ΚΙΝΗΣΗ

«Η Μαστοράκη είναι όλων – η Τζένη δεν ξέρω»

Αποχαιρετισμοί στη Τζένη Μαστοράκη Facebook Twitter
Τίμος Μπατινάκης, Πορτρέτο της Τζένης Μαστοράκη, χαλκογραφία (taille douce) σε 23 αντίτυπα. Μοιράστηκε από τη Μαγιού Τρικεριώτη, στο μνημόσυνο της ποιήτριας, στις 29 Αυγούστου 2024, σε όσους την αγαπούσαν.
0

Ανάκατα ρούχα στην ίδια βαλίτσα

«Δεν σε δίνουμε ακόμη, να του πεις». Αυστηρή «μαμά», προστατευτική φίλη. Γεμάτη χιούμορ –μεσαιωνικό γκρενά και μοντερνιστικό μαύρο–, είχε εκείνο τον δικό της τρόπο, της αναγεννησιακής κλειδοκράτορος, να τοποθετεί τα γεγονότα και τα αισθήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ακόμα κι αν έπρεπε να μεγεθύνει ή να απομειώσει ολοφάνερα την ευτυχία και τον πόνο – κι όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά.

Από τις 30 Ιουλίου, εκείνη την ανεπίστροφη ώρα των 20:12 (ή των 19:59, στον δικό της χωροχρόνο), η Τζένη (Μαστοράκη) έκανε μνήμες τις αναμνήσεις μας. Έχουν περάσει ημέραι τεσσαράκοντα –ως άγιοι τεσσαράκοντα μάρτυρες του πένθους– κι ακόμη η τόσο βαθιά μου λύπη τσαλαβουτάει στα νερά της φίλης που εξεδήμησε και της σπουδαιότερης μεταπολεμικής ποιήτριας που είχαμε την ευλογία να γράψει στη γλώσσα μας.

Έτσι συμβαίνει, όμως, όταν τα μεγάλα «χαίρε» ταξιδεύουν σε μια βαλίτσα που έχει μέσα ανάκατα τα ρούχα της Τζένης και της Μαστοράκη· είναι πιο περίπλοκη, ενίοτε απόκρημνη και βραχώδης, η ανηφόρα όταν έχεις αγκαζέ μια μαμαφίλη και ένα εθνικό κεφάλαιο· όταν κουδουνίζει στο κεφάλι σου το «δεν σε δίνουμε ακόμη, να του πεις», κάθε που γνώριζα κάποιον λίγο... καλύτερα, και ο αντίλαλος που επιστρέφει σαν ιστορία για τα βαθιά, ψιθυρίζοντας «κανείς δεν ξέρει τι να γίνονται οι πλέον δυσεύρετοι, αυτοί που ως ελεεινοί κλεπταποδόχοι, αυτομόλοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας».

«Τι λες, πουλάκι μου;». Στατιστικά και μόνο, αυτή θα ήταν η απάντησή της για όλα τούτα και για τόσα άλλα που λέμε, νεκρολογούμε, αναμημνίσκουμε και σκαλίζουμε άμα τη εκδημία της. Αν υπάρχει κι άλλος κόσμος πλην του μάταιου τούτου, αν υπάρχει έστω μια τόση δα ελπίδα αναστάσεως, θα λέει, ως φίλη προς φίλον, «τι λες, μωρό μου; Επί 75 χρόνια την έβγαλα με ψιλολόγια. Δικαιούμαι μια υπερπαραγωγή». Ξανά και ξανά. Μεσαιωνικά γκρενά και μοντερνιστικά μαύρη στον καρκίνο.

Βέβαια, ως ποιήτρια – παρότι αγέρωχα κρυμμένη στον πλανήτη των φίλων, της Μαγιούς και της Αλίνας– είναι πέρα από μνήμες και αναμνήσεις (κι αυτό μπορεί να καθιστά όλο αυτό το κείμενο εξόχως περιττό). Πέραν, ακόμα ακόμα, και από τις δικές της εντολές και επιθυμίες. Η Μαστοράκη είναι όλων – η Τζένη δεν ξέρω. Το έργο της θα παραμείνει εις τους αιώνας των αιώνων, θέλει-δεν θέλει, ορειβασία με σπαρμένες κορυφές και καταφύγια «μιας άνοιξης δαιμονικής, σαν καταδίωξη που τελειώνει σε ποτάμιες όχθες, γλυκό λαχάνιασμα, σιωπή». 

