«Εξακολουθούμε να βιώνουμε την καταστροφή σε όλη της την έκταση», αναφέρει ο Ζήσης Κοτιώνης, διδάκτωρ αρχιτέκτονας, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που κατοικεί στην Αγριά του Βόλου, στην καρδιά της περιοχής της Κεντρικής Ελλάδας που επλήγη σε τεράστιο βαθμό από την ακραία κακοκαιρία.
Μερικά εικοσιτετράωρα μετά το ξέσπασμα του ακραίου φαινομένου, γύρω του αντικρίζει ένα απόκοσμο τοπίο. Καθώς το νερό υποχωρεί, αποκαλύπτονται εικόνες βιβλικής καταστροφής, με κατεστραμμένα σπίτια, διαλυμένους δρόμους και μια πλήρη αποκοπή από την υπόλοιπη επικράτεια. Ταυτόχρονα, οργανώνεται και μια σπάνια επιχείρηση συνέργειας και κινητοποίησης. Καθώς η βοήθεια των Αρχών απουσιάζει, ή καθυστερεί, στην περιοχή του Βόλου έχει σχηματιστεί ένα εντυπωσιακό κύμα ενεργοποίησης, αυτοοργάνωσης και αλληλοβοήθειας· οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις συνέπειες της κακοκαιρίας.
Έχουν περάσει πλέον κάποιες μέρες από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της κακοκαιρίας Daniel, μιας βροχόπτωσης με πρωτοφανή και ακραία χαρακτηριστικά. Από την πρώτη ημέρα της καταστροφής, το νερό παραμένει κομμένο σχεδόν σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα της περιοχής του Βόλου, ενώ η πλειοψηφία των οικισμών εξακολουθεί να μην έχει ρεύμα.
«Η Αγριά επλήγη πολύ από το φαινόμενο, πολλά σπίτια φίλων μας κατέρρευσαν τελείως ή αντιμετώπισαν ζημιές τεράστιας κλίμακας, παντού γύρω μας βρίσκεται η καταστροφή», σχολιάζει ο αρχιτέκτονας, διατηρώντας μια εντυπωσιακή νηφαλιότητα, παρά το μέγεθος της καταστροφής που τον περιβάλλει. Στο background ακούγονται οι φωνές των γειτόνων του που συνεργάζονται και μοιράζονται τα εργαλεία τους για να απομακρύνουν τις λάσπες από τους δρόμους της περιοχής. «Είναι πολλές οι ενδείξεις της αυτοοργάνωσης των ανθρώπων, μιας συνέργειας που προέρχεται από τα κάτω της κοινωνίας και βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία, ενεργοποιημένη καθώς είναι από το ένστικτο της επιβίωσης».
«Είναι το μόνο παρήγορο συναίσθημα των ημερών», συμπληρώνει.
Η αίσθηση της αποκοπής και η έλλειψη πληροφόρησης
Ανατρέχοντας στις τελευταίες ημέρες της καταστροφής, ο κ. Κοτιώνης θυμάται τον βίαιο και αιφνιδιαστικό τρόπο που η είδηση της επερχόμενης κακοκαιρίας μετετράπη σε μια ανεξέλεγκτη, ζοφερή πραγματικότητα. «Η είδηση δημιουργεί μια ψευδαίσθηση δυνατότητας να διαχειριστείς το πρόβλημα», εξηγεί χαρακτηριστικά. «Το βίωμα που μοιραστήκαμε στον Βόλο, όμως, είναι η υπέρβαση του εαυτού, η συνειδητοποίηση πως αυτά που συμβαίνουν είναι πέραν των δυνάμεών σου. Μιλάμε για μια παράδοση στην απόλυτη ένδεια μέσων για αντίδραση, αυτόν τον αιφνιδιασμό βιώσαμε στον Βόλο», συμπληρώνει, «καθώς βλέπαμε από τη Δευτέρα τη στάθμη του νερού να ανεβαίνει, δίχως σταματημό».
