Την Πέμπτη 2 Νοεμβρίου ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης θα ταφεί στη μεσσηνιακή γη, στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης. Εκεί όπου είναι το έργο της ζωής του, ο τόπος τον οποίο ανέδειξε, άγγιξε, αγάπησε και έσκαψε, ο τόπος στον οποίο μοιράστηκε τη γνώση του με επιστήμονες απ' όλο τον κόσμο, με τους μαθητές του και με όλους εμάς τους επισκέπτες, τους χιλιάδες ανθρώπους που φτάσαμε εκεί για να δούμε τη μεταμόρφωσή του σε πρότυπο αρχαιολογικό έργο, παλλόμενο, ζωντανό, φροντισμένο, συνδεδεμένο με τη σύγχρονη δημιουργία και τον ρυθμό της σύγχρονης ζωής.
Θα επιστρέψει εκεί, δίπλα στο σκάμμα, «στη μοίρα του, στο κάρμα του», στο χώμα που λάτρευε, εκεί όπου, συνεπαρμένος από τη γοητεία της ανασκαφής, κατόρθωσε να φέρει στο φως έναν ολόκληρο πολιτισμό, κληροδοτώντας μας σήμερα έναν αρχαιολογικό χώρο υποδειγματικό.
Ο Πέτρος Θέμελης, ο πιο σημαντικός αρχαιολόγος της γενιάς του, κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της γνώσης, έχοντας ένα όραμα καθολικό που το είδε να πραγματοποιείται. Ανέσκαψε, μελέτησε, συντήρησε και μοιράστηκε τη γνώση γενναιόδωρα, ως ακούραστος οραματιστής και νεωτεριστής της αρχαιολογίας. «Το κλειδί της δουλειάς δεν είναι να είσαι ένας ευφυής αρχαιολόγος, αλλά να αγαπάς τη δουλειά, να μεταδίδεις με απλό τρόπο αυτό που εσύ ξέρεις και αισθάνεσαι στους βοηθούς σου για να τους παθιάσεις», έλεγε.
Τα τελευταία χρόνια ο Πέτρος Θέμελης ανέσκαπτε ακάματα το φερόμενο ως ιερό της Ίσιδας, φέρνοντας στο φως αίθουσες με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα, ένα μνημειώδες αίθριο με περιστύλιο και πολλούς άλλους χώρους που το καθιστούν μοναδικό, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, αποκαλύπτοντάς μας ότι η Αρχαία Μεσσήνη κρύβει στα σπλάχνα της αρχαιότητες που συνεχώς εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τη ζωή της πρωτεύουσας πόλης της Μεσσηνίας.
Γεννημένος σε ένα περιβάλλον πνευματικό το 1936, γιος του φιλόλογου και ποιητή Γεωργίου Θέμελη, μεγάλωσε κοντά στον Πεντζίκη και τη Ζωή Καρέλλη και ως φοιτητής γοητεύθηκε από τις ανασκαφές του Ανδρόνικου στη Βεργίνα. Πήρε πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης το 1959 και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Το 1962 προσελήφθη ως επιστημονικός βοηθός στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Κατά το διάστημα 1963-1980 ήταν επιμελητής και έφορος αρχαιοτήτων στις αρχαιολογικές περιφέρειες Ηλείας - Μεσσηνίας, Αττικής, Εύβοιας, Φωκίδος - Λοκρίδος και Αιτωλοακαρνανίας, ενώ το διάστημα 1977-1980 ήταν διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου των Δελφών. Από το 1980 ως το 1984 ήταν προϊστάμενος της Εφορίας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας, ενώ από το 1984 εώς το 2004 διετέλεσε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο. Ως καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης διηύθυνε την πανεπιστημιακή ανασκαφή του Τομέα Ι στην αρχαία Ελεύθερνα.
Από το 1962 ήταν στο σκάμμα. Του «οφείλουμε» τον Πάπυρο του Δερβενίου, απ' όταν ανέσκαπτε στο Δερβένι, σε ηλικία 26 ετών, ο οποίος βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, τη συστηματική ανασκαφή του Κάλλιου, που έφερε στο φως μια πόλη προτού πλημμυρίσει από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου, και τα 600 πήλινα σφραγίσματα που ανακαλύφθηκαν στην Οικία του Αρχείου, τους ακέραιους, αριστουργηματικούς παναθηναϊκούς αμφορείς που βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ευρήματα της ανασκαφής του στην Ερέτρια, τη μεταφορά των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων των Δελφών από τις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όταν υπηρετούσε εκεί ως διευθυντής του, και την ανεύρεση της μοναδικής επισκοπικής βασιλικής της Ελεύθερνας, όταν είχε τη διεύθυνση των ανασκαφών εκεί.
