Οι κόκκινες σημαίες του Βαν Γκογκ
(Μέρος Δεύτερο)
Η "Ματωμένη Εβδομάδα" (Semaine sanglante), από την Κυριακή 21 έως την επόμενη Κυριακή 28 Μαΐου 1871, ήταν η φονικότερη περίοδος του εμφυλίου πολέμου του 1871 και το τελευταίο επεισόδιο της Παρισινής Κομμούνας, κατά τη διάρκεια του οποίου η εξέγερση καταπνίγηκε και τα μέλη της εκτελέστηκαν μαζικά. Σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους υπολογισμούς (του ιστορικού Jacques Rougerie και της μαθηματικού Michèle Audin), ο αριθμός των επαναστατών που σκοτώθηκαν στις οδομαχίες ή εκτελέστηκαν ξεπερνάει σίγουρα τους 10.000 και φτάνει πιθανότατα τους 15.000, "αριθμός τεράστιος για την εποχή".
Ο Βαν Γκογκ, η Κομμούνα και οι κόκκινες σημαίες
Για τη σημασία των χρωμάτων στην πολιτική και τη ζωγραφική
Το πρώτο μέρος εδώ.
Claude Valda
Révolution Permanente, 29.05.2021
[...] Ωστόσο, σε αυτή τη σειρά πινάκων με τους ανεμόμυλους της Μονμάρτης - δώδεκα συνολικά - τρεις ξεχωρίζουν με τρόπο εντυπωσιακό. Τις περισσότερες φορές, οι ανεμόμυλοι, συμπεριλαμβανομένου του Moulin de la Galette και της εξέδρας από την οποία μπορεί κανείς να θαυμάσει ολόκληρο το Παρίσι, έχουν στην κορυφή τους τρίχρωμες σημαίες, τις οποίες ο Βαν Γκογκ μεταφέρει στους πίνακές του. Σε τρεις περιπτώσεις, ωστόσο, και χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολίας, η παλέτα του ζωγράφου χρωματίζεται ομοιόμορφα, και μια κατακόκκινη σημαία εμφανίζεται σ' αυτή τη θέση. Αν στο Le Moulin de la Galette (1886), που εκτίθεται τώρα στο Μουσείο Kröller-Müller του Otterlo, μπορεί κανείς να δεχτεί ότι μια υπόλευκη κεντρική λωρίδα εξακολουθεί να είναι ορατή, και συγχέεται με τον ιστό της σημαίας, ενώ η μπλε λωρίδα έχει εξαφανιστεί και η εξωτερική κόκκινη λωρίδα εμφανίζεται ευδιάκριτα και σχεδόν αποκλειστικά, σε σημείο να καλύπτει τις δύο πρώτες, έχουμε κάτι πολύ διαφορετικό με το Le Moulin de la Galette (1886) ή με το Scène de rue à Montmartre (1887), έναν πίνακα που είχε να εμφανιστεί από τη δεκαετία του 1920 και ο οποίος πρόσφατα πιστοποιήθηκε από τους ειδικούς του Μουσείου Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μύλος στέφεται με μια κόκκινη σημαία, η οποία δεν φαίνεται να ανησυχεί ούτε τον περιστασιακό κηπουρό που ανακατεύει το χώμα από κάτω, ούτε το ζευγάρι και τα παιδιά που κάνουν κοντά εκεί τη βόλτα τους.
Η ξαφνική εμφάνιση της κόκκινης σημαίας πάνω από το Moulin de la Galette, η οποία αντικαθιστά την τρίχρωμη, δεν είναι ένα τυχαίο αποτέλεσμα ούτε ένα απλό χρωματικό καπρίτσιο. Ο Βαν Γκογκ, υιοθετώντας και επανερμηνεύοντας τον ιμπρεσιονισμό και τον ποϊντιλισμό, μεταφέρει στους καμβάδες του την πραγματικότητα που ζωγραφίζει και μεταμορφώνει μέσα από τη δική του χρωματική παλέτα. Και ακόμη κι αν ερμηνεύει αυτή την πραγματικότητα της Μονμάρτης χωρίς να θέλει να την "αναπαραστήσει πιστά", όπως προτρέπει η ρεαλιστική ζωγραφική ενός Κουρμπέ, τον οποίο θαυμάζει βαθιά, σπάνια επιλέγει να την αλλοιώσει εντελώς. Αυτή η απότομη άνθιση του κόκκινου πάνω στους μύλους είναι επομένως μια συνειδητή επιλογή του ζωγράφου, η οποία είναι αποτέλεσμα τόσο του τόπου που αποφάσισε να αναπαραστήσει, του Moulin de la Galette και του περιβάλλοντος της Μονμάρτης, όσο και της άμεσης ιστορίας της που σχετίζεται με την Κομμούνα.
