ΕΧΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ τον Τζία Ζάνγκε, καθισμένο αρχοντικά σε μια ψηλή καρέκλα στη βεράντα του Salon des Ambassadeurs στις Κάννες, με τη σύζυγο και μούσα του, Τάο Τζάο, πάντα στο πλευρό του. Είναι συγκινημένος για την επιστροφή του στο φεστιβάλ, από την υποδοχή που του επιφύλαξαν στην επίσημη πρεμιέρα, και φαντάζομαι για το κατόρθωμά του να ολοκληρώσει, επιτέλους, το χρονικό των αλλαγών στη χώρα του στον 21ο αιώνα, σε μια ταινία-ποταμό, που μαζεύει τα κομμάτια της φιλμογραφίας του και τα ενώνει κάτω από την πονεμένη ερωτική ιστορία μιας γυναίκας που αγαπά κι ενός άνδρα που δραπετεύει.
Οι εικόνες της ταινίας, μια ταπετσαρία από την πρωτοχρονιά της νέας χιλιετίας ως το σημερινό κομφούζιο, με ενδιάμεσο σταθμό την εξαιρετικά κομβικής σημασίας, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων από το Πεκίνο για το 2008, με πρόσωπα από τις μητροπόλεις και τις γωνιές της χώρας, απίθανη φύση και συντρίμμια μιας επανάστασης που μετεξελίσσεται σε κάτι που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε επαρκώς, με μουσικές τοπικές και δυτικές (το ιδιαίτερο σάουντρακ στις ταινίες του δεν παύει να ξαφνιάζει) και την πρόφαση της μυθοπλασίας να πλαισιώνει το εγχείρημα, αναγάγουν το «Caught by the Tides» στην κορωνίδα της φιλμογραφίας του. Ταυτόχρονα, εγείρουν και ένα ερώτημα: γιατί αισθάνθηκε την προσωπική ανάγκη να επισκεφθεί ξανά γνωστούς κινηματογραφικούς του τόπους, να ψάξει εκ νέου την άκρη του νήματος;
Αντίθετα με τον Γιμού Ζανγκ, που το έριξε στη φαντασία και το φαντεζί, ο Τζία αποτελεί κλασικό παράδειγμα της έκτης γενιάς Κινέζων σκηνοθετών, οπαδός του νατουραλισμού και της απόχρωσης. Προτιμά να δίνει το «παρών» στο γκρέμισμα ενός φράγματος, ή να στριμώχνεται από τις παλίρροιες, παρά να στροβιλίζεται γύρω από τίγρεις, δράκους και ιπτάμενα στιλέτα.
«Λόγω του lockdown», μου λέει, για να εξηγήσει πως όταν πρωτολανσαρίστηκε η ψηφιακή τεχνολογία, κάπου στο 2001, ξεκίνησε να κινηματογραφεί συνεπαρμένος, μαζί με φίλους και συνεργάτες, υλικό που δεν χρησιμοποιήθηκε και στοιβάχτηκε, ή μέρος του απλώς εντάχθηκε περιστασιακά σε άλλα projects. Η ταινία που είχε σκεφτεί τότε θα είχε τον τίτλο «Ο τύπος με την κάμερα» − και ίσως γι’ αυτό ο Βραζιλιάνος Βάλτερ Σάλες ονόμασε «Ο τύπος από τη Φενγιάνγκ» το ντοκιμαντέρ-πορτρέτο για τον Τζία, το 2014.
Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν, ήρθαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2008 και συνέβησαν πολλά που δεν ολοκληρώθηκαν και άφησαν τον κόσμο με μια αίσθηση ξεριζωμού, εξαιτίας της αυτοθυσίας που χρειάστηκε να επιδείξουν, κάτι που άλλωστε φιγουράρει στο αριστούργημά του, «Ακίνητη Ζωή», το οποίο απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2008. «Ένιωσα απογοήτευση, μια μεγάλη λύπη, όταν κλειστήκαμε μέσα, νόμιζα πως ό,τι έκανα πήγε χαμένο», καταλήγει, γι’ αυτό και βάλθηκε να ψάξει την αρχή και να τιμήσει μια βουβή θλίψη, σαν κι εκείνη της Κιάο, όπως την υποδύεται η Τζάο. Όταν τη ρωτώ αν κλίνει περισσότερο προς το πένθος ενός έρωτα κακοποιητικού και καθόλου ρομαντικού, ή προς τη συμβολική ελπίδα, μου απαντά το δεύτερο: είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και έδωσαν τον αγώνα τους για να προσαρμοστούν, που τα βλέπουμε στην ταινία να γλεντάνε, να κλαίνε, να αναρωτιούνται για την τύχη τους, να αποχαιρετούν αγαπημένους και να μεθούν άσχημα. Να βιώνουν ένα μετέωρο παρόν, όπως και ο Τζία Ζάνγκε.
Τον έχουν αποκαλέσει εθνολόγο, ακόμη και αρχαιολόγο του σινεμά, έναν καταγραφέα των αλλαγών και ιστορικό, μέσα από ένα ιδίωμα που πλέον σπανίζει. Αν το καλοσκεφτούμε, ποιοι άλλοι κάνουν ταινίες με ευδιάκριτα ανθρωπολογικά στοιχεία; Ο Ολλανδοαυστραλός Ρολφ ντε Χέερ για τους Αβορίγινες και ο Πέδρο Κόστα για την αγαπημένη του γειτονιά στη Λισαβόνα. Με τον τρόπο τους, ο Βερεσεθάκουλ και ο Λαβ Ντίαζ, αν και δεν τους βάζεις εύκολα στην ίδια κατηγορία. Ο Τζία κατασκευάζει συχνά το δικό του docufiction, διαφοροποιώντας τη δοσολογία της μυθοπλασίας έναντι της τεκμηρίωσης. Fiction κάνει, αν και με τη ρευστότητα που διακρίνει το βλέμμα του, ενσωματώνει την κοινωνία ξεκολλώντας την από το αδρανές φόντο.
Αντίθετα με τον Γιμού Ζανγκ, που το έριξε στη φαντασία και το φαντεζί, ο Τζία αποτελεί κλασικό παράδειγμα της έκτης γενιάς Κινέζων σκηνοθετών, οπαδός του νατουραλισμού και της απόχρωσης. Προτιμά να δίνει το «παρών» στο γκρέμισμα ενός φράγματος, ή να στριμώχνεται από τις παλίρροιες, παρά να στροβιλίζεται γύρω από τίγρεις, δράκους και ιπτάμενα στιλέτα. Πάντα με συμπαραστάτες την Τζάο, και τον οπερατέρ του Αλέν Ρενέ, του Ασαγιάς, του Ανγκ Λι και του Ντεπλεσέν, τον ultimate τυχοδιώκτη της φωτογραφίας, Ερίκ Γκοτιέ. Εμείς τον παρακολουθούμε στο ταξίδι του, όπως η ηρωίδα του διασχίζει μελαγχολικά τον ποταμό Τσιανγκσού, πλέοντας αργά σε ένα σκηνικό μαγείας και αβεβαιότητας.