M. Hulot
Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ «Arte Povera» τον Απρίλιο και την πολύ επιτυχημένη πορεία του ομώνυμου ντοκιμαντέρ που βγήκε στις αίθουσες λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα του δίσκου, η ζωντανή παρουσίαση του (εκπληκτικού) πρότζεκτ «Arte Povera» του Beats Pliz ήταν η πιο αναμενόμενη ραπ συναυλία της χρονιάς και ήταν λογικό να γίνει sold out από την πρώτη στιγμή.
Το «Arte Povera» είναι το έργο ενός μουσικού παραγωγού-συνθέτη και σκηνοθέτη που είδε το όνειρο που είχε από τα παιδικά του χρόνια να γίνεται πραγματικότητα μετά από σκληρή δουλειά χρόνων (δεκατρία χρόνια μάζευε τα λεφτά για το budget που ισοδυναμεί με δέκα τουλάχιστον άλμπουμ) και απανωτά ταξίδια για να πείσει σημαντικές ορχήστρες της Ευρώπης σε Πράγα, Βουδαπέστη και Σόφια να παίξουν τη μουσική που συνέθεσε, πολυμελείς χορωδίες να συμμετέχουν, μεγάλα στούντιο να του επιτρέψουν να ηχογραφήσει.
Το υλικό που προέκυψε το χρησιμοποίησε ως βάση για να δομήσει πάνω του τα beats που τo συνοδεύουν και να δημιουργήσει έναν ήχο που δεν είχαμε ξανακούσει στην Ελλάδα, ένα μεγαλειώδες μουσικό έργο με το ραπ σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι σαν drill ορατόριο χωρίς τις θρησκευτικές αναφορές. Το live του Σαββάτου ήταν μια ανεπανάληπτη στιγμή για το ελληνικό ραπ, κορυφαία, και το βράδυ της 14ης Οκτωβρίου στο Θέατρο του Λυκαβηττού ο Beats Pliz έγραψε ιστορία.
Αυτό που ζήσαμε ήταν κάτι μοναδικό και πολύ φοβάμαι ότι είναι και κυριολεκτικά ανεπανάληπτο, γιατί η συγκεκριμένη υπερπαραγωγή με το άψογο στήσιμο και το φαντασμαγορικό σόου, που συνδύαζε την τελειότητα μιας κλασικής ορχήστρας με τη βρομιά του δρόμου, δύσκολα επαναλαμβάνεται.
Την καθήλωση του κοινού που παρακολουθούσε όσα διαδραματίζονταν στη σκηνή και στις οθόνες με προσήλωση που έφτανε στα όρια της λατρείας τη συνειδητοποίησα τη στιγμή που ο συνθέτης ζήτησε να σβήσουν τα κινητά για να δουν το φουτουριστικό τέκνο παραλήρημα του δεύτερου μέρους ‒ η ανταπόκριση ήταν αδιανόητη για σημερινή συναυλία (άντεξαν για σχεδόν δέκα λεπτά στο απόλυτο σκοτάδι, χωρίς να ανάψει ούτε μία οθόνη κινητού!).
Αυτό που ζήσαμε ήταν κάτι μοναδικό και πολύ φοβάμαι ότι είναι και κυριολεκτικά ανεπανάληπτο, γιατί η συγκεκριμένη υπερπαραγωγή με το άψογο στήσιμο και το φαντασμαγορικό σόου, που συνδύαζε την τελειότητα μιας κλασικής ορχήστρας με τη βρομιά του δρόμου, δύσκολα επαναλαμβάνεται.
Το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν ασφυκτικά γεμάτο από τις 8, από ανθρώπους κάθε ηλικίας, εφήβους, 60άρηδες και παλιοραπάδες που ήταν συγκινητικό να τους βλέπεις να ενθουσιάζονται, ένα κοινό εξαιρετικό το οποίο διασκέδασε με την ψυχή του, τραγούδησε τους στίχους και ανταποκρίθηκε σε όλα τα καλέσματα του Beats Pliz ‒ τον υποδέχτηκαν με το σύνθημα «Γάμησέ τους, ρε Φώτη» ως γηπεδικό chant.
