ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ, το βιβλίο «Μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα - Ανατομία μιας τραγωδίας στην Ιερουσαλήμ» του εβραϊκής καταγωγής Αμερικανού δημοσιογράφου Νέιθαν Θρωλ που κέρδισε το φετινό βραβείο Πούλιτζερ και υμνήθηκε από κορυφαία μέσα («New York Times», «Economist», «Time», «Financial Times», «Haaretz») διαβάζεται απνευστί, με τον αναγνώστη να νιώθει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα το ίδιο σφίξιμο που θα του προκαλούσε μια γερή γροθιά στο στομάχι.
Αίσθημα που εντείνεται από το γεγονός ότι εδώ και έναν χρόνο η Μέση Ανατολή βιώνει μία από τις σοβαρότερες κρίσεις της τον τελευταίο αιώνα, χωρίς να διαφαίνεται κάποιο τέλος στον αιματηρό, ασύμμετρο πόλεμο που είναι σε εξέλιξη, με τους αμάχους να πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα.
Και μπορεί η Δυτική Όχθη και συγκεκριμένα η περιοχή Ανάτα όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας να μην είναι σε αυτήν τη φάση το επίκεντρο της σύγκρουσης, είναι όμως το «κλειδί» για να κατανοήσει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει στα Κατεχόμενα, γιατί γίνεται λόγος περί «απαρτχάιντ» και γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια για βιώσιμη λύση και ειρηνική συνύπαρξη είναι καταδικασμένη αν δεν αποσυρθούν από εκεί ο ισραηλινός στρατός και οι έποικοι, αν δεν εξασφαλίσουν οι Παλαιστίνιοι γη και αξιοπρέπεια, αν οι πρόσφυγες δεν επιστρέψουν – δηλαδή όλα αυτά που έχει παραγγείλει δεκαετίες τώρα ο ΟΗΕ, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκαν.
Οι υπαρξιακές συγκρούσεις και τα αδιέξοδα των χαρακτήρων του βιβλίου αντικατοπτρίζουν τα αδιέξοδα όπου σκοντάφτει κάθε ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, προοπτική που απομακρύνεται διαρκώς κάθε μέρα που περνά μετά τις 7/10/23.
Στον πυρήνα της αφήγησης βρίσκεται ένα φρικτό αυτοκινητικό δυστύχημα που συνέβη ένα βροχερό χειμωνιάτικο πρωινό του 2012 στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Ένα σχολικό λεωφορείο που μετέφερε Παλαιστίνιους μαθητές και εκπαιδευτικούς –ανάμεσά τους ο Μιλάντ, ο πεντάχρονος γιος του Άμπεντ– συγκρούεται με φορτηγό που μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, ανατρέπεται και παίρνει φωτιά με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ή να τραυματιστούν σοβαρά πολλοί επιβαίνοντες – κάποιοι δεν αναγνωρίζονταν καν από τα εγκαύματα.
Ακόμα χειρότερα, κανένα ασθενοφόρο, κανένα πυροσβεστικό ή αστυνομικό όχημα δεν θα φτάσει έγκαιρα στον τόπο της τραγωδίας, παρά τις μικρές αποστάσεις που είχαν να διανύσουν. Είτε από επιδεικτική αδιαφορία, μιλώντας για την κυρίαρχη ισραηλινή πλευρά («αν επρόκειτο για τίποτα παιδιά που πετούσαν πέτρες, αστυνομία και στρατός θα κατέφθαναν άμεσα»), είτε επειδή ένα δαιδαλώδες δίκτυο ελέγχων και απαγορεύσεων το καθιστά πρακτικά αδύνατο για την παλαιστινιακή πλευρά. Ο ίδιος ο δρόμος ήταν σε πολύ κακή κατάσταση γιατί οι ισραηλινές αρχές δεν ενδιαφέρονται να συντηρήσουν οδικές αρτηρίες που προορίζονται για Παλαιστίνιους, ενώ τα αλλεπάλληλα σημεία ελέγχου έχουν κάνει «κανονικότητα» το μποτιλιάρισμα και τα επικίνδυνα προσπεράσματα, όπως αυτό που επιχείρησε ο οδηγός του μοιραίου φορτηγού.