Εκεί, στην Κρήτη, από το 1984 έως το 2003, που δίδαξε ως καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας, βρήκε αυτό που τον ολοκλήρωσε, όπως έλεγε, ως άνθρωπο, τη διδασκαλία. «Στη διδασκαλία πρέπει να ανοιχτείς για να διδάξεις, για να είσαι μαζί με τους μαθητές σου». Οι φοιτητές Αρχαιολογίας μέχρι σήμερα διδάσκονται την ανασκαφική μέθοδο από το εγχειρίδιο που συνέγραψε, την «Ανασκαφή».
Οι μαθητές του, από τη στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατός του στο Νοσοκομείο Καλαμάτας στις 27 Οκτωβρίου, έχουν κατακλύσει με αποχαιρετιστήρια σημειώματα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποτίνοντάς του φόρο τιμής, όπως και όλοι όσοι είχαν την τύχη και τη χαρά να ξεναγηθούν στην Αρχαία Μεσσήνη από τον ίδιο –και είναι χιλιάδες–, υποκλινόμενοι στο πάθος του, στην αφοσίωσή του στο λειτούργημά του, στις απέραντες γνώσεις του. Κυρίως όμως στο ότι υπήρξε μέχρι το τέλος κυριολεκτικά ένας ακάματος μελετητής της αρχαιότητας και των πεδίων της, ένας διανοούμενος που πίστευε ότι το κέρδος μιας ανασκαφής είναι να τη βλέπουν να αλλάζει οι άνθρωποι που την επισκέπτονται ξανά και ξανά. «Όλα γίνονται, ρέουν, εξελίσσονται, τίποτα δεν είναι κονσέρβα, ένας αρχαιολογικός χώρος δεν τελειώνει ποτέ, τον φτιάχνεις συνέχεια, αλλάζει, και οι επισκέπτες γίνονται τακτικοί. Αν πας σε έναν χώρο που είναι παγιωμένος αιώνες, τι να τον κάνεις;» έλεγε στη LiFO.
Ο Πέτρος Θέμελης έφτασε στη Μεσσήνη το 1984, όταν τον κάλεσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία και του ανέθεσε την ανασκαφή της Αρχαίας Μεσσήνης, μετά τον θάνατο του Αναστασίου Ορλάνδου. «Όταν έφτασα στη Μεσσήνη τρόμαξα με τον αχανή χώρο. Σκέφτηκα ότι δεν είναι δυνατό να σκάβω, όπως οι περισσότεροι αρχαιολόγοι του παρελθόντος, έναν μήνα τον χρόνο. Έτσι δεν επρόκειτο να τελειώσουμε ποτέ. Ένα έργο πρέπει να αναπτύσσεται και να γίνεται πρότζεκτ. Η Μεσσήνη είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην Ελλάδα, ανασκαφικό και αναστηλωτικό. Αν κοιτάξει κανείς όλα αυτά τα χρόνια πόσα εκατομμύρια ευρώ έχουμε πάρει, θα το καταλάβει. Κάναμε υποδομές, αποστραγγίσαμε τον χώρο, που είναι γεμάτος υπόγεια κανάλια. Από την άλλη, δεν θέλαμε να έχει σκόρπιες πέτρες διαλυμένες από τα μνημεία, όπως κάποιες ρομαντικές εποχές που έφταναν οι ντιλετάντι και έβλεπαν άνθη, λουλούδια και ένα κιονόκρανο και τα ζωγράφιζαν. Καταστρέφονται τα αρχαία μέσα σε αυτό το ρομαντικό πνεύμα, το οποίο είναι κατ' ουσίαν ένα τέλμα. Ξεπεράστηκε αυτή η εποχή», έχει πει στη LiFO.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Μεσσήνης.