«Αρχικά, η arte povera ήταν ένα ιταλικό καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχές του 1970 και αμφισβήτησε τις αξίες του εμπορευματοποιημένου σύγχρονου συστήματος των γκαλερί, διαταράσσοντας το σύστημα της τέχνης. Πετυχαίνοντάς το αυτό, διάσημοι Ιταλοί καλλιτέχνες, αντί για παραδοσιακά υλικά, όπως η λαδομπογιά, ο μπρούντζος, το σκαλισμένο μάρμαρο κ.λπ., άρχισαν να χρησιμοποιούν για τα έργα χώμα, κουρέλια και κλαδιά. Επρόκειτο για υλικά φτηνά, αφού “arte povera” σημαίνει κυριολεκτικά “φτωχή τέχνη”».
Στο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε πριν ξεκινήσει η συναυλία ο Beats Pliz εξηγεί γιατί έδωσε αυτόν τον τίτλο τον στον δίσκο, επειδή ήθελε να δείξει πώς «μια μουσική βγαλμένη από τα υπόγεια και τα γκέτο, μια “φτωχή μουσική”, πλάθεται με την αριστοκρατία της κλασικής και δημιουργεί ένα αποτέλεσμα οξύμωρο, αλλά που ταυτόχρονα αγγίζει τα όρια της τελειότητας».
Παρακολουθώντας τη διαδικασία παραγωγής του άλμπουμ και τους λόγους που αποφάσισε να το φτιάξει, τις δυσκολίες του εγχειρήματος αλλά και τον τρόπο που συνεργάστηκε με τους εννιά ράπερ που συμμετέχουν στα κομμάτια [επτά Βόρειοι, κυρίως Θεσσαλονικείς (ΛΕΞ, Sadam, Mikros Kleftis, Bloody Hawk, Hawk, Wang, VLOSPA) και δύο Αθηναίοι, ο Εthismos και ο Dani Gambino], δεν σου μένει καμία αμφιβολία για το έργο που συνοψίζει σε σχεδόν 37μισι λεπτά τον drill ήχο που άνθησε στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια.
Το «Arte Povera» είναι ένας θρίαμβος της σκηνής της πόλης, κι ας έχει και αθηναϊκές συμμετοχές, γιατί η «αλητίλα» του drill συναντήθηκε με τους μπαρόκ ήχους της κλασικής μουσικής και τον λυρισμό της χορωδίας και της υψιφώνου, μιας εξωγήινης φιγούρας που θύμιζε τη σοπράνο από το «Πέμπτο Στοιχείο» του Λικ Μπεσόν, σε ένα σύνολο που κάποιες στιγμές ήταν συγκλονιστικό.
Πέρα από τα πνευστά και τα έγχορδα στις δύο άκρες της σκηνής και τη χορωδία στο background, που δημιουργούσαν ένα σκηνικό το οποίο δεν είχαμε ξαναδεί σε ραπ συναυλία, τα visuals στις οθόνες, το στήσιμο του πιάνου στη σκηνή και οι εμφανίσεις των ράπερ ήταν όλα σκηνοθετημένα με φροντίδα και ακόμα και τα λάθη πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα, δεν φάνηκε να ενδιαφέρουν κανέναν (π.χ. ο χαμηλός ήχος στο μικρόφωνο του ΛΕΞ και το ακουστικό που έφυγε από το αυτί του Wang και «έχασε» κάπως το κομμάτι).
