Μεγάλωσα στην Πρέβεζα, σε ένα περιβάλλον κοινωνικό, μονίμως καλοκαιρινό. Θαρρείς και δεν είχε ποτέ χειμώνα στην παιδική μου ηλικία. Θυμάμαι τάπερ με καρπούζι και πεπόνι στην παραλία, θυμάμαι τον αδελφό μου και τους γονείς μου μαυρισμένους όλο τον χρόνο. Εγώ ήμουν το παιδί που διαρκώς ρωτούσε «γιατί;» και παραείχε άποψη για τα ρούχα του.
• Δεν την έχεις για όμορφη πόλη επειδή δεν ξέρεις να τη ζήσεις, δεν είναι ότι με ένα πέρασμα από εκεί θα την καταλάβεις. Παίζει πολύ ποδήλατο, γυμναστική και κολυμβητήριο, μπάνια με φίλους, από αυτά που κανονίζετε δεκαπέντε άτομα και στήνετε πέντε ομπρέλες. Οι γονείς μου είχαν καφετέρια, έπηξαν όμως οι άνθρωποι μετά από τριάντα χρόνια να έχουν εκεί το νου τους από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις τρεις το βράδυ, αλλά δεν ήταν και για να βγουν στη σύνταξη. Τα τελευταία χρόνια τρέχουν ένα vintage shop, έριξα εγώ την ιδέα και πήγε καλά.
• Τώρα πια έχουν μάθει και κάνουν μόνοι τους τη διαλογή των ρούχων, ακόμα και ο μπαμπάς μου, που δεν ήξερε από αυτά, έχει γίνει εξπέρ. Το καλοκαίρι γίνεται χαμός στο μαγαζί, έτσι, όταν επιστρέφω εκεί, το απόγευμα πουλάω ρούχα και το βράδυ πάω για τσίπουρα. Προφανώς στα χρόνια του Λυκείου ζορίστηκα, με περιόριζε η μικρή κοινωνία. Τώρα τη χαίρομαι την Πρέβεζα, περνάω φοβερά πια όταν επιστρέφω εκεί, το ζω. Φοράω όλα αυτά τα ρούχα που δεν θα βάλω ποτέ εδώ, ντύνομαι πολύ κυριλέ και βγαίνω με τους δικούς μου.
Λυπάμαι, αλλά η νύχτα της Αθήνας δεν είναι σέξι, βγαίνεις και δεν υπάρχει φλερτ τριγύρω. Η διασκέδαση πρέπει να στραφεί προς το φως, βαρεθήκαμε να κλεινόμαστε στα υπόγεια και να ακούμε απρόσιτη τέκνο.
• Κάπου στα δέκα μου χρόνια, μου πήραν μια κάμερα μιας χρήσης απ’ το περίπτερο και έπειτα ζήτησα ακόμα μία γιατί είχε κύματα η θάλασσα τη μέρα εκείνη και ήθελα να τα φωτογραφίσω όλα. Ζήτησα κι άλλες, μέχρι που μου αγόρασαν μια κάμερα κανονική. Μετά έλεγα συνέχεια «μαμά, χρειάζομαι λεφτά για φιλμ», από τα δέκα μέχρι τα είκοσι τέσσερά μου αυτή η ατάκα είχε έντονη παρουσία στη ζωή μας. Η οικογένειά μου δεν είχε κάποια σχέση με την τέχνη, οι γονείς μου ήταν όμως πάντα πολύ καλοί στο να δημιουργούν χώρο για τον αδελφό μου και μένα ώστε να τον γεμίζουμε ανεπηρέαστοι από τις δικές τους προβολές. Δεν είναι ότι έβγαινα στα βουνά και στα λαγκάδια να φωτογραφίζω, αλλά φαινόταν ότι θα ασχοληθώ με τη φωτογραφία. Κυρίως τράβαγα τους φίλους μου, από τότε με ενδιέφερε το ανθρώπινο στοιχείο, ήταν πάντα παρόν στις φωτογραφίες μου. Και έτσι έχουμε μέχρι σήμερα άπειρο υλικό από την παρέα μας.
