Όταν το 2012 ένας θησαυρός με 1.600 έργα τέχνης του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα βρέθηκε από τις φορολογικές αρχές στο σπίτι του Κορνίλιους Γκούρλιτ, γιου ενός από τους εμπόρους τέχνης του Χίτλερ, του Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ, στο Μόναχο, πολλοί ήταν αυτοί που αναθάρρησαν ότι ανάμεσα σε αυτά τα έργα μπορει να υπήρχαν και πέντε πίνακες του Βαν Γκογκ που δεν έχουν βρεθεί και οι κυνηγοί έργων τέχνης ονειρεύονται ότι θα τους «ανακαλύψουν» ίσως σε κάποια σοφίτα.
Η προέλευση πολλών έργων που βρέθηκαν στην κατοχή του Γκούρλιτ παραμένει ακόμη ασαφής, αλλά ορισμένα αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Μάλιστα, η συλλογή Γκούρλιτ κληροδοτήθηκε στο Kunstmuseum της Βέρνης, και θα αποτελέσει αντικείμενο έκθεσης που θα εγκαινιαστεί τον Σεπτέμβριο.
Ο θησαυρός Γκούρλιτ δεν περιλαμβάνει κανένα έργο του Βαν Γκογκ, και πολλοί πιστεύουν ότι τα έργα του Ολλανδού καλλιτέχνη βρίσκονται στη Ρωσία.
Τόσο η εμφάνιση των έργων στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990 όσο και η ανακάλυψη της συλλογής Γκούρλιτ πριν από μια δεκαετία δίνουν κάποια ελπίδα ότι μερικά από τα χαμένα αριστουργήματα του Βαν Γκογκ μπορεί τελικά να επανεμφανιστούν. Ο μελετητής του έργου του Βαν Γκογκ Μάρτιν Μπέιλι πιστεύει ότι υπάρχουν πέντε «χαμένα» έργα και ότι υπάρχουν λίγες ελπίδες να βρεθούν. Υπάρχουν άλλα έξι έργα Βαν Γκογκ που θεωρήθηκε ότι χάθηκαν στον πόλεμο ωστόσο εμφανίστηκαν στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990, στο Κρατικό Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Είχαν κατασχεθεί από τον Κόκκινο Στρατό στη Γερμανία το 1945 και είχαν μεταφερθεί στη Σοβιετική Ένωση, όπου η ύπαρξή τους κρατήθηκε ως κρατικό μυστικό.
Η προέλευση πολλών έργων που βρέθηκαν στην κατοχή του Γκούρλιτ παραμένει ακόμη ασαφής, αλλά ορισμένα αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Μάλιστα, η συλλογή Γκούρλιτ κληροδοτήθηκε στο Kunstmuseum της Βέρνης, και θα αποτελέσει αντικείμενο έκθεσης που θα εγκαινιαστεί τον Σεπτέμβριο.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν τέσσερις πίνακες που ανήκαν τη δεκαετία του 1930 στον Γερμανό βιομήχανο Ότο Κρεμπς: «Τοπίο με σπίτι και αγρότη» (Δεκέμβριος 1889 ή αρχές 1890), «Πρωινό: (μετά τον Millet)» (Ιανουάριος 1890) και «Ο Λευκός Οίκος τη νύχτα» (Ιούνιος 1890).
Εμφανίστηκαν επίσης δύο άλλα έργα σε χαρτί: μια ακουαρέλα με τίτλο «Βάρκες στο Saintes-Maries» (Ιούνιος 1888), από τη συλλογή του Bernhard Koehler, και ένα σχέδιο με τίτλο «Starry Night» (Ιούνιος 1889), από την Kunsthalle της Βρέμης. Κανένα από αυτά δεν έχει επιστραφεί και όλα πιστεύεται ότι βρίσκονται τώρα σε μια αποθήκη του υπουργείου Πολιτισμού στη Μόσχα.
