Την ημέρα που εννέα από τους πίνακες του Μαρκ Ρόθκο έφταναν στο Λονδίνο για να εκτεθούν στην Tate Gallery, ο βοηθός του, Oliver Steindecker, τον βρήκε νεκρό στο πάτωμα της κουζίνας μπροστά από τον νεροχύτη, αιμόφυρτο. Είχε πάρει υπερβολική δόση βαρβιτουρικών και είχε κόψει με ξυράφι μια αρτηρία στο δεξί του χέρι. Ήταν 66 ετών. Σημείωμα αυτοκτονίας δεν βρέθηκε ποτέ. Ήταν 25 Φεβρουαρίου του 1970.
Οι φίλοι του εκείνη την εποχή τον περιέγραφαν ως «εξαιρετικά νευρικό, αδύνατο και ανήσυχο». Στις αρχές του 1968 είχε διαγνωστεί με ήπιο αορτικό ανεύρυσμα και, αγνοώντας τις εντολές του γιατρού, συνέχισε να πίνει και να καπνίζει πολύ, να τρέφεται ανθυγιεινά και να αποφεύγει την άσκηση. Ζωγράφιζε έργα μικρότερα, που απαιτούσαν λιγότερο κόπο. Την εποχή της αυτοκτονίας του ζούσε στο ατελιέ του, έχοντας χωρίσει από την Πρωτοχρονιά του 1969 με τη σύζυγό του Μελ, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1944.
Η σειρά των εννέα έργων που έφτασαν στο Λονδίνο, και στα οποία η Tate αφιέρωσε το περίφημο Rothko Room, ταξιδεύει στη Γαλλία για να εκτεθεί στη μεγάλη αναδρομική του στο Fondation Louis Vuitton στο Παρίσι, που θα διαρκέσει από τις 18 Οκτωβρίου 2023 έως τις 2 Απριλίου 2024.
Πρόκειται για την πρώτη του αναδρομική έκθεση στη Γαλλία μετά την έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Musée d'Art moderne de la Ville de Paris το 1999 και συγκεντρώνει περίπου 115 έργα από μουσεία και συλλογές.
Την τεράστια έκθεση στο Παρίσι που θα καταλάβει όλους τους χώρους του ιδρύματος έχει συνεπιμεληθεί ο Κρίστοφερ Ρόθκο, ο γιος του καλλιτέχνη. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του Ρόθκο, από τους πρώτους παραστατικούς πίνακές του μέχρι τα αφηρημένα έργα για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός σήμερα.
Πρόκειται για την πρώτη του αναδρομική έκθεση στη Γαλλία μετά την έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Musée d'Art moderne de la Ville de Paris το 1999 και συγκεντρώνει περίπου 115 έργα από μουσεία και συλλογές, όπως η Εθνική Πινακοθήκη Τέχνη στην Ουάσιγκτον, η Tate στο Λονδίνο και η συλλογή Phillips, καθώς και από διεθνείς ιδιωτικές συλλογές, συμπεριλαμβανομένης της οικογενειακής συλλογής του καλλιτέχνη.
Η έκθεση ανοίγει με οικείες σκηνές και αστικά τοπία όπως το μετρό της Νέας Υόρκης, που κυριαρχούν στην παραγωγή του Ρόθκο τη δεκαετία του 1930, πριν από τη μετάβασή του σε ένα ρεπερτόριο εμπνευσμένο από αρχαίους μύθους και σουρεαλισμό το οποίο χρησιμοποιεί για να εκφράσει την τραγική διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Από το 1946, ο Ρόθκο κάνει μια σημαντική στροφή προς τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Δημιουργεί τα multi-forms, όπου χρωματικές μάζες αιωρούνται σε ένα είδος ισορροπίας στον καμβά. Σταδιακά, αυτά μειώνονται σε αριθμό και η χωρική οργάνωση της ζωγραφικής του εξελίσσεται γρήγορα προς τα «κλασικά» έργα του της δεκαετίας του 1950, όπου τα ορθογώνια σχήματα επικαλύπτονται σύμφωνα με έναν δυαδικό ή τριαδικό ρυθμό, που χαρακτηρίζεται από αποχρώσεις του κίτρινου, του κόκκινου, της ώχρας, του πορτοκαλί, αλλά και του μπλε και του λευκού.
Το 1960, η Phillips Collection στην Ουάσιγκτον αφιέρωσε ένα μόνιμο δωμάτιο –το πρώτο Rothko Room– στον καλλιτέχνη. Το δωμάτιο σχεδιάστηκε σε στενή συνεργασία μαζί του και παρουσιάζεται επίσης στην έκθεση στο Παρίσι.
Το 1961, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη διοργάνωσε την πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση, μια έκθεση που ταξίδεψε στη συνέχεια σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις (Λονδίνο, Βασιλεία, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Ρώμη και Παρίσι).
