Πρόκειται για μία από τις πιο διακεκριμένες παγκοσμίως φωτογράφους τοπίου και αρχιτεκτονικής, με έργο που εκτείνεται από την Ευρώπη και την Ασία ως την Αυστραλία και την Αμερική. Αν κανείς επιχειρούσε να περιγράψει το γιγαντιαίο και πολυσχιδές έργο της Erieta Attali θα μπορούσε ίσως να το χαρακτηρίσει ως μια εξερεύνηση του πώς οι ακραίες συνθήκες και τα εδάφη αναγκάζουν την ανθρωπότητα να αναπροσανατολιστεί και να προσεγγίσει τον εαυτό της μέσω αρχιτεκτονικών αντιδράσεων. Για τη διοργάνωση της ΕΣΩ 2024 επέστρεψε στην Αθήνα και παρουσίασε τη δική της φωτογραφική γλώσσα για το εφήμερο των τοπίων.
Όπως λέει η ίδια «συχνά παρομοιάζουμε τη φωτογραφία με μια εικαστική γλώσσα. Άλλωστε η «πιο κυριολεκτική ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες» [α] δεν αποτελεί παρά ένα οπτικό σύστημα με κοινά αποδεκτή δομή και αναγνωρίσιμα μοτίβα.
Χρησιμοποιώντας την αναλογία μεταξύ φωτογραφίας και γλώσσας, ο Έζρα Στόλλερ τοποθέτησε τον φωτογράφο αρχιτεκτονικών έργων ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και το κοινό, στον ρόλο του διερμηνέα και αναμεταδότη του αρχιτεκτονικού ιδεώδους [β]. Μια τέτοια προσέγγιση προκαλεί αρκετά ερωτήματα: πόσο ιδιοσυγκρασιακή μπορεί να είναι αυτή η ερμηνεία, σε ποιον βαθμό εξαρτάται από την εικαστική γλώσσα του φωτογράφου και, τελικά, κατά πόσο οι ιδιαιτερότητες ενός αρχιτεκτονικού χώρου προκαλούν ή εμποδίζουν τη χρήση ενός συγκεκριμένου φωτογραφικού λεξιλογίου. Ενώ στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν αφότου ο Στόλλερ έγραψε αυτό το άρθρο οι πλατφόρμες των μέσων που αφορούν την αρχιτεκτονική έχουν αυξηθεί θεαματικά σε αριθμό αλλά και σε ποικιλία, γεγονός παραμένει ότι ο τρόπος που διαδίδεται η αρχιτεκτονική είναι η εικόνα.
Ωστόσο, αντί να βιώνουμε μια ταυτόχρονη ανάπτυξη νέων φωτογραφικών "διαλέκτων", συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η αυξανόμενη ομογενοποίηση της εικόνας, πολύ συχνά εξαιτίας της ανάγκης να παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική ως εύπεπτο οπτικό προϊόν, η προσοχή προς το οποίο θα είναι εξαιρετικά βραχύβια, καθώς βρισκόμαστε σε περιβάλλον υπερκορεσμού από πληροφορίες. Κι ενώ υπάρχουν όντως εναλλακτικές προσεγγίσεις, αυτές μοιάζουν να κινούνται στο περιθώριο της εμπορικής αρχιτεκτονικής φωτογραφίας, καθώς χρησιμοποιούν τα κτίρια ως στοιχείο απεικόνισης σε ένα φωτογραφικό ύφος που δεν αποσκοπεί κατ’ αρχήν στην επικοινωνία της αρχιτεκτονικής. Αυτό το είδος φωτογραφίας πολύ σπάνια επιστρατεύεται –αν επιστρατεύεται– από τους αρχιτέκτονες και ανήκει κυρίως στον κόσμο των καλών τεχνών.
Η αρχιτεκτονική φωτογραφία έχει μια συνήθως σχεδόν ανεκμετάλλευτη δυνατότητα να αιχμαλωτίζει τις μεταβάσεις και με αυτόν τον τρόπο να πληροφορεί τον θεατή –ή τον αρχιτέκτονα– σχετικά με το ευρύτατο δίκτυο συσχετισμών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ του κτιρίου και του φυσικού και πολιτισμικού του περιβάλλοντος.
Αντί όμως να παράσχω μια περιγραφική αναπαράσταση συγκεκριμένων κτιρίων και τοπίων, εγώ ως φωτογράφος επέλεξα να εστιάσω στις σχέσεις μεταξύ της αρχιτεκτονικής και του διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντός της.
Στην εργασία μου ως φωτογράφου η αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται σαν φακός που αντανακλά, διυλίζει και μεταφράζει το τοπίο. Ταυτόχρονα, όμως, οι ανθρώπινες κατασκευές αντιμετωπίζονται ως "ευρήματα" τα οποία έχουν παραδοθεί στη φύση, γεγονός που οδηγεί το βλέμμα μου ως φωτογράφου να εξερευνήσει και να αναστοχαστεί τον κόσμο.
