Φτάνω στην οδό Χαλκοκονδύλη 19, στην Ομόνοια, ένα Σάββατο μεσημέρι και κοιτάζω από τη βιτρίνα τη νέα γκαλερί CAN της Χριστίνας Ανδρουλιδάκη. Ο μεγάλος χώρος κρύβει μια απίστευτη γοητεία. Βρίσκεται στο ισόγειο ενός κτιρίου του 1957, σχεδιασμένου από τον Σπύρο Στάικο, έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες μοντερνιστές αρχιτέκτονες, ο οποίος ήταν λάτρης του κλασικότροπου μοντερνισμού. Το έργο του περιλαμβάνει μερικά από τα πιο εμβληματικά κτίρια της Αθήνας, όπως το ξενοδοχείο Χίλτον, το οποίο συνυπέγραψε με τους Βουρέκα, Βασιλειάδη και Γεωργιάδη, καθώς και τη διάσημη πολυκατοικία της οδού Ηρώδου Αττικού 23.
«Από την πρώτη ματιά ένιωσα ότι αυτό το σημείο διατηρούσε την ταυτότητά μας: ισόγειο, με μια μεγάλη τζαμαρία ανοιχτή προς τον δρόμο, προσιτή στους περαστικούς, με μια αίσθηση διαφάνειας και άμεσης σύνδεσης με το περιβάλλον. Ακόμη και το χαρακτηριστικό σκαλοπάτι μπροστά από τη βιτρίνα, όπως αυτό που υπήρχε στην CAN της Αναγνωστοπούλου, ήταν εκεί – αυτήν τη φορά μεγαλύτερο και ψηλότερο. Έμοιαζε σαν την “παλιά CAN on steroids”! Έτσι επέλεξα αυτόν τον χώρο για να περάσω ουσιαστικά στη δεύτερη δεκαετία της γκαλερί», μου λέει η Χριστίνα Ανδρουλιδάκη.
«‘Οταν άρχισα να λέω σε φίλους και γνωστούς πως μετακομίζω τον χώρο στην Ομόνοια, οι περισσότεροι αντιδρούσαν με γκριμάτσες. Σκέφτηκα τότε πως κανένας άλλος λαός −στην Ευρώπη τουλάχιστον− δεν αντιμετωπίζει το κέντρο της πόλης του με τόση απαξίωση. Κι εκεί ήταν που πείσμωσα».
Το 2012 επέλεξε έναν μικρό, ισόγειο χώρο με βιτρίνα στο Κολωνάκι για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό της, μετά τις σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης, με ειδίκευση στον ντανταϊσμό και τον Francis Picabia, και για να δώσει σάρκα και οστά στην κλίση της να δουλεύει με ανθρώπους του σήμερα, να ανακαλύπτει νέες φωνές και να συμβάλλει στην εξέλιξη της σύγχρονης καλλιτεχνικής σκηνής.
Θέλει και στη Χαλκοκονδύλη να δημιουργήσει έναν χώρο εύκολα προσβάσιμο, ανοιχτό και ορατό, επηρεασμένη από τις ισόγειες γκαλερί στη Γερμανία που έχουν βιτρίνες ή μεγάλα παράθυρα σε εμπορικούς δρόμους, και να γίνει μέρος της καθημερινότητας και της ζωής των περαστικών. «Για μένα, το 2012, όταν ξεκίνησα την γκαλερί, ήταν ακριβώς αυτό: μια ευκαιρία αλλά ταυτόχρονα και ένα κρίσιμο σημείο αλλαγής, που θα μπορούσε να πάει είτε προς το θετικό είτε προς το αρνητικό. Κι έτσι ενώ τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα, σιγά σιγά οι επιλογές που έκανα ως CAN gallery εκτιμήθηκαν, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε 12 χρόνια μετά εδώ», λέει.
Η Χριστίνα ήταν πάντα άνθρωπος του κέντρου και πιστεύει πως για να νιώσεις πραγματικά τον παλμό μιας πόλης πρέπει να την εξερευνήσεις περπατώντας, ιδίως στους δρόμους του κέντρου της. Αποφάσισε να κάνει μια αλλαγή, βλέποντας ότι είχαν αλλάξει και οι ανάγκες.
