετέπειτα χριστιανικό κόσμο επίσης βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τις αντιλήψεις του ποιητή. Ο Φόρστερ θεωρούσε τον αρχαίο και τον σύγχρονο αλεξανδρινό πολιτισμό ως «ένα τεχνητό ευρωπαϊκό εξαγώγιμο προϊόν το οποίο είχε επιβληθεί στον ντόπιο πληθυσμό», σημειώνει ο Τζέφρις, ενώ στη σκέψη του Καβάφη «δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή Ελλάδας και Ανατολής».
Η δε διαφωνία τους ως προς την επιβίωση του ελληνισμού στις περιόδους της ύστερης αρχαιότητας και του Βυζαντίου θα έκανε αισθητή την παρουσία της σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους.
Ναι, υπήρξαν φίλοι αλλά «φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση», ακόμη και ως προς την πολιτική της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που τους έφερε κοντά στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και όσο διαφορετικές ήταν οι ιδιοσυγκρασίες τους, άλλο τόσο διαφορετικό ήταν το ύφος τους στα γράμματα που αντάλλαξαν. Η φιλική εγκαρδιότητα και ο παιγνιώδης, διαχυτικός τόνος του ενός βρίσκονται στον αντίποδα της ουδέτερης αποστασιοποίησης και των λακωνικών απαντήσεων του άλλου.
Ο Καβάφης παρέμεινε κάπως απόμακρος ως το τέλος, ευγνώμων μεν για τις προσπάθειες του φίλου του να τον συστήσει προς τα έξω, αλλά οχυρωμένος πίσω από την επιφυλακτικότητα και τη βυζαντινικής υφής διπλωματικότητα που τον διέκρινε.
Σε πείσμα της επιμονής του Φόστερ να προωθήσει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του Κ.Π. Καβάφη, ο ποιητής δίσταζε να ενδώσει σε μια συλλογική έκδοση των ποιημάτων του στ’ αγγλικά, ακόμα κι όταν η πρόσκληση ερχόταν από τον Λέοναρντ Γουλφ, εκλεκτό μέλος του περίφημου κύκλου διανοουμένων του Μπλούσμπερι, σύζυγο της Βιρτζίνια Γουλφ κι επικεφαλής του οίκου The Hogard Press. Iδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της επιστολής που έστειλε ο Γουλφ στον «φίλτατον κ. Καβάφη», η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο του Ίκαρου:
«Οι ολιγάριθμες μεταφράσεις των ποιημάτων σας που έχουμε μας προκάλεσαν πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον` λαμβάνουμε το θάρρος να σας γράψουμε με το ερώτημα αν θα εξετάζατε το ενδεχόμενο να μας επιτρέψετε την έκδοση ενός μικρού βιβλίου με ποιήματά σας μεταφρασμένα στην αγγλική. Είμαστε μικρός εκδοτικός οίκος, βεβαίως, και ο κατάλογός μας βραχύς` η εμπειρία μας από την έκδοση βιβλίων ποίησης είναι πως οι πωλήσεις τους σε καμία περίπτωση δεν είναι μεγάλες ούτε ανάλογες με την αξία τους, ωστόσο τα βιβλία μας βρίσκουν το δρόμο τους προς ένα μικρό κοινό, το οποίο πιστεύω πως θα εκτιμούσε την ποίησή σας (…)».
Μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1925, ο Καβάφης εκφράζει τις ευχαριστίες του στον Φόρστερ για το παραπάνω «ευγενές μήνυμα», αλλά αντί συγκεκριμένης απάντησης για το θέμα, προτιμά να του μεταφέρει τον θαυμασμό του για «Το πέρασμα στην Ινδία», μυθιστόρημα που ο φίλος του είχε βασανιστεί να ολοκληρώσει και το οποίο έμελλε ν’ αναγνωριστεί ως το κορυφαίο του.
«Έχω διαβάσει –και ξαναδιαβάσει– το “A Passage to India”. Είναι θαυμαστή εργασία. Είναι ευχάριστο ανάγνωσμα. Με αρέσει ο τόνος του έργου, με αρέσουν οι χαρακτήρες, με αρέσει η απεικόνισης της ατμόσφαιρας, με αρέσει η στάσις. Μ’ εγοήτευσε αυτό το βιβλίο. Το κρατώ πλησίον μου. Πολύ συχνά το παίρνω και το διαβάζω εκ νέου, πότε εκείνο το τμήμα του, πότε το άλλο…»
Γιατί ο Καβάφης έδειχνε να μην ενδιαφέρεται για τις πολλά υποσχόμενες διασυνδέσεις του Φόρστερ με μορφές όπως ο Τ.Χ. Λόρενς, ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Γουλφ ή ο καθηγητής του Κινγκς Κόλετζ Άρλοντ Τόινμπι; Ειδικά για τον τελευταίο, ίσως να μη γινόταν διαφορετικά, εικάζει ο Τζέφρις, καθώς οι φιλοτουρκικές θέσεις του Τόινμπι για τα γεγονότα στη Μικρά Ασία ήταν σκανδαλώδεις για την ελληνική κοινότητα.
Διακινδυνεύοντας πάντως τη φιλία του με τον Άγγλο συγγραφέα και κρατώντας το βλέμμα του σταθερά προσηλωμένο κυρίως στο μέλλον παρά στο παρόν, εμπιστεύτηκε τη διαίσθησή του ότι οι δεκαετίες του ΄20 και του ΄30 ήταν δυσοίωνες για μια αυτοτελή έκδοση των ποιημάτων του.
Όπως και να 'χει, ο Φόρστερ δεν του κράτησε κακία. «Εύχομαι να μπορούσα να μείνω περισσότερο» θα του γράψει τον Σεπτέμβριο του 1929, έπειτα από μια ολιγόωρη επίσκεψή του στην οδό Λέψιους. «Είχαμε τόσα πολλά να πούμε, και λησμόνησα να σας πω ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα και μερικά διηγήματα που θα ήθελα να τα είχατε δει. Θα έπρεπε όμως να έλθετε στην Αγγλία να τα δείτε και αυτό δεν θα το κάνετε ποτέ!».
Ο Φόρστερ αναφέρεται στο «Μωρίς» και στη συλλογή «The life to come» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Κι αφού ενημερώνει τον ποιητή ότι προωθεί δυο νέες μεταφράσεις του προς το περιοδικό Nation, τον διαβεβαιώνει: «Θαυμάζω το έργο σας περισσότερο από ποτέ».
Αγοράστε εδώ το «Φίλοι σε Ελαφρήν Απόκλιση» των E.M.Forster - Κ.Π.Καβάφη