Οι πιο δυνατές στιγμές ήταν οι εμφανίσεις του Εthismos, ο οποίος άνοιξε εντυπωσιακά το σόου («φυλακή μέσα κι έξω από τείχη, ούτε στον εχθρό μου να μην τύχει / τα παιδιά απ’ τη γειτονιά ονειρεύονται και προσεύχονται για λίγη τύχη / πακετάρουνε κι ας μην το θέλουνε, θα πεθάνουν νέοι και το ξέρουνε»), του Μικρού Κλέφτη («όλοι με ρωτάνε το πώς μένω πράος, δουλεύω και προσαρμόζομαι, μου σφίγγουνε χέρια παρέες γιατί χαλαρώνω σαγόνια απ’ το stress / λένε κάνω τις ώρες ωραίες, δουλειές καθαρές, βρόμικές μου ιδέες / δύο γουλιές, δύο δουλειές, αγάπησα τόσο την τέχνη, που λες / κόβω το χέρι μου κι αίμα στο πάτωμα σαν πινελιές, ye»), ενός πολύ δυναμικού Bloody Hawk που ξεσήκωσε («Η μόνη συνταγή επιτυχίας που ξέρουμε / είναι πως δε χρωστάμε κάτι σε κανένανε / αφιερώνω τη νίκη αυτή σ’ εμένανε / και στα παιδιά που δεν τα καταφέρανε»), του Hawk, που στη συμμετοχή του στο «Arte Povera» μεγαλουργεί («Μπήκαμε μες στα σαλόνια, τώρα μας θέλουν οι χορηγοί / μα ακόμα απολίτιστοι, βάρβαροι κι ανεκδιήγητοι / γράφουμε την ιστορία, αυτή είναι για ’σένα, την έχεις μόνο εσύ / πάτησα 30, δεν ξέρω ακόμα τι είναι αγάπη / ακόμα το χρώμα είναι γκρι, σαν μπάρα του ΛΕΞ, σαν στίχος του Bloody / άλλο ένα σημάδι (hey), άλλο ένα διαμάντι»), του Dani Gambino («Στο επόμενο live θα βγω με πυρσό, θα πω να διαλύσουν τον χώρο / τι θέλουνε και μ’ ενοχλούν, γιατί μου βάλανε καινούργιο φόρο; / στον λογιστή λέω να τα μπαλώσει, εξάλλου γι’ αυτό τον πληρώνω / τα δάνεια τρέχουν και τρέχουν και βλέπω σαν ζόμπι τον άτυχο κόσμο / δεν πάω εκκλησία, δεν πάω τον πάτερ, κλέβει το παγκάρι με τρόπο / να πάω να ψηφίσω, να βγούνε οι ίδιοι, δε θα σπαταλήσω τον χρόνο / αν γίνει Sri Lanka μια μέρα η Αθήνα θα πάω απ' τους πρώτους στο πόστο»).
Η βραδιά έκλεισε με το κομμάτι του ΛΕΞ που είναι από τα πιο λυρικά που έχει γράψει ποτέ, ένα αριστούργημα, το ιδανικό κλείσιμο για ένα live που θα θυμόμαστε για χρόνια. Μακάρι ο Beats Pliz να καταφέρει να το επαναλάβει.
«Το κορίτσι μελετάει το φεγγάρι, το αγόρι πρέπει να ραπάρει / την ώρα που ανοίγουν τα φώτα στους δρόμους της Όλγας στα μέσα Φλεβάρη (έξι και είκοσι) / δεν έχουν ακόμα παιδιά, έχουν δυο γάτες, ένα μαξιλάρι / βλέπουνε “MasterChef” στον καναπέ, στοιχηματίζουνε ποιος θα το πάρει / το κορίτσι θέλει να μπορεί να κρίνει (ναι), Bergman, Κurosawa και Fellini (aha) / θέλει να γυρίσει όλη τη Γη δύο φορές κι ας πιστεύει ότι είναι εξωγήινη (hoo) / το αγόρι το ρωτάει η ψυχολόγος γιατί νιώθει το άγχος πως γίνεται εμπόδιο (ποιο, ποιο, ποιο;) / δεν του αρέσει και καλά να μιλάει γι’ αυτά, αλλά τριάντα μες στο Καυτατζόγλειο (yeah) / Daily offender (woo), crazy Eastende / είκοσι mgs Cipralex (okay), no pun intended / το κορίτσι προτιμάει τη μαγεία, ξεπέρασε τις κρίσεις της χωρίς χημεία / το αγόρι φοβάται τον θάνατο, φοβάται το τέλος, φοβάται την ανυπαρξία.