Όσο για τα άλλα πέντε έργα, η ιστορία τους είναι μυθιστορηματική. Ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε τη «Νεκρή φύση με πικροδάφνες» τον Αύγουστο του 1888, στην Αρλ, λίγες ημέρες πριν ζωγραφίσει τα περίφημα ηλιοτρόπια. Οι πικροδάφνες απεικονίστηκαν μάλιστα σε μια γλάστρα με παρόμοιο σχήμα. Ο ζωγράφος χάρισε τη νεκρή φύση σε έναν στενό φίλο του, τον ταχυδρόμο Joseph Roulin, και αργότερα αποκτήθηκε από την γκαλερί Bernheim Jeune με έδρα το Παρίσι.
Το 1942, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του Παρισιού, η «Νεκρή φύση με πικροδάφνες» ήταν μεταξύ 30 έργων (μεταξύ των οποίων πίνακες των Σεζάν, Μανέ, Ρενουάρ και Τουλούζ-Λοτρέκ) που στάλθηκαν σιωπηλά από την εβραϊκή οικογένεια Bernheim-Jeune για να φυλαχθούν στο κάστρο Ραστινιάκ, στην Ντορντόν, στη νοτιοδυτική Γαλλία. Εκεί οι καμβάδες τυλίχθηκαν σε ρολό και κρύφτηκαν σε ένα μπαούλο, το οποίο φυλασσόταν στο πατάρι.
Τον Μάρτιο του 1944 ο γερμανικός στρατός λεηλάτησε και στη συνέχεια έκαψε το αρχοντικό, το οποίο είχε σχεδιαστεί ως αντίγραφο του Λευκού Οίκου στην Ουάσινγκτον. Οι γείτονες ανέφεραν ότι είδαν πέντε φορτηγά να φεύγουν από τον πύργο αμέσως πριν από την πυρκαγιά, φορτωμένα με εμπορεύματα. Παρόλο που ο Βαν Γκογκ καταστράφηκε πιθανότατα από τη φωτιά, είναι πιθανό να λεηλατήθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα και να επιβίωσε.
Το έργο «Δέντρα με κισσό» (Μάιος 1889) ήταν ένα από τα σημαντικότερα τοπία που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ στο άσυλο όπου διέμενε λίγο έξω από το Saint-Rémy-de-Provence. Το ατμοσφαιρικό έργο απεικονίζει τον κισσό να αναρριχάται στα δέντρα του περιφραγμένου κήπου. Ο Βαν Γκογκ έστειλε τον πίνακα στον αδερφό του Τεό και έγινε ένας από τους αγαπημένους της νύφης του Τζο Μπόνγκερ, η οποία του έγραψε για να του πει πόσο θαυμάζει αυτόν τον πίνακα «για την υπέροχη δροσιά και τη φρεσκάδα της βλάστησης». Ο πίνακας αποκτήθηκε αργότερα από την οικογένεια Ρότσιλντ στη Γαλλία. Μετά τη γερμανική κατοχή του Παρισιού το 1942, το έργο κατασχέθηκε και μεταφέρθηκε στην αποθήκη της γκαλερί Jeu de Paume. Υπάρχει μια φωογραφία του Χέρμαν Γκέριγκ να αγγίζει το έργο, με τον σύμβουλο τέχνης Walter Hofer να τον παρακολουθεί. Από τότε χάθηκε κάθε ίχνος του έργου.
Το έργο «Ο καλλιτέχνης στον δρόμο για το Ταρασκόν» (Αύγουστος 1888) απεικονίζει τον Βαν Γκογκ με το ψάθινο καπέλο του, βαρυφορτωμένο από το καβαλέτο και τον εξοπλισμό ζωγραφικής του. Ο Βίνσεντ περιέγραψε τον πίνακα στον αδερφό του ως έργο που τον δείχνει «φορτωμένο με κουτιά, ξύλα, έναν καμβά, στον ηλιόλουστο δρόμο του Ταρασκόν». Αυτή η «αυτοπροσωπογραφία» ζωγραφίστηκε στα περίχωρα της Αρλ, όπου ο Βαν Γκογκ φιλοτέχνησε πολλά από τα τοπία του.
