Τα σχέδιά της τα έκανε πάντα σε χαρτί Α4. Τα κρατούσε στα ντοσιέ της μέχρι τα 70 της χρόνια. Τα εξέθεσε για πρώτη φορά το 1992. «Δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά» ήταν το μότο της. Η κόρη του διάσημου Ιταλού αρχιτέκτονα, βιομηχανικού σχεδιαστή, σχεδιαστή επίπλων, καλλιτέχνη, δάσκαλου, συγγραφέα και εκδότη Τζίο Πόντι, Λίζα, με τα σχέδιά της δημιουργούσε έναν χώρο για τον εαυτό της μέσα σε έναν κόσμο δημιουργικό και πολύβουο, όπου κυριαρχούσαν οι συζητήσεις και οι συναντήσεις με μεγάλες προσωπικότητες και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Ιταλίας.
Η ίδια εμπλέκεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής της με τα κορυφαία ονόματα της ιταλικής και διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής και όποιος ανιχνεύσει την πορεία της θα τη συναντήσει παράλληλα με όλη την ιστορία του πολιτισμού του εικοστού αιώνα. Εκτός από καλλιτέχνιδα υπήρξε κριτικός και εκδότρια της «βίβλου» των αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών παγκοσμίως, του αρχιτεκτονικού περιοδικού «Domus».
Μερικά από τα πιο εμβληματικά σχέδιά της παρουσιάζονται στην γκαλερί The Breeder από τις 14 Μαρτίου 2024, σε μια έκθεση που τιτλοφορείται «The Spring of an Ancient Tree» και διοργανώνεται σε συνεργασία με το Octagon (Μιλάνο), έναν εκθεσιακό χώρο που διευθύνει ο καλλιτέχνης Jacopo Mazzetti.
Σε πολλές περιπτώσεις τα σχέδιά της προσκαλούν τους θεατές σε ένα πεδίο όπου συγκλίνουν τα σχήματα, οι υφές και τα συναισθήματα. Αναμειγνύει με ευφυή τρόπο την τυπογραφία με αφηρημένες μορφές.
Το έργο του Τζίο Πόντι είναι διάσημο παγκοσμίως, από τον Πύργο Pirelli, που χτίστηκε το 1956 στο Μιλάνο, τη Villa Planchart στο Καράκας, ως την καρέκλα Superleggera που βγήκε από την Cassina. Σε μια καριέρα που διήρκεσε έξι δεκαετίες έχτισε περισσότερα από εκατό κτίρια στην Ιταλία και στον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδίασε έναν σημαντικό αριθμό αντικειμένων διακοσμητικής τέχνης και design καθώς και έπιπλα και εκπαίδευσε πολλές γενιές σχεδιαστών.
Ίδρυσε το περιοδικό «Domus» το 1928 και το διηύθυνε σχεδόν σε όλη του τη ζωή, είχε ενεργό συμμετοχή σε εκθέσεις όπως η Τριενάλε του Μιλάνου, υπήρξε ενθουσιώδης υπέρμαχος της ιταλικής «τέχνης της ζωής» και είχε σημαντική συμβολή στην ανανέωση του ιταλικού σχεδιασμού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνοδοιπόρος του υπήρξε κόρη του, Λίζα Πόντι, η καριέρα της οποίας ξεκίνησε στο δημοφιλές περιοδικό σχεδιασμού «Stile» (1941-1947). Στη συνέχεια διετέλεσε αρχισυντάκτρια (1948-1966) και αναπληρώτρια διευθύντρια (1966-1986) του «Domus», όπου ήταν υπεύθυνη για τις καλλιτεχνικές σελίδες του περιοδικού κατά την κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο.
Το περιοδικό είχε μεγάλη επιρροή εκείνη την εποχή και διακρίθηκε μεταξύ άλλων για τη διατήρηση μακροχρόνιων συνεργασιών με καλλιτέχνες, κάνοντας αφιερώματα και συνεντεύξεις σε πολλές εξέχουσες προσωπικότητες, από τους Lucio Fontana, Piero Manzoni, Yves Klein, Ettore Sottsass και Christo μέχρι τους Robert Wilson, Tony Cragg, Arakawa & Gins και Basquiat.