Το Moulin de la Galette, πολιτικό καμπαρέ και προπύργιο των Κομμουνάρων
Όπως και άλλα καμπαρέ του διαμερίσματος, το Moulin de la Galette δεν είναι ένα απλό bastringue de barrière [λαϊκό κέντρο διασκέδασης στα όρια της πόλης -σ.σ.], για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση που καθιέρωσε ο Ζολά σε ένα από τα δύο μυθιστορήματά του για το βόρειο Παρίσι, το Νανά. Ή μάλλον, εκεί, σ' αυτές τις περιφερειακές συνοικίες που βρίσκονται πέρα από το Τείχος των φοροεισπρακτόρων, το οποίο περιέκλειε το Παρίσι μέχρι το 1860, η barrière [δακτύλιος οχυρών γύρω από την πόλη -σ.σ.] αποκτά αξία συμβόλου και υμνείται με υπερηφάνεια καθώς ταυτίζεται με τα οδοφράγματα. Στο τέλος της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πρωτεύουσας, πριν από την Κομμούνα, αποτέλεσε έναν χώρο πολιτικών συγκεντρώσεων, όπως και άλλοι παρόμοιοι χώροι στο βόρειο Παρίσι, το πρόσφατα προσαρτημένο στην πρωτεύουσα, σαν την Boule Noire, το Elysée Montmartre ή το Bal de la Reine Blanche, στη θέση του οποίου χτίστηκε και εγκαινιάστηκε το 1889 το Bal du Moulin Rouge. Αυτός ο πολιτικός αναβρασμός στα μπιστρό, όπου ο κόσμος πίνει, συζητάει και οργανώνεται, ακτιβιστές και κάτοικοι της περιοχής μαζί, ήταν που οδήγησε την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας να τα κλείσει στις 22 Ιανουαρίου 1871, "μετά τις εγκληματικές εξάρσεις που σημειώνονται σε ορισμένες λέσχες όπου μερικοί ταραξίες [καλούν] σε εμφύλιο πόλεμο (...)". Οι γυναίκες και οι άνδρες που συναντιούνται εκεί είναι περισσότεροι από ό,τι ισχυρίζονται ο στρατηγός Trochu και ο υπουργός του Jules Ferry, και η απόφαση αυτή συνέβαλε στο να εντείνει ακόμη περισσότερο το πνεύμα της εξέγερσης που σάρωσε την πρωτεύουσα το χειμώνα του 1871.
Τα υψώματα της butte και ιδίως το Moulin de la Galette αποτελούν νευραλγικό σημείο για την άμυνα της πρωτεύουσας. Αυτό είχε ήδη αποδειχτεί στην πτώση της Πρώτης Αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της μάχης του Παρισιού εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων, της τελευταίας αυτής πράξης της γαλλικής εκστρατείας, τον Μάρτιο του 1814. Το 1870 και το 1871, το ίδιο επαναλήφθηκε με την Εθνική Φρουρά και τους Κομμουνάρους, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας και της επικράτησης της Κομμούνας, εναντίον των Πρώσων και στη συνέχεια εναντίον των Βερσαγιέζων. Πράγματι, τα παρατηρητήρια των Ομοσπονδιακών βρίσκονται σε ορισμένα από τα υψώματα της Μονμάρτης που βλέπουν προς την πρωτεύουσα, στο Champ des Polonais (στη σημερινή θέση της πλατείας του Sacré Coeur), στη Tour Solferino (ένα κεντράκι με πύργο, που χτίστηκε στην κορυφή της σημερινής οδού Chevalier de la Barre και κατεδαφίστηκε το 1874) και στο Moulin de la Galette. Εκεί ήταν επίσης αποθηκευμένο μέρος του πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς. Όπως επισημαίνει ο Lefebvre, "αν ο λαός έσπρωξε το πυροβολικό της φρουράς προς τα υψώματα, ήταν από ένστικτο. Οι λόφοι είναι εύκολο να οχυρωθούν και να υπερασπιστούν. Και είναι δοξασμένοι τόποι, άξιοι για τα κανόνια που ανήκουν στον ένοπλο λαό. Όταν χρειάστηκε να υποταχτεί το Παρίσι, τα κανόνια - από την εποχή κιόλας του Βοναπάρτη - βρόντηξαν στην πρωτεύουσα. Τώρα ο λαός διαθέτει αυτό το τρομερό όργανο εξουσίας." Στο Moulin de la Galette όλα άλλαξαν στις 18 Μαρτίου 1871. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Αδόλφος Θιέρσος στέλνει στη Μονμάρτη το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων του για να πάρουν πίσω από το λαό και την Εθνική Φρουρά τον οπλισμό τους στο πλαίσιο της στρατιωτικοαστυνομικής επιχείρησης που έγινε τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου. Η επιχείρηση, όπως γνωρίζουμε, κατέληξε σε φιάσκο για την αντιδραστική κυβέρνηση και άνοιξε τη σύντομη και έντονη περίοδο των 72 ημερών της Κομμούνας.
Έτσι, γύρω στις 4 το πρωί, το Moulin de la Galette και η Tour Solferino, ένα στρατηγικό σημείο τόσο για την παρακολούθηση των κινήσεων των πρωσικών στρατευμάτων στα βόρεια της πρωτεύουσας όσο και για την παρατήρηση του Παρισιού, καταλήφθηκαν με αιφνιδιασμό ή, μάλλον, προδόθηκαν, μετά από μια ψευδή εντολή εκκένωσης που υπέγραψε ο δήμαρχος του διαμερίσματος, ο Georges Clémenceau. Ο Turpin, ο Ομοσπονδιακός που φρουρούσε την Tour de Solferino, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε αμέσως από τους χωροφύλακες. Αυτός ήταν ο πρώτος μάρτυρας της Κομμούνας και μ' αυτόν τον τρόπο οι Βερσαγέζοι εγκαινιάζουν τις θηριωδίες τους πολύ πριν αρχίσει η Ματωμένη Εβδομάδα. Οι κόκκινες σημαίες ξηλώνονται αμέσως από τις στέγες του Πύργου και του Μύλου και τα κανόνια δένονται με σχοινιά για να μεταφερθούν πίσω στο Παρίσι, σε ασφαλές μέρος. Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε γρήγορα και οι στρατιώτες τα χάνουν. Μικρές ομάδες κατοίκων της γειτονιάς, κυρίως γυναίκες και παιδιά, τα μεγαλύτερα σε ηλικία, αν όχι κι εκείνα που οι σιλουέτες τους αναπαριστώνται από τον Βαν Γκογκ στους πίνακές του από τη Μονμάρτη περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αψήφησαν γενναία τον τακτικό στρατό, ο οποίος είχε λάβει εντολή να πυροβολήσει το πλήθος αν η κατάσταση εκτροχιαζόταν. Αυτές οι γυναίκες της Μονμάρτης και οι Γαβριάδες τους πλησιάζουν λοιπόν τους στρατιώτες και τους καλούν να παραβούν τις διαταγές τους. Σύντομα, μια ομάδα 300 εθνοφρουρών από το 18ο διαμέρισμα, ακούγοντας τις καμπάνες του συναγερμού, φτάνει στην οδό Doudeauville και εισβάλει μπροστά στο Moulin de la Galette. Επικεφαλής της είναι ένας ομοσπονδιακός αξιωματικός, ο Elie Pigerre, εκλεγμένος από τους άνδρες του, όπως συνηθιζόταν. Στη θέα των Εθνοφρουρών, οι στρατιώτες γυρίζουν την πλάτη στους αξιωματικούς τους, αρνούνται να πυροβολήσουν, στασιάζουν και συναδελφώνονται με το πλήθος. Αν "ο Pigerre και το απόσπασμά του ξεκίνησαν το κίνημα, προκάλεσαν την πρώτη αποστασία στις απέναντι γραμμές, πήραν πίσω τα όπλα, αφόπλισαν τους χωροφύλακες και ένα ολόκληρο τάγμα του 88ου", το εξεγερμένο πλήθος έκανε τα υπόλοιπα. Όπως θυμάται ο Lissagaray, το πλήθος ήταν εκείνο που "σταμάτησε τα άλογα, έκοψε τα σχοινιά [των αμαξών], μπήκε ανάμεσα στους στρατιώτες και έφερε τα κανόνια με τα χέρια πίσω στα υψώματα(...) Τρομαγμένοι από τις φωνές των γυναικών, οι κυνηγοί του στρατού τραβάνε τα άλογά τους προς τα πίσω και προκαλούν τα γέλια του κόσμου (...) Στις έντεκα η ώρα, ο λαός έχει νικήσει κατά κράτος την επίθεση, έχει διατηρήσει σχεδόν όλα του τα κανόνια (...) και έχει κερδίσει χιλιάδες τουφέκια. Τα ομοσπονδιακά τάγματα είναι όρθια - στα προάστια ξηλώνουν τους λίθους από τους δρόμους." Αμέσως, η κόκκινη σημαία υψώνεται και πάλι πάνω από τον πύργο Solferino και το Moulin de la Galette. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τις 23 Μαΐου, μέχρι την κατάληψη της Μονμάρτης από τους Βερσαγέζους, γεγονός καθοριστικό για την τύχη της Κομμούνας, η οποία αφήνει την τελευταία της πνοή στο [κοιμητήριο του -σ.σ.] Père Lachaise πέντε μέρες αργότερα κατά τη διάρκεια των τελευταίων μαχών.
'Οπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Chevalier, και αυτό ισχύει τόσο για την 18η Μαρτίου όσο και για τα γεγονότα που ακολουθούν την εμβληματική αυτή ημέρα, "μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα [της Κομμούνας] διαδραματίζονται στα πιο δημοφιλή κέντρα [της πρωτεύουσας]. Τα γιορτινά σκηνικά (...) γίνονται σκηνικά της ιστορίας". Με τον Βαν Γκογκ, το καμπαρέ, το οποίο, δεκαπέντε χρόνια μετά την ήττα της Κομμούνας, είχε γίνει και πάλι ένα σκηνικό γιορτής, ανακαλύπτει ξανά την ιστορική του διάσταση, όχι πια με έναν υπόγειο τρόπο, αλλά με έναν αέρινο και σαφή τρόπο, με τις κόκκινες σημαίες του να κυματίζουν στον αέρα. Είναι μια ολόκληρη ιστορία, που συνέτριψε η Τρίτη Δημοκρατία, η οποία εδραιώθηκε πάνω στα ερείπια της Κομμούνας και το αίμα των Ομοσπονδιακών που ο ζωγράφος μεταφέρει λαθραία στους καμβάδες της Μονμάρτης που χρωματίζονται από τις κόκκινες πιτσιλιές της σημαίας των Kομμουνάρων.
Κόκκινες σημαίες και προγράμματα
Το ζήτημα δεν περιορίζεται φυσικά σε μια απλή επιλογή χρωμάτων, και η κόκκινη κηλίδα που εμφανίζεται στην παλέτα του Βαν Γκογκ το 1886 έχει ξεχωριστή σημασία. Η κόκκινη σημαία, που υιοθετήθηκε από το Παρίσι την άνοιξη του 1871 ως σύμβολο της "Οικουμενικής Δημοκρατίας" ή "Δημοκρατίας της Εργασίας", ήταν σύμφυτη με την πρωτεύουσα υπό την διακυβέρνηση της Κομμούνας, ακόμη και στην πρωταρχική της φάση. Πόσο μακρινή είναι εκείνη η επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848, την οποία γνώριζαν ορισμένοι βετεράνοι του αγώνα κατά της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, όταν σοσιαλιστές και αστοί δημοκρατικοί συζητούσαν ακόμη, στον απόηχο της ανατροπής της μοναρχίας του Ιουλίου, ποια από τις δύο σημαίες, η κόκκινη ή η τρίχρωμη, θα ενσάρκωνε καλύτερα τις αξίες της Δημοκρατίας. Όπως το υπενθυμίζει ο Daniel Bensaïd στον πρόλογό του στο βιβλίο του Gustave Lefrançais Souvenirs d'un révolutionnaire de juin 1848 à la Commune (Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, από τον Ιούνιο του 1848 ως την Κομμούνα), "μετά τον Ιούνιο του 1848, δεν υπήρχε πλέον μία Δημοκρατία, αλλά δύο ασυμβίβαστες, η μπλε και η κόκκινη, η αστική και η κοινωνική". [...]