• Έδωσα για να περάσω Αρχιτεκτονική, αλλά δεν διάβασα καθόλου, έγραψα έκθεση δεκαεννιά μισό, μαθηματικά και φυσική τέσσερα. Πήγα σε μια ιδιωτική σχολή για φωτογραφία, αλλά την άφησα τον τελευταίο χρόνο – δεν είχε νόημα. Αφού την παράτησα, βρέθηκα στα Γιάννενα, έμενε εκεί μια πολύ καλή μου φίλη και ήθελε να συγκατοικήσουμε. Έπιασα δουλειά σε ένα τοπικό περιοδικό και εκεί έκανα τα πάντα, φωτογράφιζα τυριά, έβγαζα πορτρέτα, κάλυπτα και συναυλίες. Είχε έρθει λοιπόν ο Φίλιππος Πλιάτσικας στην πόλη, τον είχα βγάλει μερικές φωτογραφίες και με πήρε τηλέφωνο η βοηθός του να μου προτείνει να ακολουθήσω τους Πυξ Λαξ στην περιοδεία τους. Αυτή η ιστορία κράτησε δύο χρόνια, και ήταν πολύ έντονη. Μουσικά δεν ήταν η φάση μου, το ότι ξέρω όλα τα κομμάτια απ’ έξω, βέβαια, είναι μια άλλη ιστορία. Όμως η ένταση της δουλειάς, οι τριάντα χιλιάδες κόσμου στο ΟΑΚΑ, το ότι τρέχαμε συνέχεια, το ότι η περιοδεία ταξίδεψε μέχρι την Αμερική, όλα αυτά είναι η φάση μου. Ήταν κάπως μεγάλο πράγμα να το διαχειρίζομαι όλο αυτό στα είκοσι ένα μου, έτσι έγινα τσακάλι στη δουλειά πολύ άμεσα, πολύ γρήγορα.
• Ήρθα στην Αθήνα με αφορμή την περιοδεία και όταν αυτή τελείωσε ξεκίνησα να δουλεύω για το clubber.gr. Μετά ξεκίνησα να φωτογραφίζω για το six d.o.g.s και έμεινα εκεί για πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή έγινε και το popaganda.gr, οπότε δούλευα πρωί-βράδυ. Αλλά ήμουν πιτσιρίκα τότε, φάνταζε τέλειο στο κεφάλι μου ότι μπαίνω στον χώρο, ότι γνωρίζω κόσμο, δεν έβαζα όρια στο πόσες ώρες δουλεύω και για πόσα, ήταν ένα πολύ θολό τοπίο. Υπήρξε λοιπόν ένα διάστημα μεγάλο, γύρω στα τρία χρόνια, που μόνο δούλευα, πρωί-βράδυ, μόνο αυτό ήθελα να κάνω. Και κάηκα φυσικά.
• Βρέθηκα στο International Centre of Photography το 2015. Αντιμετωπίζουμε τη Νέα Υόρκη ως κάτι φοβερό, όχι πως δεν είναι, δεν έχει όμως την ίδια επίδραση σε όλους. Στην περίπτωσή μου, «όλα τα κτίρια αυτά μ’ αγαπάνε», που λέει ο LEX. Κράτησα και δύο πολύ καλούς φίλους από εκεί. Γύρισα πριν να τελειώσω μαζί της. Πάνω που είχα αρχίσει να κινούμαι παράλληλα με την πόλη, έπρεπε να φύγω. Είχα στεναχωρηθεί πολύ, μου πήρε καιρό να συνέλθω. Τώρα καταλαβαίνω ότι ίσως είναι καλύτερα κάποιες εμπειρίες να μένουν ανεκπλήρωτες.
• Υπάρχει ένα δέσιμο πολύ αυτονόητο μεταξύ της φωτογραφίας που κάνω και της μουσικής. Έτσι ξεκίνησα, από συναυλίες και πάρτι, και έτσι συνεχίζω. Γι’ αυτό ζούμε το απόλυτο με την ομάδα του STAGES Α/LIVE της Στέγης και τα παιδιά του Stegi.Radio. Η μουσική είναι ο πρωταρχικός λόγος που όλοι εμείς υπάρχουμε μαζί. Άρα το στυλ μου, όπως το αποκαλείς, είναι μέρος μιας μουσικής κουλτούρας που ζει μέσα μου. Χαίρομαι πάρα πολύ που πια φτιάχνω και playlists για το Stegi.Radio, ήταν κάτι που έκανα έτσι και αλλιώς για μένα, για τις ώρες που επεξεργάζομαι τις φωτογραφίες μου. Έχει πλάκα, αυτή η διαδικασία μου δίνει αυτό που μου έδινε η φωτογραφία πριν γίνω επαγγελματίας, την ελευθερία που έχουν τα πράγματα όταν δεν τα ξέρεις πολύ καλά. Δοκίμασε να κάνεις κάτι στο οποίο είσαι αρχάρια.
