Όσοι επισκέπτονται το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι βλέπουν στον περίβολό του το περίφημο ατελιέ του γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι που κληροδoτήθηκε το 1956 στο γαλλικό κράτος πλήρες, με ολοκληρωμένα έργα, σκίτσα, έπιπλα, εργαλεία, βιβλιοθήκη, δισκοθήκη, φωτογραφίες κ.λπ., υπό τον όρο να ανακατασκευαστεί όπως ακριβώς ήταν την περίοδο του θανάτου του καλλιτέχνη.
Μετά από μια αρχική μερική ανακατασκευή το 1962 στο Palais de Tokyo, το ακριβές αντίγραφο του στούντιο φτιάχτηκε το 1977 απέναντι από το Κέντρο Πομπιντού. Πλημμύρισε το 1990, έτσι έκλεισε για το κοινό. Το αποκατέστησε ο Ρέντσο Πιάνο το 1997 και πλέον ανήκει στο μουσείο. Μέλημα του Πιάνο ήταν να φτιάξει έναν χώρο ανοιχτό στο κοινό, σεβόμενος τις επιθυμίες του καλλιτέχνη, διατηρώντας ταυτόχρονα την έννοια ενός προστατευμένου εσωτερικού χώρου όπου οι επισκέπτες, μακριά από τον δρόμο και την πλατεία, αφοσιώνονται στην προσεκτική παρατήρηση των έργων.
Μια περιοδική έκθεση από τις 27 Μαρτίου έως την 1η Ιουλίου που οργανώνει το Πομπιντού θα ταξιδέψει το κοινό στον κόσμο του Μπρανκούζι και την εποχή του. Ενώ ήταν προγραμματισμένο το μουσείο να παραμείνει κλειστό από τα τέλη του 2023 έως το 2027 για εργασίες ανακαίνισης, ο πρόεδρός του Laurent Le Bon αποφάσισε οι εργασίες να ξεκινήσουν το φθινόπωρο του 2024, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ώστε όσοι επισκεφθούν την πόλη χάρη στο κορυφαίο αθλητικό γεγονός να μπορέσουν να δουν και έναν από τους βασικούς πολιτιστικούς της χώρους. Σύμφωνα με τον νέο προγραμματισμό, το διάσημο μουσείο θα είναι επισκέψιμο ξανά το 2030.
Η σχέση των γλυπτών μεταξύ τους είχε τόση σημασία όση και τα έργα καθαυτά. Οι τολμηρές, μίνιμαλ φόρμες και τα θέματα στα οποία επανερχόταν ο καλλιτέχνης ξανά και ξανά διαπλέκονταν, δημιουργώντας κινητές μονάδες, όπως ο ίδιος τις αποκαλούσε· αυτά συναντά κάποιος και σήμερα στο εργαστήριο, εξήντα έξι χρόνια μετά τον θάνατό του.
Τα εργαστήρια του Μπρανκούζι
Από το 1916 μέχρι τον θάνατό του ο Μπρανκούζι εργάστηκε σε διάφορα στούντιο, αρχικά στο νούμερο 8 και μετά στο 11 στο Impasse Ronsin στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού. Χρησιμοποίησε τρία στούντιο: γκρέμισε τους τοίχους τους για να δημιουργήσει τα δύο πρώτα δωμάτια στα οποία εξέθετε το έργο του. Το 1936 και το 1941 πρόσθεσε άλλες δύο αίθουσες που χρησιμοποίησε για να στεγάσει τα εν εξελίξει έργα του και τον πάγκο εργασίας.
Ο Μπρανκούζι θεωρούσε ότι η σχέση μεταξύ των γλυπτών και του χώρου που καταλάμβαναν ήταν καθοριστικής σημασίας. Τη δεκαετία του 1910, τοποθετώντας γλυπτά σε συγκεκριμένο χώρο και με συγκεκριμένο τρόπο, δημιούργησε νέα έργα που ονόμασε «κινητές ομάδες», τονίζοντας έτσι τη σημασία των συνδέσεων μεταξύ των ίδιων των έργων και τη δυνατότητα καθενός να υπάρχει μέσα στην ομάδα.
