Γεννήθηκα στο Παγκράτι το 1939. Ο πατέρας μου ήταν Χιώτης καπετάνιος, Πουτούς λεγόταν, η μητέρα κρατούσε από την Κρήτη. Οι πρώτες μου μνήμες είναι αυτές της Κατοχής. Είχε μπει η Γκεστάπο στο σπίτι μας να κάνει έρευνα και είχα τρομάξει, αλλά εκείνο που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι η εικόνα ενός Γερμανού στρατιώτη που, καθώς είχαν παραταχθεί για να αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του ’44, βγήκε από τη γραμμή για να κλοτσήσει βάναυσα ένα ξυπόλυτο και πρησμένο από την πείνα παιδάκι. Έτσι, χάριν γούστου. Αξέχαστη μου έμεινε και η εικόνα των κρεμασμένων από τους Γερμανούς στην πλατεία Αμερικής, όπου είχαμε πάει με τη μητέρα μου να επισκεφτούμε τον θείο μου – δεν κατεβήκαμε καν από το τραμ, φύγαμε επί τόπου. Τεράστιο το σοκ, ειδικά για ένα μικρό κοριτσάκι όπως ήμουν εγώ τότε. Εξ όλων αυτών ποτέ δεν συμπάθησα τον λαό αυτό. Μας είχαν καλέσει, θυμάμαι, αρχές δεκαετίας του ’80 στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου με τον Ηλία Πετρόπουλο για κάτι διαλέξεις και ο τρόπος που χτυπούσαν την πόρτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας μου θύμιζε τους ναζί την Κατοχή, τους το είχα πει κιόλας!
• Σαν να μην έφταναν τα δεινά της Κατοχής, ήρθε μετά ο Εμφύλιος. Το σπίτι μας συνόρευε με την Καισαριανή και πίσω μας μένανε τρεις αδελφοί Χίτες, οι Παπαγεωργίου. Από τις μάχες με τους αντάρτες είχαν γεμίσει οι εξωτερικοί μας τοίχοι τρύπες από σφαίρες. Το 1946, όταν αναγγέλθηκε το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου Β’, φιλοβασιλικοί γράψανε έξω από την πόρτα μας με πελώρια μπλε γράμματα «Ε-Ε-Έρχεται». Ο πατέρας μου δεν ήθελε καν να ψηφίσει, αλλά τον ανάγκασαν οι αδελφές του να πάει και να ρίξει έστω λευκό, γιατί όσοι απείχαν κινδύνευαν να καταλήξουν στη Μακρόνησο. Άγρια χρόνια. Και όχι, ο Εμφύλιος δεν τελείωσε το ’49, συνεχίζεται μέχρι σήμερα με άλλους τρόπους. Τη δεκαετία του ’50 η Αθήνα ήταν ακόμα σχετικά μικρή, όλοι γνωριζόμασταν στις γειτονιές και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο, υπήρχε όμως πολλή φτώχεια και, βέβαια, ο φόβος του χωροφύλακα. Με τη μεγαλύτερη αδελφή μου, την Κυριακή, ήμασταν από τους προνομιούχους, καθώς είχαμε τουλάχιστον ένα ζευγάρι παπούτσια που η μία φόραγε το πρωί και η άλλη το απόγευμα – δούλευαν τότε τα σχολεία σε δύο βάρδιες. Από διασκεδάσεις, κάθε Κυριακή πήγαινα μόνη ή με τον πατέρα μου μέχρι τη μάντρα του Καράμπελα να πάρουμε ένα κανάτι κρασί για το τραπέζι. Μετά το σχολείο έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Αρσάκειο, ύστερα πέρασα στη Φιλοσοφική, αλλά προτού αποφοιτήσω παντρεύτηκα κι έφυγα για το Παρίσι με τον πρώτο μου άντρα που είχε κερδίσει μια υποτροφία στη Σορβόννη. Εκεί γεννήθηκε και το πρώτο μας παιδί, ο Φαίδωνας – την Κάκια την κάναμε στην Αθήνα. Το νόστιμο είναι ότι εκείνος προτίμησε να ζήσει την Ελλάδα, εκείνη στη Γαλλία!