Δημήτρης Αθηνάκης

Μια ορφική τριακάδα για την Τζένη Μαστοράκη

Τζένη μου,

το σκαρίφημα αυτού του επιμνημόσυνου αποχαιρετισμού είναι οφειλή, συγγνώμη και συγχώρεση ημών των ζωντανών που σε συνοδέψαμε επτά μήνες βαστώντας το χέρι σου στο πηγαινέλα του μονοπατιού, που άλλοτε προπορευόμενοι το τειχίζαμε με προεκτάσεις οξυγόνου και συνδετικά κι άλλοτε η ίδια ξηλώνοντας τ’ αόρατα τοιχία, γκρεμιζόσουν και φώναζες βοήθεια.

Ωστόσο, επειδή με δίδαξες να μην υπερβάλλω κι ο κόσμος ηδονίζεται από τις υπερβολές, πρέπει να μου επιτρέψεις να πω μάλλον υπερβολικά λόγια παρηγοριάς, για τη Μαγιού και την Αλίνα, τον Μενέλαο (Καραμαγγιώλη), την Ισαβέλλα, την Ίντα, τον Νίκο Παΐσιο –τον γιατρό σου–, τον αδερφό σου με όλες τις γκόθικ ιστορίες που μου διηγήθηκες, την Ευτυχία (Παναγιώτου) και τον Δημήτρη (Αθηνάκη)˙ τους νεκρούς ποιητές σου, τον Γιάννη (Κοντό) και τον Χριστόφορο (Λιοντάκη), που έχουν πιάσει πρώτη θέση θεωρείο στο υπερώο του ουρανού και μας κοιτάζουν παραξενευμένοι, μα και για όσους από τους ζωντανούς έχουν το θάρρος να σ’ αντικρίζουν στο υψηλότερο βάθρο της ποίησης. Γνωρίζω, κανείς δεν είναι τόσο καλός, θα μου ’λεγες, όπως άλλωστε συνήθιζες καθισμένη στην πολυθρόνα του νοσοκομειακού θαλάμου να μου υπενθυμίζεις, μεταξύ σχολίων ποιητικής επικαιρότητας που σ’ έπληττε και μιας άτυπης συνεργασίας που είχαμε αναπτύξει σε θέματα ποιότητας και ασφάλειας ασθενών, λέγοντάς μου καθημερινά με το νι και με το σίγμα τις κινήσεις του προσωπικού.

Έτσι η σχέση μας από ποιητική έγινε περισσότερο προσωπική, ωσότου ανέλαβα τον άτυπο ρόλο των υπογραφών σε κάθε εισαγωγή και εξιτήριό σου, τον ρόλο ενός υποτιθέμενου γιου ώστε να μην μας ρωτούν πολλές λεπτομέρειες, προκειμένου να σε παραλαμβάνω και να σε παραδίδω στο ταξί με τη μαγική μαύρη βαλίτσα που χρειαζόσουν ώρες να προετοιμάσεις.

Εντωμεταξύ, κάποιοι νομίζουν πως ήσουν ένας κανονικός άνθρωπος που αρρώστησε με καρκίνο πνευμόνων και ακολούθησε το θεραπευτικό πλάνο, όμως δεν συνέβη έτσι. Ήσουν η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, η «Δαιμονία» του Γ.Π. Σαββίδη που μετά τις «Ιστορίες για τα βαθιά» και το «Μ’ ένα στεφάνι φως» είχες μια πλήρη σύμπτωση ποιητικού και υπαρκτικού είναι. Κι ενώ ήσουν η Τζένη της οδού Επτανήσου, ήσουν και η σκοτεινή οικοδέσποινα ενός κόσμου που παραμένει άγνωστος για πολλούς, ωστόσο πολύ ταχτικά αναδύεται, είτε σαν ονειρική πλάνη είτε σαν εφιάλτης, μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο.