Όσο εργαζόταν για τα δύο αυτά περιοδικά, τα οποία ιδρύθηκαν από τον διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα πατέρα της, η Πόντι συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας ζωντανής σκηνής τέχνης και πολιτισμού στη μεταπολεμική Ιταλία. Η Λίζα Πόντι βρισκόταν από νεαρή ηλικία στο επίκεντρο της δημιουργικής δραστηριότητας και των διασυνδέσεων του πατέρα της.
Ο ίδιος πάντα ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές της προσπάθειες και οι δυο τους συνεργάζονταν τακτικά καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Μια από τις μεγαλύτερες παρακαταθήκες της καλλιτέχνιδας είναι οι σημαντικές και βαθιές σχέσεις που καλλιέργησε και διατήρησε στη ζωή της με πολλούς καλλιτέχνες και διανοούμενους με τους οποίους συνδέθηκε χάρη στο έντονο και ειλικρινές πάθος που μοιράζονταν για την τέχνη.
Η ιστορία δυο εμβληματικών περιοδικών
Το πρώτο τεύχος του «Domus», με υπότιτλο «Αρχιτεκτονική και διακόσμηση του σύγχρονου σπιτιού στην πόλη και στην εξοχή», κυκλοφόρησε στις 15 Ιανουαρίου 1928. Η αποστολή του ήταν να ανανεώσει την αρχιτεκτονική, τους εσωτερικούς χώρους και τις ιταλικές διακοσμητικές τέχνες χωρίς να παραβλέπει θέματα που ενδιαφέρουν τις γυναίκες, όπως η τέχνη της νοικοκυράς, της κηπουρικής και της μαγειρικής. Ο Τζίο Πόντι ήταν ο ιδρυτής του περιοδικού και σκιαγράφησε τους στόχους του στα editorial του, επιμένοντας στη σημασία της αισθητικής και του στυλ στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής.
Μετά από 12 χρόνια ο Πόντι αποχώρησε και μεσούντος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η εκτύπωση του περιοδικού άρχισε να γίνεται στο Μπέργκαμο. Η έκδοσή του ανεστάλη το 1945. Το 1941 ο Τζίο Πόντε ίδρυσε το περιοδικό «Stile», που ασχολήθηκε με δύο φλέγοντα θέματα στις σελίδες του: Ιταλία και τέχνη, αρχιτέκτονες και πόλεμος.
Στην αρχή, το «Stile» έμοιαζε με την «Aria d'ltalia», την ιταλική εκδοχή του «Verve», αλλά με πολύ μεγαλύτερη λάμψη. Το «Stile» εστίαζε στα γραπτά του ντε Κίρικο, στα ποιήματα του ζωγράφου Φιλίπο ντε Πισίς, στα έργα του Μαρτίνι. Η καινοτομία του «Stile» ήταν ότι ως μηνιαίο περιοδικό δεν απευθυνόταν στον κόσμο της τέχνης, αλλά σε όλους, χωρίς καν να κάνει διάκριση μεταξύ τέχνης και χειροτεχνίας.
Στόχος του Πόντι ήταν να κάνει ορατές τις συγγένειες μεταξύ των πολλών πραγμάτων που εκφράζουν, κοσμούν ή εξυπηρετούν τη ζωή και τα σπίτια μας. Μέσα στον πόλεμο, από το 1943 έως το 1945, με το περιοδικό να λειτουργεί κάτω από άθλιες συνθήκες, ο Πόντι μετέτρεψε τη λύπη του για τα δεινά του πολέμου σε ελπίδα, ελπίδα για το τι θα μπορούσε να κάνει ένας αρχιτέκτονας.
Ολόκληρα τεύχη του «Stile» αφιερώθηκαν στην ανοικοδόμηση, την ενοποίηση, τον σχεδιασμό της πόλης, τα σπίτια για όλους, με συνεισφορές των Michelucci, Mollino, Pica, Vaccaro, Libera, Vietti, Bottoni, Sartoris και Banfi. Και παρουσιάστηκαν σχέδια για μικρά σπίτια και τυποποιημένα έπιπλα – για να βοηθήσουν στην κατασκευή των πάνω από είκοσι εκατομμυρίων δωματίων που χρειαζόταν η Ιταλία.