Το κορίτσι έχει οικογένεια δεμένη, πάντα ένα σπίτι να την περιμένει / το αγόρι μεγάλωσε αλλιώτικα και κάποια απ’ αυτά δεν τα καταλαβαίνει / το κορίτσι πιστεύει στη φύση, το αγόρι προτιμάει τις ιδέες / το κορίτσι αγαπάει τα δέντρα (aha), το αγόρι αγαπάει τις κεραίες / κι έτσι κυλάνε οι μέρες κι οι νύχτες τους με διαφωνίες και με αγκαλιές / από τη Γαλάτιστα ως τη Βαρκελώνη, απ’ τους εγκλεισμούς ως τις ακρογιαλιές / ακούνε του Βούλγαρη την “Αντιλόπη” μέσα σε μια πτήση κάτω από τα άστρα / το κορίτσι δε φοβάται τα αεροπλάνα πια, τα τρένα της φέρνουνε δάκρυα / τίποτα συγκλονιστικό (τίποτα), άλλη μία ιστορία (τα ίδια) / ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ζουν στην Ελλάδα το ’23 / κι αν ό,τι αγαπάν κινδυνεύει κι αν μαύρο σκοτάδι τους παραμονεύει / κι αν ούτε ένα φύλλο στη Γη δε σαλεύει / αυτός της ραπάρει κι αυτή του χορεύει, γιατί / γιατί πάντα θα έχουν τις ευτυχισμένες ημέρες / καμία αρρωστοφοβία, καμία κρίση πανικού / ούτε η κοινωνία η ίδια, όσο κι αν προσπαθούν / ακόμα και θαμμένοι μέσα σε τόνους από σκουπίδια / προσπαθώντας να βρουν ο ένας τον άλλον / και κουνώντας τις θέσεις τους / πάντα θα έχουν τις ευτυχισμένες ημέρες / ή τουλάχιστον αυτό αξίζει να πιστεύουμε».
William Darladanis
Το βράδυ του Σαββάτου 14/10/23 ο Beats Pliz με το «Arte Povera» έδειξε σε όλους πώς τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ακούω χιπ-χοπ από το 1994, κι αν κάποιος μου έλεγε ότι κάποτε θα έβλεπα παρέα με 6.000 κόσμο μια συναυλία όπου τα μεγαλύτερα ονόματα της εγχώριας ραπ σκηνής θα συνυπήρχαν με μια ολόκληρη ορχήστρα κλασικής μουσικής, σίγουρα δεν θα το πίστευα.
Πριν από κάποιους μήνες, συγκεκριμένα τον Μάιο, βρέθηκα σε έναν κινηματογράφο, σε πρώτο ραντεβού, να παρακολουθώ το «Arte Povera», ένα ντοκιμαντέρ που περιέγραφε την καλλιτεχνική ψύχωση ενός δημιουργού να παντρέψει την κλασική μουσική με τη ραπ. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, θυμάμαι, το πώς, αν και κατάμεστη η αίθουσα από νέους και νέες, δεν άκουγες τον παραμικρό θόρυβο, ούτε ψίθυρο. Θυμάμαι τον Beats Pliz να λέει στην ταινία: «Φαντάσου μια μέρα να γίνει συναυλία με όλους τους ράπερ πλαισιωμένους από ορχήστρα σε ένα τεράστιο θέατρο...».
Τη στιγμή εκείνη σκέφτηκα ότι αν το άκουγα αυτό από κάποιον άλλον θα μου φαινόταν πραγματικά ακατόρθωτο, αλλά κάτι μέσα μου μού έλεγε πως δεν θα αργούσε η ώρα που θα καθόμουν μαζί με χιλιάδες κόσμο να βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας... το ακατόρθωτο.
Μήνες μετά βρίσκομαι με την ίδια κοπέλα στο θέατρο του Λυκαβηττού να έχω τεράστια περιέργεια να δω τι θα συνέβαινε στη συναυλία.