Συχνά επιστρατεύω υλικά που χρησιμοποιούνται στην αρχιτεκτονική, όπως γυαλί και εφαπτόμενα στρώματα αντανακλάσεων, προκειμένου να αιχμαλωτίσω την πολλαπλότητα των διαφορετικών οπτικών γωνιών. Ενώ αυτό συμβαίνει συχνά, όταν φωτογραφίζω το έργο του Ιάπωνα αρχιτέκτονα Κένγκο Κούμα η μεθοδολογία μου διευρύνεται με τη συμπερίληψη διάφανων στοιχείων της φύσης, όπως επίσης και με την αντιπαραβολή αλλά και τον συνδυασμό αρκετών φωτογραφιών σε δίπτυχα και κολλάζ.
Η ιδεολογική σύλληψη της μονιμότητας και η συναφής ψευδαίσθηση του άχρονου είναι κάτι που συναντά κανείς συχνά στην αρχιτεκτονική φωτογραφία, και που συχνά παράγει φωτογενείς οντότητες οι οποίες είναι αυτάρκεις ως προς την ύπαρξη και την ερμηνεία τους και αποσυνδεδεμένες από οποιαδήποτε νύξη γήρανσης. Ωστόσο, η αρχιτεκτονική –σε αντίθεση με τα φωτογραφικά της απεικάσματα– στην πραγματικότητα δεν μοιάζει να είναι με κανέναν τρόπο αιώνια: αναρίθμητες ανθρωπογενείς διαμορφώσεις τόπων έχουν έρθει και παρέλθει, σημαδεύοντας τα φυσικά τοπία με ερείπια, καθώς ακολουθούν έναν αναπόδραστο κύκλο παρακμής και ανανέωσης.
Τα υλικά παλιώνουν και "μαραίνονται", ενώ φυτρώνει και αναπτύσσεται χλωρίδα που διεκδικεί εκ νέου οποιονδήποτε χώρο τής έχει στερήσει η ανθρώπινη δραστηριότητα. Για τον Ιάπωνα αρχιτέκτονα, «αντικείμενα» ονομάζονται οι διαμεσολαβημένες εικόνες μοναδικότητας και μονιμότητας. Ωστόσο, η αρχιτεκτονική δεν είναι αμετάβλητη: αντιδρά σε καθημερινές και εποχιακές μεταμορφώσεις, που αναπόφευκτα είναι ενσωματωμένες σε κάποιου είδους περιβάλλον –είτε φυσικό είτε τεχνητό–, καθώς και σε πολιτισμικό υπόβαθρο.
Οι απαιτήσεις της εκάστοτε αναπαράστασης καθορίζονται από τις τοπικές κλιματικές συνθήκες, τα διαθέσιμα υλικά και τον καθορισμένο τρόπο ζωής. Ενώ η εικόνα απολαμβάνει αυτονομία και μπορεί να αξιολογηθεί ως ανεξάρτητο αντικείμενο, η πραγματικότητα της αρχιτεκτονικής είναι ένα χαώδες δίκτυο εξαρτήσεων, που μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και χωρίς τις οποίες δεν διαθέτουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε πλήρως τον οικοδομημένο κάθε φορά χώρο. Η επίγνωση αυτού του συγκείμενου όχι μόνο μας παρέχει μια εναργέστερη κατανόηση της αρχιτεκτονικής που κάποιος φωτογραφίζει, αλλά και προσφέρει μια στιγμιαία θέαση των φυσικών διεργασιών που την επηρεάζουν και που, όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, διαμόρφωσαν την αρχική της σύλληψη.
Εκείνο που θα ήθελα να συνεισφέρω στο διαρκώς διευρυνόμενο αλλά όχι απαραίτητα πιο πολυποίκιλο πεδίο της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας είναι να μεταδώσω τις ανησυχίες τόσο της φωτογράφου όσο και του αρχιτέκτονα σε ένα πιο διευρυμένο κοινό και να ανοίξω μια συζήτηση για τη χρήση της φωτογραφίας ως ερμηνευτικού εργαλείου στη μελέτη του χώρου. Η αρχιτεκτονική φωτογραφία έχει μια συνήθως σχεδόν ανεκμετάλλευτη δυνατότητα να αιχμαλωτίζει τις μεταβάσεις και με αυτόν τον τρόπο να πληροφορεί τον θεατή –ή τον αρχιτέκτονα– σχετικά με το ευρύτατο δίκτυο συσχετισμών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ του κτιρίου και του φυσικού και πολιτισμικού του περιβάλλοντος. Επιπλέον, η χρήση της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας ως εργαλείου ανάλυσης καταδεικνύει τη δυναμική της ως οπτικής γλώσσας με αξιοσέβαστη ρευστότητα, μιας γλώσσας που ενθαρρύνει τη χειραγώγηση μέσω ενός αμφίσημου παιχνιδιού με τις λέξεις, παιχνιδιού που συνιστά όχι μόνο μια δοκιμασία για τα όρια του μέσου και του εκφραστικού του φάσματος, αλλά επίσης μια πρόσληψη του τι αποτελεί τελικά μια πραγματική, πιστή ή χρήσιμη φωτογραφική απεικόνιση της αρχιτεκτονικής».
[α] Evans, Walker. «Photography». The Massachusetts Review 19, no. 4 (1978): 644-46
[β] Stoller, Ezra. «Photography and the Language of Architecture». Perspecta 8 (1963): 43-44