Εάν υπήρξε μία σταθερή αξία, που να συνέπλευσε με τους ήχους της χαλαρότητας, της ευζωίας και του ευρύτερου lounge, στη δεκαετία του ’60, τούτη είχε να να κάνει με την εικόνα των αεροπλάνων και των αεροδρομίων. Πέραν της ψυχολογίας πριν από την πτήση, που απαιτεί ηρεμία και εκτόνωση –η μουσική έχει τον τρόπο ν’ αντικαθιστά τα διάφορα σκευάσματα–, ήταν ο «αέρας» εκείνος που επέβαλλε από πολύ νωρίς ένα κλίμα, μιαν ατμόσφαιρα, συμπαρασύροντας στην πορεία τα πάντα. Από τα αεροπλάνα αυτά καθ’ αυτά, μέχρι τους χώρους υποδοχής, τους πύργους ελέγχου, ακόμη-ακόμη και τις «εικόνες» των αεροσυνοδών και των πιλότων.
Όλα σηματοδοτούσαν το πολυτελές chill-out, τη δυνατότητα να υπάρχεις περαιτέρω σ’ ένα χώρο ασφαλή (με την παραδοσιακή έννοια), δίπλα ή κοντά με την «καλή κοινωνία», το jet-set να πούμε, παρακολουθώντας ένα κατά τι φουτουριστικό παιγνίδι με πρωταγωνιστή τον εαυτό σου. Τώρα, αν δεν μπορούσες να σφίξεις το χέρι του Ωνάση, θα μπορούσε να σφίξεις, σίγουρα, εκείνο του... Κώστα Πρέκα. Βεβαίως, στη διαδρομή, το «κατέβασμα» της πτήσης προς το λαό, κατά το αντίστοιχο... αυτοκίνητο για το λαό, μπορεί να αφαίρεσε, εκ πρώτης, την αίσθηση της κλάσης, που είχαν οι πτήσεις στα σίξτις, κατακράτησε όμως πολλά από τα σημαινόμενά τους. Ακόμη και σήμερα προσεγγίζοντας οδικώς ένα αεροδρόμιο νοιώθεις κάτι...
Ένα εξώφυλλο άλμπουμ που να λειτουργεί και ως «σύμβολο» του στυλ θα μπορούσε να είναι το “More Mauriat” [Philips, 1967] του Paul Mauriat (1925-2006) και της Ορχήστρας του, στο οποίο εικονίζονται μία καλοντυμένη κυρία κι ένας κύριος με παπιγιόν να πλοηγούν ένα ελικόπτερο! Φόντο, στη φωτογραφία; Ψηλά κτήρια και ουρανοξύστες. Η ποπ του jet-set σε όλο το μεγαλείο της.
Όπως είχαμε γράψει πιο παλιά (το 2014) εδώ στο LiFO.gr, το lounge δεν ήταν άμοιρο των εξελίξεων στην ποπ, στις καθοριστικές δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ούτε είναι παράξενο το γεγονός της σύνδεσής του με την ευζωία στην Ευρώπη και την Αμερική. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου μετά τον Πόλεμο, η ταχεία ανάπτυξη των αεροπορικών συγκοινωνιών, η άνθηση του τουρισμού, το μακρύ μεσογειακό καλοκαίρι (που συνδέεται αυθωρεί με το euro-lounge) και ακόμη η πολυδιάστατη ανάπτυξη της ίδιας της ποπ (με την διάχυσή της στον κινηματογράφο, τη μόδα, τον Τύπο, παντού) οδήγησαν τους μαέστρους στη δημιουργία... μικρομεσαίων ορχηστρών, που είχαν για βάση τους τις προηγούμενες μπάντες του swing (αμερικανικού και ευρωπαϊκού), αποφλοιώνοντας συνήθως ένα δημοφιλές ρεπερτόριο που τότε βρισκόταν στην υψηλότερη (αισθητική) κορυφή του.
Η ουσία του lounge ήταν ακριβώς αυτή. Η απόπειρα να απαλυνθούν από τις αιχμές τους τα επιτεύγματα της ποπ, ώστε να μπορέσουν να καταναλωθούν με μεγαλύτερη ευκολία από τις όψιμες ηλικίες (με τα ανάλογα υψηλά εισοδήματα). Ένα εξώφυλλο άλμπουμ που να λειτουργεί και ως «σύμβολο» του στυλ θα μπορούσε να είναι το “More Mauriat” [Philips, 1967] του Paul Mauriat (1925-2006) και της Ορχήστρας του, στο οποίο εικονίζονται μία καλοντυμένη κυρία κι ένας κύριος με παπιγιόν να πλοηγούν ένα ελικόπτερο! Φόντο, στη φωτογραφία; Ψηλά κτήρια και ουρανοξύστες. Η ποπ του jet-set σε όλο το μεγαλείο της.
