«Στο κάμπινγκ»: Ξαναβλέποντας την πιο κλασική σειρά του ελληνικού καλοκαιριού

«Στο κάμπινγκ»: Ξαναβλέποντας την πιο κλασική σειρά του ελληνικού καλοκαιριού Facebook Twitter
Η ιδέα ενός παραλιακού κάμπινγκ ακούγεται ανάλαφρη, αλλά η σειρά με γέμιζε τρομερή μελαγχολία· την αποζητούσα, χωρίς όμως να ξέρω το γιατί. Φωτ.: Αρχείο ΕΡΤ
0


ΕΑΝ ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ από τα καλοκαιρινά μεσημέρια των παιδικών μου χρόνων, είναι να βλέπω με παντζούρια κλειστά και τα πόδια ψηλά στην πολυθρόνα επαναλήψεις στην τηλεόραση. Ίσως η πιο παράξενη απ’ όλες να ήταν η σειρά «Στο κάμπινγκ». Πρωτοπαίχτηκε το 1989 και μαζί με τον «Θησαυρό της Βαγίας» και τη «Μαντάμ Σουσού» παιζόταν ασταμάτητα στην ΕΡΤ σε όλη τη δεκαετία του ’90. Αν το μόνιμο «αστείο» είναι πως το καλοκαίρι στα ’90s άρχιζε με τις επαναλήψεις του «Ρετιρέ» στο Mega, η αλήθεια είναι πως το «βαθύ» καλοκαίρι ξεκινούσε με το μελαγχολικό σήμα αρχής του «Κάμπινγκ». 

Η σειρά, που βρίσκεται online στο Εrtflix (ο αγγλικός τίτλος, μάλιστα, είναι «At the campsite»!), στην κατηγορία «Παλιές αγαπημένες σειρές», σίγουρα δεν είναι για παιδιά. Κάθε επεισόδιο διαρκούσε σχεδόν 50 λεπτά και ήταν αργό ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής, καθώς το σενάριο προοριζόταν αρχικά για ταινία. Πέρα απ’ αυτό, βέβαια, προσκαλώ οποιονδήποτε να δει κοινωνική ή δραματική σειρά της δεκαετίας του ’90 και να μην πάθει σοκ από το πόσο αργά μοιάζουν να συμβαίνουν τα πάντα.

Με στενοχωρούσε ο παράνομος έρωτας του καπεταν-Αντώνη με την Κατίνα τη μαγείρισσα, κι ας ήταν ο μόνος που είχε (κάτι σαν) αίσιο τέλος στο 13ο και τελευταίο επεισόδιο.

Η ιδέα ενός παραλιακού κάμπινγκ ακούγεται ανάλαφρη, αλλά η σειρά με γέμιζε τρομερή μελαγχολία· την αποζητούσα, χωρίς όμως να ξέρω το γιατί. Να ήταν η νοσταλγική μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου; Ο διπλός ρόλος του Νίκου Καλογερόπουλου, που υποδύεται και τον βοσκό Μήτσο που δουλεύει ως «εκπαιδευτής ιππασίας» αλλά και τον «τρελό του χωριού» Μάιμο, που με τρόμαζε λίγο; Με στενοχωρούσε ο παράνομος έρωτας του καπεταν-Αντώνη με την Κατίνα τη μαγείρισσα, κι ας ήταν ο μόνος που είχε (κάτι σαν) αίσιο τέλος στο 13ο και τελευταίο επεισόδιο.

Το κάμπινγκ όπου γυρίστηκε η σειρά, ο Τρίτων στο Δρέπανο, κοντά στο Ναύπλιο, υπάρχει ακόμα. Ξαναβλέποντας τη σειρά ξεπροβάλλει όλη η δεκαετία του ’80: μαγιό speedo, τόπλες τουρίστριες με μωρά, ζευγάρια που ακούνε λαϊκά και Στινγκ σε φορητό κασετόφωνο και δίνουν στα παιδιά τους γάλατα εβαπορέ «προ-Τσερνόμπιλ», ΚΤΕΛ με συρτά παράθυρα και κουρτινάκια. Το casting ήταν επίσης εξαιρετικό: ο Τάκης Μόσχος υποδυόταν τον ιδιοκτήτη του κάμπινγκ Τάκη Αγγελόπουλο με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, ένα είδος εστέτ, τρυφερού κωλοπαιδισμού.

