ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ «Ελσίνκι», του νέου μυθιστορήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη με τον ιλιγγιώδη ρυθμό και την υποχθόνια αφηγηματική δύναμη, υπάρχει μια ομοερωτική σχέση: αυτή του Αντώνη, συγγραφέα στο επάγγελμα, με τον κατά είκοσι πέντε χρόνια νεότερό του, Αβίρ, Κούρδο πρόσφυγα. Είχαν γνωριστεί κάπου το 2006 στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο Αβίρ «παρά το γεγονός ότι ήταν ψηλός, δεν ήταν άχαρος. Περπατούσε λικνιστικά, χωρίς την αρχετυπική προβολή του ανδρισμού του, εκείνη την κουραστική αρρενωπότητα που όφειλαν να διατηρούν οι Ανατολίτες και οι Μεσογειακοί. Ο Αβίρ είχε κάτι το ανατολίτικο και νωχελικό (…) Και με τον καιρό αφηνόταν, χαλάρωνε, καταστέλλοντας τις αναστολές του, μέχρι που αναχώρησε εκεί όπου οι θεσμικές σειρήνες της ζωής και της Ανατολής τον καλούσαν από καιρό». Αυτή η παράγραφος τα λέει όλα για τη σχέση των δύο ανδρών.
Στην αρχή σωματική, όταν ο Αντώνης αισθάνεται τον Αβίρ «καταδικό» του, ύστερα συναισθηματική και αγαπητική αλλά και σχέση έγνοιας, καθώς ο Αβίρ παντρεύεται με προξενιό συμπατριώτισσά του, την Εβίν, ακολουθώντας τη συνθήκη του δικού του ηθικού/πολιτισμικού κώδικα, μετακινείται διαρκώς μεταξύ του Καλάρ στο Κουρδιστάν και του Ελσίνκι, μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας, αποκτά τρία παιδιά και κατορθώνει τελικά να ζήσει στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας. Είναι μια ζωή εύθραυστη που στο τέλος της αφήγησης εκρήγνυται, όπως εκρήγνυται και η αγαπητική σχέση του Αντώνη με τον Αβίρ. Το τέλος της σχέσης, που είναι και το τέλος της επικοινωνίας μεταξύ τους, έχει το σασπένς αστυνομικής ιστορίας, που δεν σημαίνει όμως ότι ο συγγραφέας οδηγεί το μυθιστόρημα σε αστυνομική λύση. (Ας μην αποκαλύψουμε το τέλος).
Προσωπικά, ως αναγνώστη, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς ο Γρηγοριάδης βάζει το πολιτικό στοιχείο μέσα στη μυθοπλασία του. Είναι αυτό που δημιουργεί τη ρευστότητα των πραγμάτων, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην ομοερωτική ιστορία του «Ελσίνκι».
Ο Αντώνης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη σχέση του με τον Αβίρ. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αντώνης είναι το alter ego του πραγματικού συγγραφέα, του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Αυτό μπορεί να μην το επιδιώκει φανερά ο Γρηγοριάδης αλλά μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχουν αρκετά στοιχεία που μας επιτρέπουν την ταύτιση. Το βιογραφικό στοιχείο είναι σημαντικό για την ίδια την πλοκή, τη γραφή, το στυλ, τη γλώσσα, τον χρόνο του μυθιστορήματος και όχι τόσο γι’ αυτό που θα ονομάζαμε, σε άλλη περίπτωση, αυτομυθοπλασία. Είναι επίσης σημαντικό για τον αναγνώστη που κινείται, διαβάζοντας, μεταξύ της ομορφιάς και της ανησυχίας που δημιουργεί η αφήγηση.
Ο συγγραφέας, ο Αντώνης ή Θεόδωρος, μας παραδίδει άλλωστε, φάτσα-φόρα, τα αφηγηματικά κλειδιά. Η σχέση του με τον Αβίρ δεν ήταν ποτέ γραμμική ή λογική. «Γι’ αυτό κι εγώ την άφησα να εξελιχθεί μέσα από διαφορετικές ματιές και σκόρπιες εικόνες». Ή πάλι: «Δεν περίσσευε "λογοτεχνικότητα" για μια τέτοια ρεαλιστική ιστορία». Κι ακόμη: «Όταν μου έλεγε ότι σκεφτόταν να φύγει, εγώ ήμουν σίγουρος ότι τα είχε όλα προσχεδιασμένα. Ερχόταν η ώρα να δω πώς είναι να ξαναμένεις μόνος ύστερα από τρία χρόνια συντροφιάς (…) Και εκεί την πάτησα, διότι αυτήν τη φορά δεν έγραφα ούτε θέατρο ούτε μυθοπλασία. Διάλεξα έναν χαρακτήρα από την πραγματικότητα. Έτσι, έπεσα θύμα της ίδιας μου της ευρηματικότητας, υιοθετώντας έναν ρόλο βασισμένο στον ίδιο μου τον εαυτό». Κι όταν φτάνει στο τέλος του βιβλίου, γράφει: «Τώρα όμως ήμουν αποφασισμένος να το ολοκληρώσω, και με το επιπλέον ρίσκο να είναι ο συγγραφέας ο ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου».
