Ο Μάνος Μαστοράκης με υποδέχτηκε στη Χίμαιρα, ένα όμορφο μαγαζί με κεραμικά στην Ερμούπολη. Γύρω μου υπάρχουν εξαιρετικά αντικείμενα της Μάρως Κερασιώτη, της Ιωσηφίνας Κοσμά, του Ηλία Χριστόπουλου, της Μελίνας Ξενάκη, της Μάρως Ιωάννου, δικά του και άλλων που ζωντανεύουν αυτή την τόσο μαγική, προσιτή, χρηστική και διακοσμητική τέχνη.
Ο ίδιος γεννήθηκε πριν από 38 χρονια στον Πειραιά, έκανε σπουδές Διεθνούς Δικαίου και Οικονομικών και εργάστηκε σε αυτό το πεδίο προτού αποφασίσει να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του και να ασχοληθεί με αυτό που τον έκανε δημιουργικό, προσφέροντάς του μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Η απλότητα θα μπορούσε να είναι το μότο του, κάτι που θα αντιληφθώ αργότερα, όταν επισκεφθώ το σπίτι του, δέκα μόλις λεπτά από την Ερμούπολη, αλλά τόσο μακριά από ένα κέντρο αστικό και κοσμοπολίτικο.
Φτάνουμε στο Παπούρι, έναν οικισμό στη βόρεια πλευρά του νησιού, στην Απάνω Μεριά, μια περιοχή Νatura, με τα πράσινα κλήματα να κάνουν δαντέλες στη γη. Λίγοι τουρίστες βλέπουν αυτό το κομμάτι της Σύρου, κυρίως όσοι προχωρούν βορειότερα, για να φτάσουν στη Χαλανδριανή, περνώντας δίπλα από τα πολλά ξωκλήσια της περιοχής.
Είναι ένα σπιτάκι μια στάλα αυτό, μέσα στη φύση, φτιαγμένο με χάρη και απλότητα, που κρύβει την αξία του απολύτως απαραίτητου.
Μπροστά μας απλώνεται απέραντη η θέα προς τις απόκρημνες ακτές του βόρειου, άγριου τοπίου του νησιού και οι οικισμοί του Καστρίου και της Χαλανδριανής, που πρέπει να κατείχαν σημαντική θέση στο οικιστικό µοντέλο της Σύρου της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, ενώ το νεκροταφείο της είναι το πλέον εκτεταµένο πρωτοκυκλαδικό που έχει ερευνηθεί ως τώρα.
Στην ασβεστωμένη ξερολιθιά μάς υποδέχονται ο Ρόκο, που εποπτεύει το δρομάκι, και ο Άλφι, και προτού μπω στην αυλή κάνω μια στάση στο πεντακάθαρο και φροντισμένο ξωκλήσι της Παναγίας Καρδιανής απέναντι ακριβώς από το σπίτι. Δυο κεραμικά πουλιά μάς υποδέχονται και στη συνέχεια καθόμαστε στην κρεβατίνα και στην ανακουφιστική σκιά της.
Το θερινό κέντρο του σπιτιού είναι εδώ, η σκιερή αυλή και όλη η οικιακή δραστηριότητα έχει μεταφερθεί έξω, σε μια μικρή υπαίθρια κουζίνα και έναν μαρμάρινο νεροχύτη. Στην αυλή είναι και ο τροχός, εδώ ο Μάνος κάνει μαθήματα και σεμινάρια. όσοι θέλουν να έχουν μια πρώτη επαφή με τον πηλό μπορούν να το κάνουν σε αυτό το φιλόξενο μέρος.
Το αγροτόσπιτο είναι μόλις 24 τετραγωνικά και εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες του οικοδεσπότη μας. Ένα χώρος ενιαίος, καθιστικό και κουζίνα, ένα υπνοδωμάτιο τόσο-όσο και ένα μικρό και λειτουργικό μπάνιο. Ένα δεύτερο κτίσμα που υπήρχε στην αυλή στερεώθηκε και μετατράπηκε σε έναν μικρό, μονόχωρο ξενώνα.
Το σπιτάκι χτίστηκε τη δεκαετία του '50 από ιδιοκτήτες που ήθελαν να ξεκαλοκαιριάζουν σε αυτή την ήρεμη φύση. Ο Μάνος το μετέτρεψε σε μόνιμη κατοικία του και το πολυφορεμένο «less is more» εδώ βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του. Στον πρώτο χώρο ο καναπές και το τραπέζι λειτουργούν και ως γραφείο, μια συλλογή από ωραία κεραμικά πιάτα διακοσμεί τον τοίχο και ένα φανάρι δίπλα στην κουζίνα και τον νεροχύτη προστατεύει τα τρόφιμα.
Πάνω από τον καναπέ ένα έργο του Αντώνη Κυριακούλη μάς κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. Ένας μπουφές με χαρούμενη ακαταστασία συγκεντρώνει όλο το νοικοκυριό, τα βιβλία του σπιτιού, μια οθόνη για ταινίες δίπλα στα πήλινα πιατικά. Εδώ λειτουργεί ο νόμος της ανακύκλωσης. Τα διαβασμένα βιβλία χαρίζονται, ό,τι έχει κάνει τον κύκλο του μοιράζεται.
Ο χώρος έχει υπαγορεύσει έναν τρόπο ζωής. Ρωτώ τον οικοδεσπότη πώς είναι να ζεις σε απομόνωση και τον χειμώνα, όμως η πόλη είναι κοντά, οι φίλοι πάντα φτάνουν εδώ και το ησυχαστήριο αυτό τού είναι αρκετό μετά από μια πολύβουη μέρα στο κατάστημά του, τη Χίμαιρα. Δίνει και μια άλλη διάσταση αυτός ο τρόπος ζωής: ασχολείσαι με την καθημερινότητα, δεν αποθηκεύεις όσα δεν χρειάζεσαι, αγοράζεις το φρέσκο και αυτό καταναλώνεις, οργανώνεις τον τρόπο ζωής σου με σκέψη και οικονομία.
Η ενασχόληση με την κεραμική δίνει και μια άλλη διάσταση στα αντικείμενα έτσι όπως τα βλέπουμε απλωμένα στο τραπέζι: πόσα χρειαζόμαστε και πώς τα χρησιμοποιούμε, πόσο εφήμερα μπορεί να είναι. Είναι τα χρηστικά κομμάτια μιας καλόγουστης καθημερινότητας. Από τα δυο παράθυρα του σπιτιού, που όταν τα ανοίξεις μια στάλα ένα δροσερό ρεύμα σε ανακουφίζει, βλέπεις τη φύση να αλλάζει μέσα στις εποχές. Το νερό που πίνουμε είναι από τη στέρνα, ενώ ο κήπος, γεμάτος γεράνια και ξερικά των Κυκλάδων, δίνει κι αυτός τον τόνο της οικονομίας του τόπου.
Κάτω από αυτή την κρεβατίνα θυμήθηκα τα «Αμπέλια» του Σταύρου Ζουμπουλάκη και όλη την ποίηση μιας ζωής που μας φαίνεται δύσκολη αλλά είναι απροσποίητη και καθαρή και όσο απομακρυνόμαστε από αυτήν τη λαχταράμε όλο και περισσότερο. Είναι ένα σπιτάκι μια στάλα αυτό, μέσα στη φύση, φτιαγμένο με χάρη και απλότητα, που κρύβει την αξία του απολύτως απαραίτητου.