Τη δεκαετία του '20 το στούντιό του έγινε ένας εκθεσιακός χώρος της δουλειάς του και ένα έργο τέχνης από μόνο του, ένα σώμα αποτελούμενο από κύτταρα που το ένα προέκυπτε από το άλλο. Αυτή η εμπειρία τού να παρατηρεί μέσα στο στούντιο καθένα από τα γλυπτά ξεχωριστά, αντιλαμβανόμενος έτσι τη μεταξύ τους σχέση μέσα στον χώρο, έκανε τον Μπρανκούζι να αναθεωρεί τις θέσεις του καθημερινά για να πετύχει ενότητα και αρμονία.
Στο τέλος της ζωής του σταμάτησε να δημιουργεί γλυπτά και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη μεταξύ τους σχέση μέσα στο στούντιο. Αυτή η εγγύτητα έγινε τόσο θεμελιώδης ώστε ο καλλιτέχνης δεν ήθελε πλέον να εκθέτει, και όταν πουλούσε ένα έργο, το αντικαθιστούσε με ένα γύψινο αντίγραφο για να μην καταστρέφει την ενότητά τους.
Οι σχέσεις των γλυπτών μεταξύ τους είχαν τόση σημασία όση και τα έργα καθαυτά. Οι τολμηρές, μίνιμαλ φόρμες και τα θέματα στα οποία επανερχόταν ξανά και ξανά διαπλέκονταν, δημιουργώντας κινητές μονάδες, όπως ο ίδιος τις αποκαλούσε· αυτά συναντά κάποιος και σήμερα στο εργαστήριό του, εξήντα έξι χρόνια μετά τον θάνατό του.
Το κληροδότημα του καλλιτέχνη με γλυπτά, φωτογραφίες, σχέδια, ταινίες, αρχειακά έγγραφα, εργαλεία και έπιπλα είναι η ραχοκοκαλιά αυτού που το Πομπιντού αποκαλεί «εξαιρετική» έκθεση –η πρώτη στη Γαλλία εδώ και χρόνια–, αφιερωμένη στον «εφευρέτη της σύγχρονης γλυπτικής». Με σχεδόν 200 γλυπτά απ' όλες τις βασικές σειρές έργων του, η έκθεση θα παρουσιάσει γύψινα μαζί με τα πέτρινα ή μπρούντζινα πρωτότυπα, δανεισμένα από συλλογές από όλο τον κόσμο. Υπόσχεται ακόμα να ρίξει φως στη δημιουργική διαδικασία του Μπρανκούζι και στις πηγές έμπνευσής του, στις επιρροές του από τη ρουμανική λαϊκή αρχιτεκτονική, στην κυκλαδίτικη τέχνη και στη βραχύβια μαθητεία του στον Ογκίστ Ροντέν, στο εργαστήριο του οποίου έμεινε έναν μήνα το 1907.
Από τα Καρπάθια στην καρδιά του ζωηρού Παρισιού
Δικαίως ο Μπρανκούζι θεωρείται από τους πιο σημαντικούς γλύπτες του 20ού αιώνα. Τα οραματικά γλυπτά του συχνά αποτελούν παραδείγματα ιδανικών και αρχετυπικών αναπαραστάσεων της θεματολογίας τους. Φέροντας λακωνικούς τίτλους όπως «Fish», «Princess X» και «Bird in Space», είναι απατηλά απλά, με τις λιτές μορφές τους να στοχεύουν στην αποκάλυψη της κρυμμένης αλήθειας. Η γεωμετρική κομψότητα και η μεγάλη φαντασία που συνοδεύουν τα έργα που σμίλευε χωρίς προσχέδιο κατευθείαν στο υλικό έβαλαν τα θεμέλια της σύγχρονης γλυπτικής.
