ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ στην καθημερινή ζωή, διαρκής επινόηση νέων τρόπων έκφρασης μέσα από την εξερεύνηση των δημιουργικών ζωνών εμπειρίας, συσπείρωση όλων των ποιητών και των θεωρητικών που εξόκειλαν από τις ιδεολογίες και μια γραμμή που ενώνει τους πειρατές του 17ου αιώνα με τους ανυπότακτους σούφι είναι το βασικό σημείο αναφοράς του ΤΑΖ του Χακίμ Μπέη ή ΤΑΖ, όπως έχει γνωστό (μτφρ. Νίκος Αλεξίου, Άντα Γαρμπή, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος), δηλαδή του κεντρικού μανιφέστου που επικαλούνται οι αναρχικοί και οι υποστηρικτές της οντολογικής αυτονομίας αλλά και οι πάσης φύσεως αναχωρητές και επαναστάτες, θιασώτες του κυβερνοπάνκ, ακτιβιστές της οικολογίας και αρνητές των μεγάλων σχολών – μέχρι και οι ρέιβερ ανίχνευσαν στις μυστικιστικές του υπαγορεύσεις τις περιγραφές μιας εμπειρίας έξω και πέρα από τα πεπερασμένα όρια της σκέψης.
Πρόκειται για το βιβλίο που έχουν αγαπήσει όχι μόνο τα τέκνα της γενιάς του Μάη του ’68 αλλά και όλοι οι μετα-ντελεζιανοί και φουκοϊκοί του σύγχρονου αιώνα, οι οποίοι αναζητούσαν ένα ριζοσπαστικό σχέδιο πολύ πιο απτό και πραγματικό από τα Χίλια Πλατώματα των Ντελέζ και Γκουαταρί και λιγότερο θεωρητικό από τις ενδελεχείς γενεαλογικές κριτικές αναλύσεις του Φουκό για το πώς η κοινωνία περιθωριοποιεί και ελέγχει τον κόσμο μέσω της βιοπολιτικής.
Αντιθέτως, η Προσωρινή αυτόνομη ζώνη, την οποία έγραφε και δημοσίευε ο Μπέη αποσπασματικά όλη τη δεκαετία του ’80, για να κυκλοφορήσει τελικά οριστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δείχνει να αποφεύγει τις φιλοσοφικές θέσεις, διατηρώντας ωστόσο τα κεντρικά σημεία της νιτσεϊκής κριτικής στη δυτική σκέψη και δίνοντας έμφαση, εκτός από τις μυστικιστικές εμπειρίες των σούφι, στις επαναστατικές μεθόδους των πειρατών και των Ασσασίνων, όπως ο Χασάν Ιμπν Σαμπάχ, με στόχο να επανεφεύρει συγκεκριμένες πρακτικές αξιοποίησης της επανάστασης στην καθημερινή ζωή.
Η Προσωρινή αυτόνομη ζώνη δείχνει να αποφεύγει τις φιλοσοφικές θέσεις δίνοντας έμφαση, εκτός από τις μυστικιστικές εμπειρίες των σούφι, στις επαναστατικές μεθόδους των πειρατών και των Ασσασίνων.
Η αγάπη μας για το θαυμαστό, για την ποίηση κάθε στιγμής και για εξελιγμένη ενσώματη εμπειρία είναι αυτή που κατά τον Μπέη θα ανατρέψει τις «νεκροφιλικές» ή «μηδενιστικές», όπως τις αποκαλούσε, θεωρίες περί κοινωνικής επανάστασης που το μόνο που κάνουν είναι απλώς να «προσομοιάζουν» σε κάθε μορφή οριοθετημένης θεωρίας από τον χώρο της αριστεράς. Με αυτόν τον τρόπο καμία απογοήτευση κάποιου πολιτικού πλάνου, καμία σημερινή πολιτική απόγνωση δεν θα μπορεί να αποτρέψει την κίνηση προς τα εμπρός, έξω πάντα από ιδεολογικές αποχρώσεις και κομματικά δεδομένα.