Έχουν περάσει πλέον κάποιες μέρες από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της κακοκαιρίας Daniel, μιας βροχόπτωσης με πρωτοφανή και ακραία χαρακτηριστικά. Από την πρώτη ημέρα της καταστροφής το νερό παραμένει τελείως κομμένο σχεδόν σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα της περιοχής, ενώ η πλειοψηφία των οικισμών εξακολουθεί να μην έχει ρεύμα. «Μια αντίστοιχη εμπειρία που έχουμε μοιραστεί όλοι είναι η αυτή της πανδημίας», λέει ο αρχιτέκτονας, περιγράφοντας τη σημερινή αίσθηση των κατοίκων: «Σαν να κόβονται ξαφνικά όλα όσα σε συνέδεαν με τον εξωτερικό κόσμο. Οι δρόμοι είναι κατεστραμμένοι, τα μαγαζιά κλειστά, η οποιαδήποτε διασύνδεση αδύνατη».
Την αίσθηση της απομόνωσης που προκάλεσαν οι ζημιές της κακοκαιρίας έρχεται να γιγαντώσει και η κάλυψη των γεγονότων από τον χώρο της ειδησεογραφίας, είτε μέσω της τηλεόρασης είτε μέσω των social media, που σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας υπήρξε παραπάνω από ακατάλληλη. «Κυριαρχεί η αίσθηση πως, ενώ βοούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι τηλεοράσεις, τη γνώση που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση δεν την έχουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Παράγεται μεν ένας τεράστιος θόρυβος, με εικόνες και αρνητικά συναισθήματα, αλλά μέσα σε αυτόν η διαδικασία της πληροφόρησης για τη διαχείριση της κρίσης ήταν από ανεπαρκής έως μηδενική».
«Μέχρι και σήμερα δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα, δεν γνωρίζουμε πότε θα επανέλθει το ρεύμα ή τι θα γίνει με την πρόσβαση στο νερό. Κανάλια για την επίσημη ενημέρωση των πολιτών της περιοχής όσον αφορά την εξέλιξη της κατάστασης αλλά και το πώς οι ίδιοι μπορούν να συμβάλουν στην επίλυση των προβλημάτων δεν υπάρχουν. Υπάρχει παραγωγή εντυπώσεων και επικοινωνιακή διαχείριση, ταυτόχρονα όμως και έλλειψη ενημέρωσης», σχολιάζει ο Ζήσης Κοτιώνης.
Είναι σαν η επικοινωνιακή διαχείριση να αφορά όλη την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, εκτός από τους κατοίκους των περιοχών που έχουν πληγεί και χρειάζονται καθοδήγηση, σχολιάζω, και ο κ. Κοτιώνης μοιάζει να συμφωνεί απόλυτα. «Είναι αστείο να υπάρχει μόνο το 112 που σε καθοδηγεί να φύγεις ή να μείνεις και πέραν αυτού να απουσιάζει η οποιαδήποτε επαφή με τον πολίτη όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης», συμπληρώνει. «Την έλλειψη αυτή την αντιλαμβάνεται κανείς στο πετσί του όταν έχει ανάγκη για επικοινωνία και συντονισμό με αυτά ακριβώς τα μέσα που θα βοηθήσουν στην επίλυση των άμεσων προβλημάτων της περιοχής».
Από την παράλυση στην αυτοοργάνωση
Παρά την έκταση της καταστροφής, την πλήρη αποκοπή της περιοχής από νερό και ρεύμα, την αποτυχία του κράτους και των υποδομών αλλά και την καθυστέρηση των Αρχών να επέμβουν, στον κ. Κοτιώνη δίνει ελπίδα ο τρόπος που οργανώθηκαν οι κάτοικοι για να ανταποκριθούν στις άμεσες ανάγκες της περιοχής. «Από την πρώτη κιόλας στιγμή οι κάτοικοι συνεργάστηκαν σε επίπεδο γειτονιάς, προσπάθησαν να δώσουν κοινή λύση», αναφέρει. «Ένα παράδειγμα έχει να κάνει με τους κατεστραμμένους δρόμους: εφόσον δεν εμφανίζεται η τοπική αυτοδιοίκηση να δώσει λύσεις, επενέβησαν οι κάτοικοι, μοιράζοντας τους κουβάδες και τα εργαλεία τους, οργανώνοντας την ανταπόκριση ώστε να γίνει μια πρώτη προσπάθεια ανοίγματος του οδικού δικτύου».