Η ελληνική διανόηση παραδοσιακά δεχόταν μεγάλη επίδραση από τη γαλλική, πλέον δεν συμβαίνει αυτό, τη γαλλόφωνη κουλτούρα έχει επισκιάσει η αγγλόφωνη. Ενδιαφέρουσα είναι και η γερμανική κουλτούρα, άσχετα που εμένα, λόγω και παιδικών βιωμάτων, δεν μου αρέσει αυτή η γλώσσα.
• Με τον Γιάννη Κουκουλέ γνωριζόμαστε που λες από παιδιά, ήταν, βλέπεις, οι γονείς μας φίλοι. Χαθήκαμε για λίγο εκεί στην προεφηβεία-εφηβεία που κορίτσια κι αγόρια κάνουν χωριστές παρέες, αλλά γρήγορα ξανασμίξαμε – το πρώτο φιλί τού το έδωσα στην κηδεία του πατέρα του, του μεγάλου βυζαντινολόγου Κουκουλέ. Ναι, δεν είχα θέμα να πάρω εγώ την πρωτοβουλία, ήμουν χειραφετημένη από μικρή, παρότι από οικογένεια αυστηρών αρχών. Φτάνοντας στο Παρίσι, έκανα κι εγώ κάποια μεταπτυχιακά στη Σορβόννη, το σπουδαιότερο όμως είναι ότι βρέθηκα σε μια ευρωπαϊκή μητρόπολη που ήταν πολύ πιο μπροστά από την Αθήνα κι αυτό σίγουρα με ωφέλησε. Κάναμε μια ωραία μεγάλη παρέα με Έλληνες φοιτητές του Παρισιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κιόλας γίνανε διάσημοι μετά όπως η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ – την Ελένη, Παγκρατιώτισσα κι αυτή, αλλά μεγαλύτερή μου, την ήξερα από μαθήτρια και την έλεγα «το κορίτσι με τα αστραφτερά μάτια». Με έπαιρνε, θυμάμαι, αγκαλιά όταν ερχόταν σπίτι και με στριφογύριζε γύρω-γύρω. Διαόλου κάλτσα από τότε, κρατιέται βλέπω ακόμη μια χαρά, παρότι πετάει και κάτι μπούρδες! Να πω εδώ ότι είχαμε μεγάλη αλληλοϋποστήριξη οι ξενιτεμένοι. Όταν ο μετέπειτα σπουδαίος βυζαντινολόγος Νίκος Οικονομίδης αρρώστησε πάνω που έπρεπε να υποστηρίξει τη διατριβή του, τους φώναξα όλους στο σπίτι μου και καθίσαμε γύρω από το κρεβάτι του να τη φτιάξουμε από κοινού.
• Ναι, φυσικά και θυμάμαι τον Μάη του ’68, είναι ό,τι συγκλονιστικότερο έζησα. Ήμουν συνέχεια στην πρώτη γραμμή στις συνελεύσεις, στις καταλήψεις, στις διαδηλώσεις, ώσπου με συνέλαβαν και με πήγαιναν για απέλαση. Τη γλίτωσα χάρη σε έναν καθηγητή μου που έγραψε στην αστυνομία ότι ήμουν τάχα βοηθός του και με χρειαζόταν. Πιστεύαμε τότε ακράδαντα ότι είμαστε το μέλλον και ότι αυτό θα είναι ή ο σοσιαλισμός ή η βαρβαρότητα, όπως έλεγε ο άλλος καλός μας φίλος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Και μπορεί στο τέλος η εξέγερση να νικήθηκε, άφησε όμως σπουδαίες παρακαταθήκες που κρατάνε μέχρι σήμερα και συνθήματα διαχρονικά, όπως το «απαγορεύεται το απαγορεύεται» που τόσο μου άρεσε!