«Εκτός από το τέλος του κόσμου τίποτα δεν μπορεί να δώσει τέλος στην καθημερινή ζωή ούτε στις επιθυμίες μας για τα καλά πράγματα, για το θαυμαστό», επισημαίνει ο Μπέη στο ΤΑΖ. «Όπως, δε, είπε ο Νίτσε, αν ο κόσμος μπορούσε να φτάσει σε ένα τέλος, λογικά θα το είχε κάνει: δεν το έχει κάνει, άρα δεν μπορεί. Κι έτσι, όπως είπε ένας σούφι, όσα βαρέλια απαγορευμένου κρασιού κι αν πιούμε, θα κουβαλάμε αυτή την άσβεστη δίψα στην αιωνιότητα», γράφει ο Χακίμ Μπέη στο βιβλίο που επικαλούνταν διαρκώς ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ και σήμερα ανακαλύπτουν εκ νέου οι πανεπιστημιακοί ως το έργο που προέβλεψε όχι μόνο αμεσοδημοκρατικούς τόπους διακυβέρνησης και την κυβερνοεπανάσταση αλλά και το τέλος όλων των μεγάλων ιδεολογιών ως απάντηση στην παρωχημένη και επικρατούσα τότε λογική για το τέλος της Ιστορίας.
Αντιθέτως, για τον Χακίμ Μπέη η Ιστορία είναι πανταχού παρούσα και μας δίνει μοναδικά παραδείγματα για να στήσουμε τις δικές μας «προσωρινές αυτόνομες ζώνες», μια εξέλιξη των περίφημων «γραμμών διαφυγής» των Ντελέζ και Γκαταρί που μας βοηθάει να δούμε τα παραδείγματα έξω από τα κεντρικά θεωρητικά σχέδια των μεγάλων συστημάτων, όπως ο μαρξισμός και οι άκαρπες εφαρμογές του.
Ζώντας σε ένα προάστιο της Νέας Υόρκης και δουλεύοντας ως πανεπιστημιακός –είναι γνωστή η μελέτη των Πειρατικών Ουτοπιών που έχει μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια– απογοητευμένος από τα υφιστάμενα πολιτικά κινήματα της χώρας του και της Ευρώπης, ο Πίτερ Λάμπορν Ουίλσον, όπως είναι το πραγματικό όνομα Χακίμ Μπέη, ταξίδεψε μέχρι το Αφγανιστάν για να καταλήξει στην Περσία, όπου διέμεινε μέχρι την επανάσταση του 1979, μελετώντας τον ιρανικό σουφισμό και εφαρμόζοντας τις διδαχές του, εκδίδοντας την αγγλόφωνη εφημερίδα «Sophia Perennis» και μεταφράζοντας από τα περσικά σουφική και ισμαηλική ποίηση.
Βρίσκοντας καταφύγιο στις μυστικιστικού τύπου εμπειρίες των ανυπότακτων σούφι, μελέτησε τον εσωτερισμό που υπαγόρευε η σκέψη του σουφισμού, ο οποίος είχε τις ρίζες του στη θρησκεία του μαζντακισμού που άνθησε στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών και διακήρυττε την ανατροπή με περιορισμένη χρήση βίας και βασικό σημείο αναφοράς την κοινοκτημοσύνη και τον πόλεμο εναντίον της απληστίας. Ο Μπέη είχε μελετήσει και ασχοληθεί ενδελεχώς με διαφορετικές μορφές κοινωνικής εξέγερσης τόσο κατά τον Μεσαίωνα, όπως τα κοινόβια των φαλανστηρίων, μέχρι και με τις ιδιότυπες τακτικές των «Τολμηρών» του Ντ’ Ανούντσιο τον 19ο αιώνα. Κύριο όμως σημείο αναφοράς του ήταν οι Μαυριτανοί της Αμερικής (Moors), δηλαδή οι ομάδες μουσουλμάνων όπως προέκυψαν από την ανάμειξη αυτοχθόνων και Μαυριτανών που είχαν πάει στην Αμερική ως μετανάστες μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία.
