Ο Λέναρντ Φάιφ είναι ο πρωταγωνιστής του «Oh, Canada», ένας Αμερικανός που γύρισε την πλάτη στην υποχρεωτική θητεία στα ταραγμένα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ, αλλά και σε μια στρωμένη ζωή, με σύζυγο, παιδί και λαμπρές επαγγελματικές προοπτικές, δραπετεύοντας στον Καναδά, όπου γύρισε στρατευμένα ντοκιμαντέρ και τώρα σηκώνεται από το κρεβάτι του πόνου, άρρωστος σε τελικό στάδιο καρκίνου, για να δώσει μια μεγάλη συνέντευξη σε πρώην συνεργάτες του, απρόθυμα αλλά εξομολογητικά, και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες που πρέσβευε σε ένα νεότερο κοινό που ενδεχομένως τις αγνοεί.
Αντί ωστόσο να μιλήσει για την καριέρα και τη δουλειά του, απαιτεί να βλέπει πίσω από την κάμερα τη νυν σύζυγό του (Ούμα Θέρμαν) και επιλέγει να εκμυστηρευτεί λεπτομέρειες που τη φέρνουν σε δύσκολη θέση και προβληματίζουν τους σκηνοθέτες, καθώς κανείς δεν είναι σίγουρος αν η όποια αλήθεια μπερδεύεται με τις ιστορικές και προσωπικές ανακρίβειες, απόρροια της βαριάς φαρμακευτικής αγωγής και της εύθραυστης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει. Η βιντεοσκοπημένη διαθήκη του, σαν εφιάλτης μιας σπαταλημένης ζωής σε rewind όψιμης ειλικρίνειας, διακόπτεται συνεχώς με φλας μπακ από το παρελθόν, όπου συχνά ο γηραιός Φάιφ (Ρίτσαρντ Γκιρ) επισκέπτεται τη νεότερη, σφριγηλή εκδοχή του (Τζέικομπ Ελόρντι), αλλά και το αντίστροφο.
Στο βάθος του «Oh, Canada» υπάρχει ο παραλληλισμός με την Αμερική του σήμερα, ένα πολιτικό αδιέξοδο όπως το 1968, με τη νεότητα εγκλωβισμένη σε διλήμματα που δεν παίρνουν απάντηση, και τη διαφυγή σε μια φιλική δημοκρατία ως τη μοναδική πρόταση για επαναδιατύπωση του βιώσιμου μέλλοντος.
«All the news is bad, kiss your dreams goodbye» είναι οι στίχοι που μου έρχονταν συνεχώς στον νου, συμμεριζόμενος το ταξίδι του πρωταγωνιστή, από το έξοχο, μελαγχολικό και κλασικό τραγούδι «The Ballad of the Sad Young Men» (που έχουν ερμηνεύσει από την Ρομπέρτα Φλακ μέχρι τον Μποζ Σκαγκζ), καθώς ο λυπημένος νέος Λέναρντ, αναπνέοντας τον καπνό των άλλων και ακούγοντας σιωπηλά και ευγενικά προτάσεις ξένων για τη δική του ζωή, στεκόταν ακίνητος και σκεπτικός στον χρόνο, κάτι που ο Σρέιντερ προσπαθεί να αναπαραστήσει με ένα ξαφνικό, εκτυφλωτικό φως που τον μεταφέρει σε αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει.
Μια κρυφή λαχτάρα για ένα καλύτερο αύριο τρυπώνει στο μυαλό του ετοιμοθάνατου κινηματογραφιστή, και το μόνο που αξίζει να κρατήσει από τα λάθη, τις αστοχίες και τον πόνο που έχει προκαλέσει είναι αυτός ο αναστεναγμός του τίτλου, η στιγμή που ένιωσε πως δεν δεσμεύεται από τη σάρκα, τις αδυναμίες ή τη συγκυρία – υποστήριζε, ξαφνιάζοντας τους θαυμαστές του, πως κατά τύχη έπεσαν τα σωστά θέματα στο διάβα του, κι εκείνος κρατούσε την κάμερα στη σωστή κατεύθυνση.
Όπως και ο φίλος του, έτερος ονειροπόλος Φράνσις Φορντ Κόπολα με το «Megalopolis» και τον οραματιστή αρχιτέκτονα, προσπαθεί να σπείρει τις ιδέες του σκηνοθέτη πρωταγωνιστή του, αλλά βασικά τις κρατά στο δικό του μυαλό και ζυμώνονται όσο διαρκεί η ταινία, αδυνατώντας να μετουσιωθούν σε κάτι πιο δραματικό από έναν κομψό, ενίοτε αυστηρό στοχασμό – κάτι που ίσως είναι πιο αναμενόμενο από έναν πιο καθαρόαιμο σεναριογράφο, όπως ο Σρέιντερ.
Στο βάθος του «Oh, Canada» υπάρχει ο παραλληλισμός με την Αμερική του σήμερα, ένα πολιτικό αδιέξοδο όπως το 1968, με τη νεότητα εγκλωβισμένη σε διλήμματα που δεν παίρνουν απάντηση, και τη διαφυγή σε μια φιλική δημοκρατία ως τη μοναδική πρόταση για επαναδιατύπωση του βιώσιμου μέλλοντος. Ο γηραιός Λέναρντ του Ρίτσαρντ Γκιρ παραμένει κυνικός και συννεφιασμένος μέσα στη δίνη της επιλεκτικής, συγχυτικής του μνήμης, ενώ οι λίγες σκηνές στις οποίες ο Τζέικομπ Ελόρντι αναλαμβάνει δράση, είτε επαναφέροντας μια Κούβα που μάλλον δεν επισκέπτεται ποτέ, είτε διστάζοντας ανάμεσα στις γυναίκες που τον πλαισιώνουν και τον θέτουν προ των ευθυνών του, λειτουργούν πιο αποτελεσματικά.