Τυπωμένο σε φτηνό χαρτί με τα ελάχιστα μέσα, με τα γραφικά του βασισμένα στη χρήση μαύρου-κόκκινου-μαύρου, θετικού-αρνητικού και πολλών έντονων τυπογραφικών στοιχείων, το «Stile» άντεξε με στυλ όσο ο Πόντι το έκανε το ημερολόγιό του, γράφοντας με είκοσι δύο διαφορετικά ψευδώνυμα, σχολιάζοντας τα πάντα. Έβλεπε τον πόλεμο ως κάτι που θα φέρει έναν νέο κόσμο, αλλά δεν μπόρεσε να τον προβλέψει.
Η θητεία του στο «Stile» του έδωσε άλλη μια ευκαιρία να διαδώσει τον καλλιτεχνικό και αρχιτεκτονικό πολιτισμό ως μέρος της προσπάθειάς του να δημιουργήσει μια νέα «κουλτούρα της κατ' οίκον διαβίωσης». Στο τέλος ο ίδιος ο Πόντι βαρέθηκε τη μοναξιά του και το «Stile» ανέστειλε τη λειτουργία του το 1947.
Η Λίζα Πόντι όλα τα χρόνια αυτά δούλευε στο «Stile». Ήταν δίπλα στον πατέρα της που ενδιαφερόταν για τις διακοσμητικές τέχνες (συνεργασία με τον Venini και τον De Poli), καθώς και για τη ζωγραφική και τη σκηνογραφία. «Στο τέλος του πολέμου, το "Stile" ήταν ένα ταπεινό μικρό βιβλιαράκι τυπωμένο σε κόκκινο, μαύρο και άσπρο. Εκδόθηκε από την Garzanti, περιείχε "σκέψεις" των Le Corbusier, Mollino, Sinisgalli, ποιήματα του Ghiglione… και έργα για μια ανέξοδη και έξυπνη ανασυγκρότηση της Ιταλίας» λέει η Πόντι σε μια συνέντευξη που έδωσε στο «Domus» στα 90 της χρόνια.
Το 1948, ο Τζίο Πόντι επέστρεψε ως εκδότης του «Domus» που είχε γίνει διμηνιαίο. Το 1951, το περιοδικό ξανάρχισε να εκδίδεται σε μηνιαία βάση. Οι δεκαετίες του 1950 και του '60 χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη ζωτικότητα στην αρχιτεκτονική, τις τέχνες και το design. Το «Domus» προώθησε καθετί νέο στη σκηνή της αρχιτεκτονικής και του design, αποτελώντας βασικό σημείο αναφοράς για τη διεθνή συζήτηση μεταξύ των διαφόρων καλλιτεχνικών τάσεων. Τον Δεκέμβριο του 1978, γιόρτασε την 50ή επέτειό του με μια έκθεση στο Palazzo delle Stelline στο Μιλάνο. Έναν χρόνο αργότερα πέθανε ο Τζίο Πόντι.
Μια συναρπαστική εποχή με τα δικά της λόγια
«Είχα την τύχη να είμαι στο περιοδικό "Domus" με έναν πατέρα σαν τον Τζίο Πόντι που έλεγε "μπορείς να το κάνεις". Ήταν όμορφα εκεί. Τα πράγματα δημοσιεύονταν ελεύθερα, οι άνθρωποι συναντιόντουσαν, ήμασταν μαζί. Ήταν μια μακρά, όμορφη εποχή. Ήμουν πολύ τυχερή γιατί έχω γνωρίσει τόσους καταπληκτικούς ανθρώπους».
«Το "Domus" διανεμήθηκε σε όλο τον κόσμο, στα πιο ευαίσθητα σημεία. Ήταν ένα υπέροχο μέσο. Όχι μόνο αρχιτέκτονες, αλλά και πολλοί καλλιτέχνες έχουν δημιουργήσει έργα ειδικά για το περιοδικό. Η τύχη μου είναι στις συναντήσεις μου, ένας τεράστιος αριθμός συναντήσεων που μετατρέπονται σε παραμύθια, ποιήματα, ταξιδιωτικές ιστορίες, άρθρα και τώρα σχέδια».
«Το "Domus" ξεχώριζε από τα υπόλοιπα όχι μόνο για την ανοιχτή του στάση απέναντι στον κόσμο των τεχνών και της χειροτεχνίας αλλά και για τον σχεδιασμό του, με στίγματα από έγχρωμες λωρίδες και διαφορετικούς τύπους χαρτιού. Ήταν ένα σοβαρό περιοδικό, όπως έλεγε ο Τζίο Πόντι, ένα "περιοδικό τέχνης που ονειρεύεται να μετατραπεί σε έργο τέχνης από τους συντελεστές του"».