Ο Κονσταντίν Μπρανκούζι μεγάλωσε στο χωριό Χόμπιτα κοντά στα Καρπάθια Όρη της Ρουμανίας, μια περιοχή γνωστή για την παράδοσή στη λαϊκή χειροτεχνία, ιδιαίτερα την ξυλογλυπτική. Γεωμετρικά μοτίβα της περιοχής φαίνονται στα μεταγενέστερα έργα του, όπως η «Ατελείωτη Στήλη» που δημιουργήθηκε το 1918. Παιδί μια φτωχής αγροτικής οικογένειας, βοηθούσε τους γονείς του δουλεύοντας ως βοσκός από τα επτά του χρόνια. Σκάλιζε αντικείμενα σε ξύλο και συχνά εξαφανιζόταν για να γλιτώσει από το bullying που του επιφύλασσαν ο πατέρας και τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Στα εννιά του πήγε να δουλέψει σε μια μεγαλύτερη πόλη ως βοηθός σε παντοπωλείο, ενώ στα 18 του έφτιαξε ένα βιολί που εντυπωσίασε έναν εύπορο βιομήχανο ο οποίος τον έγραψε στη Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνίας της Κραϊόβα για να σπουδάσει ξυλουργική – αποφοίτησε με άριστα το 1898. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βουκουρεστίου, όπου εκπαιδεύτηκε στη γλυπτική. Το 1903 ταξίδεψε στο Μόναχο και από εκεί στο Παρίσι, όπου έγινε αποδεκτός από την κοινότητα των καλλιτεχνών και των διανοουμένων. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην École des Beaux-Arts και στο εργαστήριο του Ροντέν, από το οποίο έφυγε λέγοντας «τίποτα δεν μπορεί να αναπτυχθεί κάτω από μεγάλα δέντρα»· δεν επέστρεψε ποτέ.
Πολύ γρήγορα άρχισε να αναπτύσσει το το επαναστατικό και εντυπωσιακό στυλ για το οποίο είναι και σήμερα γνωστός. Η μη κυριολεκτική αναπαράσταση των πραγμάτων εκ μέρους του έδειχνε την ορμητική του διάθεση να απεικονίσει «όχι την εξωτερική μορφή αλλά την ιδέα, την ουσία των πραγμάτων».
Τα επόμενα χρόνια έφτιαξε πολλές εκδοχές των έργων «Sleeping Muse» και «The Kiss», απλοποιώντας περαιτέρω τη φόρμα των αντικειμένων, και τα έργα του έγιναν δημοφιλή στη Γαλλία, στη Ρουμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρουσιάστηκαν, δε, και στην πρώτη έκθεση μοντέρνας τέχνης στις ΗΠΑ, στο Armory Show.
Εκείνη την εποχή ο Μπρανκούζι άρχισε να φτιάχνει τις βάσεις για τα γλυπτά του με πολλή προσοχή και πρωτοτυπία, επειδή τις θεωρούσε σημαντικές για τα ίδια τα έργα. Μία από τις κύριες ομάδες γλυπτών του περιλάμβανε το «Bird in Space» (Πουλί στο Διάστημα): το εν λόγω πουλί απαντά στη ρουμανική λαογραφία, είναι όμορφο, χρυσό, προφητεύει το μέλλον και θεραπεύει τους τυφλούς. Το μοτίβο αυτό το επανέλαβε τα επόμενα χρόνια σε διαφορετικές εκδοχές περισσότερες από τριάντα φορές.
Μία από αυτές προκάλεσε μεγάλη διαμάχη όταν ο φωτογράφος Edward Steichen το αγόρασε και το έστειλε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι δεν δέχτηκαν το «Bird» (Πουλί) ως έργο τέχνης και υπολόγισαν τον τελωνειακό δασμό θεωρώντας το βιομηχανικό είδος. Μετά από παρατεταμένες δικαστικές διαδικασίες, αυτή η αξιολόγηση ανατράπηκε, επιβεβαιώνοντας έτσι την ιδιότητα του γλυπτού ως αφορολόγητου έργου τέχνης.
Η απόφαση αυτή θεμελίωσε τη σημαντική αρχή ότι η τέχνη δεν χρειάζεται να αποτελεί μια ρεαλιστική αναπαράσταση της φύσης και ότι είναι θεμιτό να αντιπροσωπεύει απλώς μια αφηρημένη έννοια, στην προκειμένη περίπτωση τη φυγή.
