Η πόλη όπου γεννήθηκα βρίσκεται κοντά στη Φρανκφούρτη, λέγεται Αλτζενάου, εκεί ήταν το νοσοκομείο. Μεγάλωσα στο Ασάφενμπουργκ, 40 χιλιόμετρα έξω από τη Φρανκφούρτη. Η μάνα μου ήταν κομμώτρια, αλλά παράλληλα δούλευε και σε ένα εργοστάσιο, της Audi νομίζω, που φτιάχνανε τιμόνια. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός αυτοκινήτων σε εταιρεία που έφτιαχνε πιστόνια, σε πιο υψηλόβαθμη θέση. Είχε πάει από τα 15 στη Γερμανία, γύρισε κάποια στιγμή στην Ελλάδα, βρήκε τη μάνα μου, την τσίμπησε κι έφυγαν. Σχολείο-σπίτι-ποδήλατο-βουνά, αυτά θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, με δυο αδέλφια, έναν χρόνο μεγαλύτερος ο πρώτος και δέκα χρόνια μικρότερος ο δεύτερος. Με τον μεγάλο, που καθυστέρησε να πάει σχολείο, ήμασταν στην ίδια τάξη και πολύ δεμένοι.
• Στην περιοχή μας υπήρχαν οι αμερικανικές βάσεις, τα barracks, που ήταν σαν πόλεις. Είχαν σούπερ μάρκετ, σχολεία – ολόκληρες οικογένειες έμεναν εκεί, το 80% μαύροι. Είχε και κλαμπ όπου έπαιζαν μαύρη μουσική, soul, funk, αλλά και τις απαρχές της house. Οι φίλες μου τα είχαν φτιάξει με μαύρα αγόρια κι έτσι είχαμε πρόσβαση σε αυτά τα κλαμπ όταν ξεκινήσαμε να βγαίνουμε, στα 14-15, τέλη των ’80s. Η πρώτη μουσική που μπήκε στο αίμα μου ήταν η μαύρη. Μετά από κάνα-δυο χρόνια αρχίσαμε να ακούμε γι’ αυτή την techno, ότι παίζει techno σ’ εκείνο το μαγαζί, πάμε να δούμε τι είναι. Έτσι πήγαμε στο Dorian Gray, στο Omen του Sven Väth, πάθαμε σοκ και κάποια στιγμή η παρέα μοιράστηκε στα δύο. Τελικά, μας τράβηξε η πλευρά της techno.
«Έχει γίνει η σκηνή χρηματιστήριο, ποιος θα δώσει τα πιο πολλά, το 70-80% των παραγωγών που γίνονται στην Αθήνα μπαίνει μέσα, χάνει χρήματα».
• Τα καλοκαίρια ερχόμασταν κάθε χρόνο για έναν μήνα διακοπές στην Ελλάδα. Ταξιδεύαμε οδικώς, κάναμε 30 ώρες. Ήταν ωραία η διαδρομή και είχαμε αγωνία πότε θα φτάσουμε. Περνάγαμε απ’ όλη τη Γιουγκοσλαβία και μόλις φτάναμε στο Νις χώριζε ο δρόμος για τους Τούρκους που πήγαιναν Τουρκία και για εμάς που πηγαίναμε Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν από Δράμα – ο παππούς και η γιαγιά μου ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Περνάγαμε όμως τα καλοκαίρια στο χωριό της μάνας μου, στον Τύρναβο, και στον Πλαταμώνα για τη θάλασσα – πηγαίναμε και μερικές μέρες στη Δράμα. Η θάλασσα, ο μπλε ουρανός, η ζέστη, η ενέργεια, όσα ζούσα κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα με έκαναν να θέλω να έρθω εδώ. Σκοτώθηκα με τον πατέρα μου γιατί είχα πολύ καλούς βαθμούς· έδωσα εξετάσεις για να μπω σε βιομηχανικές εταιρείες, με πήραν όλες κι εγώ δεν πήγα πουθενά. Ήθελα να πάω σε ελληνικό λύκειο και να δώσω Πανελλήνιες. Πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία, είχα βάλει μόνο Αθήνα – ερχόμασταν και στην Αθήνα για 3-4 μέρες στις διακοπές γιατί ήταν ο αδελφός της μάνας μου εδώ, οπότε την είχα γνωρίσει. Είχα συνηθίσει τη Φρανκφούρτη και έλεγα ότι αν είναι να πάω στην Ελλάδα, θα πήγαινα στη μεγαλύτερη πόλη. Η μάνα μου ήταν με το μέρος μου, «άσε το παιδί να πάει», έλεγε ότι θα έρχονταν κι εκείνοι σε 3-4 χρόνια. Τελικά δεν ήρθαν ποτέ.
• Έχω δύο ονόματα, το ονοματεπώνυμό μου ολόκληρο είναι Παπαχρυσάνθου Lorenzo Κυριάκος. Στο σχολείο με φώναζαν όλοι Lenz. Όταν ήρθα στην Ελλάδα άρχισα να συστήνομαι ως Lorenzo γιατί μου άρεσε περισσότερο. Το Lenz μου το είχαν βγάλει οι άλλοι, όπως και τώρα πολλοί με φωνάζουν Λόρι. Το βαφτιστικό μου όμως είναι Κυριάκος και το σέβομαι.