Οι ανασκαφές στην αρχαία πόλη της Μεσσήνης έχουν αποκαλύψει πολλά από τα μνημεία που περιγράφει ο περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας. Ο Πέτρος Θέμελης μοιράστηκε κάθε στιγμή και εμπειρία της ανασκαφής, σαν χαρούμενος έφηβος που ανακαλύπτει έναν χαμένο κόσμο, επάνω στο κόκκινο ηλεκτροκίνητο αυτοκινητάκι του, το περίφημο «club car», με τον κόσμο που αγάπησε χάρη σε αυτόν την αρχαιολογία, εκπαιδεύτηκε να ενεργοποιεί τις αισθήσεις του, να κοιτάζει μέσα στον αρχαιολογικό χώρο τις αλλαγές των εποχών, να μυρίζει το χώμα, να δίνει σημασία στο φαινομενικά ασήμαντο, στη λεπτομέρεια, να συνδέει τον χώρο όπου άλλοι άνθρωποι μεγαλούργησαν με την εμπειρία μιας συναυλίας ή μιας παράστασης.
Ο Πέτρος Θέμελης κατάφερε να μετατρέψει κάθε επίσκεψη στη Μεσσήνη σε εμπειρία ολιστική, όπως το είχε ονειρευτεί. Μετέδωσε μια δίψα, την ευδαιμονία τού να είσαι μέρος του κόσμου που ανακαλύπτει έναν παλιότερο, τη συγκίνηση των ανθρώπων που ενώνουν τα κομμάτια του παρελθόντος και το μετατρέπουν σε ιστορίες, στον άρτο και στον οίνο του πολιτισμού μας. Τους υποδεχόταν όλους αδιακρίτως με τον ίδιο σεβασμό και ενδιαφέρον, μελετητές και παιδιά του σχολείου, φοιτητές από τα πέρατα της γης και γκρουπ εκδρομέων.
«Κάθε χρόνο τον χώρο επισκέπτονται και πολλοί φοιτητές από ξένα πανεπιστήμια για να αποκτήσουν την εμπειρία ενός αρχαιολογικού χώρου που συνεχώς ανασκάπτεται, αναστηλώνεται, μελετάται, υποδέχεται εκδηλώσεις. Ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης, που γνωρίζει κάθε πετραδάκι της αρχαίας πόλης, τους ξεναγεί όλους, διότι το βλέμμα του στον πολιτισμό είναι απολύτως ολιστικό. Άλλωστε, επί χρόνια ήταν πανεπιστημιακός δάσκαλος, μια συνεχής διδαχή για όσους έχουμε την τύχη να μυούμαστε μαζί του στην επιστήμη της αρχαιολογίας», γράφει η αρχαιολόγος και συνομιλήτριά του Μιμίκα Γιαννοπούλου.
«Αν δεν αγαπήσεις την απαιτητική ενασχόληση του αρχαιολόγου, αν δεν μπορείς να χαρείς κάθε στιγμή της ανασκαφικής διαδικασίας στο ύπαιθρο, αν δεν σε γοητεύει το φυσικό περιβάλλον, η εναλλαγή φωτός και σκιάς, τα δένδρα, τα βουνά, ο ήχος της ροής του νερού, αν δεν αγαπάς τα ζώα, ειδικά τις γάτες, τις αεικίνητες σαύρες και τα φίδια, ιδιαίτερα τις δενδρογαλιές που οι φολίδες τους λαμπυρίζουν στο φως του απογεύματος, αν δεν σε συγκινεί η τέχνη, αν δεν σε συγκινεί και δεν σε ενδιαφέρει τίποτε από όλα αυτά παρά μόνο ο ήχος "των δολαρίων", θα σε συμβούλευα, αγαπητέ μου νέε άνθρωπε, σε όποιο φύλο κι αν ανήκεις, να αποφύγεις να σπουδάσεις αρχαιολογία», γράφει ο Πέτρος Θέμελης, δίνοντας με λίγες προτάσεις το μυστικό, το μεδούλι, την ουσία της επιστήμης του.
Ο επιστήθιος φίλος του Σταύρος Μπένος τον αποχαιρετά, γράφοντας ότι ήταν αυτός «που συνένωσε την ανασκαφή με την αναστήλωση σε μια πράξη ενιαία, που υπερασπίστηκε τη διεπιστημονική συνεργασία, που την απέραντη σιωπή και μοναξιά της ανασκαφής τη μετέτρεψε σε μέθεξη συλλογική, με συναδέλφους του από όλο τον πλανήτη, σε πρώτο χρόνο, μέσω του διαδικτύου, ένας πρόωρος προφήτης των "Ανοικτών Δεδομένων", που μοιράστηκε γενναιόδωρα και ισότιμα τα απαιτητικά διερευνητικά πεδία με τους μαθητές του, υποκινώντας τους σε υψιπετείς πτήσεις και διακρίσεις, που αποθέωσε την αποδοτικότητα και την ποιότητα στις εργασίες πεδίου με πρωτοφανείς επιδόσεις, που καθιέρωσε το δόγμα της τριπλής αειφορίας, περιβαλλοντικής – κοινωνικής – οικονομικής, που μας δίδαξε ότι τα μνημεία δικαιώνονται μόνο όταν ζήσουν μια νέα ζωή ως πρωταγωνιστές της κοινωνικής συνοχής, της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης».
