Δεν υπάρχει μέσον στη Γαλλία αλλά και σε όλον τον κόσμο που να μην αναφέρει πόσο επεισοδιακό προβλέπεται, και ήδη είναι σε μια πρώτη φάση, το 77ο Φεστιβάλ Καννών, πριν καν σηκώσει την αυλαία του και υποδεχθεί 35 χιλιάδες καλεσμένους από όλους τους χώρους. Την αρχή έκαναν 200 εργαζόμενοι, υπάλληλοι σε διάφορα φεστιβάλ της χώρας και ελεύθεροι επαγγελματίες, που ετοιμάζουν απεργία με σύνθημα «Κάτω από τις οθόνες, φτώχεια», καταγγέλοντας την αστάθεια που επικρατεί στο εργασιακό και το ασφαλιστικό, διαμαρτυρόμενοι για τις παροχές έντονα και έμπρακτα, αφού είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο από τον Μάη του ‘68, όταν το φεστιβάλ διακόπηκε ολοσχερώς από τις μαζικές κινητοποιήσεις και ουσιαστικά δεν τελέστηκε ποτέ.
Στη χρονιά των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι και της σχεδόν στρατιωτικής προθέρμανσης για πρόσθετα μέτρα ασφάλειας, και θέλοντας να κρατήσει ουδέτερη στάση, το φεστιβάλ απαγόρευσε τις διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια του δεκαημέρου των εκδηλώσεων, δεν επιτρέπει σε κανέναν να φορά καρφίτσες υπέρ της Παλαιστίνης ή του Ισραήλ (καμία κουβέντα πλην της προφανούς αν και έμμεσης αναφοράς στην κατάπαυση του πυρός στη Γάζα), ακολουθώντας τη νωπή αμηχανία αποσιώπησης της Eurovision − ποιος θα το πίστευε, από ένα άκρως πολιτικοποιημένο φεστιβάλ. Αντίθετα, θα υποδεχθεί με μεγάλη χαρά τη νέα, αναμενόμενη, και γιατί όχι, μεγάλο φαβορί για ένα από τα σημαντικά βραβεία, ταινία του Μοχάμεντ Ρασούλοφ, ο οποίος πρόσφατα δραπέτευσε από το Ιράν, αποφεύγοντας έτσι τις εξαντλητικές ποινές φυλάκισης και μαστιγώματος που εκτίει. Δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη αν ο σκηνοθέτης θα δώσει το «παρών» στις Κάννες.
Η Ζιλιέτ Μπινός, που με σεβασμό και, ως συνήθως, λίγο παραπάνω δάκρυ, της παρέδωσε τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα και εξομολογήθηκε πως οι γυναίκες άρχισαν να βλέπουν διαφορετικά τον εαυτό τους μετά τη Μέριλ, είχε, παρά την υπερβολή της φορτισμένης δήλωσης, απόλυτο δίκιο.
Το κυριότερο σκάνδαλο που απειλεί να σκάσει σαν βόμβα έρχεται από την ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Ζιντίτ Γκοντρές, η οποία έχει αναλάβει σταυροφορικό αγώνα εναντίον του διευθυντή του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου, Ντομινίκ Μπουτονά. Εναντίον του εκκρεμεί καταγγελία σεξουαλικής επίθεσης από τον βαφτισιμιό του και πολλοί απορούν πώς παραμένει στη θέση του, παρά το τεκμήριο αθωότητας που επικαλείται αυτός και βέβαια όσοι θεωρούν πως ακόμη δεν συντρέχει λόγος παραγκώνισης ή μη επαρκώς στοιχειοθετημένης, πρόωρης συνταξιοδότησής του. Η Γκοντρές έχει ήδη καταγγείλει πρώην συντρόφους της, τους γνωστότατους Μπενουά Ζακό και Ζακ Ντουαγιόν, πως της είχαν επιτεθεί σεξουαλικά στη δεκαετία του ‘80, όταν ήταν ακόμη ανήλικη, και είναι παραπάνω από «ορατή» στο φετινό φεστιβάλ, αφού η μικρού μήκους της, «Moi Aussi», που μεταφράζεται ακριβώς σε «Me Too», εντάχτηκε στο πρόγραμμα την τελευταία στιγμή και θα παιχτεί στο περιθώριο της έναρξης του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα», καθώς