ΕΝΑ ΝΕΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ φαίνεται να απασχολεί την πολιτική ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Το όνομα αυτού: τραπ μουσική. Δύο λέξεις που πυροδοτούν συζητήσεις σε τηλεοπτικά πάνελ, ομιλίες στη Βουλή, θεωρητικές και δημοσιογραφικές αναλύσεις, ρητορικές καταδίκες από celebrity αστυνομικούς, και ένα σωρό άλλα σχόλια που υποστηρίζουν πολιτικές καταστολής σε μια χώρα στην οποία οι αναφορές σε «νόμο και τάξη» φαίνεται να ανακουφίζουν, αντί να φοβίζουν ή να θυμίζουν ρητορική και πρακτικές που τόσο τραυμάτισαν τη χώρα επί χούντας.
Το μοτίβο «τραπ και βία» διαδέχεται άλλα ειδησεογραφικά σουξέ, όπως: «ανομία στα ελληνικά πανεπιστήμια», «νόμος Παρασκευόπουλου», «οπαδική βία», «παραβατικότητα ανηλίκων» και άλλα συναφή. Καλοπροαίρετοι καταναλωτές αυτού του ρεπερτορίου θα μπορούσαν να ισχυριστούν πως όλη αυτή η κουβέντα δείχνει ευαισθησία, αγωνία και ανησυχία για κοινωνικά προβλήματα. Οι αντιδράσεις και οι λύσεις όμως φλερτάρουν με την τιμωρία και την πειθαρχία.
Μπορούμε να καταλάβουμε πολλά αν εστιάσουμε σε αυτούς που κάνουν επίθεση στην τραπ.
Παραπάνω καταστολή, αυστηρότερες ποινές, λιγότερες ελευθερίες για τους «δράστες», παραπάνω προσλήψεις στην Αστυνομία, νέες ομάδες αστυνομικών, νέες διατάξεις, αναμορφωτήρια, εισαγγελικές παρεμβάσεις κ.λπ. έρχονται να αντικαταστήσουν την όποια απόπειρα ή διάθεση για περισσότερη κατανόηση, έγνοια, σκέψη, μελέτη και τεκμηριωμένο (δια)λόγο.
Κάπως έτσι, αυτόκλητοι «ειδήμονες» χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και διαπιστευτήρια ή προσωπική επαφή με το αντικείμενο προσπαθούν να μας πείσουν πως η βία, η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα (έννοιες περίπλοκες, πολυσύνθετες, με πολύπλευρες ερμηνείες) οφείλονται στην τραπ μουσική και την επαφή των νέων «παιδιών» με αυτή. Λίγη περισσότερη γνώση και σύνεση λοιπόν επιβάλλονται, και το παρόν κείμενο προσπαθεί να εξοικειώσει τον αναγνώστη με άλλες οπτικές γωνίες, που προέρχονται από την ερευνητική μας δραστηριότητα και προσωπική επαφή με τη ραπ μουσική και τη σχετική βιβλιογραφία που την πλαισιώνει.
Ας αρχίσουμε από την αρχή. Η τραπ μουσική είναι ένα από τα πολλά παρακλάδια της μουσικής οικογένειας της ραπ (gangsta, conscious, Αfrocentric κ.λπ.), το οποίο προέρχεται κυρίως από τις αμερικανικές Πολιτείες του Νότου και τα τέλη της δεκαετίας του ’00, αν και ο ήχος της συγκεκριμένα προέρχεται από τη δεκαετία του ’90 και τους Three 6 Mafia. Πρόσφατα, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης απήγγειλε στη Βουλή στίχους από τραγούδια των Ελλήνων τράπερ Light και Thug Slime, υποστηρίζοντας πως οι στίχοι αποτελούν εγκληματικά πειστήρια και έγκληση σε εγκληματικές πράξεις. Επομένως, προτείνει να τεθεί εκτός νόμου η μουσική τους και να οδηγηθούν στη φυλακή οι δημιουργοί της.
Κάπως έτσι ένα ολόκληρο είδος μουσικής οδηγείται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, βάσει επιχειρημάτων που επιμένουν πως η τραπ ωραιοποιεί τη βία και κατασκευάζει εν δυνάμει εγκληματίες. Μπερδεύοντας τον στίχο με την πραγματικότητα, την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο με την ομολογία ενοχής και την περσόνα με τον καλλιτέχνη, το κατηγορητήριο κατά της τραπ μετατρέπει ένα μουσικό είδος σε ενοχοποιητικό στοιχείο, με ρητορικές και νομικίστικες μανούβρες που αρνούνται την ποιητική και καλλιτεχνική φύση της τραπ, πράγμα που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης.
Άσχετα με το αν μας αρέσει η τραπ ή όχι, το σίγουρο είναι πως καμία μορφή τέχνης δεν αποτελεί ενοχοποιητικό στοιχείο. Ιδίως μάλιστα όταν αναφερόμαστε εγκωμιαστικά σε έναν φιλελεύθερο πολιτισμό δικαίου που στηρίζεται σε τεκμήρια, και όχι σε φτηνές πατέντες που οδηγούν στην ποινικοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το φλέγον ζήτημα λοιπόν είναι το αν ένα μουσικό είδος αποτελεί τεκμήριο ενοχής. Δεν έχει σημασία αν οι τράπερ «καρφώνουν» τον εαυτό τους, προκαλούν άλλους, ή αν όσα περιγράφονται στους στίχους τους ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή αν αντικατοπτρίζουν έναν παραβατικό τρόπο ζωής.