Μάλιστα, εμπνεύστηκε το όνομά του από την Αποικία Μπέη που ίδρυσαν εκείνοι και κατέγραψαν στα μυθιστορήματά του ο Νάθανιελ Χόθορν (στο Γαϊτανάκι του Μέρι Μάουντ) και στις ιστορίες του ο επιστήθιος φίλος του Χένρι Μέλβιλ. Όλες αυτές οι ομάδες αποτέλεσαν κατεξοχήν πηγή έμπνευσης για τον Μπέη, όπως και οι κάθε λογής πειρατές, π.χ. οι Usochi, άνδρες κροατικής καταγωγής, οι οποίοι, διωκόμενοι από τους Οθωμανούς το 1517, εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Αδριατικής, απ’ όπου επιδίδονταν μέχρι περίπου το 1617 στην πειρατεία, ακολουθώντας μια εξισωτική μορφή διακυβέρνησης και μοιράζοντας από κοινού τα κέρδη. Σε αυτούς βασίστηκε το ποίημα του λόρδου Βύρωνα Ο κουρσάρος, και σε αυτούς επιστρέφει τακτικά στα βιβλία του ο Μπέη όταν θέλει να περιγράψει την κοινή εμπειρία και την ανάγκη ίσης κατανομής του πλούτου στις διάφορες κοινότητες.
Η κοινή πραγμάτωση, ο κοινός ενθουσιασμός και το μοίρασμα έξω από τα κοινώς αποδεκτά όρια ενός θεσμού, μέσω της σωματικής εμπειρίας –σημείο αναφοράς για τις φανταστικές κοινότητες τόσο των αναρχικών όσο και των χάκερ και των ρέιβερ που είδαν στο πρόσωπο του Μπέη έναν μοναδικό προφήτη– είναι το κατεξοχήν αιτούμενο για την ΤΑΖ: «Όσοι έχουν πάρει μέρος σε μια εξέγερση πάντα τονίζουν τις πανηγυρικές όψεις της, ακόμη και εν μέσω του ένοπλου αγώνα, του κινδύνου ή του ρίσκου. Η εξέγερση είναι σαν ένα σατουρνάλιο που έχει ξεγλιστρήσει (ή έχει εξαναγκαστεί να εξαφανιστεί) από το παρεμβαλλόμενο διάλειμμά του και τώρα είναι ελεύθερο να εμφανιστεί ξαφνικά οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Απελευθερωμένη από τον χρόνο και τον χώρο, διαθέτει μολοντούτο μια μύτη για να οσμισθεί την ωριμότητα των γεγονότων και μια έλξη για το πνεύμα του τόπου. Η επιστήμη της ψυχοτοπολογίας υποδεικνύει τις “ροές των δυνάμεων” και τα “σημεία της ενέργειας” (για να δανειστώ αποκρυφιστικές μεταφορές) που οριοθετούν την ΤΑΖ χωροχρονικά ή που τουλάχιστον βοηθούν στο να προσδιοριστεί η σχέση της με τη στιγμή και τον τόπο», αναφέρει ο συγγραφέας στην Προσωρινή αυτόνομη ζώνη, δίνοντας το έναυσμα στους απανταχού μύστες να βρουν στις ριζωματικές αυτές ζώνες στον δικό τους θεωρητικό κόμβο.
Σε αντίθεση, όμως, με τους καταστασιακούς που επέμεναν σε ad hoc ποιητικά δρώμενα και δεν ξέφευγαν από την παραστατική καταδυνάστευση των ΜΜΕ, η αυθορμησία της γιορτής που επικαλείται ο Μπέη δεν αρνείται το στοιχείο του σαμποτάζ και την πολιτική απόχρωση που είχαν, για παράδειγμα, τα πάρτι που έστηναν οι Αφροαμερικανοί στην καρδιά του Χάρλεμ την εποχή των Μαύρων Πανθήρων. Σε αντίθεση με την απολίτικη στάση των τυχαίων ομάδων, οι δράσεις αυτές στόχευαν κατεξοχήν στην κοινή πολιτική εμπειρία και τη σύμπραξη, επιζητώντας, εκτός από την έκσταση της κοινής ευτυχίας, την «αλληλοβοήθεια» στην οποία αναφερόταν με πάθος ο Κροπότκιν και η οποία είναι για τον Μπέη θεμελιώδης προϋπόθεση της δράσης.