Η προέλευση του κόκκινου στον Βαν Γκογκ
Το ζήτημα της προέλευσης αυτών των κόκκινων σημαιών στους πίνακες που ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε στη Μονμάρτη και της πολιτικής τους μήτρας παραμένει αναπάντητο. Δεν πρόκειται για μια σύμπτωση ή για ένα απλό καπρίτσιο ενός καλλιτέχνη ο οποίος συχνά παρουσιάζεται, σε ορισμένες βιογραφίες, περισσότερο σαν ένας "τρελός" παρά σαν κάποιος που παρεξηγήθηκε από την κοινωνία και αντιστάθηκε στους κώδικές της. Όπως είπαμε παραπάνω, και αυτό ισχύει επίσης για τον Ρεμπώ, στο έργο του οποίου η Κομμούνα και οι Κομμουνάροι είχαν καθοριστική επίδραση, αυτός ο τύπος ανάγνωσης επιτρέπει να παρουσιάζεται η ζωγραφική του Βαν Γκογκ απλά και μόνο σαν το οραματικό έργο ενός καλλιτέχνη που έφερε μία μόνιμη επανάσταση στους αισθητικούς κώδικες της εποχής, ενώ ταυτόχρονα αποσιωπεί ή και αποβάλλει από το εικαστικό του όραμα κάθε ίχνος ριζοσπαστικής κριτικής της καθεστηκυίας τάξης. Από την άλλη πλευρά, διαστρεβλώνεται η ιστορία καθώς και η καλλιτεχνική πορεία του Βαν Γκογκ, αλλά και ισοπεδώνεται το έργο του και περιορίζεται σε μία κοινότυπη κοινωνική κριτική αν για να δικαιολογηθεί η παρουσία των κόκκινων σημαιών στα έργα του της Μονμάρτης, υποβιβάζεται έτσι στο ρόλο ενός λαϊκιστή ζωγράφου. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι πρέπει να αποκόψουμε από τη ζωή του ζωγράφου μια εξαιρετικά ριζοσπαστική πολιτική διάσταση και μια εξίσου απαιτητική δέσμευση απέναντι στους πιο ταπεινούς συγχρόνους του. Είναι εντυπωσιακή, με αυτή την έννοια, η μονιμότητα που παρατηρείται, στο επίπεδο της φόρμας ακόμη, των εργατικών θεμάτων, της κριτικής της εργοστασιακής τάξης, που συναντάμε σε ορισμένα από τα πρώιμα έργα του, όπως το Ανθρακωρυχείο στο Μπορινάζ (1876), (1876), μια ακουαρέλα που χρονολογείται από την εποχή της εργατικής του ποιμαντικής αποστολής κοντά στους Βέλγους ανθρακωρύχους, και το Εργοστάσια στο Κλισύ (1887), μια ελαιογραφία σε εντελώς διαφορετικό ύφος που προέκυψε από τις αποδράσεις του στο Asnières και στις όχθες του Σηκουάνα με παρέα τον Emile Bernard, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι.
Ωστόσο, η παρουσία των κόκκινων σημαιών στο Moulin de la Galette αντιπροσωπεύει έναν μεταγενέστερο βαθμό αφαίρεσης και ριζοσπαστισμού που υπερβαίνει την προφανή επιθυμία του να αποτίσει φόρο τιμής στον κόσμο της εργασίας. Πρόκειται για ένα εικαστικό ίχνος, που δεν συναντάται στην πλούσια αλληλογραφία του, της σχέσης του με την Κομμούνα, την ιστορία της και την επικαιρότητά της, παρά τα δεκαπέντε περίπου χρόνια που χωρίζουν τους πίνακές του στη Μονμάρτη από την ήττα των Ομοσπονδιακών.
Το αφήγημα της Κομμούνας, από τη σκοπιά όχι των νικητών αλλά των ηττημένων, πιθανώς να το κληρονόμησε ο Βαν Γκογκ από μια πληθώρα επιρροών. Η παρουσία του στη Μονμάρτη για σχεδόν δύο χρόνια κατά την τρίτη του παραμονή στο Παρίσι, οι περιπλανήσεις του στο λόφο και στα βουλεβάρτα, με το καβαλέτο του στον ώμο, του επέτρεψαν πιθανότατα να ακούσει και να συγκινηθεί από τις μαρτυρίες εκείνων που ο Lucien Descaves, στο ομώνυμο βιβλίο του το 1913, ανέφερε ως "η παλιά φρουρά", των ανδρών δηλαδή και των γυναικών βετεράνων της παρισινής εξέγερσης που είχαν επιβιώσει από την καταστολή. Όταν ο Βαν Γκογκ έφτασε στο Παρίσι για τρίτη φορά, κάτι λιγότερο από έξι χρόνια μετά τη ψήφιση της αμνηστίας των Κομμουνάρων, η πρωτεύουσα ήταν ο τόπος όπου ξαναβρίσκονταν οι απόβλητοι της Κομμούνας όταν επέστρεφαν από την εξορία, τη φυλακή ή τα κάτεργα. Παρά την αστυνομική επιτήρηση στην οποία συχνά υποβάλλονταν, ανακατεύονται με τους νεότερους, εργάτες και εργάτριες, καλλιτέχνες και μποέμ, οι οποίοι δεν βίωσαν την εξέγερση, αλλά απορρίπτουν το αφήγημα των Βερσαλλιών. Πολλοί από αυτούς τους απόβλητους επέλεξαν να επιστρέψουν στη Μονμάρτη, στον "τόπο του εγκλήματος". Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει τη Louise Michel, μία κατεξοχήν εμβληματική φιγούρα των Κομμουνάρων, που εγκαταστάθηκε στο 36 της οδού Polonceau, στη Goutte d'Or, ή τον Eugène Pottier, που επέστρεψε στο σπίτι του στην ίδια περιοχή, στο 2 της οδού de Chartres, ή τον Maxime Lisbonne, που άνοιξε την ίδια χρονιά που ο Segatori εγκαινίασε το καμπαρέ Au Tambourin, το La Taverne du bagne, επίσης στη λεωφόρο de Clichy. Τα δύο μαγαζιά έχουν πολλές ομοιότητες. Αυτό του Segatori, το οποίο ο Βαν Γκογκ "διακόσμησε εντελώς δωρεάν", σύμφωνα με τον Γκογκέν, και στο οποίο κρέμονται ντέφια που καλείται να διακοσμήσει ο κάθε ζωγράφος θαμώνας του μαγαζιού, "είναι ένα δημοφιλές εστιατόριο στη λεωφόρο de Clichy, του οποίου ο ιδιοκτήτης [στην πραγματικότητα η ιδιοκτήτρια] είχε γοητευτεί από τον Βενσάν σε σημείο να το μετατρέψει σε έκθεση των πινάκων μας" [της ομάδας που είναι γνωστή ως Petit