Σημασία έχει πως όλα τα παραπάνω αποτελούν χαρακτηριστικά ενός μουσικού είδους που (θα ’πρεπε να) προστατεύεται από νομικές συμβάσεις οι οποίες υπερασπίζονται θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως και άλλες μορφές τέχνης με βίαιο περιεχόμενο που δεν στοχοποιούνται ως κοινωνικά προβλήματα.
Θα μπορούσαμε να σταχυολογήσουμε άπειρα παραδείγματα βίας που προστατεύονται από τον καθωσπρεπισμό, την επιλεκτική ηθικολογία και την υποκρισία των «δύο μέτρων και δύο σταθμών» που κατακρίνει την απροκάλυπτη έκφραση βίας, και μάλιστα του σεξισμού, στην τραπ αλλά την αποδέχεται στην Καινή Διαθήκη, στον Οβίδιο, στον Φρόιντ, στον Νίτσε, στις ταινίες του Ταραντίνο και του Τακάσι Μίικε, ή ακόμα και στις ταινίες της Τζέιν Κάμπιον. Το παράπονο των επικριτών της τραπ λοιπόν αφορά στον τόνο και το ύφος, όχι στο περιεχόμενο ή το αντικείμενο της τέχνης.
Καταπώς φαίνεται, το ζητούμενο είναι να είναι κανείς ευγενικά και πολιτισμένα βίαιος. Αντί να κριτικάρουμε νόμιμες μορφές βίας που προκαλούν πολυάριθμα θύματα, προτιμούμε να καταδικάζουμε την τραπ. Κι όλα αυτά σε μια χώρα που ανέχεται την αστυνομική βία, τη βία της μεταναστευτικής της πολιτικής, της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, του ρατσισμού, του σεξισμού, της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, της κοινωνικής ανισότητας και ενός κοινοβουλίου που μέχρι πρόσφατα έδινε βήμα σε φασιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
Είναι σίγουρα πιο εύκολο να καταδικάζουμε την τραπ για τη βία που παραβλέπουμε αλλού, αγνοώντας σημαντικές έρευνες που δείχνουν πως κράτη που επιδίδονται σε βίαιες πράξεις, όπως ο πόλεμος και η καταστολή, καλλιεργούν τη βία και την εγκληματικότητα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε σε συγκεκριμένα άτομα και κοινωνικές ομάδες, αντιμετωπίζοντας τη βία ως συμπεριφορά παρά ως θεσμικό και δομικό πρόβλημα.
Αυτό δεν σημαίνει πως υποστηρίζουμε τη βία στην τραπ. Κάθε άλλο. Επισημαίνουμε απλώς τη διγλωσσία των επικριτών της. Ακούγοντάς τους, κινδυνεύει να συμπεράνει κανείς πως η τραπ επινόησε τη βία και πως με λίγη περισσότερη αστυνόμευση, ποινές και καταστολή, θα ζήσουμε όλοι σε μια ειρηνική ουτοπία.
Μπορούμε να καταλάβουμε πολλά αν εστιάσουμε σε αυτούς που κάνουν επίθεση στην τραπ. Ένας εξ αυτών μιλάει στα κανάλια για το πώς η τραπ δεν σέβεται τις γυναίκες, ενώ πριν κάποιο καιρό έδινε δωρεάν νομικές συμβουλές σε εν δυνάμει γυναικοκτόνους. Ένας άλλος κόπτεται για τη διαπαιδαγώγηση των μικρών παιδιών, την ίδια στιγμή που ο μηχανισμός τον οποίο στηρίζει βυθίζει καράβια με μικρά παιδιά στο Αιγαίο.
Έχει λοιπόν σημασία ποιος ασκεί κριτική και από ποια θέση, γιατί αυτό μας βοηθάει να καταλάβουμε προς τα πού κινείται η κουβέντα, τι παρουσιάζεται ως πρόβλημα και ποιες είναι οι προτεινόμενες λύσεις. Μέχρι τώρα οι πιο δυνατές φωνές κατά της τραπ δικαιώνουν το σοφό ρητό που μας υπενθυμίζει πως γι’ αυτούς που έχουν συνηθίσει να κρατούν σφυριά, τα πάντα μοιάζουν με πρόκες. Μήπως θα πρέπει να μάθουμε τι μουσική ακούνε;
The Racial Problem with the UK's Rap Ambassador
Ο (δρ.) Κώστας Σαββόπουλος είναι κάτοχος διδακτορικού πάνω στη ραπ μουσική, αρθρογράφος, DJ και συγγραφέας του «I still love her. Τι μου έμαθε για τον σεξισμό και την αρρενωπότητα η ραπ».
Ο (δρ.) Λάμπρος Φάτσης είναι επίκουρος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο City, University of London με εξειδίκευση στην αστυνόμευση της μαύρης μουσικής και έντονη δραστηριότητα στο θέμα, ως ιδρυτικό μέλος των ομάδων Prosecuting Rap και Art Not Evidence, και ως εμπειρογνώμων σε πολυάριθμες δικαστικές υποθέσεις που αφορούν επαγγελματίες και ερασιτέχνες ράπερ.