Στη δεκαετία του 1960, ο Ρόθκο δέχτηκε νέες παραγγελίες, με πιο αξιοσημείωτη το παρεκκλήσι John and Dominique de Menil στο Χιούστον, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1971 και ονομάζεται Παρεκκλήσι Ρόθκο.
Ενώ προτιμά πιο σκούρες αποχρώσεις και τις σιωπηρές αντιθέσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, δεν εγκαταλείπει ποτέ εντελώς την παλέτα των φωτεινών χρωμάτων του, όπως αποδεικνύεται από αρκετούς πίνακες του 1967 και από τον τελευταίο κόκκινο πίνακα που έμεινε ημιτελής στο ατελιέ του. Ακόμη και στην περίπτωση της σειράς «Black on Grey» του 1969-1970, μια απλοϊκή ερμηνεία του έργου, που συνδέει το γκρι και το μαύρο με την κατάθλιψη και την αυτοκτονία, όπως λένε οι επιμελητές της έκθεσης, «καλύτερα να αποφεύγεται».
Αυτά τα έργα εκτίθενται στην ψηλότερη αίθουσα του κτιρίου του αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, δίπλα στις γλυπτικές φιγούρες μεγάλης κλίμακας του Αλμπέρτο Τζακομέτι, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που είναι κοντά σε αυτό που είχε στο μυαλό του ο Ρόθκο για μια ανάθεση της UNESCO που δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Η διαρκής αμφισβήτηση, η επιθυμία του για διάλογο χωρίς λόγια με τον θεατή και η άρνησή του να θεωρηθεί κολορίστας είναι όλα στοιχεία που επιτρέπουν μια νέα ερμηνεία της πολύπλευρης δουλειάς του Ρόθκο σε αυτή την έκθεση.
Η παραγγελία για το Four Seasons
Η ιστορία των τοιχογραφιών Seagram –η πρώτη παραγγελία που έλαβε ποτέ ο Ρόθκο αλλά και η πρώτη παραγγελία που απέρριψε– είναι μια στιγμή της καριέρας του που ακόμα προκαλεί συζητήσεις. Έχει αποτελέσει το επίκεντρο δύο ντοκιμαντέρ, ενός βραβευμένου θεατρικού έργου του John Logan, με τίτλο «Red», και έχει χρησιμεύσει ως βάση για αμέτρητα κεφάλαια βιογραφιών.
Η ιστορία ξεκινά το 1954, όταν η οικογένεια Bronfman, ιδιοκτήτρια των αποσταγματοποιείων Seagram, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να χτίσει μια νέα εταιρική έδρα στην Park Avenue μεταξύ της 52ης και της 53ης οδού. Προσέλαβαν τον αρχιτέκτονα Philip Johnson που συνεργάστηκε με τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ludwig Mies van der Rohe στον σχεδιασμό του κτιρίου. Το εστιατόριο Four Seasons στο ισόγειο, εξοπλισμένο με φυτά, πισίνες, ακριβή πέτρα και μια συλλογή έργων τέχνης παγκόσμιας κλάσης, θα αποτελούσε αντανάκλαση της δύναμης και της χλιδής του Μανχάταν της δεκαετίας του 1950.
Ο Ρόθκο ήταν τότε 51 ετών και οι πίνακές του είχαν αρχίσει επιτέλους να πωλούνται. Ο Alfred H. Barr, διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, πρότεινε να κρεμαστεί ένα έργο του Ρόθκο στον τοίχο του Four Seasons. Έτσι, το 1958 ο ζωγράφος πήρε μια παραγγελία ύψους 35.000 δολαρίων για να δημιουργήσει ένα έργο σε κλίμακα τοιχογραφίας για τη μικρότερη από τις δύο τραπεζαρίες του εστιατορίου. Ήταν η μοναδική παραγγελία που δόθηκε από το Four Seasons σε καλλιτέχνη. Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση σχετικά με το γιατί δέχτηκε ο Ρόθκο την παραγγελία.
Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Ρόθκο έκανε λάθος σχετικά με το πού θα κρεμούσαν τους πίνακες – αντί για το εστιατόριο, νόμιζε ότι θα κοσμούσαν τον τοίχο μιας αίθουσας συνεδριάσεων. Άλλοι, όπως ο Τζόναθαν Τζόουνς της «Guardian», πιστεύουν ότι ήθελε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα τρομοκρατούσε και θα καταπίεζε όσους θα δειπνούσαν εκεί. Σίγουρα, η συζήτηση του Ρόθκο το 1959 με τον Τζον Φίσερ, τον εκδότη του περιοδικού «Harper's Bazaar», αντανακλά αυτό το συναίσθημα. «Ελπίζω να καταστρέψω την όρεξη κάθε καθάρματος που θα φάει ποτέ σε αυτή την αίθουσα», είπε. «Αν το εστιατόριο αρνηθεί να τοποθετήσει τις τοιχογραφίες μου, αυτό θα ήταν το απόλυτο κομπλιμέντο. Αλλά δεν θα το κάνουν. Οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τα πάντα αυτές τις μέρες».