Με το έργο του ο Μπρανκούζι απέκτησε παγκόσμια φήμη. Κατασκεύασε μνημεία όπως αυτό για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο Târgu-Jiu όπου είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Ενώ η φήμη του μεγάλωνε, τα επόμενα χρόνια δημιούργησε λιγότερα από δεκαπέντε κομμάτια, ως επί το πλείστον επαναδιατυπώνοντας παλαιότερα θέματα, και στην ουσία αποσύρθηκε. Όταν οργανώθηκε η πρώτη αναδρομική του έκθεση το 1955 στο μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη, το περιοδικό «Life» έγραψε: «Φορώντας άσπρες πιτζάμες και ένα κίτρινο σκουφάκι που τον κάνει να μοιάζει με ξωτικό, ο Μπρανκούζι σήμερα απασχολείται στο στούντιό του, που το φροντίζει, και επικοινωνεί με το σιωπηλό πλήθος των ψαριών, των πουλιών, των κεφαλιών και των ατελείωτων στηλών που δημιούργησε».
Ένας ασκητής ανάμεσα στα γλυπτά του
Ο Μπρανκούζι ντυνόταν απλά, ακολουθώντας τη ρουμανική αγροτική καταγωγή του. Το στούντιό του θύμιζε τα σπίτια των αγροτών στη γενέτειρά του: είχε μια μεγάλη πέτρινη πλάκα για τραπέζι και ένα πρωτόγονο τζάκι, παρόμοιο με αυτά που βρίσκονταν σε παραδοσιακά ρουμανικά σπίτια, ενώ τα υπόλοιπα έπιπλα τα είχε φτιάξει ο ίδιος από ξύλο. Μαγείρευε μόνος του παραδοσιακά ρουμανικά πιάτα, τα οποία σέρβιρε στους καλεσμένους του. Ενδιαφερόταν για την επιστήμη και τη μουσική και έπαιζε βιολί τραγουδώντας παλιά ρουμανικά λαϊκά νοσταλγικά τραγούδια. Στη Ρουμανία δεν θέλησε να επιστρέψει ποτέ για να εγκατασταθεί, αλλά την επισκέφθηκε αρκετές φορές. Ο κύκλος των φίλων του στο Παρίσι ήταν μεγάλος και αξιοσημείωτος: ο Μοντιλιάνι και ο Έζρα Πάουντ, ο Απολινέρ, η Λουίζ Μπουρζουά και ο Πικάσο, ο Μαν Ρέι και ο Ντισάν, η Πέγκι Γκούγκενχαϊμ και ο Τριστάν Τζαρά. Η επαφή μαζί τους αλλά και με τον κύκλο των Ρουμάνων καλλιτεχνών και διανοουμένων που ζούσαν στο Παρίσι τον έκαναν όχι μόνο να ενδιαφερθεί για τη ρουμανική μυθολογία αλλά και να αναζητήσει έμπνευση σε πολιτισμούς εκτός Ευρώπης, π.χ. στην αφρικανική τέχνη ως πηγή πρωτόγονου εξωτισμού, ενώ μελέτησε τη μεσογειακή τέχνη και τις βυζαντινές αναπαραστάσεις.
Το εργαστήριό του ήταν ένας τόπος με βαθιά πνευματικότητα, αλλά δεν ζούσε μόνο ως ασκητής. Ήταν εύθυμος στις παρέες και του άρεσε να καπνίζει πίνοντας καλό κρασί και γοητεύοντας τις γυναίκες. Αυτός ο ταλαντούχος τεχνίτης που με την κοσμοθεωρία του ήθελε να εκτιμήσει τη «διαφοροποίηση του ουσιαστικού από το εφήμερο» πέθανε το 1957 σε ηλικία 81 ετών, αφήνοντας πίσω του 1.200 φωτογραφίες και 215 γλυπτά. Είχε γίνει Γάλλος πολίτης το 1952 για να μπορέσει να αφήσει την περιουσία του στο ζευγάρι των Ρουμάνων που τον φρόντιζε για πολλά χρόνια και να κληροδοτήσει το ατελιέ του και το περιεχόμενό του στο Musée National d'Art Moderne στο Παρίσι.
Constantin Brancusi