Η αφήγηση ξεκινάει το 2018, στο Ελσίνκι, όπου η πενταμελής οικογένεια του Αβίρ ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Αντώνη ή τον μάμο Άντο, που έρχεται από την Ελλάδα. Η Εβίν κάνει όλες τις προετοιμασίες, μαγειρεύει διπλά καθώς «σήμερα είναι η μέρα του ξένου, του φιλοξενούμενου, του φίλου του αντρός της – οι φίλοι των αντρών δεν είναι ποτέ των γυναικών». Αλλωστε τι ξέρει η Εβίν για τον άντρα της, για τα δέκα χρόνια πριν αυτός γυρίσει στην Καλάρ και την παντρευτεί; Τι θα έπρεπε να ξέρει και τι της επιτρέπεται; Από το Ελσίνκι του 2018 πίσω στο Τούρκου της Φινλανδίας το 2009, όπου ο Αβίρ συζεί με μια Φινλανδή μήπως και μπορέσει να κάνει εικονικό γάμο και πάρει άσυλο. Η αφήγηση κινείται μέσα από μικρά κεφάλαια που δίνουν ρυθμό και ενισχύουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Είναι κεφάλαια που μοιάζουν με βινιέτες ή στιγμιότυπα και μας μεταφέρουν στον χρόνο αλλά και στη γεωγραφία, τόσο του χώρου όσο και των συναισθημάτων. Από το 2018 στο 2009, πάλι στο 2018, ύστερα στο 2011 και πάλι στο 2018, μετά στο 2012, στο 2019 και στο 2023, που είναι ο χρόνος του αφηγηματικού τέλους. Από το Ελσίνκι στο Τούρκου και πάλι στο Ελσίνκι κι ύστερα στη Βάασα της Φινλανδίας και στο Καλάρ του Κουρδιστάν, στο Ιράκ, και βέβαια στην Αθήνα όπου ο Αντώνης περπατάει καμιά φορά στους δρόμους μήπως εντοπίσει αγαπημένες σκιές. Σ’ αυτήν τη γεωγραφία πρέπει να βάλουμε και τον ψηφιακό χώρο του διαδικτύου όπου επικοινωνούν οι δύο ήρωες. Ανάμεσα στο Ελσίνκι, το Τούρκου ή το Καλάρ παρεμβάλλονται οι διάλογοι των δυο τους, με τα αμεταποίητα ελληνικά του Αβίρ γραμμένα σε αγγλικό πληκτρολόγιο.
Η ομοερωτική romance είναι τοποθετημένη σε μια κανονικότητα – για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ στο γεωπολιτικό πλαίσιο του αφηγηματικού χρόνου. Η σχέση του Αντώνη με τον Αβίρ, πέρα από τις δικές της εσωτερικές συνθήκες, μας οδηγεί στην ιχνηλάτηση αυτής της δεκαετίας του 2010, που έφερε τα πάνω-κάτω. Χωρίς καμία πρόθεση στράτευσης ο συγγραφέας μάς δείχνει την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, τον εμφύλιο στη Μέση Ανατολή, την προσφυγική και μεταναστευτική έκρηξη αλλά και την κρίση του συναισθήματος και της κοινωνικής ευαισθησίας, όπως κι αν αυτή εκφραζόταν: «Η ευαισθησία των άλλων είναι μια κατασκευασμένη συνθήκη που συντηρείται από τα παθήματα των αληθινών μαρτύρων». Ο συγγραφέας κινείται διαρκώς, με μεγάλη απλότητα και λιτούς τρόπους, από το προσωπικό στο πολιτικό, από το συναισθηματικό στο ψυχολογικό. Προσωπικά, ως αναγνώστη, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς ο Γρηγοριάδης βάζει το πολιτικό στοιχείο μέσα στη μυθοπλασία του. Είναι αυτό που δημιουργεί τη ρευστότητα των πραγμάτων, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην ομοερωτική ιστορία του «Ελσίνκι».
Το «Ελσίνκι» είναι βέβαια κι άλλα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τις ταυτότητες, εθνικές, σεξουαλικές, φύλου, και για τη διαφορετικότητα. Είναι ένα μυθιστόρημα για την ευθραυστότητα εννοιών όπως οικογένεια, πατρίδα, νόμος, νομιμότητα, ιθαγένεια. Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα για τα όρια και τα σύνορα, για την υπέρβασή τους, που μπορεί να σε οδηγήσει στην κόλαση ή στον παράδεισο. Τέλος, είναι ένα μυθιστόρημα για την ίδια την λειτουργία της γραφής, γιατί «ό,τι γράφτηκε στο χαρτί ξεγράφτηκε απ' τη ζωή, παίρνοντας μαζί του την αλήθεια». Κι αν αυτό ακούγεται σκληρό, ο συγγραφέας το απαλύνει: «Για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ». Τελικά, ένα μυθιστόρημα για την αγάπη.