• Την απέλαση, που λες, τη γλίτωσα, έλα όμως που όταν ήρθα επίσκεψη αεροπορικώς στην Αθήνα την επόμενη χρονιά μαζί με τα παιδιά, ειδοποιημένη η Ασφάλεια στο Ελληνικό από τις γαλλικές αρχές, κατέσχεσε το διαβατήριό μου. Για τέσσερα χρόνια δεν μπορούσα να ταξιδέψω πουθενά, έπρεπε επίσης να παρουσιάζομαι κάθε 15 μέρες στο οικείο αστυνομικό τμήμα – πήγα μία φορά, μετά τους είπα ότι είμαι μητέρα και δεν αδειάζω κι αν έχουν πρόβλημα ας έρθουν να με συλλάβουν. Ένιωθα, βέβαια, θηρίο στο κλουβί, χάρη όμως σε αυτή την εξέλιξη ήταν που γνώρισα τον Ηλία Πετρόπουλο. Με τον Γιάννη ήμασταν ήδη σε διάσταση, παραμείναμε ωστόσο πολύ αγαπημένοι μέχρι το τέλος, καθώς η σχέση μας ήταν σχεδόν αδελφική.
• Τον Ηλία τον γνώρισα τον καιρό που είχα βρεθεί εγκλωβισμένη στην Αθήνα χωρίς διαβατήριο. Μαζευόμασταν τότε κάθε τόσο διάφοροι φίλοι στο σπίτι, ο Βαλτινός, ο Καββαδίας και άλλοι, να συζητήσουμε τις πολιτικές εξελίξεις, ποιον πιάσανε σήμερα οι χουντικοί, ποιος είναι να πάρει σειρά κ.λπ. Πριν από μια τέτοια προγραμματισμένη συνάντηση στις 18/1/1972 μου τηλεφωνεί μια γνωστή και μου λέει «είναι κάποιος καινούργιος, να τον φέρω;». Αρχικά αρνήθηκα, δεν ήμουν σε φάση για νέες γνωριμίες, επέμενε όμως, οπότε ενέδωσα. Κατέφθασε πράγματι το απόγευμα με μια συντροφιά αντιστασιακών, ανάμεσά τους κι εκείνος, μια φυσιογνωμία επιβλητική. Του δίνω, που λες, το χέρι στην πόρτα να τον καλωσορίσω και δεν μου το άφηνε. Εκεί, λοιπόν, κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε – ύστερα κάθισε σε μια γωνιά και δεν μίλησε όλο το βράδυ, ούτε όμως σηκώθηκε να φύγει με τους άλλους. Σαν μείναμε μόνοι άρχισε να με ρωτά διάφορα, ποιοι ποιητές μου αρέσουν, τέτοια. Είχα όμως το πρωί να πάω τα παιδιά στο σχολείο, οπότε αναγκαστικά έφυγε κι αυτός προτού ξημερώσει, λίγες ώρες αργότερα όμως μου τηλεφώνησε, καλώντας με στο τότε σπίτι του στη Βουκουρεστίου να πιούμε καφέ και να μου δείξει δουλειές του. Παρότι κουρασμένη, εν τέλει δέχτηκα και εκεί που κουβεντιάζαμε, σηκώνεται, βάζει ένα μπλουζ στο πικάπ και μου κάνει «χορεύουμε;». Αυτό ήταν, κολλήσαμε και μείναμε αχώριστοι μέχρι τον θάνατό του.