«Έπειτα υπάρχει το ζήτημα του νερού, καθώς, παρότι γίνονται προσπάθειες στην πόλη του Βόλου για την επαναφορά του, στην Αγριά, π.χ., ακόμη δεν έχουμε νερό», συνεχίζει. «Υπάρχει όμως μια γειτόνισσα στην περιοχή μας, το υπόγειο της οποίας έχει πλημμυρίσει, και η οποία βγάζει συνεχώς φρέσκο νερό για τους κατοίκους, για να έχουν κουβάδες για πλυσίματα και τις ανάγκες των σπιτιών τους. Λίγο παρακάτω, στον Άγιο Λαυρέντιο, όπου ο δρόμος και η γέφυρα υπέστησαν τρομερές καταστροφές, οι κάτοικοι που κουβαλούν τροφοδοσίες από τον Βόλο φτάνουν μέχρι την άκρη του δρόμου, πριν από την κατάρρευση, και εκεί συναντούν τους κατοίκους του χωριού, που στη συνέχεια ανεβάζουν τα τρόφιμα στα σπίτια τους. Μιλάμε, δηλαδή, για μια ανθρώπινη αυτοσχέδια αλυσίδα τροφοδοσίας».
«Ύστερα υπάρχει και το ζήτημα των ευάλωτων κατοίκων της περιοχής, εκείνων που δεν μπορούν εύκολα να κυκλοφορήσουν», προσθέτει με έναν τόνο ανησυχίας στη φωνή, τον ίδιο που μοιράζεται όλη η χώρα καθώς η στάθμη του νερού υποχωρεί και φανερώνει την έκταση του πραγματικού προβλήματος. «Θα σας πω απλώς πως ο γείτονάς μας φιλοξενεί μια κυρία 95 χρονών από το παραδίπλα σπίτι, που επλήγη από την καταστροφή, μια ηλικιωμένη, ευάλωτη γυναίκα με την οποία δεν έχει σχέσεις ούτε συγγένειας ούτε φιλίας. Πρόκειται απλώς για μια γειτόνισσα που βρίσκεται σε ανάγκη και ευτυχώς ανταποκρίθηκε σε αυτήν ένας συνάνθρωπός της».
Για τον αρχιτέκτονα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το συμπέρασμα πως στην αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη της περιοχής δεν συνέβαλαν τόσο τα social media με την αμεσότητα και την ταχύτητά τους όσο η άμεση επικοινωνία των κατοίκων. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παράγουν συναίσθημα, αλλά στη δική μας περίπτωση δεν φάνηκε να δίνουν απαραίτητα πρακτικές λύσεις», σχολιάζει.
«Κατά κάποιον τρόπο μοιάζουν με ένα είδος προέκτασης της τηλεόρασης, αλλά σε επιχειρησιακό επίπεδο, αυτό της πραγματικής αλληλοβοήθειας, δεν είδαμε να συμβάλλουν τόσο. Στη θέση τους γεννήθηκε το ενσώματο, και ένα πράγμα που χρειάζεται να αναρωτηθούμε είναι το πώς θα μπορούσαν αυτές οι άτυπες μορφές αλληλεγγύης, στη μικρή κλίμακα της γειτονιάς, να αξιοποιηθούν στο μέλλον, ειδικά εν όψει μιας κατάστασης όπου το έκτακτο γίνεται πλέον το κανονικό. Χρειαζόμαστε ευέλικτα και οργανωμένα σχήματα ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να οργανώσουν την αλληλοβοήθεια».