Οι καλλιτέχνες της άρχισαν να δημιουργούν μεγαλύτερης κλίμακας έργα, το κοινό και οι συνεργάτες της είχαν δει πλέον αρκετές εκθέσεις ξανά και ξανά στον ίδιο χώρο. Περπατούσε στην Αθήνα αναζητώντας έναν νέο χώρο για 1,5 χρόνο μέχρι να βρει αυτό που έψαχνε, ώσπου βρέθηκε μπροστά στη μεγάλη βιτρίνα της Χαλκοκονδύλη 19.
«‘Οταν άρχισα να λέω σε φίλους και γνωστούς πως μετακομίζω τον χώρο στην Ομόνοια, οι περισσότεροι αντιδρούσαν με γκριμάτσες. Σκέφτηκα τότε πως κανένας άλλος λαός −στην Ευρώπη τουλάχιστον− δεν αντιμετωπίζει το κέντρο της πόλης του με τόση απαξίωση. Κι εκεί ήταν που πείσμωσα. Διότι, πράγματι, εάν βάλεις έναν στόχο στον χάρτη της Αθήνας και σημαδέψεις στο κέντρο του, αυτό είναι η Ομόνοια. Εκεί χτυπά η καρδιά της πόλης. Πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι εκεί, στην Ομόνοια, σώζεται ακόμα κάτι από αυτό που λέμε “παλιά Αθήνα”.
Και αναφέρομαι κυρίως στους ανθρώπους της γειτονιάς που γνώρισα στην οδό Χαλκοκονδύλη: τα κορίτσια που δουλεύουν στο cafe, τους ανθρώπους από το ταβερνάκι στη στοά απέναντι, τη συμβολαιογράφο και τους δικηγόρους που ήρθαν και μου συστήθηκαν από την πρώτη εβδομάδα, το προσωπικό από τη ΔΕΗ και τον Συνήγορο του Πολίτη, τα κορίτσια που πουλούν εισιτήρια. Όλοι ήρθαν να με συγχαρούν και ένιωσα τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους όταν άκουσαν πως θα ανοίξω έναν χώρο τέχνης στη γειτονιά τους», λέει.
Κατά την ανακαίνιση του χώρου, που έχει, όπως μου λέει, μεγάλες δυνατότητες, κατάφερε να αναδείξει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα αυθεντικά στοιχεία του κτιρίου, όπως το πανέμορφο πράσινο μωσαϊκό από βότσαλα Τήνου, ένα μεγάλο μεταλλικό παράθυρο με μπρούντζινες λεπτομέρειες, που ήταν κρυμμένο πίσω από έναν τοίχο, ακόμη και ένα εξαιρετικά μελετημένο σύστημα εξαερισμού και φωτισμού του υπογείου και του ισογείου.
«Η νέα CAN συνδυάζει την αρχιτεκτονική κληρονομιά με τη σύγχρονη τέχνη και με έναν τρόπο αντανακλά το πρόγραμμά μας, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, το έργο σημαντικών ιστορικών καλλιτεχνών, όπως ο Μίμης Κοντός και η Σίλεια Δασκοπούλου, με το έργο σύγχρονων καλλιτεχνών της νέας γενιάς, όπως ο Μανώλης Δασκαλάκης Λεμός, ο Αλέξης Βασιλικός ή η Βαλίνια Σβωρόνου, που πειραματίζονται και τολμούν, εξερευνώντας σύγχρονες ιδέες και καινοτόμα μέσα, διαταράσσοντας ή αλληλεπιδρώντας με αυτό που ονομάζουμε σύγχρονο discourse.
Η πρώτη μας έκθεση στη νέα μας διεύθυνση ονομάζεται “Ψαλμικά” και είναι η έκτη ατομική έκθεση του Μανώλη Δασκαλάκη Λεμού. Πρόκειται για μια κομβική έκθεση για τον καλλιτέχνη, καθώς παρουσιάζει έργα των τελευταίων δυο ετών, τα οποία αποτελούν τη συνέχεια της δουλειάς που ξεκίνησε το 2018 σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη και την επιστημονική του ομάδα στο IT and AI Lab του Πανεπιστημίου ΜΙΤ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η έκθεση συνδυάζει γραμμικά έργα σε καμβά, που θυμίζουν μεγεθυμένα σκίτσα, με πιο σύνθετους απεικονιστικούς πίνακες που ενσαρκώνουν μια υβριδική ζωγραφική. Αυτή η νέα μορφή τέχνης είναι το αποτέλεσμα της σύμπραξης του καλλιτέχνη με έναν οργανισμό τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), ο οποίος εκπαιδεύτηκε μέσα από μια κυκλική διαδικασία με εκατοντάδες σχέδια και δεδομένα που του παρασχέθηκαν από τον καλλιτέχνη στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το MIT.