Boulevard, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί]. Δυστυχώς, συνεχίζει ο Εμίλ Μπερνάρ, "αυτή η σοσιαλιστική έκθεση των εμπρηστικών μας πινάκων έληξε μάλλον άδοξα." Η Τaverne du Bagne, που βρίσκεται λίγο πιο πέρα, στο ύψος της barrière Poissonnière, στη γωνία της rue des Martyrs, είναι "μία μακρόστενη αίθουσα, φωτισμένη με λάμπες πετρελαίου και γεμάτη με πίνακες [και εκεί] που αναπαριστούσαν τη ζωή στα κάτεργα των πιο διάσημων Κομμουνάρων. (...) Ο Lisbonne [δημοσιογράφος, τραγουδοποιός, αρχηγός της 10ης Ομοσπονδιακής Λεγεώνας, καταδικασμένος σε εξορία στην Νέα Καληδονία των Κανάκ, όπου πέρασε οκτώ χρόνια στη φυλακή], ακούραστος διασκεδαστής, τραγουδούσε ή λοιδορούσε τους πελάτες (...)." Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς αυτός ο ημερήσιος και νυχτερινός χώρος κοινωνικότητας του Βαν Γκογκ στη Μονμάρτη, στην περιοχή εκείνη όπου οι 72 ημέρες της παρισινής εξέγερσης αποτέλεσαν "το αιματηρό βάπτισμα του λαού", δεν θα μπορούσε παρά να διαποτίσει τον ζωγράφο.
Αυτό δείχνει πόση σημασία είχε για τους Βαν Γκογκ, και ιδιαίτερα για τον Βενσάν, η μετακόμιση από τη rue de Laval - δρόμος που βρίσκεται στη νότια πλευρά της λεωφόρου Clichy η οποία, σύμφωνα με τον Chevalier, παρουσίαζε με τη λεωφόρο "Trudaine ένα αρμονικό, προστατευμένο περιβάλλον, που ερεθίζει το πνεύμα"- όπου είχε φτάσει την άνοιξη του 1886, στη rue Lepic, όπου θα ζούσε από τον Ιούνιο του 1886 ως τον Φεβρουάριο του 1888. Η περιοχή αυτή ήταν τότε πολύ λιγότερο κατοικημένη από την αστική τάξη η οποία προτιμούσε να μένει κάτω από την Butte, σε μία πάντοτε "χυδαία γωνιά της butte, φορτωμένη επιπλέον με τις άσχημες αναμνήσεις της Κομμούνας." Πράγματι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάτω από την οδό Lepic, σε μικρή απόσταση από το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον αδελφό του, στήθηκε την άνοιξη του 1871 ένα από τα πιο ξακουστά οδοφράγματα της παρισινής αντίστασης, αυτό της "barrière Blanche", της σημερινής Place Blanche. Εκεί, μάλιστα, στις 23 Μαΐου, "ένα τάγμα γυναικών, περίπου εκατόν είκοσι", υπερασπίστηκε ένα από τα κύρια σημεία πρόσβασης στην κορυφή του λόφου. Όταν έφτασαν οι δυνάμεις των Βερσαγέζων, θυμάται ο Κομμουνάρος ποιητής Sutter-Laumann, "μέσα σε λίγα λεπτά, τρεις ή τέσσερις εθνοφύλακες και πέντε ή έξι γυναίκες τέθηκαν εκτός μάχης. 'Ηταν πια μάταιο να υπερασπίζεται η θέση αυτή, έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Πολλοί αποσύρθηκαν. Μόνο μερικές εξοργισμένες γυναίκες παραμένουν, αποφασισμένες να σκοτωθούν. Η ψηλή, όμορφη κοπέλα [κάποιοι αναγνωρίζουν σ' αυτήν την Elisabeth Dmitrieff, της Ένωσης Γυναικών, η οποία αργότερα κατάφερε να φτάσει μέχρι τη λεωφόρο Magenta, πολέμησε μέχρι το τέλος της Ματωμένης Εβδομάδας, και σώθηκε] που διοικούσε τη γυναικεία ομάδα, στεκόταν στην εξέδρα του οχυρού, με την κόκκινη σημαία στο ένα χέρι και το περίστροφο στο άλλο. 'Ηταν όμως τρέλα να στέκεται εκεί". Σε αυτή τη σκηνή των οδομαχιών, η Κομμούνα ταιριάζει απόλυτα στην περιγραφή του Lefebvre ως "ένα εξαιρετικό μείγμα μεγαλείου και τρέλας, ηρωικού θάρρους και ανευθυνότητας, παραληρήματος και λογικής", ένας ορισμός που θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τον Βαν Γκογκ. Δανείζεται από την υπεράσπιση της barrière Blanche την κόκκινη σημαία, την οποία εισήγαγε στους πίνακες που ζωγράφισε στη Μονμάρτη, και το περίστροφο, με το οποίο θα βάλει τέλος στη ζωή του δύο χρόνια αργότερα στο Auvers-sur-Oise, στις 27 Ιουλίου 1890.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι ο Βαν Γκογκ ήταν εξοικειωμένος με αυτή τη ζωντανή ανάμνηση της Κομμούνας ήδη από το 1873, έτος της πρώτης από τις τρεις παραμονές του στο Λονδίνο (από τον Ιούνιο του 1873 έως τον Οκτώβριο του 1874, στη συνέχεια από τον Δεκέμβριο του 1874 έως τον Μάιο του 1875 και τέλος από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 1876), οι οποίες διακόπηκαν από δύο περιόδους στο Παρίσι (από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 1874 και στη συνέχεια από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 1875). Το Λονδίνο, εκείνη την εποχή, ήταν, μαζί με τη Γενεύη και τη Λωζάνη, μια από τις πρωτεύουσες της εξορίας των Κομμουνάρων. Είναι πιθανό ο Βαν Γκογκ να συνάντησε εκεί κάποιους ξεριζωμένους. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη με τον Charles Montbard, έναν χαράκτη και γελοιογράφο, φίλο του Jules Vallès, του οποίου ο Βαν Γκογκ εκτιμούσε τα σχέδια από τα Αγγλονορμανδικά νησιά, καθώς και τις εικονογραφήσεις από τις ιρλανδικές ταραχές του 1872. Ωστόσο, στο Παρίσι είχε ο ζωγράφος τις πιο καθοριστικές συναντήσεις του, τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Μία από αυτές, ιδίως, κατέχει μία απολύτως κεντρική θέση.