• Μαζί πήγαμε και στο Παρίσι τον Ιούλιο του ’75. Είχα στο μεταξύ πάρει πίσω το διαβατήριό μου και είχα βγάλει ένα και για εκείνον χάρη στη μεσολάβηση του αδελφού της μητέρας μου, που ήταν πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Δεν μιλιόμασταν από χρόνια, τον έπιασα όμως και τον εκβίασα, «ή μας δίνεις διαβατήρια», του λέω, «ή γράφουν αύριο όλες οι εφημερίδες ότι έχεις φιλενάδα την κοπέλα που σας βοηθάει στο σπίτι». Αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς! Εγώ συνέχισα να πηγαινοέρχομαι Ελλάδα, ο Ηλίας όμως έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κανονικά. Ακόμα και τις συνεννοήσεις με τους εκδότες του εδώ εγώ τις αναλάμβανα. Αφότου, μάλιστα, χάρη και στη δική μου επιμονή έμαθε γαλλικά, ποιος τον έπιανε. Πικραμένος από την συμπεριφορά της ελληνικής Πολιτείας, ούτε οι στάχτες του δεν ήθελε να επιστρέψουν σαν πέθανε, με επιφόρτισε να τις πετάξω σε έναν υπόνομο έξω από ένα παρισινό νεκροταφείο, με τον Νικόλα τον Σύρο να παίζει μπουζούκι πάνω από τη σχάρα, όπως ακριβώς επιθυμούσε. Υπάρχει, μάλιστα, αυτή η σκηνή στο ντοκιμαντέρ της Καλλιόπης Λεγάκη για τον Πετρόπουλο, «Ένας κόσμος υπόγειος» (2005).
• Με τον Ηλία δεν κάναμε παιδιά, εκείνος όμως είχε μια κόρη, τη Λήδα, από την πρώτη του σύζυγο, τη Ναυσικά Κατάκη. Με την οποία Λήδα, που έγινε αρχιτεκτόνισσα και ζει στη Θεσσαλονίκη, δεν είχε καθόλου καλή σχέση. Εγώ πάλι έπαιρνα πάντα το μέρος της – «ό,τι και να είναι, είναι καταρχάς παιδί σου, οφείλεις να συμπεριφέρεσαι καλύτερα», του έλεγα.
• Η «Νεοελληνική Αθυροστομία» εκδόθηκε από τη Νεφέλη πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80 και έγινε μπεστ σέλερ – μας αρέσουν, βλέπεις, τα «τσιμπημένα», αλλά κανείς δεν τολμούσε να τα πλησιάσει ως τότε. Για να ολοκληρωθούν οι τρεις πρώτοι τόμοι, οι οποίοι αφορούν την προφορική παράδοση, χρειάστηκαν πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς, πολλά ταξίδια ανά την Ελλάδα επίσης – το πρώτο χειρόγραφο το έδωσα στον Δουβίτσα της Νεφέλης το ’83, που ταξίδεψε επί τούτου στο Βερολίνο, όπου βρισκόμουν τότε. Πολύς κόσμος με βοήθησε, τα ίδια τα παιδιά μου και οι φίλοι τους, όπου απευθύνθηκα αρχικά ώστε να καταγράψω τις αθυροστομίες των νεότερων γενιών, συγγραφείς, καλλιτέχνες, απλοί λαϊκοί άνθρωποι, γέροι, γριές, χήρες, ακόμα και παπάδες που ξέρουν περισσότερα απ’ όσα φαντάζεσαι. Άλλοι, πάλι, με έδιωχναν ή και με έβριζαν όταν τους έλεγα τι ερευνώ! Υπάρχει κι ένας τέταρτος τόμος της «Νεοελληνικής Αθυροστομίας», τελειωμένος δύο χρόνια τώρα, που περιμένει να εκδοθεί και εστιάζει στη λογοτεχνία. Βρήκα, δε, σχετικές αναφορές ακόμα και σε συγγραφείς που δεν φανταζόμουν.
