Η National Gallery στο Λονδίνο γιορτάζει τα 200 της χρόνια και η πρώτη έκθεση των εορτασμών είναι ένας φόρος τιμής στον Βίνσεντ Βαν Γκογκ με τίτλο «Van Gogh: Poets and Lovers», που θα διαρκέσει μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2025.
Η έκθεση επικεντρώνεται στις ευφάνταστες μεταμορφώσεις του καλλιτέχνη και περιλαμβάνει πάνω από 50 έργα και δάνεια από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών εικόνων από το Μουσείο Kröller Müller στο Otterlo της Ολλανδίας, το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ και το Musée d'Orsay στο Παρίσι, όπως τα έργα «Έναστρη νύχτα πάνω από τον Ροδανό» (1888, Musée d'Orsay) και «Το κίτρινο σπίτι» (1888, Μουσείο Βαν Γκογκ) που παρουσιάζονται δίπλα στα «Ηλιοτρόπια» (1888) και την «Καρέκλα του Βαν Γκογκ» (1889) που αποκτήθηκαν το 1924 από τη National Gallery.
Τοποθετημένα σε ομάδες, τα πιο φιλόδοξα έργα του Βαν Γκογκ αφήνουν τον επισκέπτη να εξερευνήσει τη δημιουργική διαδικασία του καλλιτέχνη και τις πηγές έμπνευσής του. Με βάση το διάστημα που πέρασε στην Αρλ και το Σεν-Ρεμί στη Νότια Γαλλία (1888-1890), η έκθεση ανιχνεύει τη συναρπαστική πρακτική του καλλιτέχνη να μετατρέπει τα μέρη που συνάντησε σε εξιδανικευμένους χώρους στην τέχνη του, δημιουργώντας έτσι ένα βαθιά ποιητικό πλαίσιο για το έργο του.
Η έκθεση διερευνά πώς οι επιλογές του Βαν Γκογκ για αυτά τα έργα αντικατοπτρίζουν τις σκέψεις του για τη ζωγραφική και τη χρήση των αντιθέσεων για τη δημιουργία αρμονίας και συνοχής.
Η έκθεση συνδέει τον ζωγράφο με τα έργα και ως παθιασμένο αναγνώστη της ποίησης. Σε μια επιστολή του προς τον αδερφό του, Τεό, έγραψε: «Πάντα μου φαίνεται ότι η ποίηση είναι πιο μεγαλειώδης από τη ζωγραφική, αν και η ζωγραφική είναι πιο βρόμικη και, ίσως, πιο ενοχλητική. Και στο κάτω κάτω, ο ζωγράφος δεν λέει τίποτα. Είναι σιωπηλός και εξακολουθώ να το προτιμώ».
Μέσα σε μόλις δύο χρόνια στη νότια Γαλλία, ο Βαν Γκογκ έφερε επανάσταση στο στυλ του, σε μια συμφωνία ποιητικού χρώματος και υφής. Εμπνεύστηκε από ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Βλέπουμε αυτό το διάστημα στην Αρλ και στο Σεν Ρεμί ως μια αποφασιστική περίοδο στην καριέρα του. Η έκθεση διερευνά τη συναρπαστική πρακτική του καλλιτέχνη να μετατρέπει τα μέρη που συνάντησε σε εξιδανικευμένους χώρους στην τέχνη του.
Μια άλλη πτυχή της έκθεσης δείχνει επίσης πώς τα πορτρέτα έπαιξαν ζωτικό ρόλο, καθώς ο Βαν Γκογκ έδωσε στα μοντέλα του συμβολικό νόημα μέσα στο καλλιτεχνικό του σύμπαν, όπως συμβολικό νόημα δίνει και ο τίτλος της έκθεσης «Ο ποιητής και ο εραστής», αφού εξερευνά τον τρόπο με τον οποίο η ποιητική φαντασία και οι ιδέες του Βαν Γκογκ που συνδέονται με την αγάπη εξελίχθηκαν σε κεντρικά θέματα για τον καλλιτέχνη.
