«ΜΕ ΠΟΣΟΥΣ ΕΧΕΙΣ ΠΑΕΙ;» Το αιώνιο ερώτημα. Ανεξερεύνητο. Αχαρτογράφητο. Αναπάντητο. Ένα άλυτο μυστήριο μέσα σε δεκαετίες περιπλανήσεων σε δρόμους, μπαρ, παραλίες, καβάτζες, πάρκα και chatrooms.
Έχω πάει με τόσους. Και με τόσες. Έχω πάει κι έχω ξαναπάει. Εύκολα, εχέμυθα, ανώνυμα, ενστικτωδώς και τζάμπα. Διατηρώ ακόμα ζωντανή την περιέργεια του τι έχει να προσφέρει ένας άντρας εκτός από λεφτά.
Πρόσεχα όμως. Κυρίως όταν το ίντερνετ άρχισε να αντικαθιστά όλα τα άλλα σίγουρα «μέσα», την όραση, την αφή, την όσφρηση. Φρόντιζα να τσεκάρω πολύ καλά ποιον θα συναντήσω, πριν τον συναντήσω. Δεν εμπιστεύτηκα ποτέ φωτογραφίες. Μόνο την κάμερα. Ζουμάρω σχολαστικά σε όλες τις dickpics όχι μόνο από λαγνεία ή καχυποψία· κάπως έτσι γλίτωσα κάμποσα κονδυλώματα, αρκετές σύφιλες και πολλούς ψεύτες.
Καταλαβαίνεις, εμείς οι θεριακλούδες καπνίστριες ανήκουμε σε ομάδα υψηλού κινδύνου για καρκίνο του λάρυγγα. Παράλληλα, εμείς οι τρανς ανήκουμε σε ομάδες υψηλού κινδύνου για κλοπή, βιασμό, stealthing, revenge porn, ανεργία, απλήρωτη εργασία, δολοφονία και τόσα άλλα.
Δεν βρίσκω κανένα νόημα στο να ξέρω με πόσους έχω πάει, όπως δεν βρίσκω νόημα στο να σβήσω τα κεράκια σε μια τούρτα γενεθλίων ή στο να κρεμάσω στον τοίχο μια φωτογραφία μου σε κορνίζα. Μόνο τα τακούνια μου έχω στολίσει σε μια σιφονιέρα, επειδή δεν έχω πορσελάνινα σερβίτσια και λυπάμαι να τη βλέπω άδεια.
Ανήκοντας, εν αγνοία μου, σε τόσες ομάδες υψηλού κινδύνου, αναγκάστηκα σταδιακά να χρησιμοποιήσω ακόμα και μέσα κατασκοπείας για να επιβιώσω. Περούκες για μεταμφιέσεις, παρακολουθήσεις, διπλά προφίλ στα dating apps για τσεκάρισμα, ψευδώνυμα και άλλα πολλά. Να τζινάβω τα ατζινάβωτα.
Ποτέ δεν πήγαινα σε ξένα σπίτια, προτιμούσα να έρχονται στο δικό μου. Τους έκλεινα ραντεβού στο παρκάκι, καπνίζαμε ένα τσιγάρο, παρατηρούσα πολύ προσεκτικά τη συμπεριφορά τους, τα δάχτυλά τους, τα μάτια τους, τα αντανακλαστικά τους στον δημόσιο χώρο. Όποιος δεν συμμορφώνεται με τους όρους μου, delete και block. Ύστερα, τους έδινα οδηγίες για το πώς θα μπουν στην πολυκατοικία, δεν ήθελα να χτυπάνε τα κουδούνια μεταμεσονύκτιες ώρες. Κατέβαινα τις σκάλες της διώροφης καπνίζοντας, φορώντας δωδεκάποντα τακούνια, στο ένα χέρι τα κλειδιά στο άλλο το κινητό με τον φακό αναμμένο. Ποτέ δεν έδινα τη σωστή διεύθυνση, αν έμενα στο 128 έλεγα ότι μένω στο 132, κι έβγαινα στο μπαλκόνι για να τσεκάρω αν ήρθε μόνος.
Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτησή σου, ποτέ δεν υπολόγισα τον αριθμό. Δεν βρίσκω κανένα νόημα στο να ξέρω με πόσους έχω πάει, όπως δεν βρίσκω νόημα στο να σβήσω τα κεράκια σε μια τούρτα γενεθλίων ή στο να κρεμάσω στον τοίχο μια φωτογραφία μου σε κορνίζα. Μόνο τα τακούνια μου έχω στολίσει σε μια σιφονιέρα, επειδή δεν έχω πορσελάνινα σερβίτσια και λυπάμαι να τη βλέπω άδεια. Θα προτιμούσα να κρεμάσω σε κορνίζα την dickpic που μου έστειλες εκείνο το μεσημέρι από την οικοδομή με την υπογραφή «Diko s kvl m».
«Θα έρθει κι άλλος μετά από μένα;» Θα μπορούσες να μου επιτρέψεις να απολαύσω τη βότκα μου και το τσιγάρο μου χωρίς να ρωτάς καφρίλες. Κανείς δεν θα ήθελε να έρθει μετά από σένα. Και γι’ αυτό ρωτάς. Για να βεβαιωθείς ότι δεν θα έρθει κανείς μετά από σένα. Κοίτα πώς είμαι. Κοίτα πως είσαι. Κανείς δεν θα ήθελε να έρθει μετά από σένα. Αν και τώρα τελευταία ακόμα κι εσύ μοιάζεις ακίνδυνος. Τόσο συνεπής και τακτοποιημένος. Κοιμάσαι νωρίς το βράδυ γιατί δουλεύεις νωρίς το πρωί. Σε δυσκολεύει η κίνηση στους δρόμους και το παρκάρισμα σε κακόφημες περιοχές όπου άλλοτε σύχναζες καθημερινά. Δεν είσαι πια ο ιππότης της ασφάλτου. Μοιράζεσαι το νοίκι σου με τη δικιά σου γιατί δεν μπορείς να μοιραστείς τη ζωή σου με κανέναν. Επιδεικνύεις το κύρος του πρωταθλητή γιατί δεν καλλιέργησες ποτέ το ταλέντο σου. Θέλει ταλέντο η καύλα. Προτιμάς να κάθεσαι μπροστά σε μια οθόνη, ξύνεις τον αφαλό σου, στρίβεις και καπνίζεις, προσφέρεις strip show και τελικά «τελειώνεις» μέσα σε ένα άδειο κουτί πίτσας, προσφορά 1+1.
Αντιστρέφοντας, λοιπόν, την ερώτησή σου, σε πόσες έχει στείλει παρόμοια βίντεο, αλιεύοντας dick ratings; Με απλά λόγια: «Με πόσες δεν έχεις πάει;».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.