Το 1912 ο πίνακας αγοράστηκε από το Μουσείο Kaiser Friedrich (σήμερα Kulturhistorisches Museum) στο Μαγδεμβούργο, στην κεντρική Γερμανία. Ήταν ένας από τους πρώτους πίνακες του Βαν Γκογκ που αγοράστηκαν από δημόσια συλλογή.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πάνω από 400 πίνακες από το Μαγδεμβούργο μεταφέρθηκαν κρυφά σε ένα αλατωρυχείο στο Stassfurt, 30 χιλιόμετρα νότια του Μαγδεμβούργου, για να προστατευθούν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων και εκεί αποθηκεύτηκαν.
Τα αμερικανικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Stassfurt στις 12 Απριλίου 1945. Λίγες ώρες αργότερα ξέσπασαν πυρκαγιές στο τμήμα του αλατωρυχείου όπου φυλάσσονταν οι πίνακες. Ο Tobias von Elsner, πρώην επιμελητής του μουσείου του Μαγδεμβούργου, πιστεύει ότι οι πυρκαγιές είναι πιθανό να ήταν εμπρησμός, ίσως για να συγκαλύψουν τη λεηλασία των έργων τέχνης. Κανένα ίχνος του πίνακα του Βαν Γκογκ δεν έχει βρεθεί ποτέ.
Το έργο «Μονοπάτι στον δημόσιο κήπο» (Σεπτέμβριος 1888) απεικονίζει το μικρό δημόσιο πάρκο που βρισκόταν ακριβώς έξω από το σπίτι του Βαν Γκογκ. Μια γυναίκα που φοράει την παραδοσιακή φορεσιά της Αρλ περπατάει κατά μήκος του δεξιού μονοπατιού, κάτω από μια συστάδα δέντρων. Μέχρι το 1920 το «Μονοπάτι στον δημόσιο κήπο» ανήκε στον επιχειρηματία και συλλέκτη του Βερολίνου Έντουαρντ Άρνολντ και τη σύζυγό του. Μετά τον θάνατό της το 1929 πέρασε σε ένα από τα παιδιά τους. Ο πίνακας χάθηκε, πιθανώς καταστράφηκε, στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αν και οι συνθήκες της απώλειας παραμένουν αδιευκρίνιστες.
Το έργο «Οι εραστές» (Οκτώβριος 1888) δείχνει ένα ερωτευμένο ζευγάρι σε ένα δεντροφυτεμένο μονοπάτι, χαλαρά εμπνευσμένο από το δημόσιο πάρκο έξω από το Κίτρινο Σπίτι. Η σειρά από κυπαρίσσια που υπάρχει στον πίνακα, ένα από τα αγαπημένα δέντρα του Βαν Γκογκ, προέρχεται σχεδόν σίγουρα από τη φαντασία του. «Οι εραστές» αγοράστηκαν από την Nationalgalerie του Βερολίνου το 1929. Το 1937 κατασχέθηκε από τη ναζιστική κυβέρνηση, μαζί με χιλιάδες έργα που θεωρήθηκαν από το καθεστώς «εκφυλισμένα». Πολλά από τα λιγότερο πολύτιμα αντικείμενα απλώς κάηκαν, αλλά πολλές εκατοντάδες από τα πιο σημαντικά κρατήθηκαν από τους ναζί αξιωματούχους ή χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκέντρωση κρατικών πόρων. Το έργο κατασχέθηκε από τον Γκέρινγκ, που πούλησε τον πίνακα. Στη συνέχεια το έργο εξαφανίστηκε και το μόνο που υπάρχει σήμερα είναι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και τα λίγα λόγια με τα οποία περιγράφει το έργο ο Βαν Γκογκ.