Τα τελευταία χρόνια ο Πέτρος Θέμελης ανέσκαπτε ακάματα το φερόμενο ως ιερό της Ίσιδας, φέρνοντας στο φως αίθουσες με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα, ένα μνημειώδες αίθριο με περιστύλιο και πολλούς άλλους χώρους που το καθιστούν μοναδικό, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, αποκαλύπτοντάς μας ότι η Αρχαία Μεσσήνη κρύβει στα σπλάχνα της αρχαιότητες που συνεχώς εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τη ζωή της πρωτεύουσας πόλης της Μεσσηνίας.
Το καλοκαίρι που πέρασε ο σπουδαίος αυτός επιστήμονας έλειπε από τη Μεσσήνη μόνο για τις θεραπείες του – την επομένη ήταν στο σκάμμα. Έζησε για ένα τελευταίο καλοκαίρι «τον καυτό ήλιο που σου καίει το πρόσωπο και ζωγραφίζει πανάδες, τις ξαφνικές αυγουστιάτικες μπόρες, τον ανεμοστρόβιλο που ξεσηκώνει τα χαρτιά σου, το σύννεφο από ψαρόνια που προσγειώθηκε δίπλα σου, τις γκρίζες πέτρες που συγκροτούν τα μνημεία, τη σκόνη που κάθεται στο ξεβαμμένο σου ρούχο και εισχωρεί στο δέρμα, τις φουσκάλες στα δάχτυλα από το σκαλιστήρι, τον ήχο του κασμά που ψάχνει ανυπόμονος το χώμα και του νερού που ρέει στο διπλανό ρυάκι», όπως έλεγε.
Πικράθηκε βαθιά όταν κατηγορήθηκε από βυζαντινολόγους της ΕΦΑ Μεσσηνίας, με μια δυσμενή για την ανασκαφική του μέθοδο έκθεση. «Επιδιώκουν να αμαυρώσουν την υπόληψή μου και να με μειώσουν ως αρχαιολόγο και ανασκαφέα-αναστηλωτή της Αρχαίας Μεσσήνης», έλεγε σε όσους ρωτούσαμε.
Ο Πέτρος Θέμελης υπήρξε ένας έντιμος επιστήμονας, ένας ευθύς, ατρόμητος άνθρωπος. Δημοσιοποίησε την περιπέτεια αυτή περί «ανασκαφικών λαθών του» όντας ασθενής και ευάλωτος. Ο άνθρωπος που έδωσε τον αγώνα της ανασκαφής επί 35 χρόνια, αποκαθιστώντας και αναστηλώνοντας έναν απέραντο ερειπιώνα, βγάζοντας τα μνημεία μέσα από λιθοσωρούς, δεν δίστασε να γράψει δημοσίως: «Γιατί τόσο μένος εναντίον μου από νεότερους συναδέλφους βυζαντινολόγους;».
Δικαιώθηκε για την ανασκαφή του Ισείου, αλλά έχει δικαιωθεί εδώ και δεκαετίες στα μάτια όσων ατενίζουν έναν τόπο που αναδύθηκε από τη λήθη και μας έχει χαριστεί απλόχερα. Ο ίδιος δεν διεκδίκησε ποτέ το αλάθητο, οι συνεργάτες και οι εκατοντάδες μαθητές του μαρτυρούν την επιμονή του στη διαρκή επιστημονική συζήτηση, στη διαρκή αναζήτηση και αναθεώρηση, ωστόσο είναι ύβρις να πιστεύει οποιοσδήποτε ότι δεν σεβάστηκε και δεν υπερασπίστηκε επιστημονικά και ηθικά το έργο της ζωής του.
