ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ τη γειά των Αμερικανών συγγραφέων που είναι γεννημένοι γύρω στο 1890, όπως ο Φόκνερ ή ο Χέμινγγουεϊ. Γνωρίζουμε λιγότερο τους λογοτεχνικούς γεννήτορές τους, τους συγγραφείς που γεννήθηκαν γύρω στο 1870. Είναι οι θεμελιωτές του αμερικανικού λογοτεχνικού μοντερνισμού, που σηματοδοτείται από την στροφή προς τον ρεαλισμό. Ανάμεσά τους είναι ο Φρανκ Νόρις, γεννημένος το 1870, που με το μυθιστόρημά του ΜάκτΤιγκ (Gutenberg) δημιουργεί τον μύθο μιας νέας αμερικανικής μεγαλούπολης της Δυτικής Ακτής, του Σαν Φρανσίσκο.
Είναι ο Θίοντορ Ντράιζερ, γεννημένος το 1871, που το μυθιστόρημά του Η Κάρι μας (Gutenberg) μας δείχνει το μεγαλείο και την αθλιότητα του νέου κόσμου της σόου μπίζνες. Είναι ο Στίβεν Κρέιν, γεννημένος επίσης το 1871, που με τη μεγάλη νουβέλα του Maggie, A girl of streets (Μάγκι, το κορίτσι του δρόμου, αμετάφραστη στα ελληνικά) μας οδηγεί, με τον πιο τολμηρό ρεαλισμό, στην καρδιά του περιθωρίου του Μανχάταν. Είναι βεβαίως η Γουίλα Κάθερ, γεννημένη το 1873, που μας δείχνει, με όρους ενός καθημερινού ρεαλισμού, το πέρασμα των συνόρων, δηλαδή την κατάκτηση των αχανών πεδιάδων των Μεσοδυτικών Πολιτειών από τους Ευρωπαίους μετανάστες.
Η Γουίλα Κάθερ γράφει χωρίς μεγαλοστομίες, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που μας βάζει βαθιά μέσα στην καθημερινή ζωή και στα συναισθήματα των ανθρώπων, δείχνοντας επίσης τη διαμορφωτική δύναμη που έχουν τα απλά πράγματα.
Συμπληρώνονται στις 7 Δεκεμβρίου εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννηση της Γουίλα Κάθερ και η επέτειος, όπως κάθε επέτειος, ανανεώνει την επικαιρότητα της συγγραφέως. Μολονότι η Γουίλα Κάθερ είναι συγγραφέας του λογοτεχνικού κανόνα και το έργο της δεν έχει ανάγκη από το λογοτεχνικό ημερολόγιο, είναι ευκαιρία να την ανακαλύψουμε μέσα από το μυθιστόρημά της Η Αν-τόνια μου, που η πρώτη του έκδοση χρονολογείται στο 1918 και θεωρείται από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο, ανάμεσα στα 12 μυθιστορήματα που έγραψε μεταξύ του 1912 και του 1940.
Ο ήρωας της Κάθερ, Τζέιμς Μπέρντεν, ο Τζιμ, δικηγόρος στη Νέα Υόρκη, παντρεμένος με πλούσια κληρονόμο, αφηγείται τη ζωή της Αν-τόνια, κόρης μιας οικογένειας Βοημών μεταναστών στις πεδιάδες της Νεμπράσκα, με την οποία έχει μεγαλώσει μαζί. Ο Τζέιμς, γεννημένος στη Βιρτζίνια, στα δέκα του χρόνια μένει ορφανός και από τους δυο γονείς του και αναγκάζεται να καταφύγει στο σπίτι των παππούδων του, που ζουν στη Νεμπράσκα. Στο μακρύ ταξίδι με το τρένο, μέσα στο βαγόνι της τρίτης θέσης, διασχίζοντας τις μεγάλες πεδιάδες των Μεσοδυτικών Πολιτειών, ακούει για πρώτη φορά για την Aν-τόνια. Ταξιδεύει κι αυτή με το ίδιο τρένο και προς τον ίδιο προορισμό, μόνο που κάθεται στο ειδικό βαγόνι για τους μετανάστες.
Δωδεκάχρονη ή το πολύ δεκατριάχρονη, η Αν-τόνια είναι η μόνη από την οικογένειά της, την οικογένεια Σιμερντά, που κατάγεται πέρα από τη θάλασσα, η οποία μιλάει κάποια αγγλικά. Δεκαετίες μετά ο Τζέιμς θυμάται την Αν-τόνια και μέσω της αφήγησής του στοιχειοθετείται μια μοναδική ηρωίδα, απόλυτα επίκαιρη στον σημερινό κόσμο των βίαιων πληθυσμιακών μετακινήσεων, της νέας μετανάστευσης και του αιτήματος για ένταξη.
Η αφήγηση της ζωής της Αν-τόνια από τον Μπέρντεν είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στη δική του ζωή, μια περιπέτεια αυτογνωσίας, όπου η βιωμένη εμπειρία και το παρελθόν παίζουν καταλυτικό ρόλο. «Είχα την αίσθηση ότι επέστρεφα στον εαυτό μου και ότι ανακάλυπτα πόσο μικρός είναι ο κύκλος της εμπειρίας του ανθρώπου», λέει ο ήρωας στην τελευταία σελίδα του βιβλίου. Μπορεί οι δρόμοι τους, ο δικός του και της Αν-τόνια να χωρίστηκαν, αλλά κατείχαν από κοινού «το ανεκτίμητο, το ανείπωτο παρελθόν» της εφηβικής και νεανικής ηλικίας τους.