Όπως και άλλοι σύγχρονοί του, ιμπρεσιονιστές, ποϊντιλιστές και νεοϊμπρεσιονιστές, ο Βαν Γκογκ άρχισε να προμηθεύεται τα χρώματά του από τον Julien Tanguy, γνωστό στον κόσμο της τέχνης ως "le Père Tanguy", έναν έμπορο χρωμάτων στην οδό Clauzel 14, στην κάτω Μονμάρτη. Ο Tanguy υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και της Κομμούνας και έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες της. Μόνο από θαύμα γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα, αφού συνελήφθη με τα όπλα στα χέρια σε ένα οδόφραγμα στην οδό Saint-Vincent, στις 23 Μαΐου 1871, κοντά στον σταθμό Gare du Nord. Καταδικάστηκε πάντως σε φυλάκιση από το πολεμικό συμβούλιο, αλλά αποφυλακίστηκε μετά από δύο χρόνια και επανέλαβε τις δραστηριότητές του ως έμπορος χρωμάτων το 1873. Φίλος των ζωγράφων, των οποίων εξέθετε τους πίνακες στο κατάστημά του, στην οδό Clauzel 14 που ήταν η προέκταση των καφενείων της γειτονιάς και των εργαστηρίων των καλλιτεχνών: εκεί γίνονταν αισθητικές και πολιτικές συζητήσεις. Μεταξύ των άλλων ζωγράφων που εξυπηρετήθηκαν στο μαγαζί του Père Tanguy και με τους οποίους ο van Gogh απέκτησε ισχυρούς δεσμούς φιλίας, μερικοί δήλωναν ελευθεριακοί και συνεργάζονταν ή θα συνεργάζονταν με διάφορες αναρχικές και σοσιαλιστικές εφημερίδες, όχι απλώς για να σοκάρουν τους αστούς, αλλά από πεποίθηση ή απέχθεια για την κοινωνία και τους κώδικές της. Μεταξύ των μελών του "Groupe du Petit Boulevard", συναντάμε τον Louis Anquetin ή τον Lucien Pissarro, τον γιο του Camille Pissarro, του μεγάλου εκείνου αναρχικού ιμπρεσιονιστή, αναγνώστη του Προυντόν, αλλά επίσης και κυρίως του Κροπότκιν, ο οποίος ξεριζωμένους κι αυτός, ήταν διεθνιστής από γεννησιμιού του και από επιλογή, ένας Μαράνος Εβραίος γεννημένος στις Αντίλλες, Δανός υπήκοος, που διέμενε στη Γαλλία στις όχθες του ποταμού Oise για να ζωγραφίζει, και που ήταν αντίθετος, όπως ο Père Tanguy, σε κάθε ιδέα έθνους.
Καλοσυνάτος χαρακτήρας και πατρική φιγούρα, ο Tanguy ήταν ωστόσο ένας ένθερμος Κομμουνάρος, πιστός στη μνήμη της παρισινής επανάστασης για την οποία είχε διακινδυνέψει τη ζωή του. Έγινε στενός φίλος του Βαν Γκογκ και ήταν ένας από τους λίγους που ακολούθησαν τη νεκρώσιμη πομπή μετά την αυτοκτονία του ζωγράφου στο Auvers-sur-Oise. Το 1887, ο Βαν Γκογκ του έκανε μια σειρά από τέσσερα πορτρέτα. Η επιρροή του στον ζωγράφο ήταν καθοριστική, όχι μόνο από χρωματική άποψη, αλλά και από πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Αρλ ακόμα, όπου έμεινε από τον Φεβρουάριο του 1888 έως τον Μάιο του 1889, ο Βαν Γκογκ τον σκεφτόταν όταν έγραφε στον αδελφό του, τον Τεό, με αφορμή μια σειρά πορτρέτων που έφτιαχνε για τον ταχυδρόμο Roulin το καλοκαίρι του 1888: "Τώρα δουλεύω με ένα άλλο μοντέλο: έναν ταχυδρόμο με μπλε στολή, διακοσμημένη με χρυσά, μια μεγάλη γενειοφόρο φιγούρα, πολύ σωκρατική. Ένας φανατικός δημοκράτης όπως ο père Tanguy. Ένας άνθρωπος πιο ενδιαφέρων από πολλούς άλλους ανθρώπους." Παραθέτοντας τα λόγια του Richard Thompson, δεν υπάρχει επομένως απλώς μια "πολιτιστική γεωγραφία" της ομάδας του Petit Boulevard, αλλά μια πολύ ισχυρή ανατρεπτική γεωγραφία που γέννησε η Κομμούνα και συνεχίζεται μετά απ' αυτήν, η οποία τρέφει τη φαντασία των ζωγράφων του μικρού κύκλου με τον οποίο συνδέεται ο Βαν Γκογκ. Σ' εκείνη τη γειτονιά, παρ' όλες τις προσπάθειες της Τρίτης Δημοκρατίας, της αστυνομικής διοίκησης, του Τύπου και των επίσημων καλλιτεχνών τους, η Κομμούνα παραμένει ένα "ανεξίτηλο, πανταχού παρόν, παραισθητικό" ίχνος που διεισδύει στις πινελιές του Βαν Γκογκ.