Έφτασα στον χώρο της συναυλίας σχετικά νωρίς και αρκετά ιδρωμένος, έχοντας ανέβει με ανυπομονησία την ανηφόρα του Λυκαβηττού. Αν και ο Beats Pliz μαζί με τον Dynasty είχαν μεριμνήσει να υπάρχει λεωφορείο που θα μετέφερε τον κόσμο από τον περιφερειακό δρόμο του Λυκαβηττού μέχρι τον χώρο της συναυλίας, προτίμησα να ανέβω με τα πόδια, καθώς το θεώρησα μέρος της προετοιμασίας για τη συναυλία. Στον δρόμο για το θέατρο γινόταν πραγματικός χαμός. Αμάξια, μηχανάκια, πεζοί.
Άνθρωποι εμφανίζονταν κυριολεκτικά μέσα από τα μονοπάτια του λόφου. Έξω από τον χώρο υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι. Εκατοντάδες έψαχναν το πολυπόθητο εισιτήριο του live. Η συναυλία ωστόσο ήταν sold out, όπως είχαν ανακοινώσει μέρες πριν οι διοργανωτές. Λίγο πριν από τον έλεγχο των εισιτηρίων ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο της ταινίας, μέσα στο οποίο πρωτοακούστηκαν τα τραγούδια του δίσκου. Με τις πόρτες του ανοιχτές και τα ηχεία να παίζουν τα τραγούδια του «Arte Povera» στο τέρμα, έδινε στον κόσμο μια γεύση από όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
Το θέατρο ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο κάθε ηλικίας. Μικρά παιδιά με τους γονείς τους, έφηβοι, παλιοί και νέοι ακροατές της ραπ, άλλοι φορώντας μπλουζάκια «Arte Povera» και άλλοι κρατώντας σφιχτά το βινύλιο, όλοι σαν μια παρέα, παρακολουθούσαν το ντοκιμαντέρ που έδειχνε το ταξίδι από τη σύλληψη της ιδέας και τις πρώτες ηχογραφήσεις της κλασικής ορχήστρας μέχρι τη σύνθεση των κομματιών και την ολοκλήρωση του δίσκου. Το ντοκιμαντέρ φτάνει στο τέλος του... Μέσω της κεντρικής γιγαντοοθόνης ο Beats Pliz επέλεξε με ένα διαδραστικό βίντεο που θύμιζε τα openings των μεγάλων rave parties του Βερολίνου που διοργανώνονταν σε αποθήκες να συνομιλήσει με το κοινό και να προετοιμάσει την ατμόσφαιρα για το live.
Πάνω στη σκηνή πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το πιάνο του «Αrte Povera», γύρω του η μαυροφορεμένη κλασική ορχήστρα, ενώ στο κέντρο ξεχώριζε η φιγούρα της υψιφώνου, ντυμένης επίσης στα μαύρα, φορώντας balaclava. Αυτή ήταν και η στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή ο Beats Pliz, με το κοινό να τον επευφημεί και να του φωνάζει «γάμησέ τους, ρε Φώτη»! Χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις, εμφανίζεται ο Ethismos και το θέατρο παίρνει φωτιά (στην κυριολεξία). Τα εφέ της σκηνής σε συνδυασμό με δεκάδες καπνογόνα έκαναν τη νύχτα μέρα. Στη συνέχεια στη σκηνή ανέβηκε ο Mikros Kleftis που, όπως πάντα, τεχνικά άρτιος, ξεσήκωσε το πλήθος, για να τον ακολουθήσει ο Dani Gambino ‒ τότε στη μέση της πλατείας έγινε το πρώτο moshpit.
Με μια μικρή παύση ο Beats Pliz υποδέχτηκε στη σκηνή τον Bloody Hawk, ο οποίος με το τραγούδι «Victoriam in F Minor» έκανε το κοινό να ανατριχιάσει. Ίσως η αγαπημένη μου στιγμή στο live ήταν η εμφάνιση του Sadam. Το τραγούδι του ξεκινάει με τον στίχο «Rest in peace, Mad Clip» που δείχνει τι σημαίνει σεβασμός στην κουλτούρα μας. Η εμφάνισή του ήταν εκρηκτική. Ακόμα και όταν παρέλειψε έναν στίχο, έβγαλε τόσο συναίσθημα, που δεν το πρόσεξε κανείς. Ο Ελληνογάλλος VLOSPA και το κομμάτι του «Pole Position in D Minor» κούμπωσαν τέλεια με την ορχήστρα. Ιδιαίτερα τα σημεία του κομματιού που είχαν γαλλικό στίχο μάς έκαναν να αισθανόμαστε όντως θεατές μιας όπερας του εξωτερικού.