Ο Τζέιμς Μπέρντεν είναι κατά κάποιον τρόπο το alter ego της Γουίλα Κάθερ. Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Βιρτζίνια, όπως και ο Τζέιμς. Μετανάστευσε στη Νεμπράσκα, στα εννιά της, όπως και ο Τζέιμς. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Λίνκολν, όπως και ο Τζέιμς, στη μία από τις δύο σημαντικές πόλεις αυτής της Πολιτείας – η άλλη είναι η Όμαχα. Το μυθιστόρημά της αυτό είναι, πριν απ’ όλα, μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Τζέιμς, της Αν-τόνια, των άλλων παιδιών – τα περισσότερα από οικογένειες μεταναστών. Είναι επίσης το μυθιστόρημα ενηλικίωσης ενός έθνους ιδιαίτερα για το πώς συντελείται αυτή η αφομοίωση των μεταναστών, όχι βέβαια χωρίς κόστος και οδυνηρές απώλειες.
Στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, ο πατέρας της Αν-τόνια αυτοκτονεί, όχι τόσο από νοσταλγία για τον παλιό κόσμο που έχει αφήσει πίσω του όσο από την επώδυνη αδυναμία του να προσαρμοστεί στον νέο κόσμο. Δανοί, Νορβηγοί, Ρώσοι, Σουηδοί, Βοημοί, Γερμανοί, Αυστριακοί, κατοικούν το μυθιστόρημα και αυτές τις μεγάλες πεδιάδες της Νεμπράσκα. Εξημερώνουν τη γη, καλλιεργούν καλαμπόκια και σίκαλη, εκτρέφουν ζώα, ανοίγουν δρόμους, υποτάσσουν και ταυτόχρονα υποτάσσονται από τον, συμβολικά και κυριολεκτικά, νέο κόσμο.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο στο μυθιστόρημα αυτό της Γουίλα Κάθερ που το κάνει να εγκαταλείπει τα όρια της Νεμπράσκα, να αφήνει πίσω του το πείσμα και τη θέληση για το πέρασμα των συνόρων των αφιλόξενων μέχρι τότε Μεσοδυτικών Πολιτειών και, τελικά, να γίνεται μέρος μιας οικουμενικής λογοτεχνικής κληρονομιάς. Αυτό το «κάτι άλλο» είναι η ίδια η ηρωίδα, η Αν-τόνια. Την παρακολουθούμε, από έφηβη, να δουλεύει σκληρά στη γη, και με τα ζώα. Τη βλέπουμε μετά να πηγαίνει στην πόλη για να δουλέψει ως υπηρεσία σε σπίτια. Η δουλειά της αυτή είναι όμως και η εκπαίδευσή της. Καθώς δεν έχει φοιτήσει σε σχολείο, εκεί μαθαίνει να βλέπει, να ακούει, να χορεύει, να ντύνεται, να μαγειρεύει, να διασκεδάζει.
Σε μια στιγμή κρίσης, ακολουθεί κάποιον άντρα. Έναν απατεώνα, όπως αποδεικνύεται, που δουλεύει στους σιδηροδρόμους. Την εγκαταλείπει, αφήνοντάς την έγκυο. Η Αν-τόνια επιστρέφει στο πατρικό της. Φέρνει στον κόσμο το παιδί της και το επιβάλλει στην πουριτανική κοινωνία της, ως ανύπαντρη μητέρα. Βρίσκει και πάλι τον εαυτό της. Παντρεύεται έναν μετανάστη από τον παλιό κόσμο της, τον Τσούζακ, κάνουν δώδεκα παιδιά, και ζει ως αγρότισσα στα μέρη όπου μεγάλωσε. Γνωρίζει κάθε δέντρο και κάθε θημωνιά, η γη είναι φίλη της. Έχει πλέον κατακτήσει τη Νεμπράσκα.
Η Γουίλα Κάθερ γράφει χωρίς μεγαλοστομίες, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που μας βάζει βαθιά μέσα στην καθημερινή ζωή και στα συναισθήματα των ανθρώπων, δείχνοντας επίσης τη διαμορφωτική δύναμη που έχουν τα απλά πράγματα. Μας κάνει ακόμη να ταξιδεύουμε στο αμερικανικό τοπίο των μεγάλων πεδιάδων, να νιώθουμε την αλλαγή του καιρού, τη βροχή, το χιόνι, ή να βουτάμε μέσα στη λάσπη.
Δεν υπάρχει καθόλου επικό ύφος, μολονότι η ζωή της Αν-τόνια έχει επικά στοιχεία. Η συγγραφέας μετατρέπει σε αριστουργηματική πρόζα σκηνές και καταστάσεις φαινομενικά ασήμαντες, ακόμη και όταν περιγράφει ένα κοτέτσι ή το ξεψύχισμα του χειμώνα, που «ξεθυμαίνει και κουρελιάζεται, γερνάει κι εξαθλιώνεται», ή ακόμη πώς σιδερώνουν τέσσερις νεαρές Δανές που δουλεύουν σε καθαριστήριο.
Η μετάφραση της Κερασίας Σαμαρά πετυχαίνει να μεταφέρει στα ελληνικά όλη αυτή την πλούσια γλώσσα της Γουίλα Κάθερ και τις αποχρώσεις της. Έχω αντίρρηση όμως με το «σπάσιμο» του ονόματος της ηρωίδας, από Αντόνια σε Αν-Τόνια. Γίνεται για να πλησιάζει στη βοημική προφορά, έρχεται όμως σε αντίθεση με τον ρεαλισμό του μυθιστορήματος και φυσικά όλων των άλλων ονομάτων, Λένα, Πάβελ, Γιούλκα, Τάινι, Άντον, Όλε, Άμπρος. Νομίζω ότι κατά την ανάγνωση ο αναγνώστης αγνοεί την παύλα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.