• Δεν έχω γνωρίσει ποτέ καμία γυναίκα σε κανέναν χώρο που δεν έχει βιώσει κάποιου είδους σεξισμό. Πλέον όμως τα δικά μου περιβάλλοντα είναι καθαρά από τέτοιες αγριότητες, πιο πολύ σεβασμό βιώνω παρά οτιδήποτε άβολο και αμήχανο σε σχέση με το φύλο μου. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει.
• «Πιτσιρίκα ομορφούλα στη νύχτα», αυτή ήταν η δυσκολία που είχα να αντιμετωπίσω στην αρχή – τα γνωστά δηλαδή. Δεν μπορώ να πω βέβαια ότι έχω να διηγηθώ πολλά και πολύ ζόρικα περιστατικά, γιατί αν συμβεί κάτι δεν το αφήνω να περάσει, δεν καταπίνω αυτού του είδους τις συμπεριφορές, δεν έχω πει «άσε τώρα, πού να τρέχεις». Έναν που θυμάμαι να κάνει κίνηση και να με παρενοχλεί, έφυγε αμέσως σηκωτός από το μαγαζί.
• Οι δουλειές που πια δεν κάνω είναι οι χλιαρές και αναποφάσιστες, αυτές που σε παίρνουν τηλέφωνο και δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλουν, που το σκέφτονται ακόμα, που δεν σέβονται τον χρόνο σου και, ενώ σε έχουν καλέσει δύο μέρες πριν, απαιτούν από εσένα να είσαι εκεί μεθαύριο και να έχεις σκεφτεί και το concept. Όλα αυτά είναι λίγο ασόβαρα, και έχω καταφέρει να είμαι σε θέση να μην τα επιλέγω πια.
• Το πιο απροσδόκητο μέρος που έχω βρεθεί με τη δουλειά μου ήταν η Δήλος, για το «Tomorrow comes the harvest» με τον Jeff Mills και τους Prabhu Edouard και Jean-Phi Dary, που προβλήθηκε στο κανάλι του Ιδρύματος Ωνάση στο YouTube. Πόσο συχνά έχεις την ευκαιρία να παραμείνεις σε έναν αρχαιολογικό χώρο για τρεις μέρες σερί, για δέκα ώρες κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το ηλιοβασίλεμα, αν δεν είσαι αρχαιολόγος; Υπήρχαν στιγμές που δεν το πίστευα αυτό που συνέβαινε εκείνο το τριήμερο. Η μουσική, οι εικόνες, ο αέρας, οι μυρωδιές, να δουλεύουμε μαζί με τους δικούς μου ανθρώπους – «natural high» λέγεται αυτό για μένα. Έχω φλας μπακ ακόμα από εκείνες τις μέρες, ονειροπολώ ακόμα συχνά-πυκνά, ήταν για μένα μια εμπειρία ζωής. Τα πιο ακατάλληλα μέρη για να φωτογραφίσω είναι όσα έχουν σχέση με πολιτική, ένα συνέδριο κόμματος δεν είναι το περιβάλλον που μου ταιριάζει, διακρίνω μια χυδαία ενέργεια και δεν μπορώ να χτίσω τείχος απέναντι σε αυτή. Ένιωθα ότι δεν πρέπει να είμαι εκεί, έφευγα πολύ κουρασμένη από κάτι τέτοια περιβάλλοντα, και δεν πρόκειται να ασχοληθώ ξανά με αυτά ποτέ στη ζωή μου.