Ένα δυστύχημα για το οποίο δεν έφταιγε η «κακιά ώρα» αλλά οι πολιτικές διαχωρισμού που εφαρμόζει το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη, μαζί με τον ασφυκτικό έλεγχο και τους περιορισμούς που ασκεί σε κάθε σχεδόν πτυχή της καθημερινής ζωής όσων ανθρώπων ατύχησαν να γεννηθούν στη «λάθος πλευρά» του τείχους, της Ιστορίας και των συγκυριών. Ακόμα και από τις υποχρεωτικές στο Ισραήλ αποζημιώσεις για τροχαία τα παλαιστινιακής ιδιοκτησίας οχήματα εξαιρούνται!
Γύρω από τον άξονα αυτό, τις οικογένειες και τις κοινότητες –παλαιστινιακές και ισραηλινές– που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται στο δυστύχημα, ο Νέιθαν Θρωλ, δημοσιογράφος, συγγραφέας, ακτιβιστής και πολιτικός αναλυτής που γνωρίζει καλά πρόσωπα και πράγματα, καθώς έχει ζήσει και εργαστεί πολλά χρόνια στην Ιερουσαλήμ, ξετυλίγει δεξιοτεχνικά στη διάρκεια μίας μόλις μέρας όλο το «κουβάρι» του Μεσανατολικού όπως εξελίχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο.
Γράφει για τους πολέμους, τις ένοπλες συγκρούσεις αλλά και για τις απανωτές άοπλες εξεγέρσεις των Παλαιστινίων, με τους χιλιάδες νεκρούς και τους απειράριθμους τραυματίες, την άγρια καταστολή, τη «βιομηχανία» των συλλήψεων και των φυλακίσεων ακόμα και σε ειρηνικές διαμαρτυρίες – ακόμα και αμούστακα παιδιά κρατούνται επ’ αόριστον σε άθλιες συνθήκες χωρίς δίκη, χωρίς καν συγκεκριμένες κατηγορίες· για τον συστηματικό κατακερματισμό και την υφαρπαγή της παλαιστινιακής γης από τους Ισραηλινούς στα Κατεχόμενα, τις συστημικές διακρίσεις ανάλογα με τον τόπο διαμονής, την εθνική καταγωγή και το χρώμα της ταυτότητας.
Γράφει ακόμα για τον αυταρχισμό, τη βαρβαρότητα, την αδιαλλαξία, τη μισαλλοδοξία, την απελπισία, τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς, τις κλειστές ζώνες ασφαλείας, τις συχνότατα χαώδεις οικονομικές, κοινωνικές και χωροταξικές ανισότητες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Για την εγκατάλειψη της παλαιστινιακής υπόθεσης από τις κυβερνήσεις των άλλων αραβικών χωρών, για τη σκανδαλώδη πριμοδότηση του Ισραήλ από τη Δύση και ειδικά τις ΗΠΑ, για την απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων στα μάτια ακόμα κι εκείνων των νεαρών Ισραηλινών που χάρηκαν με το δυστύχημα και για το πώς η κατάσταση αυτή ανατροφοδοτεί διαρκώς τον κοινωνικό συντηρητισμό, τον σοβινισμό, τον θρησκευτικό φανατισμό, φυσικά και την τρομοκρατία.