Μια άλλη ορχήστρα, που πρότεινε καλό lounge, ήταν εκείνη του γερμανού σαξοφωνίστα, φλαουτίστα και κλαρινίστα Ambros Seelos (1935-2015) – ένα επιτυχημένο σχήμα στην κεντρική Ευρώπη, στη δεκαετία του ’60, με πάμπολλες ηχογραφήσεις στις εταιρείες SABA και MPS. Το ρεπερτόριό της ήταν οπωσδήποτε ελαφρύ. Μυοχαλαρωτική τζαζ, λελογισμένο σέικ, αποφλοιωμένο λάτιν, άπαχο σουίνγκ και τα τοιαύτα. Έχει χάρη. Εκείνο, πάντως, που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, ώστε ν’ αγοράσω κάποτε το LP “Around the World” [SABA, 1965] ήταν οπωσδήποτε το εξώφυλλό του. Σαν από διαφήμιση της Lufthansa...
Αεροπορικό εξώφυλλο lounge δίσκου (και μουσικής εννοείται) ήταν και το “Concorde” [Pathé, 1975] του Franck Pourcel (1913-2000) και της Ορχήστρας του, ενός διακεκριμένου γάλλου μαέστρου και ενορχηστρωτή, που διέπρεψε στο lounge για πολλές δεκαετίες. Το συγκεκριμένο άλμπουμ δεν έχει μόνο ένα αεροπλάνο Concorde στο εξώφυλλό του, αλλά και πρωτότυπες συνθέσεις του Pourcel, υπό τους τίτλους “60.000 feet” και “Concorde”. Φυσικά, μαζί με όλο το άλλο αποφλοιωμένο ποπ ταρατατζούμ της περιόδου (“Feelings”, “Histoire d’O”, “L'été indien” κ.λπ.).
Στην Ελλάδα της εποχής η, στα σπάργανα ακόμη, δισκογραφία θα στερούσε από την high society των σίξτις το δικό της αεροπορικό σάουντρακ – αν και το 1974 ο Γιώργος Χατζηνάσιος με τη μουσική του για την ταινία του Ερρίκου Ανδρέου «Εσύ Κι’ Εγώ (Ψυχή Και Σάρκα)» [ΕΜΙ / Columbia, 1974] δίνει ένα... αεροπορικό ξεπέταγμα (και με το ανάλογο εξώφυλλο), χωρίς, όμως, η μουσική του να είναι, με τη στενή τουλάχιστον έννοια, lounge. Κάτι που δεν θα ίσχυε, σε γενικές γραμμές, για το σάουντρακ μιας άλλης... αεροπορικής ταινίας, που είχε τίτλο «Αεροσυνοδός» (1971), και που ήταν σκηνοθετημένη από τον Σούλη Γεωργιάδη. Όμως, η πολύ ωραία euro-lounge μουσική του Γιώργου Θεοδοσιάδη θα γινόταν δίσκος από την Potfleur μόλις το 2003.
Τώρα... όταν το πράγμα είχε παρέλθει στο εξωτερικό, προς το τέλος πια της δεκαετίας του ’70, με την οπισθοχώρηση των ελαφρών ορχηστρών και το άπλωμα της... πτητικής κουλτούρας, ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής θα ανέπτυσσε, εν μέσω «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», τη δική του ελαφρά μελωδία (ανακατεύοντας όλα τα σχετικά παραφερνάλια, που είχαν εν τω μεταξύ προκύψει) ηχογραφώντας μερικούς cult σήμερα δίσκους. Ένας τέτοιος ήταν και το “Hi Jack” [Venus, 1980]. Κι αυτό... αεροπορικό.
Εντάξει, αν ήσουν άτυχος το αεροπλάνο ή το αεροδρόμιο θα μπορούσε να μετατραπεί σε κόλαση σε περίπτωση αεροπειρατείας, όμως μουσικές όπως εκείνες του “Conquistador” (by G.P. Lemos), του “Angie’s” ή του “Atmosphere” ακόμη και σε τόσο δύσκολες φάσεις θα μπορούσε να παίξουν κάποιο ρόλο.
Πάντως, η ουσία είναι μία. Ο Πιτσιλαδής, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Γιώργο Χατζηνάσιο και παρουσιάζοντας μία σειρά sexy μελωδισμών (άψογο OST ακόμη και για soft-core) θα δημιουργούσε μια βάση στην ελληνική παραγωγή εκείνων των ετών, πάνω στην οποία δεν θα πατούσε κανένας άλλος στην πορεία. Κανένας;
Seagulls-Vangelis Pitsiladis-Slow Instrum. Greece 70s
Το 2016 είχε τυπωθεί ένα CD, το “Travelling Dreams” [14 Music] του George P. Lemos, που ήταν για μένα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, και θα πω γιατί. Το όνομα G.P. Lemos το ανέφερα ακριβώς πριν σε σχέση με τον Πιτσιλαδή, καθώς σε δικά του άλμπουμ (του Πιτσιλαδή εννοώ) συναντούσες συνθέσεις του Lemos. Λέω για τα “Seagulls” και “Aphrodite’s melody” από το LP “Pictures” [Seagull, 1978], τα οποία ακούγονταν και στο άλμπουμ “Yes I Do” [Seagull, 1978], που θα κυκλοφορούσε κάτω από το όνομα Oasis, το «Αγάπη μου» από το φερώνυμο LP [Seagull, 1979] (πάντα του Πιτσιλαδή) και ακόμη τα “Conquistador”, “By your side”, “Angie’s” και “Burn me” από το LP “Call me Now” [Seagull, 1979], αλλά και από το “Hi Jack” [Venus, 1980]. Ειδικά το “Seagulls” (ό,τι καλύτερο ελληνικό υπάρχει στο ύφος του σέβεντις Gato Barbieri) και βεβαίως το Santana-style “Conquistador” είναι κομμάτια αξέχαστα.