Είμαι βέβαιος πια, ήσουν η επισκέπτρια εκείνης της χώρας που ενώ κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει με τεκμήρια την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της, μας παρέδωσες τα κλειδιά της. Και το ήξερα από την πρώτη στιγμή και αφού το γνώριζα, δεν χρειάστηκε να μου κρύβεις τίποτα.

Έχω σημειώσει όλες μας τις συζητήσεις στα ημερολόγιά μου. Ο χρόνος θα μ’ οδηγήσει να τις ανωνυμοποιήσω, αφού ζωντανοί που δεν τ’ αξίζουν δεν δικαιούνται να γίνονται παραπληρωματικοί ήρωες σε σημαντικές ιστορίες κι ίσως κάποτε να τις διηγηθώ˙ αστικοί μύθοι με ηθική, δράκους, τέρατα, μάγισσες, ήττες και δημιουργικές μεταφορές. Συνοδοιπόρος στην αρρώστια σου, έγινα μάρτυρας μικρών θαυμάτων, γνωρίζοντας επιτέλους έναν άνθρωπο χορτασμένο και από τη ζωή και από την ποίηση.

Σήμερα, στην Αγία Ζώνη, στην αρχή του άξονα της οδού Επτανήσου, σου ζητώ συγγνώμη αν σε πόνεσα αυτούς τους επτά μήνες με τις βελόνες και τους χειρισμούς μου, και παρόλο που ο Μενέλαος, ο κλειδοκράτορας, λείπει, τον επικαλούμαι για να σου αποκαλύψω πως την ημέρα του θανάτου σου, πριν από την εξόδιο ακολουθία, συναντήσαμε τον τελευταίο αποστάτη. Ένας άγγελος είχε στρώσει τα βιβλία του καθισμένος στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας σου. Σκεφτήκαμε πως ήταν κάποιος από τους ανθρώπους που συνήθως βοηθούσες. Μετά από δυο εβδομάδες, κάθισε στο πλατύσκαλο του Σελέκτ˙ έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Είναι ο τελευταίος αποστάτης (σου) κι επειδή θυμάμαι τη συμβουλή σου δεν θα συλλαβίσω τ’ όνομα˙ μας δίδαξες τις συνέπειες.

Στις 28.6.2024 ονειρεύτηκα το κίτρινο σπίτι του Βαν Γκονγκ στην Αρλ˙ δεν είμαι βέβαιος˙ έτσι ένιωσα. Ξύπνησα, κάπνισα και ξάπλωσα ξανά. Δεν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο. Το ίδιο πρωί, με τον Παΐσιο, πήραμε την απόφαση να σε ενημερώσουμε για τα άσχημα νέα της αξονικής˙ η νόσος δεν ανταποκρινόταν στις θεραπείες. Εμφανώς ηττημένοι, καθίσαμε απέναντί σου και δίχως περιστροφές σου είπαμε ένα μάλλον συνηθισμένο για εμάς τους νοσοκομειακούς ωραιοποιημένο ποίημα και πολλά ναι-μεν-αλλά. Κι όμως βρήκες το θάρρος και μας ρώτησες: —Ώς εδώ ήτανε, λοιπόν; Λυπάμαι που κουραστήκατε, που με φορτωθήκατε τόσους μήνες δίχως αποτέλεσμα.

Ακολούθησε ο μήνας της μεγάλης ζέστης. Αγωνίστηκες, μα μας νίκησε όλους μαζί ο Πνιγαλίων σου. Στο νοσοκομείο αποφεύγω να περάσω από τον διάδρομο του δωματίου σου, κι ενώ δεν κλείσαμε σαράντα μέρες, έκανες τα μαγικά σου, και να ’μαστε 27+1 μέρες από την ώρα μηδέν, εδώ στην Αγία Ζώνη, έναν σεληνιακό μήνα μετά, εκτελώντας μια ορφική τριακάδα. Καθαρμός για σένα, όπως σού πρέπει και σού αρμόζει. Ή μήπως ό,τι επίτασσε το ορφικό έλασμα που βρέθηκε στους Θούριους: «Πέταξα έξω από τον δεινό βαρυπενθή (κύκλο) και όρμησα προς το ποθητό στεφάνι με βήμα ταχύ».

