ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ, ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ, οι κυβερνήσεις, ειδικά όταν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει κοινωνική δυσαρέσκεια, θέτουν ως σημείο επανεκκίνησης την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, κατά την οποία εκείνος ανακοινώνει τους νέους στόχους και κάποιες παροχές που φουσκώνει το επικοινωνιακό επιτελείο για να μοιάζουν σημαντικότερες. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέντε χρόνια μετά, έχει ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου χωρίς να έχει πετύχει τους περισσότερους στόχους που είχε εξαγγείλει το 2019, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Η σχετικά καλή διαχείριση των πρώτων κρίσεων και η σύγκριση με την προηγούμενη κυβέρνηση τής έδωσαν μια μεγάλη ώθηση που την έφερε στο περίφημο 41% των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, παρότι η τελευταία χρονιά της προηγούμενης θητείας είχε σημαντικές αποτυχίες (Τέμπη, πυρκαγιές, ακρίβεια, ασφάλεια κ.ά.). Όμως, αντί το ποσοστό εκείνο να το αντιληφθεί ως μια δεύτερη ευκαιρία για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει, η κυβέρνηση κάθισε πάνω στις δάφνες εκείνου του 41% με αλαζονεία και αίσθηση παντοδυναμίας. Και όταν οι πρόσφατες ευρωεκλογές το διόρθωσαν, ρίχνοντάς την κάτω από το 30%, οι πολίτες έστειλαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα το οποίο υποτίθεται ότι πήρε.
Ο πραγματικός στόχος που έχει βάλει το Μέγαρο Μαξίμου είναι η δημοσκοπική ανάκαμψη, ώστε να βρίσκονται τουλάχιστον πάνω από το ψυχολογικό όριο του 30%. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν ένα σοκ, το οποίο όμως έχουν ξεπεράσει.
Η κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα, από τις ευρωεκλογές μέχρι σήμερα, δεν έχει δείξει κανένα σημάδι ανάκαμψης. Αυτό που κάνει είναι διαχείριση της φθοράς, ξοδεύοντας πολύ χρόνο αναλύοντας αν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι που την εγκατέλειψαν είναι δεξιοί ή κεντρώοι και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να στρίψει για να τους ξανακερδίσει.
Ο πραγματικός στόχος που έχει βάλει το Μέγαρο Μαξίμου είναι η δημοσκοπική ανάκαμψη, ώστε να βρίσκονται τουλάχιστον πάνω από το ψυχολογικό όριο του 30%. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν ένα σοκ, το οποίο όμως έχουν ξεπεράσει. Η συνεχιζόμενη καθοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να καλύψει το κενό με άλμα τούς καθησυχάζουν ότι δεν κινδυνεύουν, παρότι και αυτοί αδυνατούν να καταγράψουν πρόοδο.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις κατέδειξαν ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει. Περίπου επτά στους δέκα πολίτες την κρίνουν αρνητικά και, σύμφωνα με τις ενδείξεις, το ποσοστό που πήρε στις ευρωεκλογές δεν φαίνεται να είναι προσωρινό αλλά μάλλον, γι’ αυτή την περίοδο, ταβάνι.
Όσο για τους ψηφοφόρους που την εγκατέλειψαν και τη διένεξη που υπάρχει ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη αλλά και εντός της ΝΔ για το αν αυτοί είναι οι δεξιοί ή οι κεντρώοι, από τα στοιχεία και τις αναλύσεις που έχουν γίνει προκύπτει ότι είναι και τα δύο.
Η κυβερνητική πολιτική στα εθνικά, στο μεταναστευτικό και στην ασφάλεια έχει απογοητεύσει τους δεξιούς και πολλούς παραδοσιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ. Αυτό ακριβώς εκφράζουν με τις τοποθετήσεις τους οι πρώην πρωθυπουργοί Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς, οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά και με μέρος της κομματικής βάσης.
Η ακρίβεια, η κατάσταση στην υγεία, η απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, οι ανεξέλεγκτες τράπεζες, τα προβλήματα της δικαιοσύνης, η μη αντιμετώπιση της διαφθοράς και της αυθαιρεσίας, η μικρή οικονομική ανάπτυξη και τα όποια αποτελέσματα που δεν φτάνουν στους πολλούς, καθημερινά προβλήματα (π.χ το αργό, αλλά πανάκριβο ίντερνετ), είναι μερικοί από τους λόγους που απομάκρυναν τους κεντρώους ψηφοφόρους και μια μεγάλη μερίδα πολιτών απ’ όσους της είχαν δώσει το 41%, το οποίο, όπως επιβεβαίωσε ο πρωθυπουργός, γνωρίζει ότι πια δεν υπάρχει.
Η παραδοχή αυτή θα μπορούσε να είναι ένα πολύ θετικό σημάδι, εάν πείσμωνε το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και το ωθούσε να κερδίσει ξανά, με το έργο του, τη χαμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας που του έδωσε πέρσι τη δεύτερη ευκαιρία.
Αντ’ αυτού, ωστόσο, φαίνεται να μην τους ενοχλεί το ότι το 41% δεν υπάρχει. Το έχουν αποδεχθεί και προχωρούν με αυτό, εστιάζοντας στο ότι η διαφορά τους από τα κόμματα που ακολουθούν είναι μεγάλη. Αντί η κυβέρνηση να καλύπτει την οπισθοχώρηση των χρόνων της κρίσης και να εκσυγχρονίζει με γρήγορους ρυθμούς τη χώρα, που το έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ, στα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης εξαγγέλλει ως μεταρρυθμίσεις απλές αποφάσεις του υπουργείου Παιδείας, όπως «το κινητό στην τσάντα» (που ούτε αυτό δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ή να αλλάξει κάτι).
Η εκκίνηση μιας νέας πολιτικής περιόδου, που σηματοδοτείται και από τις αλλαγές που κυοφορούνται στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, δεν εμπνέει καμία ιδιαίτερη αισιοδοξία ως τώρα, τα πράγματα όμως αναμένεται να ξεκαθαρίσουν περισσότερο τον επόμενο μήνα.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.