Η πλήρης αποτυχία των υποδομών, η υποκρισία απέναντι στην κλιματική κρίση
Ένα ακόμη αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα του κ. Κοτιώνη, το οποίο επιβεβαιώνει και με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα, έχει να κάνει με την πλήρη αποτυχία των υποδομών της περιοχής. «Το γεγονός πως είδαμε μια ολοκληρωτική κατάρρευση των υποδομών, όπως αυτή της μεγάλης και σχετικά καινούργιας γέφυρας του χειμάρρου Ξηριά στην περιοχή του Αλμυρού, μπορεί να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα: πως σχεδιάστηκαν με λάθος τρόπο», εξηγεί.
«Αξίζει να σας πω επίσης πως στις αρχές του 20ού αιώνα ο Εβαρίστο ντε Κίρικο έφτιαξε μια καταπληκτική γραμμή με γέφυρες ανάμεσα στον Βόλο και τις Μηλιές. Ε, λοιπόν, η πρώτη μπετονένια γέφυρα στην Ελλάδα, που φτιάχτηκε με αυτή την εργολαβία και μετράει ήδη έναν αιώνα ζωής, δεν έπαθε τίποτα, ενώ μια διπλανή της που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του '80 κατέρρευσε πλήρως. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς φτιάχνονται όλα αυτά τα έργα».
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του κ. Κοτιώνη, σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία και τη διαχείριση γιγάντιων έργων που ωστόσο παράγουν ένα εξαιρετικά φτωχό αποτέλεσμα και αυξάνουν εκθετικά τους κινδύνους των φυσικών καταστροφών. «Πρέπει να επανεξετάσουμε από την αρχή το πώς φτιάχνονται και ταυτόχρονα το πώς ακριβώς διατηρούνται οι υποδομές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Προσωπική μου γνώμη είναι πως, εκτός από τα φαραωνικά έργα που ανακοινώνονται ανά καιρούς, όπως μεγάλες συνδέσεις μεταξύ επικρατειών, πρέπει να μπούμε στη λογική της επισκευής και της συντήρησης. Στη χώρα μας δεν υπάρχει η έννοια της φροντίδας, που έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχουν μηχανισμοί συντήρησης και φροντίδας, πέρα από τις φιλόδοξες υποσχέσεις για έργα τεράστιας κλίμακας. Αν εξετάσουμε την πρόσφατη καταστροφή, θα δούμε πως ουσιαστικά σπάσανε όλες οι μικρο-υποδόμες».
Μία ακόμα παρατήρηση του αρχιτέκτονα και καθηγητή, με ιδιαίτερη βαρύτητα εν όψει των εκλογών της αυτοδιοίκησης, είναι πως ο Καλλικράτης, με τα μεγάλα μεγέθη που δημιουργεί, ενδέχεται να έχει δυσκολέψει την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι υποδομές. «Θεωρώ πως χάθηκε η δυνατότητα να αντιμετωπίζουν οι μικροί, και ίσως πιο ευέλικτοι θεσμοί, τα προβλήματα σε τοπικό επίπεδο», σημειώνει. «Κι έτσι, τα μικρά προβλήματα, αθροιζόμενα, παράγουν μια τεραστίων διαστάσεων καταστροφή».
Λίγο προτού ολοκληρώσουμε τη συνομιλία μας, ώστε να επιστρέψει και ο ίδιος στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων της περιοχής από τους κατοίκους, με αποχαιρετά με έναν προβληματισμό, ανάγοντας το πρόβλημα στην κλιματική κρίση. «Από τη μια πλευρά επικαλούμαστε την κλιματική αλλαγή για τις καταστροφές, αλλά, από την άλλη, οι ίδιες οι πολιτικές που ακολουθούμε ενισχύουν συνεχώς αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα» αναφέρει, προτού καταλήξει, έπειτα από μια παύση: «Δεν γίνεται να συζητάμε σε πολιτικό επίπεδο πώς θα αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση μονάχα εκεί όπου εκδηλώνεται, ωστόσο όλες οι αναπτυξιακές πολιτικές που ακολουθούμε να βρίσκονται στη λογική της αναπαραγωγής ή της επαύξησής της».