Στόχος αυτής της συνεργασίας δεν ήταν μόνο η εκπαίδευση ενός AI που μπορεί να εκφραστεί με πλαστικότητα, αλλά και η δημιουργία ενός συστήματος ικανού να αποδώσει συναισθήματα μέσω της τέχνης. Ο καλλιτέχνης και η επιστημονική ομάδα επιδίωξαν να εξερευνήσουν πώς η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μεταφέρει συναισθηματική φόρτιση μέσα από εικαστικές φόρμες, δημιουργώντας μια νέα καλλιτεχνική γλώσσα, όπου η μηχανή δεν περιορίζεται μόνο στην απεικόνιση, αλλά συμμετέχει ενεργά στην έκφραση και την ερμηνεία των δεδομένων», λέει η Χριστίνα, που πιστεύει πως η τεχνητή νοημοσύνη θα επηρεάσει την τέχνη αλλά και τον ίδιο μας τον κόσμο πολύ πιο σύντομα από όσο περιμέναμε.
«Πέραν από το γεγονός ότι η τεχνητή νοημοσύνη σε συνδυασμό με την blockchain τεχνολογία έχει αλλάξει το πώς αντιλαμβανόμαστε την ιδιοκτησία και την εμπορική αξία των έργων τέχνης, φαντάζομαι ότι πλατφόρμες που βασίζονται σε AI θα μπορούσαν να αλλάξουν το τοπίο των δημοπρασιών και των πωλήσεων έργων τέχνης, κάνοντας πολύ πιο ακριβείς και αυτοματοποιημένες τις εκτιμήσεις της αξίας και των τάσεων της αγοράς», συμπληρώνει.
Μιλώντας για το τοπίο της σύγχρονης τέχνης, δηλώνει ότι πιστεύει πως «έχουμε ταλέντο και δημιουργικότητα, πληθώρα χαρισματικών ανθρώπων, και ανθρώπων με όρεξη να παραγάγουν εμβληματικά έργα. Λείπει το όραμα, η στήριξη και η στρατηγική, και αναφέρομαι σε ένα πιο εθνικό ή θεσμικό πλαίσιο και όχι σε προσωπικό». Μιλώντας για τους Έλληνες καλλιτέχνες, επισημαίνει ότι «ανταγωνίζονται ως μονάδες σε ένα πολυπληθές και απαιτητικό διεθνές περιβάλλον, χωρίς θεσμική στήριξη, χωρίς εθνική στρατηγική, και, πολλές φορές, χωρίς καμία διεθνή δικτύωση».
Ενώ σήμερα υπάρχει νέο κοινό, η αγοραστική του δύναμη παραμένει σχετικά μικρή σε σύγκριση με εκείνη των πιο καθιερωμένων συλλεκτών. «Ο καθημερινός μας λοιπόν αγώνας είναι να προσελκύσουμε αυτό το κοινό που δείχνει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη και να το φέρουμε πιο κοντά σε αυτή. Να εκπαιδεύσουμε αυτούς τους συλλέκτες, να τους ενθαρρύνουμε να παρακολουθούν την τέχνη πιο ενεργά, να τολμούν και να γίνονται αντικομφορμιστές.
Να τους εμπνεύσουμε να μη φοβούνται, να κάνουν επιλογές με αυτοπεποίθηση και να καλλιεργούν τη σκέψη και την αισθητική τους μέσα από την τέχνη. Προσφέροντάς τους το υλικό για τη βαθύτερη κατανόηση του έργου, να τους βοηθήσουμε να δημιουργήσουν μια προσωπική και ουσιαστική σύνδεση με τα έργα που αποκτούν», εξηγεί η Χριστίνα.
Η διατήρηση μιας γκαλερί στην Αθήνα σήμερα είναι μια υπόθεση που απαιτεί μια σταθερή δέσμευση και επένδυση, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά. «Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση που έχω συναντήσει είναι η έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας και η ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη, στήριξη από θεσμούς», επισημαίνει.