Στην Αρλ, για παράδειγμα, ο Βαν Γκογκ όρισε το δημόσιο πάρκο μπροστά από το Κίτρινο Σπίτι ως κήπο ποιητών, οραματιζόμενος τους Ιταλούς ποιητές της Αναγέννησης Πετράρχη και Βοκκάκιο να κάνουν βόλτες εκεί. Μερικοί από τους πιο λαμπρούς πίνακες και σχέδια του Βαν Γκογκ εκείνης της εποχής συνδέονται με αυτή την ιδέα και ζευγάρια εραστών εμφανίζονται σε πίνακες όπως η «Έναστρη Νύχτα».
Το ίδιο συνέβη και αργότερα, στο Σεν Ρεμί, όταν φαντάστηκε τον κατάφυτο κήπο του ασύλου ως μια απομονωμένη τοποθεσία για εραστές. Ζωγράφισε θεαματικές συνθέσεις που απεικόνιζαν τη θέα. Αυτή η εξιδανικευμένη, ευφορική εξερεύνηση του κήπου του ασύλου έρχεται σε δραματική αντίθεση με έργα που δημιούργησε αργότερα, συνδέοντας την ίδια τοποθεσία με τα βάσανα του ίδιου και των άλλων τροφίμων του ασύλου.
Η έκθεση διερευνά πώς οι επιλογές του Βαν Γκογκ για αυτά τα έργα αντικατοπτρίζουν τις σκέψεις του για τη ζωγραφική και τη χρήση των αντιθέσεων για τη δημιουργία αρμονίας και συνοχής.
Η Αρλ και το άσυλο Σεν Ρεμί
Στις 20 Φεβρουαρίου 1888, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ έφτασε στην Αρλ. Πριν από αυτό, είχε ζήσει στο Παρίσι για δύο χρόνια, όπου είχε αναπτύξει ένα απόλυτα μοντέρνο στυλ ζωγραφικής. Κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων και πλέον μηνών που πέρασε στην Αρλ, δημιούργησε ένα πλήθος έργων ζωγραφικής και σχεδίων, πολλά από τα οποία θεωρούνται σήμερα κορυφαία έργα της τέχνης του τέλους του 19ου αιώνα.
Κουρασμένος από την πολύβουη ζωή της πόλης και το κρύο βόρειο κλίμα, ο Βαν Γκογκ είχε κατευθυνθεί προς τα νότια αναζητώντας ένα κλίμα πιο θερμό, καθώς το έντονο φως και τα χρώματα της Προβηγκίας ανταποκρίνονταν στον νέο τρόπο που ζωγράφιζε. Πήγε στην Αρλ με σκοπό να καθίσει λίγο καιρό και να κατευθυνθεί αργότερα στη Μασσαλία, σχέδιο που δεν πραγματοποιήθηκε, αφού στην όμορφη ύπαιθρο της περιοχής βρήκε αυτό που έψαχνε.
Μετά από μερικές εβδομάδες μπόρεσε να ανακαλύψει θέματα για τα έργα του. Είχε μαζί του μια συλλογή από ιαπωνικές εκτυπώσεις, είχε διαβάσει για την Ιαπωνία και ήταν μεγάλος θαυμαστής της χώρας και των έργων τέχνης της. Ήλπιζε στην Αρλ να βρει το φως, τα χρώματα και την αρμονία που γνώριζε από αυτές τις εκτυπώσεις. Αυτό συνέβη και μετά από μερικές εβδομάδες άρχισε να ζωγραφίζει, έχοντας την Ιαπωνία στο μυαλό του, έργα με ανθισμένα δέντρα και την Pont de Langlois. Το καλοκαίρι σχεδίαζε και ζωγράφιζε σκηνές συγκομιδής. Εκεί αποφάσισε να δημιουργήσει αγροτικούς πίνακες, επιλέγοντας το θέμα του σπορέα και θέλοντας να εκσυγχρονίσει αυτό το είδος.
Τον Μάιο, ο Βαν Γκογκ νοίκιασε το Κίτρινο Σπίτι με τα τέσσερα δωμάτια, στο οποίο έμεινε και έφτιαξε το στούντιό του. Είχε ελπίδες να ιδρύσει ένα συλλογικό στούντιο στον Νότο, αν θα τον συνόδευαν και άλλοι ζωγράφοι. Στην Αρλ ζωγράφισε επίσης μερικά αστικά τοπία που έγιναν από τα πιο διάσημα στο σύνολο του έργου του.
