ΕΑΝ ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ από τα καλοκαιρινά μεσημέρια των παιδικών μου χρόνων, είναι να βλέπω με παντζούρια κλειστά και τα πόδια ψηλά στην πολυθρόνα επαναλήψεις στην τηλεόραση. Ίσως η πιο παράξενη απ’ όλες να ήταν η σειρά «Στο κάμπινγκ». Πρωτοπαίχτηκε το 1989 και μαζί με τον «Θησαυρό της Βαγίας» και τη «Μαντάμ Σουσού» παιζόταν ασταμάτητα στην ΕΡΤ σε όλη τη δεκαετία του ’90. Αν το μόνιμο «αστείο» είναι πως το καλοκαίρι στα ’90s άρχιζε με τις επαναλήψεις του «Ρετιρέ» στο Mega, η αλήθεια είναι πως το «βαθύ» καλοκαίρι ξεκινούσε με το μελαγχολικό σήμα αρχής του «Κάμπινγκ».
Η σειρά, που βρίσκεται online στο Εrtflix (ο αγγλικός τίτλος, μάλιστα, είναι «At the campsite»!), στην κατηγορία «Παλιές αγαπημένες σειρές», σίγουρα δεν είναι για παιδιά. Κάθε επεισόδιο διαρκούσε σχεδόν 50 λεπτά και ήταν αργό ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής, καθώς το σενάριο προοριζόταν αρχικά για ταινία. Πέρα απ’ αυτό, βέβαια, προσκαλώ οποιονδήποτε να δει κοινωνική ή δραματική σειρά της δεκαετίας του ’90 και να μην πάθει σοκ από το πόσο αργά μοιάζουν να συμβαίνουν τα πάντα.
Με στενοχωρούσε ο παράνομος έρωτας του καπεταν-Αντώνη με την Κατίνα τη μαγείρισσα, κι ας ήταν ο μόνος που είχε (κάτι σαν) αίσιο τέλος στο 13ο και τελευταίο επεισόδιο.
Η ιδέα ενός παραλιακού κάμπινγκ ακούγεται ανάλαφρη, αλλά η σειρά με γέμιζε τρομερή μελαγχολία· την αποζητούσα, χωρίς όμως να ξέρω το γιατί. Να ήταν η νοσταλγική μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου; Ο διπλός ρόλος του Νίκου Καλογερόπουλου, που υποδύεται και τον βοσκό Μήτσο που δουλεύει ως «εκπαιδευτής ιππασίας» αλλά και τον «τρελό του χωριού» Μάιμο, που με τρόμαζε λίγο; Με στενοχωρούσε ο παράνομος έρωτας του καπεταν-Αντώνη με την Κατίνα τη μαγείρισσα, κι ας ήταν ο μόνος που είχε (κάτι σαν) αίσιο τέλος στο 13ο και τελευταίο επεισόδιο.
Το κάμπινγκ όπου γυρίστηκε η σειρά, ο Τρίτων στο Δρέπανο, κοντά στο Ναύπλιο, υπάρχει ακόμα. Ξαναβλέποντας τη σειρά ξεπροβάλλει όλη η δεκαετία του ’80: μαγιό speedo, τόπλες τουρίστριες με μωρά, ζευγάρια που ακούνε λαϊκά και Στινγκ σε φορητό κασετόφωνο και δίνουν στα παιδιά τους γάλατα εβαπορέ «προ-Τσερνόμπιλ», ΚΤΕΛ με συρτά παράθυρα και κουρτινάκια. Το casting ήταν επίσης εξαιρετικό: ο Τάκης Μόσχος υποδυόταν τον ιδιοκτήτη του κάμπινγκ Τάκη Αγγελόπουλο με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, ένα είδος εστέτ, τρυφερού κωλοπαιδισμού.
Εκτός από τον Νίκο Καλογερόπουλο σε μια τρομερά ιδιόρρυθμη διπλή ερμηνεία (αυτό κι αν είναι ασυνήθιστο στην ελληνική τηλεόραση!), πρωταγωνιστούσαν ο Νίκος Χύτας, ο οποίος έμοιαζε φτιαγμένος για να υποδυθεί τον ναυαγοσώστη Τεό (σε τυπική, late ’80s αργκό της εποχής αποκαλεί τους πάντες «αγόρι μου» και «αγορίνα μου», δίνοντάς τους φιλικά χτυπήματα στην πλάτη) και ο Ντίνος Αυγουστίδης ως μελαγχολικός καθηγητής του σκι που ζει έναν μεγάλο έρωτα με την πρώην γυναίκα του, τη Βάλια.
Μαζί με αυτούς η Kατίνα η μαγείρισσα, ο Πετράν ο μπάρμαν, ένας μάγειρας που κλέβει στα χαρτιά καθώς κι ένας αγροφύλακας (η παρουσία του προσθέτει μια σουρεαλιστική νότα). Τους πλαισιώνουν διάφοροι παραθεριστές, ανάμεσά τους και η Γερμανίδα Σαμάνθα που κλέβει την καρδιά του Μήτσου, αφήνοντάς τον απαρηγόρητο στο τέλος.
Στον αντίποδα του «Ρετιρέ» με τα σκετσάκια και τις ατάκες(«Ε, όχι, κυρία Σοφία μου, ε, όχι, κυρία Σοφία μου»), στα επεισόδια του «Κάμπινγκ» δεν γίνεται απαραίτητα κάτι συνταρακτικό ή τρομερό. Ίσως αυτό να κάνει τη σειρά κλασική: αιχμαλωτίζει εξαιρετικά ρεαλιστικά την ιδέα του μικρόκοσμου των ελληνικών διακοπών, αυτού του φανταστικού οικοδομήματος που φτιάχνεται για λίγο σε νησιά, καράβια, κάμπινγκ, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα για μερικές ώρες, μέρες ή εβδομάδες και μετά εξαφανίζεται για πάντα – ή μέχρι του χρόνου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.