ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ φορά το ChatGPT. Έπρεπε να μεταφράσω ένα κείμενο και ζήτησα τη βοήθειά του. Όταν η μηχανή μού είπε «Please provide the text, and I’ll do my best to translate it for you», απάντησα «Perfect, gimme a sec». Και απευθείας σκάλωσα. Προφανώς, δεν υπήρχε κανένας λόγος για ευγένεια ή για να ενημερώσω τον αλγόριθμο ότι θ’ αργήσω. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αρνηθεί να μου απαντήσει, να παρεξηγηθεί ή να βγει offline. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα την ανάγκη να του το πω, να τον διαβεβαιώσω: «Θα σου το στείλω, ναι, το κείμενο, απλώς δώσε μου λίγη ώρα».
Κατάλοιπο απ’ τις συνομιλίες μου με ανθρώπους, ήταν η πρώτη σκέψη μου, κι αμέσως μειδίασα με το πόσο γελοία και ανοίκεια ηχεί μια τέτοια φράση. Όμως για ώρα, καθώς μιλούσαμε, αδυνατούσα ν’ αντιληφθώ ότι πίσω απ’ τα μηνύματα που λάμβανα δεν υπήρχε σώμα. Πρόσεχα πάντα οι απαντήσεις μου να είναι ευπρεπείς, να δείχνουν κατανόηση και φιλικές προθέσεις. Όταν το Α.Ι. με βοηθούσε με κάτι, το ευχαριστούσα∙ όταν ήμουν αβέβαιος για κάτι που ρωτούσα, το έδειχνα, ζητούσα συνοπτικά συγγνώμη για την αμηχανία. Μπροστά στις απολύτως ανθρώπινες απαντήσεις του, αδυνατούσα να του φερθώ σαν εργαλείο ή σκλάβο.
Σ’ έναν κόσμο ατομικισμού και άγριων μεταβολών, ο οποίος σκίζει διαρκώς τα δίχτυα ασφαλείας και χορηγεί ακατάπαυστα μοριοποιημένο φόβο, είναι λογικό να βλέπουμε τις σχέσεις μας με καχυποψία. Ακόμα πιο απαισιόδοξα, είναι λογικό οι σχέσεις να γίνονται πράγματι πιο εύθραυστες, αντικατοπτρισμοί μιας ζωής όπου τα πάντα λιώνουν.
Κατάλοιπο, ξε-κατάλοιπο ή κάτι εντελώς άλλο, η εμπειρία μ’ έκανε να αναστοχαστώ πάνω στην ίδια τη διαδικασία της επικοινωνίας. Κατάλαβα πως όταν ανταλλάσσω μηνύματα με φίλους, η μορφή της έκφρασης, η συγκεκριμένη επιλογή των λέξεων είναι κάτι που επεξεργάζομαι συνειδητά. Κατάλαβα πως προσέχω να κάνω τον αποδέκτη των μηνυμάτων μου να αισθανθεί οικεία, να νιώσει μια ανεμελιά με τα λεγόμενά μου, όπως θα ήθελα κι εγώ να νιώσω με τα δικά του. Και πως, ταυτόχρονα, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εύθραυστες και λεπτές και απαιτούν φροντίδα, μια σπάνια προσοχή, γιατί κινδυνεύουν να χαθούν – μέσα σε μικροπρέπειες, παρεξηγήσεις, ρουτίνες και πληγές. Ακροβατούμε στις σχέσεις μας, συντηρούμε μια αδύναμη, τρεμάμενη φλόγα, όπως κερί που ανάβει μες στο δάσος –κάτι τέτοια σκεφτόμουνα–, σπινθήρες μες στα χέρια.
Φυσικά, σκέφτηκα αμέσως μετά, αυτή η αίσθηση είναι μόνο μία πλευρά των πραγμάτων∙ μια πρώτη εντύπωση ή επιφάνεια, μια φαινομενολογία. Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις δεν χρειάζεται να είναι τόσο επισφαλείς. Άμα αισθανόμαστε συχνά ότι η επαφή είναι αβέβαιη και έτοιμη να σβήσει, αν νιώθουμε ότι βαδίζουμε σε ναρκοπέδια όταν μιλάμε, αυτό ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζει τον πυρήνα των σχέσεων παρά μόνο τη συγκεκριμένη διάρθρωση του κόσμου όπως υπάρχει. Σ’ έναν κόσμο ατομικισμού και άγριων μεταβολών, ο οποίος σκίζει διαρκώς τα δίχτυα ασφαλείας και χορηγεί ακατάπαυστα μοριοποιημένο φόβο, είναι λογικό να βλέπουμε τις σχέσεις μας με καχυποψία. Ακόμα πιο απαισιόδοξα, είναι λογικό οι σχέσεις να γίνονται πράγματι πιο εύθραυστες, αντικατοπτρισμοί μιας ζωής όπου τα πάντα λιώνουν.
Κι ακόμα, σκέφτηκα ύστερα, ίσως φταίει το μέσο: όταν μιλάς με τον Άλλον διαμέσου μηνυμάτων, τότε η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική απ’ το να μιλάς με το ChatGPT. Το σώμα λείπει σε εκείνες τις στιγμές κι αυτό κάνει τα πράγματα απείρως πιο μπλεγμένα. Μιλώντας με κάποιον από κοντά, δεν μένει μόνη η γλώσσα – χειρονομίες, εκφράσεις, βλέμματα κι υπόνοιες και διάφορα άλλα στοιχεία δίνουν το χρώμα, τον ρυθμό, τη σιγουριά στον λόγο. Οι παρεξηγήσεις είναι πιο δύσκολες. Τα παράπονα πιο αντιληπτά. Η θλίψη κι η χαρά ουσιωδώς πιο παρούσες – κάθε στιγμή εκεί, στο σώμα. Και σκέφτομαι το σκάλωμα με μηνύματα που γράφω ή λαμβάνω. Κι αναρωτιέμαι αν, παράλληλα με τις απίστευτες δυνατότητες σύνδεσης και επικοινωνίας που μας δίνουν τα social. αν δεν μας γεμίζουν μ’ ένα καινούργιο, διάχυτο άγχος: Το άγχος που αισθάνομαι μπροστά απ’ το κινητό μου.
Αυτό το άγχος δεν είναι μόνο δικό μου – οι φίλοι που γράφουν και ξεγράφουν, και ξέρουν πως οι τελίτσες φαίνονται, πως ξέρω ότι γράφουν, μα συνεχίζουν να γράφουν χωρίς να μου το στέλνουν∙ τα παιδιά που έχουν καμιά δεκαριά μηνύματα αναπάντητα και τρέμουν να τ’ ανοίξουν∙ ο συνάδελφος που με ρωτά αν «είναι εντάξει» το μήνυμα που έστειλε με το που το στέλνει, όλοι αυτοί αποκλείεται να μην αισθάνονται αυτό το ίδιο άγχος.
Τώρα αγχώθηκα κι εγώ: γράφοντας αυτό το κείμενο, με το παράθυρο του ChatGTP να περιμένει το μήνυμά μου στο background, δεν μπορώ παρά να αισθανθώ ότι το έχω στήσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.