επίσης έστειλε δελτίο Τύπου, κάτι σαν εγχειρίδιο, για ορθή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για να αποφευχθούν ανεπιθύμητες κινήσεις που ενδέχεται να θίξουν την αξιοπρέπεια των συμμετεχόντων. Ωστόσο το καυτό μυστικό που κρατά στα χέρια της είναι η μακαρθικής συμπαραδήλωσης λίστα με τους 10 της γαλλικής βιομηχανίας, άνδρες και πασίγνωστους, ανάμεσα στους οποίους και ένας βραβευμένος με Όσκαρ, που θα καταγγελθούν αναδρομικά για παρενόχληση ή και βιασμό. Στα ονόματα που έχουν διαρρεύσει βρίσκονται και αυτά του Πιερ Νινέ, του Ζαν Ντιζαρντέν, του Ζιλ Λελούς και του Γκιγιόμ Κανέ. Στον απόηχο μιας ακόμη καταγγελίας εναντίον του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, δεν έχει υπάρξει αντίδραση στις ανεπίσημες φήμες και πολλοί περίμεναν πως ίσως στην τελετή έναρξης θα ακούγονταν φωνές ή διαμαρτυρίες. Την προηγουμένη της έναρξης, η Γκοντρές διαδήλωνε στο Παρίσι, ενδεχομένως όμως κάποιο άλλο άτομο να έριχνε τον πρώτο λίθο διαμαρτυρίας.
Η γενική διευθύντρια του φεστιβάλ, Ιρίς Νομπλόκ, και ο εκλέκτορας Τιερί Φρεμό (ο οποίος θυμίζουμε πως πέρυσι απέφυγε να δώσει θέση στις ταινίες του Πολάνσκι και του Γούντι Άλεν «για να μη στρέψει τους προβολείς σε λάθος κατεύθυνση») αντιλήφθηκαν την εύθραυστη ισορροπία, κράτησαν χαμηλούς τόνους, έκαναν έκκληση για ένα φεστιβάλ όπου η πολιτική θα έπαιζε τον ρόλο της αποκλειστικά στην οθόνη, για καλό και για κακό προσέλαβαν μια εταιρεία διαχείρισης κρίσεων, και η τελετή έναρξης τελικά κύλησε «αναίμακτα» και εξόχως εορταστικά.
Στα σκαλιά του Palais de Festival οι δυο οικοδεσπότες υποδέχθηκαν το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς, την ανυπέρβλητη Μέριλ Στριπ, και το soiree αφιερώθηκε στη μεγάλη καριέρα της και το μοναδικό της ταλέντο να ενώνει και να συγκινεί. Στο πεντάλεπτο μοντάζ από τα επιτεύγματά της, στο οποίο, όπως είπε χαρακτηριστκά, ήταν σαν να βλέπει από το παράθυρο μιας υπερταχείας τα νιάτα της να δίνουν τη θέση τους στη μεσήλικη Μέριλ και από εκεί στο σημείο που βρίσκεται τώρα («Μέριλ, αγάπη μου», την είχε προειδοποιήσει η μητέρα της, «η ζωή τρέχει σαν βολίδα!»), γίναμε ξανά μάρτυρες συναρπαστικών αποσπασμάτων από τις συγκλονιστικές της ερμηνείες και αναρωτηθήκαμε, τουλάχιστον κάποιοι από εμάς, πώς τολμήσαμε να τη βαρεθούμε και να την αμφισβητήσουμε κάποια στιγμή, κακομαθημένοι από την τελειότητά της. Και η ίδια φοβήθηκε σε ένα σταυροδρόμι της φιλμογραφίας της, δυο Όσκαρ και μόλις 10 χρόνια μετά τον «Ελαφοκυνηγό»: όταν ήρθε την πρώτη και τελευταία φορά στις Κάννες, πριν από 35 χρόνια για το «Κραυγή στο σκοτάδι», λίγο πριν κλείσει τα 40 της χρόνια, νόμιζε πως η καριέρα της βρισκόταν στα πρόθυρα του ένδοξου τέλους – «αυτό ήταν το σκεπτικό εκείνα τα χρόνια», τόνισε γλυκόπικρα. Η Ζιλιέτ Μπινός, που με σεβασμό και, ως συνήθως, λίγο παραπάνω δάκρυ, της παρέδωσε τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα και εξομολογήθηκε πως οι γυναίκες άρχισαν να βλέπουν διαφορετικά τον εαυτό τους μετά τη Μέριλ, είχε, παρά την υπερβολή της φορτισμένης δήλωσης, απόλυτο δίκιο.