Τα πολυάριθμα έργα του Seagram (τελικά έφτιαξε 30) είναι μερικοί από τους πρώτους πίνακες στους οποίους πειραματίστηκε με πιο σκούρες αποχρώσεις. Αυτή τα έργα με τη λεγόμενη «σκοτεινή παλέτα», με τα βαθιά και ηδονικά χρώματα που αποκαλύπτονται πολύ αργά, έμελλε να είναι από τα πιο σπουδαία του.
Σύμφωνα με τον ιδρυτή της Pace Gallery, Arne Glimcher, υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη ότι αυτά τα έργα με τα πιο σκούρα χρώματα είναι πίνακες «τέλους ζωής» που προηγήθηκαν της αυτοκτονίας του Ρόθκο το 1970. Όμως, όπως έχει πει, δημιουργήθηκαν πολύ πριν από αυτή την ημερομηνία. Επίσης έχει αφηγηθεί και ένα άλλο περιστατικό που σχετίζεται με την παλέτα των χρωμάτων του Ρόθκο.
Στο στούντιο του ζωγράφου τού έκανε κομπλιμέντο για έναν πίνακα σε αποχρώσεις του μπορντό, του δαμασκηνί και του μαύρου. Ο ζωγράφος απάντησε ότι είχε προσφέρει το έργο σε μια υποψήφια πελάτισσα ακριβώς εκείνη την ημέρα και εκείνη αρνήθηκε, λέγοντας: «Κύριε Ρόθκο, θα ήθελα έναν χαρούμενο πίνακα. Έναν κόκκινο πίνακα, έναν πορτοκαλί πίνακα, έναν κίτρινο πίνακα. Έναν χαρούμενο πίνακα». Η απάντηση του Ρόθκο; «Κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο – αυτό δεν είναι το χρώμα της κόλασης;».
Ο Ρόθκο έκανε ένα διάλειμμα από τις τοιχογραφίες Seagram τον Ιούνιο του 1959 και ταξίδεψε στην Ευρώπη με την οικογένειά του. Όταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε να φάει στο Four Seasons με τη σύζυγό του, Μελ. Ο πίνακας «Blue Poles» του Τζάκσον Πόλοκ κρεμόταν στον τοίχο ως υποκατάστατο της παραγγελίας του που θα ολοκληρωνόταν σύντομα. Βρήκε την εμπειρία απωθητική και το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε σε έναν φίλο του λέγοντας ότι θα επέστρεφε κάθε σεντ της παραγγελίας, ενώ σε έναν βοηθό του στο στούντιο είπε «όποιος τρώει τέτοιο φαγητό σε τέτοιες τιμές, δεν θα δει ποτέ έναν πίνακά μου». Καθόλου παράξενο για κάποιον που είχε διακηρύξει ότι ήταν «εγκληματικό να ξοδεύεις περισσότερα από 5 δολάρια για ένα γεύμα».
Οι καμβάδες μπήκαν στην αποθήκη και χρόνια αργότερα, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με την Tate, δώρισε εννέα από αυτούς στο μουσείο, ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονται στο Μουσείο Kawamura Memorial της Ιαπωνίας και στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης στην Ουάσιγκτον. «Είναι πολύ περίπλοκοι πίνακες και είναι πίνακες που απαιτούν πολύ χρόνο», λέει ο Glimcher. Ίσως, όπως μπορεί να πίστευε ο Ρόθκο, περισσότερο από όσον θα μπορούσε να διαθέσει ο μέσος επισκέπτης του εστιατορίου.
H παραγγελία για τις τοιχογραφίες της UNESCO στο Παρίσι
Το 2006, το Fondation Beyeler στη Βασιλεία εξέθεσε τους πίνακες «Black on Grey» του Ρόθκο σε έναν χώρο με γλυπτά του Τζακομέτι. Οι επισκέπτες έπαιρναν μια δελεαστική γεύση του τι μπορεί να οραματίστηκε ο Ρόθκο όταν του προτάθηκε μια ανάθεση από την UNESCO.