Το μικρό σπίτι στην Place Lamartine, στο οποίο έμενε, είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό του πίνακα που είναι κοινώς γνωστός ως «Το Κίτρινο Σπίτι», αλλά ο Βαν Γκογκ ονόμασε «Οδός». Μια άλλη αξιοσημείωτη σκηνή ζωγραφίστηκε τη νύχτα: ο Βαν Γκογκ έστησε το καβαλέτο του κοντά στο Café de la Nuit στην Place du Forum και ζωγράφισε το καφέ, λουσμένο στο κίτρινο φως, κάτω από έναν έναστρο ουρανό.
Στις 23 Οκτωβρίου, ο Πολ Γκογκέν πήγε στην Αρλ. Οι δύο καλλιτέχνες έζησαν και ζωγράφισαν μαζί για δύο μήνες. Ήταν μια εποχή γεμάτη με μεγάλη αμοιβαία έμπνευση, αλλά στο τέλος οι χαρακτήρες και οι καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες τους συγκρούστηκαν. Στις 23 Δεκεμβρίου, ο Βαν Γκογκ υπέστη ψυχική κατάρρευση –πιθανώς το πρώτο σημάδι της ασθένειάς του– και έκοψε ένα μέρος του αριστερού αυτιού του. Ο Γκογκέν έφυγε και το όνειρο του Βαν Γκογκ για ένα στούντιο με άλλους ζωγράφους γκρεμίστηκε.
Πέρασε λίγο περισσότερο χρόνο στο νοσοκομείο μετά από μια δεύτερη κατάρρευση τον Φεβρουάριο του 1889. Συνέχισε να εργάζεται στην Αρλ για μερικούς ακόμη μήνες, αλλά μπήκε οικειοθελώς στο άσυλο του Σεν Ρεμί στις 8 Μαΐου 1889. Έμεινε εκεί για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι τον Μάιο του 1890. Στο μικρό δωμάτιο του νοσοκομείου βίωσε την πιο παραγωγική του περίοδο, κατά την οποία δημιούργησε σχεδόν 150 πίνακες και πολλά σχέδια, συμπεριλαμβανομένων των «The Starry Night», «The Almond Tree Branch in Bloom» και «The Iris».
Ο Βαν Γκογκ άφησε οικειοθελώς το ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Σεν Ρεμί τον Μάιο του 1890 και κατευθύνθηκε βόρεια προς το Οβέρ-σιρ-Ουάζ, όπου ήδη διέμεναν αρκετοί καλλιτέχνες. Το Οβέρ του πρόσφερε την ηρεμία που χρειαζόταν, ενώ ήταν αρκετά κοντά στο Παρίσι για να μπορεί να επισκέπτεται τον αδελφό του, Τέο. Εκεί ζούσε και ο γιατρός Πολ Γκασέ, που μπορούσε να τον παρακολουθεί. Συνδέθηκαν με φιλία και ο γιατρός τον συμβούλευσε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη του. Έκανε ακριβώς αυτό, ζωγραφίζοντας τους κήπους και τα σταροχώραφα γύρω από το χωριό με πυρετώδεις ρυθμούς. Ο Βαν Γκογκ αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική του αυτή την περίοδο, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά ένα έργο την ημέρα.
Τα ηλιοτρόπια που σφράγισαν το έργο του Βαν Γκογκ
Από το Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας έφτασε στο Λονδίνο ως δάνειο ο πίνακας «Ηλιοτρόπια» που άφησε ο Βαν Γκογκ στους φίλους του, τον κύριο και την κυρία Ζινού στην Αρλ και αγοράστηκε από τον Κάρολ Τάισον, το 1935, πριν αποκτηθεί από το Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας το 1963 για να ενωθεί για πρώτη φορά με τα «Ηλιοτρόπια» που αγόρασε η National Gallery το 1924 από τον αδερφό του ζωγράφου, Τεό. Οι δυο πίνακες δεν έχουν εκτεθεί μέχρι σήμερα ποτέ μαζί, από την τελευταία φορά που βρίσκονταν στο στούντιο του καλλιτέχνη στις αρχές του 1889.