• Η παρορμητική μου φύση ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για το είδος της φωτογραφίας που δεν είναι στημένο, χωρίς να θέλω να πω κάτι κακό γι’ αυτό το στυλ, απλώς δεν είναι ο δικός μου τρόπος να βλέπω τα πράγματα. Η καλλιτεχνική μου πρακτική είναι κάπως αντιφατική. Υπάρχει η ήσυχη πλευρά μου, εικόνες που είναι σχεδόν παρατηρητικές. Και υπάρχει και η άλλη, η πιο θρασεία πλευρά, τότε η παρουσία μου οριακά παρεμβαίνει στη στιγμή. Το πιο όμορφο πράγμα που έχω ακούσει για τη δουλειά μου είναι πως προσφέρει ένα διάλειμμα από την ασχήμια. Και αν δεν το είχα πάρει χαμπάρι μέχρι τότε, μου έγινε σαφές ότι είναι ακριβώς αυτό που κυνηγάω για μένα και για όσους ενδιαφέρονται για τις εικόνες μου.
• Τα social media βοηθούν τους φωτογράφους. Δεν είμαι τόσο σίγουρη για τους ανθρώπους.
• Ο Wolfgang Tillmans είναι το φωτογραφικό μου crush εδώ και πολλά χρόνια. Παρόλο που γνωρίζω το έργο του πολύ καλά, τη χαοτική του ισορροπία στα πράγματα, το στοιχείο της έκπληξης είναι πάντα παρόν στα βιβλία του, στις εκθέσεις του, στο έργο του. Όσο για το αν διαβάζω μεγάλα κείμενα, αν υπάρχουν σε αυτά μεγάλες λέξεις, ωραίες, αυτές που σε παίρνουν μαζί τους, που τις διαβάζεις και δεν καταλαβαίνεις τον χρόνο που περνάει, τότε τα κείμενα δεν έχουν μέγεθος. Για μένα έτσι γράφει ο David Sedaris.
• Δεν αρκεί να είναι καλές οι εικόνες. Πρέπει να εμφανίζεσαι σε κάθε δουλειά στην ώρα σου, να παραδίδεις το υλικό και να απαντάς στα μέιλ στην ώρα σου, οφείλεις ως επαγγελματίας να είσαι ο άνθρωπος που δεν θα σε κυνηγάει μια παραγωγή, που δεν θα σε ψάχνει στα τηλέφωνα για να ετοιμάσεις αυτό που σου έχει ζητηθεί. Δεν είναι λοιπόν μια αμιγώς καλλιτεχνική δουλειά, δεν είναι τόσο ρομαντικά όσο ακούγονται τα πράγματα. Βλέπω τους φίλους μου που είναι γλύπτες, τι νομίζεις, ότι δεν στέλνουν μέιλ και δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα; Κάνοντας μόνο τέχνη δεν μπορείς να κρατήσεις σπίτι, δεν μπορείς να μεγαλώσεις ένα γατί αν δεν είσαι λίγο πρακτικός. Και τι είναι η τέχνη, έτσι απλά κάνεις ένα «πουφ» και γίνεται μαγικά; Πρέπει να έχεις οργάνωση στη ζωή. Αλλιώς δεν βγαίνει.
• Πιστεύω ότι αυτή η δουλειά σε τριάντα χρόνια από τώρα μπορεί και να έχει τελειώσει, μπορεί να την έχει καταπιεί η τεχνολογία. Τις προάλλες συζητούσαμε ότι υπάρχει πιθανότητα η κλιματική αλλαγή να είναι τόσο έντονη που να μην μπορείς να βγεις έξω τη μέρα, πόσο μάλλον να φωτογραφίσεις.
• Δεν παίρνω τηλέφωνα πια όταν βλέπω να χρησιμοποιούν κάποια φωτογραφία μου χωρίς να αναφέρεται το όνομά μου, κάποτε έστελνα μήνυμα «credits, please», πλέον βαρέθηκα. Ωστόσο, οι φωτογραφίες δεν τραβιούνται μόνες τους. Έχει σημασία να μπαίνει το όνομά μας, τι να κάνουμε; Είναι σημαντικό για εμάς, όπως και για σένα, αυτό είναι το portfolio μας.
