Η Χριστίνα Μαξούρη έρχεται στη σκηνή του ΠΛΥΦΑ με τους τέσσερις μουσικούς της τραγουδώντας το τραγούδι της Σωτηρίας Μπέλλου «Περιπλανώμενη ζωή», που ακούγεται από μακριά στην αρχή, στην ησυχία της νύχτας, σαν μια σύνοψη της ταραχώδους ζωής της σπουδαίας αυτής τραγουδίστριας –«τον πόνο έχω αδερφό μα τον κρατώ βαθιά κρυφό»–, που ο θρύλος της είναι ανυποχώρητος ακόμα και στις μέρες μας.
Έχει πολύ νέο κόσμο στην αίθουσα του βιομηχανικού αυτού συγκροτήματος, με τους απείραχτους φθαρμένους τοίχους που κάνουν σχήματα σαν να βλέπεις τους θεατές σε πίνακα του Σακαγιάν. Πριν μπείτε μέσα πάρτε ένα ποτό, το σηκώνει η παράσταση και η ατμόσφαιρα και η βραδιά. Σε ένα χαμηλό πάλκο με εφτά λαμπιόνια να κρέμονται σαν σε εξοχικό κεντράκι κάθεται η Χριστίνα Μαξούρη ανάμεσα στους μουσικούς, έτσι διεκδίκησε την καρέκλα της ανάμεσά τους κάποτε και η Μπέλλου, δίπλα στον Τσιτσάνη.
Παίρνουν νέα πνοή τα τραγούδια μέσα σε μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, καθώς η πρωταγωνίστρια της βραδιάς μάς συστήνει τη σπουδαία Μπέλλου με έναν τρόπο λιτό και απλό.
Η ηθοποιός Χριστίνα Μαξούρη, που έχει μια παλιά ομορφιά και μια ωραία βαθιά φωνή, δεν υποδύεται την Μπέλλου. Ούτε τραγουδά τα τραγούδια σαν ηθοποιός, χρωματίζοντας τους στίχους σαν να τους απαγγέλλει. Είναι μια ηθοποιός με εξαιρετική φωνή που υπηρετεί μια δραματουργία και αυτό τη βγάζει και από την παγίδα του να μιμηθεί την Μπέλλου, γιατί καμία δεν μπορεί να τα καταφέρει και η ελάχιστη σύγκριση θα τη συνέτριβε. Αυτές οι «ξύλινες», συγκλονιστικές φωνές σαν της Μπέλλου δεν κοπιάρονται.
Αναλαμβάνει έναν ρόλο διαμεσολαβητικό, αφηγείται την ιστορία της ανάμεσα με μουσικούς εξαιρετικής δεξιοτεχνίας και πλουτίζει την αφήγηση, που είναι οικονομημένη μέχρι την τελευταία λέξη, με τραγούδια της Μπέλλου, από το πρώτο που τραγούδησε, το «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» του Τσιτσάνη, μέχρι τα τραγούδια του Μούτση και του Σαββόπουλου, το «Δε λες κουβέντα» και το «Μ' αεροπλάνα και βαπόρια», μέχρι το αγαπημένο της, όπως έλεγε, «Σαν απόκληρος γυρίζω» και τα «Μην κλαις», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Μη μου ξαναφύγεις πια» και πολλά ακόμα.
Το πιο δύσκολο που κάνει η Χριστίνα Μαξούρη είναι ο τρόπος που πατάει στις λέξεις. Η φωνή της φέρνει κάτι από τον τρόπο που τραγουδούσε η Μπέλλου, χωρίς να τη μιμείται. Όλα αυτά ξεπερνούν το όριο της σκηνής, η αφήγησή της είναι αφήγηση σε παρέα, αχρωμάτιστη αλλά ζωντανή και φυσική. Δημιουργεί ένα περιβάλλον συμφιλιωτικό με τον θεατή/ακροατή, τα πιο πολλά από τα διαλεγμένα από τον Δημήτρη Χαλιώτη περιστατικά είναι άγνωστα και μεταφέρουν όχι μόνο ιστορίες της ζωής της Μπέλλου αλλά και το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής.
Είδα πολλούς γύρω μου κάποια στιγμή να συγκινούνται και να δακρύζουν, τα τραγούδια που ακούγονται είναι τραγούδια της ιστορίας του καθενός από εμάς, υπάρχει κάτι κατανυκτικό αλλά και κάτι γιορταστικό, σκέφτεσαι κάθε τόσο «τι τραγουδάρες είναι αυτές που ακούμε», και γύρω σου σχεδόν όλοι ψιθυρίζουν τα λόγια ή κρατάνε τον ρυθμό με το πόδι τους.
Οι μικρές ιστορίες που κρατάνε σχεδόν δυο ώρες κυλάνε σαν νερό, με πρωταγωνιστές τις μεγάλες μορφές του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, και προσωπικές ιστορίες της Μπέλλου. Δεν είναι τυχαίο ότι από τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε η παράσταση αυτή στο Φεστιβάλ Αθηνών, το 2021, συνεχίζει με διαλείμματα, με τις παραστάσεις να γεμίζουν κόσμο σαν να γεμίζει μια γιορτή αφιερωμένη στην «Αρχόντισσα του ρεμπέτικου» με χαρούμενους ακροατές.
Παίρνουν νέα πνοή τα τραγούδια μέσα σε μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, καθώς η πρωταγωνίστρια της βραδιάς μάς συστήνει τη σπουδαία Μπέλλου, με έναν τρόπο λιτό και απλό. Είναι μια περιπλάνηση σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει γύρω μας, αλλά υπάρχει μέσα μας, μέσα από αυτό τον ήχο. Γι' αυτό και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να αντισταθεί και να μην τραγουδήσει. Και θα έλεγα ότι ακόμα και αν αυτό το είδος τραγουδιού δεν σας ενδιαφέρει, αυτός ο τρόπος να το ακούσετε έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι σαν να μπαίνετε σε μια αγκαλιά –χωρίς μελό– με συγκίνηση, σε ένα πράγμα χειροποίητο και βγαλμένο από τον θαυμασμό, τον σεβασμό και τα αισθήματα. Έχει μια βαθιά πνευματικότητα η παράσταση αυτή, γιατί συνδέει με τα πιο απλά υλικά έναν μύθο και τον φέρνει σε εμάς με την πιο χαρμόσυνη διάθεση.