ΑΣ ΔΟΥΜΕ, ΕΙΠΑ, και μια φορά μετά από καιρό ζωντανά τη Βουλή, ως οφείλουμε ίσως για μια διαδικασία που είχε υποτίθεται να κάνει με την τραγωδία ή με το έγκλημα (ισχύουν και τα δύο) των Τεμπών. Η αίσθηση της ματαιότητας όμως είναι άμεση και διαρκής και κορυφώνεται με την ομιλία του πρωθυπουργού, ο οποίος μοιάζει να έχει πιο άνετο στυλ και πιο εύκολο έργο απ’ ότι θα έπρεπε και απ’ ότι θα ήταν δίκαιο.
Καμία κοινοβουλευτική performance όμως των τελευταίων ημερών δεν μπορεί να επισκιάσει την νοσηρή αλλά και ακατανόητη με συμβατικούς όρους – ψυχολογικούς ή άλλους – αμετροέπεια που επέδειξε για άλλη μια φορά ο κ. Καραμανλής, πριν καταχειροκροτηθεί από τους βουλευτές της παράταξής του. Αυτό είναι cringe, όχι αστεία.
Και μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του κ. Μητσοτάκη, μια υπόκωφη βοή και η πλήρης αποκλιμάκωση με την έναρξη της ψηφοφορίας. Όποιος, σαν κι εμένα, κακομαθημένος από τους κανόνες της μυθοπλασίας, περίμενε κάτι να παιχτεί με το ζήτημα της παραίτησης των κ.κ. Παπασταύρου και Μπρατάκου ελάχιστες ώρες πριν, απογοητεύτηκε οικτρά.
Καμία κοινοβουλευτική performance των τελευταίων ημερών δεν μπορεί να επισκιάσει την νοσηρή αλλά και ακατανόητη με συμβατικούς όρους – ψυχολογικούς ή άλλους – αμετροέπεια που επέδειξε για άλλη μια φορά ο κ. Καραμανλής, πριν καταχειροκροτηθεί από τους βουλευτές της παράταξής του. Αυτό είναι cringe, όχι αστεία.
Η παράστασις έλαβε τέλος όχι με έκρηξη ούτε και με λυγμό, αλλά όπως άρχισε, με μια αίσθηση χλιαρής ματαιότητας. Διαλυθείτε ησύχως. Δεν έχει κάτι άλλο να δείτε εδώ, οι συνάδελφοι ψηφίζουν ηλεκτρονικά. Εκπλήξεις δεν αναμένονται. Καληνύχτα σας και εις άλλα με υγεία.
Ουδείς πιστεύει, έτσι κι αλλιώς, ότι είναι ποτέ δυνατόν να αποδειχθούν πραγματικά καίριες και λυτρωτικές οι εξεταστικές επιτροπές ή οι προτάσεις δυσπιστίας με προδικασμένη κατάληξη. Το είπε κι ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος ξέρει να αφουγκράζεται και να στρώνει στα μέτρα του μια παγιωμένη κοινή αντίληψη: «κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις εξεταστικές επιτροπές».
Και δικαίως δεν ενδιαφέρεται, με τόσα που κατά καιρούς έχει δει και κυρίως, δεν έχει δει. Η επωδός είναι πάντα η ίδια, απηχώντας το Everybody Knows του Κοέν: «Όλοι το ξέρουν ότι ο αγώνας είναι στημένος / όλοι το ξέρουν ότι η βάρκα μπάζει νερά». Όπως φαίνεται να μπάζει νερά – μέχρι βραχυκυκλώματος – ο πολυδύναμος επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβερνητικής εξουσίας.
Συγχρόνως, ξεχείλισαν τα social media από σχόλια ποικίλων ακροδεξιών ερπετοειδών που βρήκαν αφορμή για να απαιτήσουν κρεμάλες και για να υπενθυμίσουν ότι η Βουλή ήταν έτσι κι αλλιώς τελειωμένη υπόθεση μετά την πανηγυρική ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Είναι πραγματικά πολύ ανησυχητική η προοπτική να απορροφήσει (ξανά) η ακροδεξιά ένα μεγάλο κομμάτι της «λαϊκής» δυσαρέσκειας, ασχέτως αν αυτή ίσως δεν είναι και τόσο έντονη όσο νομίζουμε.
Όχι ότι δεν φέρει ο περισσότερος κόσμος ως τραύμα – και ως ντροπή – την υπόθεση των Τεμπών, απλά, όπως μαρτυρούν και οι δημοσκοπήσεις, επιλέγει συγκαταβατικά να την χρεώνει κυρίως σ’ ένα σύστημα χρόνιας παθογένειας παρά σε μία και μόνη κυβέρνηση, ακόμα κι αν αυτή κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύει την γενική καχυποψία.