Ξαφνικά τα φώτα της σκηνής και του θεάτρου έσβησαν. Έμεινε ανοιχτή μόνο η κεντρική οθόνη. Ένα μήνυμα εμφανίστηκε και ζήτησε από το κοινό να σβήσει τα κινητά. Το κοινό ακολούθησε τις οδηγίες. Σκοπός του Beats Pliz ήταν οι παρευρισκόμενοι να απολαύσουν τη στιγμή και να είναι απόλυτα συγκεντρωμένοι στο ιντερμέδιο που θα ακολουθούσε. Πολύ δυνατή μουσική με έντονες επιρροές από dubstep και drum & bass γέμισε τον χώρο. Όσοι γνωρίζουν τον Φώτη από παλιά ξέρουν πως αυτές οι δύο μουσικές τον έχουν επηρεάσει.
Ήταν μια εμπειρία που μπορούσες να την απολαύσεις με κλειστά μάτια. Τα φώτα άναψαν και στη σκηνή εμφανίστηκε ο Hawk. Με την εκρηκτικότητα που τον διακατέχει μας επανέφερε αμέσως στο συναυλιακό κλίμα. Έπειτα ο Wang, παρά τις τεχνικές δυσκολίες που πρέπει να υπήρχαν, κράτησε την ένταση του κοινού αμείωτη. Τη συναυλία έκλεισε ο άνθρωπος που για πολλούς έκανε γνωστό το ραπ σε ολόκληρη τη χώρα και έφερε σε επαφή με την κουλτούρα μας ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική αυτή. Το «Eftichismenes Imeres in C Minor» του LEΞ ολοκλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο μια βραδιά που σε όλους μας θα μείνει αξέχαστη και ελπίζουμε να επαναληφθεί, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό.
Αισθάνομαι τυχερός που έζησα αυτή την ιστορική στιγμή για τη ραπ μουσική και είμαι σίγουρος πως ο Φώτης Γεωργιάδης aka Beats Pliz on the game, bitch! θα βρει τον τρόπο να μας ξαναεκπλήξει, κάνοντας το ακατόρθωτο να φαίνεται πιθανό.
Ledyba
Η αυθεντικότητα του ραπ συνάντησε την αυστηρότητα της κλασικής μουσικής, όχι μόνο σε επίπεδο ήχου αλλά και σε επίπεδο εικόνας, κίνησης και έκφρασης ‒ καλύτερα ίσως το συνόψισε ο Ethismos: «Ορχήστρες που παίζουν για ’μας, τα κωλόπαιδα της γειτονιάς».
Μια έντονη, ερεβώδης περφόρμανς ή οπτικοακουστική εμπειρία, στην οποία ήταν τόσο εντυπωσιακό το ότι οι ράπερ μπορούσαν να σταθούν ο καθένας ως ξεχωριστή οντότητα με τη δυναμική του αλλά και όλοι μαζί σε ένα έργο με συνοχή.
Ένα αρκετά ασυνήθιστο σκηνικό, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, που σε ωθούσε να κάνεις καθ’ όλη τη διάρκειά του reality check, βλέποντας τη σοπράνο και τη μεγάλη ορχήστρα να συνοδεύει τους ραπ στίχους.
Ωστόσο, δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω το κομμάτι και την ερμηνεία του Bloody Hawk, που ήταν η ψυχή του live, ένας ύμνος αποδοχής του εαυτού και αυτοβελτίωσης που θα ’θελαν να παρουσιάζουν οι life coaches του Instagram, αλλά δεν μπορούν, γιατί τους λείπει η ψυχή.
Αλλά και του ΛΕΞ, που το τραγούδι του θα μπορούσε να είναι σαν διήγημα για την πιο βαρετή ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ερωτεύονται και η αγάπη τους μάλλον τα γιατρεύει όλα, αλλά ο τρόπος που το λέει το μετατρέπει σε επική ποίηση.