Δεν θα πω τίποτα άλλο. Με ξέρεις πως αντιλαμβάνομαι διαφορετικά το ποιητικό σου έργο, δεν χρειάζονται τα λόγια μου κι όσοι έχουν αυτιά ήδη κατάλαβαν τι βάρος ασήκωτο κουβαλούσες απ’ όταν κατάφερες τη σύμπτωση ποιητικού και υπαρκτικού είναι.

Στη Μαγιού, την όμορφη κόρη σου, θα πω να θυμάται πως όλοι εμείς οι ποιητές κλέψαμε τη μαμά της και πρέπει να μας συγχωρήσει, αλλά έτσι συμβαίνει με τις σκοτεινές οικοδέσποινες στις μεσαιωνικές ιστορίες.

― Και στους ζωντανούς, να σε μνημονεύουνε.

Γιάννης Αντιόχου

Μια φάρσα

Μου είναι δύσκολο να μιλήσω σε παρελθόντα χρόνο. Δεν έχω τη σωματική αίσθηση κάποιου τετελεσμένου γεγονότος. Δεν θέλω να μάθω τι σημαίνει το «δεν είναι πια μαζί μας» ο άνθρωπος που αγαπάμε, που κουβαλάμε, έστω και ερήμην του.   

Ας στραφώ τότε σε κάτι πιο εύκολο χωρίς τόσες αρνήσεις μαζεμένες. Στα κείμενά της, τη σωσίβια λέμβο μου. (Ερήμην της τελείως.) Με αφορμή μνημόσυνο για τον Γιάννη Ρίτσο στο Γαλλικό Ινστιτούτο, τον Φεβρουάριο του 1992, η Τζένη Μαστοράκη σημείωνε ότι είναι καλύτερα να λες ιστορίες μετά, «πολύ αργά μέσα στη νύχτα όχι στους άγρυπνους, αλλά σ’ εκείνους που κοιμήθηκαν». Θα ήθελα κι εγώ να πω μια ιστορία για ένα κορίτσι που κρατούσε σφιχτά, σαν ατόφια ζωή, τους στίχους της, αλλά που δεν πρόλαβε να διασχίσει το δέος της απέναντι στην πιο σπουδαία σύγχρονη ποιήτρια, η οποία προτιμούσε να συζητά για καθημερινά πράγματα και να ανταλλάζει ηλεκτρονικά μηνύματα.  

Διαβάζω εκείνα τα μηνύματα και λέω ευτυχώς το τέλος δεν έχει ούτε σήμερα συμβεί, τέτοιο φως δεν χωράει μεταμέλειες, μπορώ να της γράψω, να τη ρωτήσω για όσα έμειναν εκκρεμή. Κανένας δεν κοιμήθηκε για πάντα.

Ο θάνατος της Τζένης Μαστοράκη, αν συνέβη, συμβαίνει in media res, στο μέσο της υπόθεσης, όπως και στο «Στεφάνι» της. Εφόσον με τη δική της ανάπαυση ψυχής ανοίγει τώρα νέο κύκλο αγάπης ανάμεσα σε έως πρόσφατα αγνώστους και στέλνει το διαβόητο τέλος στην αρχή αυτής της ιστορίας που κάποτε θα ειπωθεί ολόκληρη.

Η δημόσια σεμνότητά της, η οποία άγγιξε τις παρυφές μιας πολύχρονης σιωπής, ήταν δυσανάλογη με το μέγεθος των ποιητικών και μεταφραστικών της δώρων και τόσο διαφορετικής υφής από τη μητρική γενναιοδωρία της που δεν υπολόγιζε κούραση. Αλλά με κάποιο τρόπο όλα έδεναν με τα εξεταστικά μάτια της που τα αγκάλιαζαν τα πάντα μαύρα μακριά της μαλλιά.