• Ναι, είναι και οι Γάλλοι πολύ αθυρόστομοι, όπως και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί, όμως στην Ελλάδα και γενικότερα στον μεσογειακό Νότο εκδηλωνόμαστε περισσότερο. Και δεν σταματά, ξέρεις, αυτό, βγαίνουν διαρκώς καινούργιες λέξεις και εκφράσεις. Ένα άλλο έργο που έχω ολοκληρώσει είναι το «Ερωτικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας» από τον Όμηρο κι ακόμα πιο πριν μέχρι και σήμερα μέσα από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους μεγάλους τραγικούς, τη φιλοσοφία, τις παροιμίες, τη λαϊκή παράδοση, τα «απαγορευτικά» εκκλησιαστικών κανόνων όπως ο Νομοκάνονας της Λίνδου, καταγραμμένες εξομολογήσεις… Το βιβλίο, που θα περιέχει κάπου 10.000 λήμματα, το έχω έτοιμο σε χειρόγραφα δελτία και τώρα μένει να περαστεί σε υπολογιστή, κάτι που όμως εγώ δεν το κατέχω – ήταν να το κάνει ένας φίλος, αλλά τελικά δεν θα μπορέσει, τουλάχιστον άμεσα, ίσως χρειαστεί να απευθυνθώ αλλού. Επίσης δεν έχω καταλήξει στον εκδότη, το θέλουν όμως πολλοί γιατί είναι μια πρωτότυπη ερευνητική δουλειά δέκα και πλέον χρόνων και περιέχει υλικό που πρώτη φορά θα δει το φως της δημοσιότητας. Εξακολουθώ, μάλιστα, καθημερινά να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα. Έχω και διάφορα άλλα γραπτά που δουλεύω παράλληλα, διηγήματα, αναμνήσεις και λοιπά, ένα ολόκληρο μπαούλο. Τώρα, πότε θα ολοκληρωθούν όλα αυτά και θα δημοσιευτούν… καλά να είμαστε μόνο! Έχω, επίσης, μια τεράστια βιβλιοθήκη που μακάρι να μπορούσε να αξιοποιηθεί κάποια στιγμή – πολλά από τα αρχεία μου τα έχω δώσει στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, όπου βρίσκονται και τα αρχεία του Ηλία Πετρόπουλου.
• Η ελληνική διανόηση παραδοσιακά δεχόταν μεγάλη επίδραση από τη γαλλική, πλέον δεν συμβαίνει αυτό, τη γαλλόφωνη κουλτούρα έχει επισκιάσει η αγγλόφωνη. Ενδιαφέρουσα είναι και η γερμανική κουλτούρα, άσχετα που εμένα, λόγω και παιδικών βιωμάτων, δεν μου αρέσει αυτή η γλώσσα. Μία από τις ωραιότερες, αρχαιότερες και πλουσιότερες γλώσσες είναι, βέβαια, η ελληνική, την οποία οφείλουμε να προσέχουμε σαν τα μάτια μας. Όλοι αυτοί οι αγγλισμοί, τα greeklish, που πλέον ακούμε και διαβάζουμε σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, σε διάφορα έντυπα ή στο Ίντερνετ, την αδικούν. Γιατί, για παράδειγμα, να λέμε πια όλοι application αντί για εφαρμογή; Το βρίσκω πολύ άσχημο αυτό και συμβαίνει, ξέρεις, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Είναι, φυσικά, και ζήτημα παιδείας. Τα παιδιά μας δεν ξέρουν καν να μιλάνε σωστά ελληνικά γιατί κανείς δεν τους τα δίδαξε όπως πρέπει ούτε στο σχολείο ούτε και στο σπίτι, όπου οι περισσότεροι γονείς πλέον παραμελούν γενικότερα τα παιδιά τους, γι’ αυτό και βλέπεις ακόμα και ανήλικα να κουβαλάνε μαχαίρια και να πλακώνονται. Μεγάλο πρόβλημα είναι και ο χουλιγκανισμός, αλλά έπρεπε να σκοτωθεί ένας αστυνομικός για να αφυπνιστεί η πολιτεία και να αρχίσει να λαμβάνει μέτρα.