«Συχνά παρατηρώ έναν σνομπισμό προς τη νέα γενιά καλλιτεχνών, καθώς και την έλλειψη ενδιαφέροντος ή γνώσης για την καλλιτεχνική παραγωγή που εξελίσσεται στην Ελλάδα σήμερα. Επιπλέον, υπάρχει έλλειψη ουσιαστικής συμβολής από τους ιστορικούς τέχνης, που δεν γράφουν σημαντικά κείμενα, ούτε μελετούν την τρέχουσα καλλιτεχνική σκηνή. Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης αποτυγχάνουν να προβάλουν τη σύγχρονη τέχνη, ενώ η κριτική απουσιάζει σχεδόν πλήρως.
Τέλος, η αξιολόγηση της τέχνης παραμένει ποσοτική και όχι ποιοτική, και κυριαρχεί ακόμη και στον καλλιτεχνικό χώρο η αντίληψη ότι “είσαι ό,τι δηλώσεις”, με αποτέλεσμα ακόμη και η πνευματική τροφή που καταναλώνουμε να είναι, πολλές φορές, επιφανειακή και κακής ποιότητας – σαν το junk food των τεχνών».
Αν και ο κόσμος των εικαστικών είναι σίγουρα ένας μικρόκοσμος, και μέσα σε αυτόν δημιουργούνται άλλοι, ακόμα μικρότεροι κύκλοι, που συχνά και αυτοί είναι ασύνδετοι μεταξύ τους, και το κοινό που παρακολουθεί τις τέχνες γενικά είναι ελάχιστο, ο αντίκτυπος της τέχνης σε μια κοινωνία είναι αδιαμφισβήτητα τεράστιος. Δεν μετριέται με αριθμούς ή ποσοστά, αλλά με το πώς εμπλουτίζει τη ζωή μας και διαμορφώνει τον πολιτισμό και την αισθητική της καθημερινότητάς μας.
«Ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να φανταστεί να ζει σε μια πόλη χωρίς τέχνη, χωρίς χρώμα, χωρίς αισθητική; Η τέχνη δίνει πνοή στις πόλεις μας, στους δημόσιους χώρους και στην προσωπική μας ζωή. Επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τον κόσμο, μας συνδέει και μας γειώνει, μας κάνει πιο “πλούσιους” και μας βοηθάει να μην ξεχνάμε να αισθανόμαστε», μου λέει.
«Η σύνδεση των εικαστικών με τις άλλες τέχνες, π.χ. με το θέατρο, το σινεμά ή τη μουσική, που αδιαμφισβήτητα έχουν μεγαλύτερο κοινό, μπορεί να γίνει μέσα από διατομεακά πρότζεκτ. Η συνεργασία της Εθνικής Πινακοθήκης με την Ταινιοθήκη της Ελλάδας στο πλαίσιο της έκθεσης “Αστυγραφία” είναι ένα τέτοιο πολύ επιτυχημένο παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου. Ακόμη και η συνεργασία του ΕΜΣΤ, που προβάλλεται πλέον στην εμφάνιση της ποδοσφαιρικής ομάδας της Athens Kallithea FC, είναι για μένα κάτι πολύ θετικό, που προωθεί μια κουλτούρα συνεργασιών κι επιχειρεί να σπάσει τους απομονωμένους κύκλους.
Σίγουρα άνοιξε τον κόσμο της τέχνης προς αυτό το κομμάτι του αθλητισμού, που δυστυχώς μαστίζεται σε εθνικό επίπεδο από τον οπαδισμό∙ μένει τώρα να δούμε αν θα ανοίξει και ένα κομμάτι του αθλητικού κόσμου προς τα εικαστικά. Αν καταφέρουμε να κάνουμε αυτήν τη σύνδεση ουσιαστική και βιώσιμη, τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε έναν πιο ανοιχτό και πολυδιάστατο πολιτιστικό χώρο, όπου οι τέχνες θα συνεργάζονται και θα αλληλεπιδρούν».
Όταν τη ρωτώ τι σημαίνει το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι νέοι χώροι τέχνης, μου απαντά «more is more. Ας μην γίνουμε αυτοί οι τύποι που “έπιασαν την καρέκλα” και δεν λένε να σηκωθούν. Και ας μην ξεχνάμε πως κι εμείς κάποτε ήμασταν πιο νέοι και άπειροι και εξελιχθήκαμε κάνοντας πράγματα και όχι μόνο παρακολουθώντας όλους τους άλλους γύρω να δρουν».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση «Ψαλμικά» εδώ.