Το κοινό δεν έχασε λέξη από το συναίσθημα της Μέριλ και ο μόνος που έδειξαν οι κάμερες να βαριέται ήταν ο Λουί Γκαρέλ, ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας «Η δεύτερη πράξη», του Κεντέν Ντιπιέ, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της αμέσως μετά τη γιορτή. Είχε προηγηθεί μια κλασάτη παρουσίαση από την ηθοποιό που γνωρίσαμε από το τηλεοπτικό «Dix pour Cent», Καμίγ Κοτέν, με αναφορά στον παράλληλο, τρελό κόσμο των Καννών αλλά και στους κυρίους που συναντούν επαγγελματικά ηθοποιούς τα βράδια και που φέτος δεν θα δούμε (προφανώς χειροκροτήθηκε), παρουσίαση στα μέλη της κριτικής επιτροπής με ειδικό αφιέρωμα στην πρόεδρο, Γκρέτα Γκέργουιγκ, με αποθεωτικό βίντεο της δουλειάς της, και έμφαση στις τρεις σκηνοθεσίες της που έχουν πλασαριστεί στις δεκάδες της καλύτερης ταινίας στα Όσκαρ. Ως έναν βαθμό, και ειδικά στον τόνο, η ροή θύμιζε χολιγουντιανή τελετή, το ηθικό παρέμεινε υψηλό και οι παριστάμενοι μάλλον ανακουφίστηκαν από την τήρηση του πρωτοκόλλου, ειδικά ο πρωταγωνιστής της «Δεύτερης Πράξης», ο βραβευμένος με Σεζάρ, 33χρονος Ραφαέλ Κενάρ, που βρίσκεται κι αυτός, θεωρητικά, στην εκρηκτική λίστα των 10, και ήταν παρών στην αίθουσα.
Η ίδια η ταινία, που ακόμη δεν έχει διανομή στην Ελλάδα, όπως άλλωστε δεν προβλήθηκε ποτέ στη χώρα μας και η προπέρσινη έναρξη, το «Coupez» του Μισέλ Χαζαναβίσιους, ξεπερνά με σθένος και επιμονή τα όρια του meta και του τοίχου που χωρίζει τη μυθοπλασία από το κοινό της, παρακολουθώντας τον Γκαρέλ, τον Κενάρ, τη Λέα Σεϊντού και τον Βενσάλ Λεντόν στη συνάντησή τους στο εστιατόριο του τίτλου, ενώ συνεχώς διακόπτουν την «ερμηνεία» τους λέγοντας τα δικά τους, από τον φόβο τους μήπως παρεξηγηθούν και ακυρωθούν, μέχρι τον ενθουσιασμό τους για το ότι ο Πολ Τόμας Άντερσον σκέφτεται σοβαρά έναν από αυτούς για τη νέα του ταινία! Άλλο ένα παιχνίδισμα του Γάλλου σουρεαλιστή με αστείες εμπνεύσεις, επίπεδη εκτέλεση και την πρωτοτυπία να ενώσει στους τίλους αρχής τόσο διαφορετικές εταιρείες παραγωγής όπως το Canal Plus, την Arte και το άφαντο εδώ και κάποια χρόνια στο φεστιβάλ Netflix, που απλώς προστέθηκε στην υπερτροφική του φιλμογραφία, σαν ευγενική χειρονομία πριν από το βαρύ πυροβολικό που παίρνει σειρά στις Κάννες, με το «Megalopolis» να κάνει την πρώτη του δημόσια υπόκλιση την Πέμπτη, ελπίζοντας να μη δημιουργηθούν κι άλλα εξωκαλλιτεχνικά παρατράγουδα, καθώς ο Κόπολα κατηγορείται, και αυτός, πως προσπάθησε να φιλήσει γυναίκες-κομπάρσους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του μεγαλόπνοου project του, κάτι που ο παραγωγός του, Ντάρεν Ντιμίτρε, αρνείται κατηγορηματικά.