Ο Πέτρος Θέμελης είναι παράδειγμα ήθους και αισθητικής, με το έργο και τον χαρακτήρα του συνόψισε επιστήμη, αξίες και υψηλά νοήματα και μας τα δώρισε με απροσποίητη χαρά, υπευθυνότητα, σεμνότητα, ταπεινότητα και αγάπη.
Αν η Μεσσήνη ήταν το έργο της ζωής του, τα ακρόπρωρα ήταν ένα πάθος άσβεστο μέσα στον χρόνο. Λάτρης αυτών των μοναδικών δειγμάτων ιστορίας και επιδεξιότητας μεγάλων τεχνιτών, μελέτησε τα λίγα σωζόμενα ακρόπρωρα που έχουν φτάσει μέχρι τις μέρες μας και ξεχωρίζουν ως μια ζωντανή μαρτυρία του λαϊκού μας πολιτισμού, μαζί με τις γραπτές πηγές και τις απεικονίσεις τους στην τέχνη, σε μια περιεκτική μελέτη που διαβάζεται σαν ένα μικρό μυθιστόρημα για την ιστορία των καπεταναίων, της ναυτοσύνης, της λαϊκής τέχνης και των επιρροών της, εντάσσοντάς τα στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοελληνικής ναυτιλίας αλλά και τέχνης.
«Τα ακρόπρωρα τα έκαναν άνδρες και μάλιστα όχι καλλιτέχνες, γλύπτες, αλλά καραβομαραγκοί και τεχνίτες. Εκτός από αυτά τα μπούστα που παραπέμπουν στην αρχαιότητα, γιατί τότε γίνεται η στροφή στον αρχαίο κόσμο για να αποκτήσουν οι Έλληνες μια νέα ταυτότητα συνδεόμενοι με την αρχαιότητα, μετά τα ακρόπρωρα είναι κυρίως γυναικεία – δεν είναι γοργόνες, όπως τα ονομάζουν μερικοί, ήταν γυναίκες. Ήταν κόρες και γυναίκες των καπεταναίων, δεν έχουν ψαροουρά αλλά φορούν μακριά ρούχα που αγκαλιάζουν το σημείο όπου καμπυλώνει η πλώρα και αποτελούν συνέχεια του πλοίου. Ξέρετε, ακόμα και η Νίκη της Σαμοθράκης είναι ένα ακρόπρωρο. Είναι στην πλώρα του πλοίου και σαλπίζει τη νικηφόρα έκβαση της ναυμαχίας, την κατάκτηση και τον πλούτο που φέρνει στη χώρα μια μάχη που έχει κερδηθεί», έχει πει στη LiFO.
Η Ελλάδα και ο κόσμος αποχαιρετούν έναν σπουδαίο, ακατάβλητο και παθιασμένο επιστήμονα. Μαζί του αποχαιρετούν και ένα σπάνιο στις μέρες μας εργασιακό ήθος. Το μεγαλύτερο παράσημο για έναν δημόσιο άνδρα είναι η ευγνωμοσύνη στο πρόσωπό του όχι μόνο από τους συναδέλφους και μαθητές του αλλά και από τους ανώνυμους ανθρώπους που αναγνώρισαν σε αυτόν τον εργατικό, παραγωγικό, δημιουργικό επιστήμονα, το πρόσωπο που τους έκανε να μεταλάβουν την οικειότητα που μπορεί να προσφέρει ένας αρχαιολογικός χώρος, τον άνθρωπο που αφύπνιζε μέσα από την επιστημονική του γνώση τις αισθήσεις μας όταν αντικρίζαμε το θέατρο, τα ιερά της Αγοράς, το Ασκληπιείο, το λουτρό, το βουλευτήριο, το εκκλησιαστήριο, μια αστική έπαυλη, το γυμνάσιο, την παλαίστρα και το μαυσωλείο και φανταζόμασταν άλλες ζωές.
Αυτή είναι η μεγάλη κληρονομιά που αφήνει πίσω του, που οφείλουμε να σεβαστούμε και να κουβαλήσουμε μέσα μας. Θα θυμόμαστε για πάντα τον Πέτρο Θέμελη, ένα κομμάτι αυτού του τόπου, αυτού του μεγαλειώδους αρχαιολογικού χώρου που δημιούργησε εκ του μηδενός, ζωντανεύοντας μια ολόκληρη πόλη μέσα στον χρόνο, μέσα στις εποχές που θα αλλάζουν αενάως και θα τον χαιρετούν μέσα από τα μάτια μας.