• Υπάρχει το κοινό που ακολουθεί και παρακολουθεί τις εκθέσεις φωτογραφίας. Οι Αθηναίοι ασχολούνται εμμονικά με την τέχνη, τουλάχιστον εκείνοι που γνωρίζω εγώ, και το λέω για καλό. Ειδικά φέτος έχω δει εκθέσεις ζωντανές, που σπαρταράνε, όπως την «Έξω φρενών από ευχαρίστηση» σε επιμέλεια της Νάντιας Αργυροπούλου, τη «Μυστήριο 151: A Rave Down Below» σε επιμέλεια του Πάνου Γιαννικόπουλου, τη «Μυστήριο 8: Με το βλέμμα στην Ιαπωνία» του Αντώνη Θεοδωρίδη, τη «Shifting» σε επιμέλεια του Florent Frizet, την «Bad Brain Blood» του Χρήστου Χατζή. Αυτές οι εκθέσεις δεν ήταν ούτε απρόσιτες ούτε αποστειρωμένες, και υπήρχε λόγος για το εννοιολογικό ταξίδι που έκαναν.
• Ο κόσμος της Αθήνας παλεύει τη μέρα να δημιουργήσει κάτι που να έχει νόημα για τους ίδιους και τους γύρω τους και το βράδυ παλεύει να διασκεδάσει με όποιον τρόπο του προσφέρεται, ο οποίος είναι προς συζήτηση. Βρίσκω τη νύχτα της πόλης κάπως βαριά, υπερβολικά σκοτεινή. Σίγουρα έχουμε μεγαλώσει και εμείς, αλλά δεν φταίει μόνο αυτό, αλλού στην Ευρώπη μπορώ να παρτάρω πραγματικά, εκεί που συμβαίνουν πιο funky πράγματα, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Άμστερνταμ, ακόμα και στο Βερολίνο που είναι αμιγώς σκοτεινό μπορείς να βρεις πάρτι που να ξεκινάνε πιο νωρίς, που να μην παίζουν βαριά, που να μην είναι απαραίτητο ότι θα δεις κόσμο μόνο του σε μια γωνία να κοιτάει τον τοίχο. Εμένα πια αυτή η κατάσταση με στεναχωρεί, με στεναχωρούν εκείνοι που βγαίνουν να παρτάρουν και καταλήγουν απομονωμένοι και απρόσιτοι. Κάπως λείπει το fun στοιχείο από τη νύχτα μας και πια το βρίσκεις μόνο σε σπιτικά πάρτι, σε αυτά που κάνουμε μόνοι μας στα στούντιό μας. Λυπάμαι, αλλά η νύχτα της Αθήνας δεν είναι σέξι, βγαίνεις και δεν υπάρχει φλερτ τριγύρω. Η διασκέδαση πρέπει να στραφεί προς το φως, βαρεθήκαμε να κλεινόμαστε στα υπόγεια και να ακούμε απρόσιτη τέκνο. Οι Αθηναίοι χρειαζόμαστε μια ατμόσφαιρα πιο γλυκιά και ουσιαστική, πάλιωσε αυτό το «πιείτε να τυφλωθείτε».
• Ρώτα και κανέναν εικοσάχρονο Αθηναίο να μας πει πως βλέπει τα πράγματα, γιατί υπάρχουν κάποια πάρτι στα οποία δεν χωράμε, δεν γνωρίζω πού και πότε γίνονται, ξέρω όμως ότι παίζει μια σκηνή από την οποία είμαστε εντελώς εκτός, και δεν θα τη μάθουμε, γιατί δεν θέλουν να την ξέρουμε, είμαστε γραφικές φάτσες για εκεί και είναι λογικό, μας βλέπουν δηλαδή και λένε «αυτή από τη Στέγη/ αυτή από τη LiFO/ δεν τις θέλουμε εδώ/ εδώ είμαστε underground».
• Πώς αλλιώς διασκεδάζω; Διοργανώνουμε πολλά βραδινά τραπέζια σε σπίτια, στήνουμε καραόκε στα στούντιό μας, πάμε εκδρομές με τα αυτοκίνητα, τρώμε σε ταβέρνες. Τα λεφτά για το φαγητό έξω δεν τα λυπάμαι, για τα ποτά όμως τα λυπάμαι πλέον, για τα άκυρα ποτά δηλαδή, γι’ αυτά που έχεις βγει μια Τετάρτη στις επτά και καταλήγεις σπίτι σου στις τρεις μετά από πέντε τζιν χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μια χαρά είναι και τα δύο και τα τρία, δεν χρειάζονται πέντε.