Έτσι οι δικοί του αυτοί επαναστάτες-νομάδες έχουν πολλά να μοιραστούν με τους αντίστοιχους του Ντελέζ, αφού φτιάχνουν ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο πλέγμα το οποίο «ζωντανεύει, ζωογονούμενο από απροσδόκητες δίνες και κύματα ενέργειας, πήγματα φωτός, μυστικές σήραγγες. Από εκπλήξεις». Εξού και ότι από τους τυχαίους χώρους και χρόνους, άκρως προσωρινούς και ποτέ μόνιμους, τους οποίους υπαγορεύουν οι «προσωρινές αυτόνομες ζώνες», όλοι αυτοί οι σύγχρονοι νομάδες μπορούν να αναφέρονται στις εικονικές θέσεις του ιστού για τον οποίο μιλούσε ο ίδιος από τότε, παραπέμποντας στους χάκερ, προτού καν οι ίδιοι αντιληφθούν τη δυναμική τους.
Επομένως, διαμορφώνοντας διαρκώς «προσωρινές αυτόνομες ζώνες», όπως έκαναν κάποτε οι πειρατές με τις δικές τους κοινότητες οι αυτόχθονες και οι Ασσασίνοι, έξω από τα όρια της υπαγορευμένης θεσμοθέτησης, μπορούμε, κατά τον Μπέη, να βρούμε τον δικό μας τρόπο κοινού βιώματος και εξέγερσης αλλά και να δούμε την Ιστορία ως ένα παλίμψηστο, πέρα από τη γραμμική ανάγνωση, αλλά με μια στιβαρή οντολογία, αντίστοιχη με αυτή που προέβαλε ο Νίτσε και που ο ίδιος μετέτρεψε σε μανιφέστο. Βρίσκοντας, όπως ο Νίτσε στην πρώιμη σκέψη του ζωροαστρισμού και των σούφι, έναν διαφορετικό τρόπο αναζήτησης της σοφίας, έξω από τις διαλεκτικές αναγκαιότητες, επέμενε ότι αυτή δεν εξαντλείται και δεν τελειώνει στη γνώση της αλήθειας αλλά στη μεταφυσική ταύτιση με εκείνη, στο βίωμά της (το zawq, άλλωστε, όπως επισημαίνει, είναι ταυτόσημο της απόλαυσης) και στο πέρασμα από τον Γνώστη στο Γνωστό.
«Η ΤΑΖ πρέπει να είναι η σκηνή της υπάρχουσας αυτονομίας μας, αλλά μπορεί να υπάρξει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ήδη αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως ελεύθερα όντα», γράφει χαρακτηριστικά ο Μπέη. Με άλλα λόγια, η γιορτή δεν απαγορεύει τη γνώση αλλά την προϋποθέτει για το πέρασμα στην αυτογνωσία, δεν τελείται εν κενώ, αλλά με σκοπό το κοινό βίωμα και μοίρασμα ως πολιτική πράξη. Απλώς δεν χρειάζεται την επανάσταση που θα καταστρέψει τα όνειρα ούτε επιβαλλόμενους κανόνες, αλλά έχει τα φιλικά χαρακτηριστικά μιας χειρονομίας και τα ανατρεπτικά της εξέγερσης.
«Η ΤΑΖ είναι μια τέχνη της ζωής σε διαρκή εξέγερση, άγρια, αλλά ευγενής», καταλήγει ο Μπέη επικαλούμενος, σε κάποια από τα άρθρα του, τη Ράμπι Αλ Ανταουίγια, μια μυστικίστρια σούφι του 8ου μ.Χ. αι., και τους χαρακτηριστικούς της στίχους, που συναντάμε ως προμετωπίδα στο βιβλίο του «Ρόδα & Αηδόνια - Στα Ίχνη των Ανυπότακτων Σούφι» (μετάφραση - επιμέλεια: Ηλίας Διάμεσης, εκδόσεις Firebrand, σειρά Υποδαύλιση): «Και εσύ τι κάνεις σε τούτον τον κόσμο; Τον κοροϊδεύω. Και πώς τον κοροϊδεύεις; Τρώω το ψωμί του και εκπληρώνω τα έργα του ερχόμενου κόσμου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.