Σύμφωνα με την ιστορία, το 1967 η UNESCO αποφάσισε να παραγγείλει μια μεγάλη τοιχογραφία, έκτασης περίπου 30 μέτρων, για έναν τοίχο του μπαρ/αναπαυτηρίου που κατασκευαζόταν τότε στο νέο της κτίριο στην οδό Miollis 1 στο Παρίσι. Το έργο θα έπρεπε να είναι ορατό από τρία επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου προθαλάμου της εισόδου. Η επιτροπή θεώρησε ότι ένα έργο αυτού του είδους θα έπρεπε να ανατεθεί σε έναν από τους Αμερικανούς καλλιτέχνες που είχαν δοκιμαστεί στο να χειρίζονται μεγάλες επιφάνειες και πρότεινε τους Ρόθκο, Κένεθ Νόλαντ, Ρόμπερτ Ιντιάνα και Έλσγουορθ Κέλι.
Περίπου την ίδια εποχή που σχεδίαζε αυτή την ανάθεση, η UNESCO αγόραζε έργα σύγχρονης τέχνης για τα κτίρια της έδρας της στο Παρίσι και αποφάσισε να αγοράσει ένα από τα χάλκινα εκμαγεία του γλυπτού «Walking Man I» του Τζακομέτι. Το γλυπτό επρόκειτο αρχικά να τοποθετηθεί στο αίθριο έξω από το μπαρ του νέου κτιρίου Miollis. Επέλεξαν τον Ρόθκο, και αν αρνιόταν, η ανάθεση θα γινόταν στον Έλσγουορθ Κέλι.
Μάλιστα, ο χρωματικός σχεδιασμός για τους τοίχους και τον εξοπλισμό της καφετέριας, του μπαρ και των χώρων ανάπαυσης θα μπορούσε να αποφασιστεί μόνο σε σχέση με την τοιχογραφία, στην επεξεργασία της οποίας ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να είναι εντελώς ελεύθερος. Η UNESCO επικοινώνησε με τον Ρόθκο μέσω του Bernard Reis, του εκπροσώπου του στην γκαλερί Marlborough της Νέας Υόρκης.
Ο Αμερικανός εικαστικός Ρόμπερτ Μάδεργουελ έγραψε αργότερα ότι ο Ρόθκο τον επισκέφθηκε τον Απρίλιο του 1969 και του είπε ότι, αν δεχόταν την παραγγελία, θα ήταν απίθανο να φτιάξει έναν μόνο πίνακα που θα κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο. Στη συνέχεια ανέφερε ότι είχε ξεκινήσει μια νέα σειρά με πίνακες, οι οποίοι εν μέρει ήταν εμπνευσμένοι από την ιδέα να έχει τους πίνακές του σε ένα δωμάτιο με έργα του Τζακομέτι.
Όταν η επιτροπή της UNESCO μετά από έναν μήνα σιωπής του Ρόθκο επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά, εκείνος εξέφρασε τη λύπη του για την αδυναμία του να εκτελέσει την παραγγελία, για λόγους υγείας. Τελικά, ο Έλσγουορθ Κέλι δημιούργησε το έργο «Blue Green» που βρίσκεται στην έδρα της UNESCO μέχρι σήμερα, ενώ το γλυπτό του Τζακομέτι εγκαταστάθηκε στο αίθριο έξω από το μπαρ.
Αν και αρνήθηκε την ανάθεση της UNESCO, ο Ρόθκο μέχρι το τέλος του 1969 είχε δημιουργήσει δεκαοκτώ μεγάλους πίνακες, τη σειρά «Black on Grey». To 1998 o Jeffrey Weiss επισήμανε ότι είναι πιθανό αυτή η σειρά έργων να κάνει έναν σκόπιμο υπαινιγμό στην πρακτική του Τζακομέτι, ενώ ο διάσημος ιστορικός τέχνης και σύζυγος της Λουίζ Μπουρζουά, Robert Goldwater, παρατηρεί σε αυτά τα έργα «την παράξενη επίκληση των ξεχασμένων φαντασμάτων της τοπιογραφίας».
Ο Ρόθκο έλεγε «έγινα ζωγράφος επειδή ήθελα να ανυψώσω τη ζωγραφική ώστε να είναι εξίσου συγκλονιστική με τη μουσική και την ποίηση» και αυτό είναι το μότο της έκθεσης στο Fondation Louis Vuitton, μιας μεγάλης ρετροσπεκτίβας, μιας έκθεσης blockbuster στη γαλλική πρωτεύουσα αυτό τον χειμώνα.
Η αναδρομική έκθεση του Ρόθκο θα πραγματοποιηθεί στο Fondation Louis Vuitton στο Παρίσι από τις 18 Οκτωβρίου 2023 έως τις 2 Απριλίου 2024.
Με πληροφορίες από: Rothko’s UNESCO Commission, Robert Motherwell, “On Rothko”, (Oxford University Press, 1992), UNESCO: ADM/CCA.4/Report, 29/09/1969, Pace gallery, Guardian, Tate Gallery, Fondation Louis Vuitton, Fondation Beyeler, Four Seasons, MoMA, The Phillips Collection.