• Εξακολουθώ να πηγαινοέρχομαι Παρίσι όσο μπορώ, όμως μένω πια περισσότερο στην Αθήνα, γιατί στην ηλικία μου με ωφελεί το κλίμα. Το Παρίσι το αγαπώ περισσότερο, είναι αλήθεια, έχει όμως χαλάσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που λείπει είναι να βγει πρόεδρος η Λεπέν! Ναι, υπάρχουν όλες αυτές οι κινητοποιήσεις, τα Κίτρινα Γιλέκα κ.λπ., καμία σχέση όμως με τον Μάη του ’68, την ελπίδα και τον ενθουσιασμό που τον συνόδευαν. Εκείνος ήταν ένας πραγματικά καθολικός ξεσηκωμός που αναστάτωσε το σύμπαν και παρότι τελικά τον έπνιξαν, άφησε ξεκάθαρο στίγμα στην εκπαίδευση, στη νοοτροπία, στην κουλτούρα, παντού. Όχι ότι εδώ στην Ελλάδα πάμε καλύτερα πολιτικά, κάθε άλλο, ωστόσο πάνε πολλά χρόνια που δεν ασχολούμαι. Παρότι δέχτηκα προτάσεις, προτιμώ να το κάνω μέσα από το έργο μου.
• Αν κάτι εκτιμώ πραγματικά στον άλλο είναι η ειλικρίνεια κι αν με ρωτήσεις ποια αξία βάζω πάνω απ’ όλες, θα πω τον έρωτα. Θρήσκα δεν ήμουν ποτέ, νεότερη ωστόσο έψελνα σε εκκλησιαστική χορωδία γιατί μου αρέσει πολύ η βυζαντινή μουσική. Όχι, δεν θα έλεγα ότι νιώθω μοναξιά. Έχω φίλους, με καλούν τακτικά σε διάφορες εκδηλώσεις, δεν πάω όμως σχεδόν πουθενά γιατί βαριέμαι – μάλλον αυτό με γλίτωσε ως τώρα και από τον κορωνοϊό! Δεν μου έχουν λείψει οι έξοδοι, ούτε οι παρέες, τώρα πια όμως θέλω απλώς την ησυχία μου. Αν χρειαστώ λίγο αέρα, βγαίνω μια βόλτα στη γειτονιά μου, εδώ στο Κολωνάκι, που τη λατρεύω, φτάνω μέχρι το καφέ της Δεξαμενής κι αυτό μου αρκεί. Παλιά ήμασταν όλοι οι θαμώνες εδώ μια παρέα, τώρα πια δεν ξέρω κανέναν, αλλά έτσι γίνεται άμα μεγαλώνεις. Παλιότερα σύχναζα και Εξάρχεια, κατέβαινα και στην Αγορά κάτω στην Αθηνάς, δεν έχω όμως πια πολλές δυνάμεις κι έπειτα η Αθήνα, όπως έχει φτιαχτεί, δεν είναι μια πόλη φιλική στους ηλικιωμένους. Στο Παρίσι, αντίστοιχα, η αγαπημένη μου γειτονιά είναι εκεί που βρίσκεται το σπίτι μου, ανάμεσα στο Πάνθεο, το Σεν Μισέλ και τους Κήπους του Λουξεμβούργου – μια βόλτα στις όχθες του Σηκουάνα σε αναζωογονεί. Αυτό που μου λείπει εκεί είναι η θάλασσα – έχω ένα σπίτι στην Αστυπάλαια, όπου πέρασα πολλά όμορφα καλοκαίρια, είναι όμως πια προς πώληση. Κατά τα άλλα, επιτρέπω ακόμα στον εαυτό μου να καπνίζει, παραμένω επίσης φανατική του καφέ, που βοηθά και στη μνήμη. Στην ηλικία μου, βλέπεις, αρχίζω να ξεχνάω κι αυτό είναι η μεγαλύτερη ανησυχία μου, χρειάζεται επίσης να προσέχω την καρδιά μου. Περισσότερο απ’ όλα μου λείπει ο Ηλίας, είναι φορές που θα ήθελα τη γνώμη ή τη συμβουλή του και από συνήθεια τον αναζητώ ένα γύρο με το βλέμμα, ώσπου συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πια εδώ.
Οι τρεις πρώτοι τόμοι της «Νεοελληνικής Αθυροστομίας» της Μαίρης Κουκουλέ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νεφέλη και αναμένεται ο τέταρτος. Το «Ερωτικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας» είναι επίσης υπό έκδοση.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΙΑ ΤΟΜΟΣ Α' ΕΔΩ