Εκτός από τον Νίκο Καλογερόπουλο σε μια τρομερά ιδιόρρυθμη διπλή ερμηνεία (αυτό κι αν είναι ασυνήθιστο στην ελληνική τηλεόραση!), πρωταγωνιστούσαν ο Νίκος Χύτας, ο οποίος έμοιαζε φτιαγμένος για να υποδυθεί τον ναυαγοσώστη Τεό (σε τυπική, late ’80s αργκό της εποχής αποκαλεί τους πάντες «αγόρι μου» και «αγορίνα μου», δίνοντάς τους φιλικά χτυπήματα στην πλάτη) και ο Ντίνος Αυγουστίδης ως μελαγχολικός καθηγητής του σκι που ζει έναν μεγάλο έρωτα με την πρώην γυναίκα του, τη Βάλια.

Μαζί με αυτούς η Kατίνα η μαγείρισσα, ο Πετράν ο μπάρμαν, ένας μάγειρας που κλέβει στα χαρτιά καθώς κι ένας αγροφύλακας (η παρουσία του προσθέτει μια σουρεαλιστική νότα). Τους πλαισιώνουν διάφοροι παραθεριστές, ανάμεσά τους και η Γερμανίδα Σαμάνθα που κλέβει την καρδιά του Μήτσου, αφήνοντάς τον απαρηγόρητο στο τέλος.

Στον αντίποδα του «Ρετιρέ» με τα σκετσάκια και τις ατάκες(«Ε, όχι, κυρία Σοφία μου, ε, όχι, κυρία Σοφία μου»), στα επεισόδια του «Κάμπινγκ» δεν γίνεται απαραίτητα κάτι συνταρακτικό ή τρομερό. Ίσως αυτό να κάνει τη σειρά κλασική: αιχμαλωτίζει εξαιρετικά ρεαλιστικά την ιδέα του μικρόκοσμου των ελληνικών διακοπών, αυτού του φανταστικού οικοδομήματος που φτιάχνεται για λίγο σε νησιά, καράβια, κάμπινγκ, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα για μερικές ώρες, μέρες ή εβδομάδες και μετά εξαφανίζεται για πάντα – ή μέχρι του χρόνου.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Οπτική Γωνία / Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και βλέπει την πλάτη της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επαναφέρει τα σενάρια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα. Πόσο ρεαλιστικά όμως είναι όλα αυτά; 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
ΕΠΕΞ Πορνό

Οπτική Γωνία / «Δεν μου αρέσει να νιώθω ότι παίζω τον ρόλο που είδαν σε μια ταινία πορνό»

Τρεις γυναίκες μιλούν για το πώς αντιμετώπισαν το θέμα της συστηματικής παρακολούθησης πορνογραφίας από τον ή την σύντροφό τους και για τις επιπτώσεις που είχε στη σχέση τους.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Ρεπορτάζ / Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Η προκήρυξη διαγωνισμού για την εξόρυξη αντιμονίου στη Βόρεια Χίο έχει φέρει σε αντιπαράθεση την τοπική κοινωνία με την κυβέρνηση. Τι υποστηρίζει κάθε πλευρά και πόσο πιθανός είναι ο περιβαλλοντικός κίνδυνος;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Τις επόμενες μέρες Θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη / «Τις επόμενες μέρες θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ερντογάν εναντίον Ιμάμογλου: Η αρχή ή το τέλος μιας σκληρής σύγκρουσης; O διευθυντής της Milliyet, ο ανταποκριτής της «Süddeutsche Zeitung» και πολίτες περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη και το χάος που απειλεί τη χώρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Eνηλικίωση, αυτή η αναπόφευκτη

Οπτική Γωνία / «Όταν, μεγάλος πια, χάνεις έναν γονιό, είσαι πολύ μεγάλος για να μεγαλώσεις»

Βγάζεις ταυτότητα στα 12, παίρνεις δίπλωμα οδήγησης μετά το λύκειο, έχεις δικαίωμα ψήφου στα 17. Όμως η αληθινή ενηλικίωση έρχεται όταν δεν είσαι πια το παιδί κάποιου.
ΛΙΝΑ ΙΝΤΖΕΓΙΑΝΝΗ
Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη» Ή «Δεν λείπει η άποψη αλλά η έρευνα και η νηφάλια σκέψη»

Συνέντευξη / Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη»

Ο διευθυντής σύνταξης της κυριακάτικης έκδοσης της «Καθημερινής» δίνει την πρώτη του συνέντευξη και μιλά για το μέλλον των εντύπων, την ποιοτική δημοσιογραφία, τα social media αλλά και την κριτική που έχει δεχθεί κατά καιρούς το μέσο στο οποίο εργάζεται. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