• Σε οποιαδήποτε κοινωνία οι «φυλές» είναι ζωτικής σημασίας, η ανάγκη του να νιώθεις ότι ανήκεις σε μια κοινότητα θα πάψει να υπάρχει μόνο όταν πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι. Φυσικά και υπάρχουν φυλές στην Αθήνα –πάλι καλά δηλαδή– και τις κινεί ακόμα η μουσική. Μπορεί να μην ξέρουμε τι γίνεται στα μπουζούκια, αλλά αυτή είναι μια φυλή της πόλης, παίζει μια φασούλα εκεί. Υπάρχουν ακόμα τυπάκια που ακούνε μόνο μέταλ και πάνε μόνο σε τέτοια λάιβ και άλλα που είναι πολύ μέσα στη χιπ-χοπ. Υπάρχουμε και εμείς που δεν ξέρω τι μας λες, χίπστερ; Δεν ξέρω τι είμαστε, πάντως οι φυλές είναι ζωντανές.
• Συμφωνώ με όλη αυτή την κουβέντα που έχει ανοίξει ότι πια όλα τα μαγαζιά της Αθήνας είναι ίδια. Πήγα τις προάλλες να πάρω καφέ στο Κουκάκι, κοίταξα γύρω μου και για λίγο δεν ξεχώριζα αν είμαι στο μαγαζί απ’ το οποίο συνηθίζω να προμηθεύομαι καφέ στην Κυψέλη ή σε άλλη γειτονιά.
• Τι μου δίνει ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα; Επιλογή είναι το να ελπίζεις. Χρειάζεται όμως και το απαραίτητο περιβάλλον ώστε να ταΐζει αυτή την αισιοδοξία παρά τον ευρύτερο ζόφο.
• Με εκνευρίζει που αναγκαστικά έχω χάσει την πίστη μου στη δικαιοσύνη. Και την αισθητική μου την προσβάλλει η αστυνομία που είναι πανταχού παρούσα.
• Μου αρέσουν οι λόφοι της Αθήνας, αυτοί οι τραχιοί όγκοι γης που καταλαμβάνουν τόσο χώρο μες την πόλη, που αναγκάζουν τις πολυκατοικίες να κάνουν άκρη ώστε να υπάρξουν. Δεν αντέχω που η πόλη δεν είναι σχεδιασμένη για άτομα με αναπηρία, που είναι ακατάλληλη για πεζούς και ποδηλάτες. Είχα σπάσει το πόδι μου και δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι, και όπως κατευθυνόμουν προς την Πλατεία Αγίου Γεωργίου έφυγε η πατερίτσα μου μέσα σε μια τρύπα στο πεζοδρόμιο, αν δεν ήταν εκεί μια φίλη να με σώσει θα είχα σπάσει και το άλλο πόδι. Δεν περπατιέται με τίποτα η Αθήνα και το περπάτημα είναι σημαντικό για μένα και για τη φωτογραφία.
• Παρ’ όλα αυτά, έχει και πολλή πλάκα αυτή η πόλη. Ας πούμε, το περπάτημα στην Κοπεγχάγη, όπου όλα είναι δομημένα, καθαρά, σωστά και όπως πρέπει, δεν έχει να σου δώσει τόσο οπτικό υλικό. Ενώ εδώ κυριολεκτικά στρίβεις στην επόμενη γωνία και συμβαίνει κάτι τρομερά παράδοξο, μπορεί να τρώνε σουβλάκια και να πίνουν τσίπουρα σε ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο χωρίς να υπάρχει καν μαγαζί τριγύρω. Κάτι τέτοια σκηνικά είναι οι καραμελίτσες που σε κερνάει η Αθήνα.
Μπορείτε να παρακολουθήστε τη δουλειά της Πηνελόπης Γερασίμου στο pinelopigerasimou.com και στο gerasimoupinelopi.com. Μπορείτε να ακούσετε τις playlists που φτιάχνει στο stegi.radio.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.