ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η πρόσφατη πληθώρα ευχών –αγαπητικού χαρακτήρα– που με οδηγεί να γράψω ένα κείμενο για την αγάπη. Ο καινούργιος χρόνος, άλλωστε, προχωρά μέσα σε σπαρασσόμενες περιοχές και με το μίσος πάντα στα ύψη: στη Γάζα, στην Ουκρανία και σε πλείστες άλλες, λιγότερο φωτισμένες μιντιακά σφαγές· ακόμα όμως και εκεί όπου οι συμβολικοί φόνοι δίνουν πια έναν γκροτέσκο τόνο.
Να, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ, όπου ο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον Τραμπ σύμμαχο των ναζιστών και ο Τραμπ τον Αμερικανό Πρόεδρο διεφθαρμένο «κακομοίρη». Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο πολιτισμικός και πολιτικός πόλεμος θα είναι, αναμφίβολα, ένα από τα μεγάλα events της χρονιάς.
Είπα όμως να σταθώ λίγο στην επιστροφή της αγάπης, έχοντας κατά νου έναν κίνδυνο: να μετατραπεί στα λόγια μας η αγάπη σε ένα είδος κούρας αναζωογόνησης μέσα στο χάος και στην ανασφάλεια που ταλαιπωρεί τη σημερινή Δύση. Να γίνει ένα συναισθηματικό spa resort απ’ όπου απλώς αντλούμε ενέργεια για να συνεχίσουμε τις ίδιες μικρές συνωμοσίες.
Το πρόβλημα με την μπανάλ αποθέωση της αγάπης είναι ότι στήνει στη σκηνή μια γλυκερή και επιτηδευμένη καλοσύνη. Ότι έχοντας κάνει κοσμικά δημοφιλές θέμα την αγάπη, την εκτοπίζει στη σφαίρα της ανοησίας.
Πολύ εύκολα, πάντως, λέμε πως αγαπάμε, πως τους αγαπάμε όλους. Μια υπερβολικά άνετη διακήρυξη αγαθών αισθημάτων γίνεται μόδα. Δεν είναι, φυσικά, μια κακή μόδα. Γιατί έστω και ως ινσταγκραμική πόζα, αυτή η αγάπη μπορεί να έχει το δικό της μερίδιο αλήθειας. Και η επιστροφή της αγάπης φέρει πιθανόν κάτι αυθεντικό μαζί της, αφού πολλοί νεότεροι (και μεγαλύτεροι) αναζητούν μια πιο ανθρώπινη κλίμακα, ένα μέτρο χαράς και ψυχικής γενναιοδωρίας.
Ποια είναι όμως η αγάπη που επιστρέφει; Διαπιστώνω συχνά ότι για μερικούς είναι απλώς το πνεύμα του φιλιώματος, κάτι σαν την αγκαλιά (hug) που καταλύει προς στιγμήν την απόσταση μεταξύ των σωμάτων. Η αγάπη είναι έτσι αυτό που αναστέλλει προσωρινά τη μοναχική πορεία των σωμάτων, την αποξενωμένη και στεγανή συνύπαρξη. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η αγάπη συγκινεί ως υπόσχεση μιας μελλοντικής κοινότητας, μιας πιο εγκάρδιας συμβίωσης.
Το πρόβλημα, πάντως, με την μπανάλ αποθέωση της αγάπης (με αυτό το πανεύκολο «αγαπάω» που θριαμβεύει στα social media παράλληλα με το τακτικότατο «μισώ») είναι ότι στήνει στη σκηνή μια γλυκερή και επιτηδευμένη καλοσύνη. Ότι έχοντας κάνει κοσμικά δημοφιλές θέμα την αγάπη, την εκτοπίζει στη σφαίρα της ανοησίας. Όλο και πιο συχνά μάλιστα η καλοσύνη προβάλλει ως ύστατη ιδεολογία μετά την πτώση πολλών από τα λεγόμενα απελευθερωτικά κοινωνικά οράματα.
Φυσικά, θα μπορούσε να κάνει κανείς τη σκέψη πως η αγάπη έχει σχέση με το τέλος της αλλοτρίωσης και την υπέρβαση της μιζέριας. Κουβαλώντας ένα τεράστιο θρησκευτικό και πνευματικό φορτίο, έγινε στη συνέχεια τροφή της ρομαντικής φαντασίας και φτάνει τώρα να αποθεώνεται στη γενική αισθηματολογία. Η αγάπη ξεπροβάλλει ως υπαινιγμός για έναν ανώτερο συντονισμό των ψυχών. Μοιάζει έτσι με έναν μαγικό μηχανισμό, με ένα πραγματικό (και όχι απατηλό) αόρατο χέρι που συγκρατεί τις ζωές των ανθρώπων για να μην καταρρεύσουν στην απουσία νοήματος.
Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες: σε αντίθεση με την ανάλαφρη παρουσία της στα social και τις άπειρες καρδούλες των ημερών, η αγάπη κρύβει δυσκολία. Είναι εξ ορισμού ανυπάκουη χειρονομία, αφού εναντιώνεται στη λογική της ανταγωνιστικής ζωής, στον πειρασμό της αμοιβαίας υπονόμευσης και στα παιχνίδια του κοινωνικού φθόνου. Υπενθυμίζει, εν τέλει, εκείνες τις δυνατότητες που επισκιάζονται και καταπλακώνονται από την καθημερινή μας άσκηση στη μικρότητα και στη βία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.