Conquistador - Oasis
Ο Γιώργος Π. Λαιμός δεν ήταν εξαφανισμένος από το χώρο όλα αυτά τα χρόνια, αφού, παράλληλα με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, εύρισκε τον τρόπο να υπενθυμίζει τη μουσική παρουσία του – κάτι που έγινε πιο σαφές από το 2007 και μετά, όταν νέα άλμπουμ, το ένα μετά το άλλο, θα εμφανίζονταν στις αγορές (“Eclipse” το 2007, “Echoes” το 2009, “En Plo 17.09...” το 2011, “Symphonic Smile” το 2012, “21.12.2013 Greek Old Parliament House Concert – G.P.Lemos Live” το 2014).
Το “Travelling Dreams”, που είναι ένα από τα σχετικώς πιο πρόσφατα άλμπουμ τού Λαιμού, καθώς προέρχεται από το 2015, περιέχει δεκατέσσερα ορχηστρικά και τραγούδια (ελληνόφωνα ή αγγλόφωνα) σε στίχους δικούς του και της Κατερίνας Μποζώνη, ενώ τραγουδούν σ’ αυτά οι γνωστοί και λιγότερο γνωστοί Σοφία Πατσαλίδη, Salina, Γιώργος Μυλωναδάκης, Άκης Δείξιμος, όπως και η Παιδική Χορωδία του Σπύρου Λάμπρου. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μια σωστά πλαισιωμένη από κάθε άποψη παραγωγή, στην οποία συμβάλλουν περαιτέρω οι καλοί μουσικοί Δημήτρης Χωριανόπουλος ντραμς, Γιώργος Χατζόπουλος κιθάρες, Ηρακλής Βαβάτισκας ακορντεόν, μπαντονεόν, Μιχάλης Πορφύρης τσέλο, Θανάσης Γκιουλετζής βιολί, Θύμιος Παπαδόπουλος πνευστά, Σταύρος Παπαγιαννακόπουλος μαντολίνο και Λεωνίδας Τζίτζος ενορχηστρώσεις, πλήκτρα, προγραμματισμός.
Ο Λαιμός, ως μελωδός, είναι αβίαστα λυρικός και γνώστης των κατευθύνσεων του είδους, βασικά της μεσογειακής romance, γνωρίζοντας να μετατρέπει τις εμπνεύσεις του σε ολοκληρωμένες ορχηστρικές συνθέσεις (κυρίως) ή τραγούδια. Εδώ, στο “Travelling Dreams”, οι πρώτες (οι συνθέσεις), είναι οκτώ στον αριθμό, ενώ τα τραγούδια έξι. Ξεκινώντας από τα δεύτερα θα έλεγα πως εκείνο που τα χαρακτηρίζει είναι η ποικιλία τους. Ευπρεπή «γιουροβιζιονικά» στο στυλ της ροκ, ή λιγότερο ροκ, μπαλάντας (ο συνθέτης είχε στείλει τραγούδι του, στα έιτις, στους δικούς μας διαγωνισμούς ανάδειξης) όπως είναι τα «Σαν παιδί» και “Hold on”, άλλα που κινούνται κάπως κοντά στο ύφος του Σταμάτη Σπανουδάκη και άλλα που θυμίζουν το ελαφρολαϊκό ύφος.
Εκεί όμως όπου το πράγμα περνάει σε άλλες σφαίρες είναι στα ορχηστρικά, τα οποία αποδεικνύουν και τις έξτρα δυνατότητες του Λαιμού στη δημιουργία αυτών των ωραίων «φευγάτων» μελωδιών-ατμοσφαιρών (γνωστών, σε όσους, από τα χρόνια του ’70). Θες σε κινηματογραφική και Café del Mar κατεύθυνση (“Affection”, “C song”), θες σε πιο κλασικές σέβεντις easy και lounge στροφές, όπως το έξοχο “Caring lovers” (που λες και ξέφυγε από τα άλμπουμ του Πιτσιλαδή στη Seagull) ή το γλαφυρό μέσα στην υποβλητικότητά του “All about 5/8”, ένα είναι σίγουρο.
Ο Γιώργος Π. Λαιμός είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση έλληνα συνθέτη, με δική του αύρα, που φέρνει δίπλα μας, μέσα από απλές, αλλά ευχάριστες συνθέσεις, όλη αυτή τη μεγάλη παράδοση της eurο μελωδίας, που χτύπησε ταβάνι στα σίξτις-σέβεντις και που πάντα θα έχει κάτι υψηλό να προσθέσει στην ισοπεδωμένη, πλέον, ελαφρότητα.
Caring lovers || From the album Travelling Dreams by George P. Lemos