Όπως και άλλοι ζωγράφοι που δούλευαν εκείνη την εποχή, ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε νεκρές φύσεις με λουλούδια. Δούλεψε λίγο αλλιώτικα από τους άλλους, και αφού εξασκήθηκε με διαφορετικά είδη επέλεξε μια συγκεκριμένη ποικιλία: τα ηλιοτρόπια. Οι συνάδελφοί του ζωγράφοι θεωρούσαν τα ηλιοτρόπια κάπως χοντροκομμένα και ακατέργαστα. Αλλά αυτό ακριβώς άρεσε στον Βαν Γκογκ, που τους έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αρκετούς πίνακες.
Ο Βαν Γκογκ ήξερε ότι οι πίνακές του με τα ηλιοτρόπια ήταν ξεχωριστοί, όπως το αναγνώριζαν και άλλοι. Όταν πέθανε, φίλοι έφεραν μαζί τους ηλιοτρόπια στην κηδεία του. Τα ηλιοτρόπια έγιναν συνώνυμο του Βαν Γκογκ, όπως ακριβώς ήλπιζε, και είναι από τα έργα του που τον έκαναν διάσημο σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Πέντε έργα με ηλιοτρόπια βρίσκονται σήμερα σε μουσεία σε όλο τον κόσμο, από το Τόκιο μέχρι το Άμστερνταμ. Εκτός από αυτές τις πέντε διάσημες εκδοχές, ζωγράφισε άλλες δύο. Ο ένας πίνακας είναι σε χέρια ιδιωτών και ο άλλος δυστυχώς χάθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Βαν Γκογκ άρχισε να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις με λουλούδια για να πειραματιστεί με το χρώμα. Μόλις είχε δει τους φρέσκους, πολύχρωμους πίνακες των ιμπρεσιονιστών στο Παρίσι και ήθελε να εισαγάγει περισσότερο χρώμα στη δουλειά του. Ενώ αρχικά οι συνθέσεις του είχαν παραδοσιακά χρώματα, στη συνέχεια δοκίμαζε όλο και πιο ακραίες χρωματικές αντιθέσεις. Τα πρώτα «Ηλιοτρόπια» έγιναν στο Παρίσι, μάλιστα ο Γκογκέν εντυπωσιάστηκε από αυτά και επιβεβαίωσε την αίσθηση που είχε ο Βαν Γκογκ ότι βρίσκεται σε σωστό δρόμο.
Όταν αργότερα βρέθηκε στην Αρλ και έμαθε ότι ο Γκογκέν θα πήγαινε εκεί, ζωγράφισε αρκετές νεκρές φύσεις με ηλιοτρόπια, με τις οποίες διακόσμησε την κρεβατοκάμαρα των επισκεπτών. Ο Γκογκέν αποκάλεσε τους πίνακες «εντελώς Βίνσεντ».
Ο Βαν Γκογκ σκιαγράφησε ένα σχέδιο με δύο πίνακες με ηλιοτρόπια δεξιά και αριστερά και στη μέση το έργο «La Berceuse» («Το νανούρισμα») με την κυρία Ρουλέν στο κέντρο, ένα πορτρέτο που έκανε ως φόρο τιμής στην παρηγορητική μητρική φιγούρα. Μήνες αφότου ζωγράφισε αυτές τις εικόνες, ενώ ήταν στο Σεν Ρεμί, ο Βαν Γκογκ συζήτησε τις διευθετήσεις των έργων σε μια πιθανή προσεχή έκθεση και έστειλε ένα σκίτσο με το τρίπτυχο στον αδελφό του σε μια επιστολή στα τέλη Μαΐου 1889. Στην έκθεση του Λονδίνου οι τρεις πίνακες παρουσιάζονται όπως ο Βαν Γκογκ ονειρευόταν να εκτεθούν, συμβολίζοντας την ευγνωμοσύνη.
Η εικαστική έκθεση «Van Gogh: Poets and Lovers» θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 14 Σεπτεμβρίου 2024 και 19 Ιανουαρίου 2025 στη National Gallery του Λονδίνου.