Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές χρειάστηκε τουλάχιστον δυο χρόνια για να ολοκληρώσει κάθε ένα από τα θεατρικά του έργα. Το «Ρομπέρτο Τσούκκο», όμως, το έγραψε μέσα σ’ έξι μήνες. Ήξερε πως δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει. Πέθανε από επιπλοκές που σχετίζονταν με το ΑΙDS στα σαράντα ένα του, τον Απρίλιο του 1989. Έναν χρόνο αργότερα, το κύκνειο άσμα του παρουσιαζόταν στη Γερμανία από τον Πέτερ Στάιν. Έπειτα από λίγους μήνες γνώριζε και η Γαλλία ένα θυελλώδες ανέβασμα της παράστασης.
Το «Ρομπέρτο Τσούκκο» είναι εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία ενός νεαρού Ιταλού που σκότωσε τη μητέρα και τον πατέρα του στη Βενετία και πέντε ακόμα αγνώστους στη Γαλλία, για να δώσει στη συνέχεια ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Η αιματηρή διαδρομή του Ρομπέρτο Σούκο, όπως ονομαζόταν, κάποιες φωτογραφίες του που φιλοξενήθηκαν στις γαλλικές εφημερίδες, οι προκηρύξεις της αστυνομίας που γέμισαν τους διαδρόμους του μετρό και ένα τρίλεπτο τηλεοπτικό ρεπορτάζ γύρω από την απόπειρα απόδρασης του Σούκο πάνω από τις στέγες της φυλακής του ήταν τα σπέρματα της έμπνευσης του Γάλλου δραματουργού. Το Σούκο έγινε Τσούκκο, κάποια στάδια της ζωής του απομονώθηκαν και μεταμορφώθηκαν και μια ακόμη τραγική φιγούρα ήρθε να προστεθεί στο πάνθεον των ηρώων του Κολτές.
Όπως έλεγε ο ίδιος ο συγγραφέας, «οι ρήξεις ανάμεσα στους ανθρώπους δεν έχουν να κάνουν πάντα ούτε με το αίσθημα, ούτε με τον πόθο. Ο κόσμος θα μπορούσε να χωριστεί σ’ αυτούς που είναι συνένοχοι και σ’ εκείνους που μισιούνται, έτσι, χωρίς κανένα αντικειμενικό κίνητρο».
Στην πρώτη σκηνή του έργου («Η απόδραση») ο αναγνώστης μαθαίνει απλώς πως ο Τσούκκο δραπέτευσε από τη φυλακή όπου βρισκόταν μετά τον φόνο του πατέρα του. Τα πάντα ξεκινούν με τη δεύτερη σκηνή («Η δολοφονία μιας μητέρας»), μια από τις σημαντικότερες του έργου. Είναι η συνάντηση του Τσούκκο με τη μητέρα του, η τελευταία του προσπάθεια να αντλήσει από μέρους της τρυφερότητα και καλοσύνη. Η μητέρα του παραδέρνει ανάμεσα στην αγάπη που τρέφει για τον γιο της και τα συναισθήματα τρόμου που της προκαλεί. «Σ’ αυτήν τη γειτονιά και τα σκυλιά ακόμα σε βλέπουν με στραβά μάτια… Πώς έγινε και εκτροχιάστηκες, Ρομπέρτο; Ένα τρένο που εκτροχιάστηκε δεν προσπαθούν να το ξαναβάλουν στην τροχιά του. Το παρατάνε, το ξεχνάνε. Σε ξεχνώ, Ρομπέρτο, σ’ έχω ξεχάσει».
Από τη στιγμή που ο Τσούκκο περιφρονείται από τη μητέρα του, δεν ξέρει πώς να σταθεί στη ζωή. Στο πέρασμά του εφεξής η μια δολοφονία θα διαδέχεται την άλλη. Και σ’ όποιον άνθρωπο συναντάει θα λέει ό,τι εκείνος περιμένει ν’ ακούσει από αυτόν. Στην παιδούλα που βρίσκει στον δρόμο του ομολογεί πως είναι μυστικός πράκτορας, ταξιδευτής και δολοφόνος – αυτό πιστεύει πως θα της αρέσει. Στον γέρο κύριο που συναντάει στο μετρό λέει πως είναι επιμελής φοιτητής στη Σορβόννη. Κι όταν στο πάρκο απάγει τον γιο μιας κομψής κυρίας, νιώθοντας ότι οι περαστικοί περιμένουν από μέρους του μια ακόμη δολοφονία, δεν τους «απογοητεύει».
Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, ωστόσο, δεν έγραψε ένα έργο για να δείξει πώς ένας άνθρωπος γίνεται δολοφόνος. Μέσα από το έργο του αναδύεται η αναστάτωση και η καταστροφή που προκαλούνται στις οικογένειες όταν δέχονται την εισβολή ενός ανθρώπου όπως ο Τσούκκο. Πώς διαρρηγνύονται οι δεσμοί, πόσο εύθραυστες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Όπως έλεγε ο ίδιος ο συγγραφέας, «οι ρήξεις ανάμεσα στους ανθρώπους δεν έχουν να κάνουν πάντα ούτε με το αίσθημα, ούτε με τον πόθο. Ο κόσμος θα μπορούσε να χωριστεί σ’ αυτούς που είναι συνένοχοι και σ’ εκείνους που μισιούνται, έτσι, χωρίς κανένα αντικειμενικό κίνητρο. Και φυσικά, νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για κείνους που μισιούνται».
Μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Δημητριάδη, το «Ρομπέρτο Τσούκκο» εκδόθηκε εδώ το 1993 από την Άγρα, σ’ έναν τόμο που περιλαμβάνει επίμετρο του Πέτερ Στάιν για τον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές καθώς και φάκελο με δημοσιεύματα του Τύπου για τον πραγματικό δολοφόνο, ο οποίος ανατυπώθηκε το 2008 και βρίσκεται ακόμη στην κυκλοφορία.