Η Τζένη Μαστοράκη όσα λόγια δούλευε με τα χέρια ή με τα χείλη της τα μετέγραφε σε κρυστάλλινα ελληνικά. Για τα ποιήματα δεν χωράει εδώ να πω. Και ποιος μεταφράζει ένα βιβλίο δύο φορές; Δεν έχω συναντήσει ποτέ τέτοια ελληνικά που να εκπέμπουν συγχρόνως έγνοια, τόλμη, ευρυχωρία, μεγαλείο. Και κάτι άλλο: ένταση, αίσθημα. Αυτά τα ελληνικά είναι η φωνή της, και όσο την άκουγες τόσο τη μάθαινες και συνήθιζες στις εκπλήξεις της. «Άσε το να κρυώνει και να πονάει. Μόνο έτσι γίνεται». Αυτά τα πυκνά προτρεπτικά λόγια μού είπε όταν έχασα τον παππού μου.

Μια τέτοια μέρα όπως τη σημερινή χρειάζομαι όμως το «γελαστό μνημόσυνό» της, έτσι το ονόμασε η ίδια, κι ας νόμιζε πως δεν το κατόρθωσε, στο τελευταίο της κείμενο, που δημοσίευσε στη Νέα Εστία το 2017, με αφορμή την ποιητική γενιά της. Κείμενο για τους δύο δικούς της φίλους και ποιητές, τους δύο που της λείπουν, τον Γιάννη Κοντό και τον Βασίλη Στεριάδη. Ένα μνημόσυνο γεμάτο πλάκες, εσωτερικά γλωσσικά αστεία, αδελφική φιλία, χάχανα μέχρι δακρύων. Να νιώθεις ότι είσαι εκεί στο πάρτι του ονείρου της.

Φέρνω έτσι το βλέμμα στις φωτογραφίες όπου η Τζένη γελάει. Αγαπώ ειδικά εκείνη στην οποία έχει λυθεί στα γέλια και κρύβει το πρόσωπο με το αριστερό της χέρι. Το χέρι που κρατάει το τσιγάρο.   

Επειδή κάποια στιγμή δεν αντέχω να γελώ μέσα στη λύπη, θα φανταστώ ότι μου μιλάει, λέει κάτι τρυφερό, μην κλαις, μικρό μου, και ότι ύστερα θα σκεπάσει τους δισταγμούς μου με πρωτοφανή διαγγέλματα, σαν εκείνο που περιλάμβανε και την αναγγελία της αρρώστιας της. Σταλμένο σε άλλους δύο παραλήπτες, έκλεινε με την προτροπή: «Να μ’ αγαπάτε μακριά απ’ τα ποιήματα, χωρίς τα ποιήματα. Κυρίως ΧΩΡΙΣ αυτά, που δεν τα θέλω ούτε για ορντέβρ ούτε για εντάφιον». Τόσο ηχηρά είναι τα λόγια, νιώθω πως μας γράφει τώρα από την Επτανήσου, σκέφτομαι ό,τι λέω και κάνουμε πως γελάμε και οι τρεις.

Όσα κι αν είναι τα στάδια της άρνησης, του πένθους και όλων των τυποποιήσεων της θνητότητας και της θλίψης, η Τζένη, η Τζένη Μαστοράκη, θα με περιμένει στο Σελέκτ της Φωκίωνος με τα πτι φουρ, τα αυθεντικά, και θα μου λέει, ναι, αυτό θα λέει: «Όλα φάρσες είναι, πουλάκι μου. Δεν είναι;»

Ευτυχία Παναγιώτου

Βιβλίο
0

ΚΙΝΗΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ένα στεφάνι φως» για την Τζένη Μαστοράκη (1949-2024): Ζωή βγαλμένη από τους στίχους

Απώλειες / «Ένα στεφάνι φως» για την Τζένη Μαστοράκη (1949-2024): Ζωή βγαλμένη από τους στίχους

Η σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια, που συνέδεσε το όνομά της με την ελληνική μετάφραση του «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ, ήταν ένας άνθρωπος γενναιόδωρος, ενθουσιώδης και πολυτάλαντος.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