Η εκδίκηση των οπαδών της Κομμούνας μέσω της ζωγραφικής
Αν ακολουθήσουμε τον Μαρξ, η Κομμούνα γεννήθηκε στο έδαφος "του εμφυλίου πολέμου, που ξεκίνησε από τον Thiers με την απόπειρα νυχτερινής εισβολής του στη Μονμάρτη" στις 18 Μαρτίου 1871. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, μέσω μιας άλλης αντίστροφης εισβολής στη Μονμάρτη, αυτή τη φορά ιδεολογική και εικαστική, ο Βαν Γκογκ επανέφερε την κόκκινη σημαία στα ύψη της πρωτεύουσας. Με αυτόν τον τρόπο, ο Βαν Γκογκ αποκατέστησε κάτι περισσότερο από χρώματα. Με αυτές τις κόκκινες σημαίες, που φυτεύτηκαν περήφανα στους ανεμόμυλους της Μονμάρτης το 1886, ο ζωγράφος ανακατασκευάζει την πραγματικότητα δημιουργώντας ένα πραγματικό ιστορικό και πολιτικό χρονικό πισωγύρισμα που του επιτρέπει να επικαλεστεί την Κομμούνα με την πρωταρχική έννοια του όρου, την κάποτε δηλαδή απελευθερωμένη περιοχή που κοιτάζει προς το μέλλον. Η Μονμάρτη του με τα κόκκινα στίγματα, ακόμα αγροτική, έντονα λαϊκή και πάνω απ' όλα μη-Οσμανική, ακόμα πιστή στην Κομμούνα, απηχεί την παρισινή εμπειρία "της οποίας το συναισθηματικό φορτίο", γράφει η Ross, "ξεπερνά κάθε ακριβές σημασιολογικό περιεχόμενο, ισχυρός συνδυασμός προ-καπιταλιστικών και προ- ή εξω-εθνικών επιθυμιών, ταυτόχρονα κοινωνική επανάσταση, τοπική αυτονομία και μνήμη της εξεγερτικής Κομμούνας που είχε κάνει το Παρίσι πρωτεύουσα της επανάστασης το 1792."
Είναι επίσης ένας τρόπος να χλευάζει την αστική τάξη, τα γούστα της και τους κώδικές της. Ο Lefebvre θυμάται, στο πρώτο κεφάλαιο του έργου του για την παρισινή επανάσταση με τίτλο "Το ύφος της Κομμούνας", το νεαρό αγόρι που, στις 26 Φεβρουαρίου, τοποθέτησε ένα κατακόκκινο σημαιάκι στα χέρια του Φτερωτού τέκνου της Ελευθερίας, στην κορυφή της στήλης του Ιουλίου στην Πλατεία της Βαστίλης, το οποίο συμπλήρωνε ένα ψάθινο ανδρείκελο που διακωμωδούσε τον πρόεδρο της εκτελεστικής εξουσίας, τον μελλοντικό αρχιδήμιο της πρωτεύουσας, και πάνω στο οποίο μπορούσε να διαβάσει κανείς "Είμαι ο Θιέρσος ο Ορλεανιστής". Το πλήθος, τονίζει ο Lefebvre, "χειροκρότησε" και "ξέσπασε σε γέλια". Τα χρώματα προεξοφλούν αυτή την Κομμούνα, η οποία, σύμφωνα με τον Lefebvre, "ήταν πρώτα απ' όλα μία τεράστια, μεγαλοπρεπή γιορτή, μία γιορτή που ο λαός του Παρισιού (...) πρόσφερε στον εαυτό του και στον κόσμο. Μια γιορτή της άνοιξης της πόλης, μια γιορτή των απόκληρων και των προλετάριων, μια γιορτή των επαναστατών και μια γιορτή της Επανάστασης, μία απόλυτη γιορτή, η μεγαλύτερη των νεότερων χρόνων, που πραγματοποιήθηκε εξαρχής με λαμπρότητα και χαρά", με τα σύμβολά της, αυτά της "αλλοτριωτικής και απελευθερωτικής εργασίας, της πτώσης της καταπιεστικής εξουσίας, του τέλους της αλλοτρίωσης, [της ανακήρυξης] του κόσμου της εργασίας, δηλαδή της εργασίας ως κόσμου και δημιουργών του κόσμου". Ακριβώς αυτό το "ύφος της Κομμούνας" ή, για να το θέσουμε όπως ο Chevalier, "το πνεύμα της Μονμάρτης (...) που γεννήθηκε από το αίμα της Κομμούνας", το οποίο μεταδόθηκε στον Βαν Γκογκ μέσω χιλιάδων δεσμών από τον ίδιο χώρο, προσωπικών και συντροφικών, και που ο ζωγράφος επικαιροποιεί εκ νέου στους πίνακές του στη butte μέσω των κόκκινων σημαιών του. Δεκαπέντε χρόνια μετά το 1871, μόνο μια χούφτα φίλων του Βαν Γκογκ υπάρχει για να τις χειροκροτήσει. Αυτό δεν είχε σημασία για τον ζωγράφο, ο οποίος δεν νοιαζόταν για το "γούστο" της εποχής και εμπιστευόταν μόνο εκείνο των πραγματικών του φίλων.