Οι υπαρξιακές συγκρούσεις και τα αδιέξοδα των χαρακτήρων του βιβλίου αντικατοπτρίζουν τα αδιέξοδα όπου σκοντάφτει κάθε ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, προοπτική που απομακρύνεται διαρκώς κάθε μέρα που περνά μετά τις 7/10/23. Οι ήρωές του επιμένουν εντούτοις, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες, να αγωνίζονται για το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στο όνειρο, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
Ρισκάροντας την επανάληψη, ο συγγραφέας επιστρέφει ξανά και ξανά στην τραγωδία – μια τραγωδία που θα μπορούσε εύκολα να είχε αποφευχθεί ή έστω περιοριστεί, καθώς σημειώνει, μέσα από διαφορετικές κάθε φορά οδούς. Δεν σταματά, όμως, εκεί. Μέσα από τα προσωπικά και οικογενειακά δράματα τόσο του κεντρικού του πρωταγωνιστή, του Άμπεντ, όσο και των άλλων ηρώων του αναφέρεται επιπλέον στις διεφθαρμένες ηγεσίες της παλαιστινιακής κοινότητας, στις αδελφοκτόνες πολιτικές και φυλετικές διαμάχες εντός της, στο σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας και της χρήσης ουσιών στις γειτονιές-«γκέτο».
Εστιάζει, ταυτόχρονα, στην ασφυκτική θέση πολλών Παλαιστινίων γυναικών καθώς, πέρα από την ισραηλινή καταπίεση, υφίστανται και αυτήν της κυρίαρχης στην κοινότητά τους macho πατριαρχικής κουλτούρας που ενισχύει η διαρκής σύγκρουση και η οποία δεν χαρίζεται ούτε στους νέους άντρες, καθώς κι αυτοί οφείλουν να ανταποκριθούν στους ρόλους για τους οποίους προορίζονται.
Το βιβλίο δεν παραλείπει να φωτίσει τις ανισότητες και τις διακρίσεις εντός της ίδιας της ισραηλινής κοινωνίας αλλά και να παρουσιάσει την πραγματικότητα από την πλευρά των εποίκων, που ούτε εκείνοι είναι ένας ενιαίος πληθυσμός. Καταδεικνύει, ακόμα, τη δυσκολία να εισακουστούν ή ακόμη και να υπάρξουν σε αυτό το ακραία πολωμένο κλίμα μετριοπαθείς φωνές που θα αντιστάθμιζαν κάπως το διογκούμενο μίσος μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Ο Θρωλ γράφει ψύχραιμα και τεκμηριωμένα για ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα, αποφεύγοντας απόλυτες τοποθετήσεις και εύκολα συμπεράσματα. Δεν αφήνει ωστόσο αμφιβολίες για την πλευρά με την οποία συντάσσεται κι αυτή είναι του πιο αδύνατου, του πιο ευάλωτου, του πιο βασανισμένου, εκείνου που καταδικάστηκε να ζει και να πεθαίνει εγκλωβισμένος πίσω από τσιμεντένια τείχη, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Δηλαδή για την πλευρά της δικαιοσύνης όπως την αντιλαμβάνεται, όντας πεπεισμένος πως οποιαδήποτε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση προϋποθέτει τον τερματισμό της κατοχής· μιας κατοχής που δεν είναι μόνο εδαφική αλλά διαπερνά όλη την ύπαρξη των ανθρώπων που την υπομένουν. Μια εφαρμοσμένη βιοπολιτική στην υπηρεσία του ισχυρότερου που καταλήγει θανατοπολιτική, υπονομεύοντας το μέλλον θυτών και θυμάτων.
Το απόλυτα ρεαλιστικό αυτό βιβλίο (μόνο κάποια ονόματα δεν είναι πραγματικά) χωρίζεται σε πέντε μέρη με έναν τρόπο που θυμίζει ταινία ή θεατρικό έργο –σίγουρα θα γίνει κάτι από τα δύο ή και τα δύο–, περιλαμβάνει πολλές αραβικές και εβραϊκές λέξεις και ονομασίες, κατατοπιστικούς γεωπολιτικούς χάρτες και πλούσια βιβλιογραφία, ενώ αξιέπαινη είναι η μεταφραστική δουλειά της Δέσποινας Κανελλοπούλου.