«Τη "μέθοδο Domus" την ονομάζω "ΜΜ", "Μαγικό Μηχανισμό", γιατί ήταν μια παγκόσμια προσπάθεια που έγινε "κατά συγγένεια". Το περιοδικό δημιουργήθηκε χωρίς μεσάζοντες, από αρχιτέκτονες, σχεδιαστές και καλλιτέχνες, οι οποίοι υπέδειξαν και κατέγραψαν αυθόρμητα έργα συναδέλφων τους σε εικόνες».
Μια σκέψη για τους αναγνώστες; «Κάντε τα πράγματα να συμβούν και αφήστε τα πράγματα να συμβούν».
Η τέχνη της Λίζα Πόντι
Η Λίζα Πόντι ήταν 70 ετών όταν παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια το έργο της, με ατομική έκθεση το 1992. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της σταδιοδρομίας το ύφος της και ο τρόπος με τον οποίο προσέγγιζε την τέχνη παρέμειναν σταθερά. Το μέσο που προτιμούσε και δεν άλλαξε ποτέ ήταν το χρηστικό και καθημερινό ευρωπαϊκό τυποποιημένο χαρτί γραφείου Α4. Η ίδια θεωρούσε ότι της παρείχε μια αφάνταστη αίσθηση ελευθερίας και κατάφερνε με εντυπωσιακό τρόπο να το μετατρέπει από συνηθισμένο σε εξαιρετικό, δίνοντάς του μια παιχνιδιάρικη νότα με φαινομενικά απλοϊκές πινελιές και γραμμές.
Αυτές οι ντελικάτες γραμμές και πινελιές που βρίσκονται στον πυρήνα της καλλιτεχνικής της έκφρασης προσδίδουν στα σχέδια μια αίσθηση ιδιορρυθμίας και αυθορμητισμού που φαίνεται να προτιμούσε η καλλιτέχνιδα. Παρά ταύτα, δεν απέφευγε ποτέ να προσεγγίζει ποικίλα, ενίοτε μελαγχολικά θέματα μέσα από τα έργα της. Είναι αυτή ακριβώς η εμφανής και φαινομενικά απλοϊκή, σχεδόν παιδική φύση των «άτεχνων» συνθέσεών της που τις κάνει τόσο ενδιαφέρουσες και γοητευτικές.
Είναι η έμφυτη ικανότητά της να στοχεύει στην απεικόνιση πολύπλοκων συναισθημάτων και συγκινήσεων μέσα από την πιο απλή εικονογραφία. Κάθε πινελιά και γραμμή από στυλό, μολύβι ή μαρκαδόρο επιτελεί κάποιο σκοπό, προσδίδοντας στο έργο της μια ήρεμη και σχεδόν διαλογιστική αίσθηση διαύγειας, που μοιάζει να ξεφεύγει από τα όρια του χαρτιού Α4.
Σε πολλές περιπτώσεις τα σχέδιά της προσκαλούν τους θεατές σε ένα πεδίο όπου συγκλίνουν τα σχήματα, οι υφές και τα συναισθήματα. Αναμειγνύει με ευφυή τρόπο την τυπογραφία με αφηρημένες μορφές. Τείνει να ενσωματώνει κείμενα στα παραστατικά σχέδιά της, προσθέτοντας στρώματα βάθους και νοήματος στα έργα, ενώ παράλληλα δημιουργεί έναν διάλογο μεταξύ του γραπτού λόγου και του καμβά.
Οι τίτλοι των έργων συχνά αιωρούνται μέσα στα σχέδια της και αλληλεπιδρούν με τις εικόνες που τόσο γρήγορα σχεδίαζε. Επίσης συνήθιζε να επικεντρώνεται και να επιστρέφει σε οικεία μοτίβα και ταπεινά, καθημερινά υλικά, όπως βαμβάκι, τσόφλια αυγού, αλωνισμένο σιτάρι, αποκόμματα εφημερίδων, κομματάκια χαρτιού, καθώς και σε δικές της φωτογραφίες, προκειμένου να δώσει μορφή στις ιδέες της, να αποτυπώσει φευγαλέες στιγμές και να αφηγηθεί ιστορίες από τη ζωή της.
Η εικαστική έκθεση «The Spring of an Ancient Tree» θα παρουσιαστεί στην γκαλερί The Breeder από τις 14 Μαρτίου 2024.