"Δεν είναι από αγάπη για τις ταραχές και τα λάβαρα που υψώνω εδώ την κόκκινη σημαία των κοινωνικών αιτημάτων που κυμάτιζε νικηφόρα για περισσότερο από δύο μήνες στο Δημαρχείο του Παρισιού το 1871, αφού είχε δεχθεί τον Ιούνιο του 1848 τα πυρά των πολύχρωμων αστών", έγραψε ο Κομμουνάρος ποιητής και τραγουδοποιός Jean-Baptiste Clément στην αρχή του 1871. La revanche des Communeux (1871. Η εκδίκηση των Κομμουνάρων -σ.σ.], που εκδόθηκε στο Παρίσι την ίδια χρονιά που ο Βαν Γκογκ έφτασε εκεί για την τρίτη και μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή του. "'Οχι μόνο δεν εξαφανίστηκε", συνεχίζει ο Clément, "αλλά και αναδύεται ξανά, πιο κατακόκκινη από ποτέ, μετά από κάθε στάδιο των κοινωνικών μας αγώνων (...) Αιωρείται νικηφόρα, όχι μόνο πάνω από το Παρίσι, αλλά και πάνω από ολόκληρο τον κόσμο, γιατί είναι ορατή από παντού. Η αστική τάξη υπέγραψε τον οδικό της χάρτη με τις σφαγές του Ιουνίου του 1848· σήμερα κάνει τον γύρο του κόσμου. Και δεν είναι από φετιχισμό που θέλαμε να την επιδείξουμε εδώ. Αν υπήρχε κοινωνική ειρήνη, θα παραλείπαμε και τις σημαίες. Και θα χαιρόμασταν μάλιστα να τις αντικαταστήσουμε με ένα κλαδί ελιάς! Αλλά η κοινωνία εξακολουθεί να βρίσκεται επί ποδός πολέμου! Περισσότερο από ποτέ, οι αποστερημένοι έχουν δικαίωμα στη νόμιμη εξέγερση!"
Στις 14 Φεβρουαρίου 1886, λίγες μέρες πριν φύγει από το Βέλγιο για να συναντήσει τον Τεό στη Μονμάρτη, ο Βαν Γκογκ έγραψε στον αδελφό του από την Αμβέρσα ένα πολύ μελαγχολικό γράμμα που, κατά κάποιον τρόπο, απηχούσε τις υποσχέσεις της άνοιξης της Κομμούνας: "Το ηθικό είναι στο χαμηλότερο σημείο του, κι αυτό ισχύει τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους ανθρώπους. Δεν είναι υπερβολή, νομίζω, να βλέπουμε με απαισιοδοξία τις διάφορες απεργίες που γίνονται εδώ κι εκεί [η πιο πρόσφατη, σημαντική απεργία την οποία πιθανώς έχει κατά νου ο Βαν Γκογκ είναι αυτή των ανθρακωρύχων του Decazeville, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους]. Αλλά δεν είναι καθόλου άχρηστες για τις μελλοντικές γενιές, γιατί αργά ή γρήγορα θα έρθει η νίκη. Προς το παρόν, ωστόσο, όλα είναι πολύ δυσοίωνα για όλους εκείνους που πρέπει να εργαστούν για να κερδίσουν τα προς το ζην, ιδίως επειδή μπορούμε να προβλέψουμε ότι η κατάσταση θα γίνεται όλο και χειρότερη από χρόνο σε χρόνο. Εργάτης εναντίον αστού - αυτό δικαιολογείται όσο και η Τρίτη τάξη εναντίον των άλλων δύο [των ευγενών και του κλήρου] πριν από εκατό χρόνια. Και το καλύτερο είναι να παραμείνουμε σιωπηλοί, γιατί οι αστοί δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο και τα βάσανά μας δεν πρόκειται να τελειώσουν. Έτσι, ακόμη και αν είναι άνοιξη - πόσοι χιλιάδες και χιλιάδες από μας περπατάμε στην ερημιά;" Η σιωπή, την οποία συνιστά ο Βαν Γκογκ, απέχει ωστόσο πολύ από το πεδίο των ερειπίων και των πτωμάτων που άφησαν πίσω τους οι Βερσαγέζοι όταν συνέτριψαν την Κομμούνα. Στο Παρίσι, ο Βαν Γκογκ τη σκίζει με έντονα χρωματιστές πινελιές. Και παρεμβάλλονται σ' αυτήν μερικές κόκκινες σημαίες που αντιστέκονται πεισματικά, επειδή οι προσπάθειες του παρελθόντος δεν υπήρξαν μάταιες και "δεν είναι χωρίς αξία". Πράγματι, ο Eugène Pottier προειδοποιεί στη Semaine Sanglante [Ματωμένη εβδομάδα -σ.σ.], ένα ποίημα που γράφτηκε ταυτόχρονα με τη Διεθνή, την επομένη της παρισινής επανάστασης, όταν κρυβόταν σε μια σοφίτα κάπου στη Μονμάρτη για να γλιτώσει από τους Βερσαγέζους, "Ο μοχλός κουνιέται πάλι, / Οι κακές μέρες θα τελειώσουν / Και τότε φοβού την εκδίκηση / Όταν όλοι οι φτωχοί αναλάβουν δράση". Στο τέλος του 19ου αιώνα, για τον Chevalier, σε όλη την "πρακτική της Μονμάρτης", ακόμη και στα "εγκλήματα" και σε άλλες "ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου" που αναλύει, υπάρχει πάντα μια "επίγευση ή μια διακηρυγμένη αξίωση κοινωνικής δικαιοσύνης". Μερικές φορές αυτή η "επίγευση" εκδηλώνεται με μια απλή κηλίδα κατακόκκινου χρώματος που απηχεί τόσο την εκδίκηση του παρελθόντος όσο και μια υπόσχεση λύτρωσης παρά την παρούσα ερημιά στην οποία ο Βαν Γκογκ αισθάνεται καταδικασμένος. Το γεγονός ότι ο ζωγράφος, ο οποίος έβαλε τέλος στη ζωή του δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1890, στο Auvers-sur-Oise, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από αυτή την αγωνιώδη ερημιά του fin-de-siècle είναι ένα άλλο θέμα. Παρέμειναν οι κόκκινες σημαίες του.
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ: Tο μυστικό του τελευταίου πίνακα του Βαν Γκογκ