• Έπιασα μια γκαρσονιέρα στο Μεταξουργείο, ρετιρέ, σαν περιστερώνας ήταν, είχε ένα στρώμα και ένα κουζινάκι. Πήγαινα κάθε μέρα στη σχολή και μετά γυμναστήριο. Στην ουσία έκανα 8-10 ώρες την ημέρα γυμναστική. Την τελείωσα τη σχολή, αλλά, παράλληλα, επειδή είχα το μικρόβιο, ψαχνόμουν να βρω κάτι σχετικό με χορό. Είχα κλίση από μικρός, έλεγα στη μάνα μου να με γράψει σε σχολή χορού, αλλά, από την άλλη, δεν μου άρεσαν τα λάτιν που έκαναν. Εγώ έβλεπα το breakdance και το χιπ-χοπ που χόρευαν οι μαύροι, προς τα εκεί κατευθυνόμουν. Κάποια στιγμή βρέθηκα σε ένα γραφείο που έστελνε κομπάρσους σε διάφορα δρώμενα και με έβαλαν σε ένα αποκριάτικο σόου που θα το έδειχνε και η τηλεόραση. Η Μάγκυ Χαραλαμπίδου το παρουσίαζε και μόλις με είδε είπε «εσένα σε θέλω δίπλα μου». Έτσι βγήκα στην τηλεόραση και με είδαν ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος και ο Άλκης Ευθυμιάδης.
• Εν τω μεταξύ, άκουγα για το Alexander’s, το γκέι μπαρ, αλλά φοβόμουν να πάω. Ένα βράδυ πήρα ταξί, έφτασα απέξω, αλλά γύρισα πίσω. Είπα στον εαυτό μου «Lorenzo, ηρέμησε, ξεκόλλα» και το ίδιο βράδυ ξαναπήρα ταξί και επέστρεψα. Μπήκα, έκατσα σε μια γωνία, άρχισαν να σκάνε τα σφηνάκια· βλέπω τον Γρηγόρη που χόρευε και τον Άλκη, που έστειλε μια κοπέλα να με φωνάξει. Έτσι τους γνώρισα. Μετά από κάνα-δυο εβδομάδες μου είπαν ότι θα έκαναν ένα πάρτι που θα το έλεγαν «Factory» και ότι θα ερχόταν ένας DJ από την Αμερική, ο Mikee. Με κάλεσαν να κάνω σόου. Έτσι ξεκίνησα στο Factory.
• Μετά από λίγο καιρό, όταν άρχισε να φέρνει ο Γρηγόρης go go dancers από το Λονδίνο, τα παίρνω στο κρανίο και λέω «αυτοί καλύτεροι από μένα στον χορό δεν είναι», απλώς ντύνονταν πιο αποκαλυπτικά, φόραγαν στρινγκ, μπότες· στην ουσία δεν χόρευαν, ο κόσμος όμως από κάτω ενθουσιαζόταν. Η δική μου κίνηση δεν ήταν προκλητική, ήταν πιο χορευτική, οπότε αποφάσισα αυθόρμητα ένα βράδυ στο καμαρίνι να τα πετάξω όλα και να βγω ολόγυμνος, με μια πετσέτα. Χόρευα γρήγορα και ρομποτικά, οπότε δεν μπορούσες να δεις κάτι. Έπαθαν όλοι σοκ κι έτσι ξεκίνησε το σκάνδαλο με την πετσέτα. Έπαιζε στα περιοδικά, στις εφημερίδες, οι μισοί με έβριζαν, οι άλλοι μισοί με αποθέωναν. Εγώ συγχυζόμουν, αλλά ο Γρηγόρης μου έλεγε ότι μόνο καλό ήταν που ασχολούνταν όλοι μαζί μου.
• Όλοι ήθελαν να έρθουν στο Factory, αλλά η πόρτα ήταν αυστηρή, αν ο πορτιέρης καταλάβαινε ότι δεν ανήκεις εκεί, δεν σε έβαζε. Τουρίστες δεν έμπαιναν. Οι κυριλέδες από το Mercedes και το Αμφιθέατρο που ήθελαν να μπουν δεν τα κατάφερναν, όπως αντίστοιχα κι εγώ είχα φάει πόρτα στο Mercedes όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, και μου είχε μείνει απωθημένο. Κάποια στιγμή στη Μύκονο γνώρισα τον Ζαν-Πολ Γκοτιέ. Όταν ήρθε στην Αθήνα, ένα βράδυ που ήταν στο Mercedes μου είπε να περάσω να τον πάρω για να πάμε στο Factory. Έτσι έσκασα γυμνός με την πετσέτα στην πόρτα του Mercedes. Μπήκα, πήρα τον Γκοτιέ και την ώρα που βγαίναμε πλάκωσαν οι φωτογράφοι. Την επόμενη μέρα ήμουν στα περίπτερα. Γενικά, όσο έβλεπα ότι ο κόσμος εδώ, σε σχέση με τη Γερμανία, σοκαριζόταν, τόσο περισσότερο μου άρεσε να προκαλώ με αυτό που τους ενοχλούσε. Αντιδρούσα.
• Κάποια στιγμή έπεισαν τον Άλκη οι φίλοι του από τα περιοδικά να ανοίξει ένα νέο μαγαζί στη Λένορμαν, το X. Μας έβαλαν σε δίλημμα, να διαλέξουμε. Εγώ είχα κολλήσει με τον Mikee και τη μουσική του, που έπαιζε house και Detroit techno, με επιρροές από το Sound Factory της Νέας Υόρκης. Τους είπα ότι θα πάω όπου πάει ο Mikee. Τελικά πήγαμε στο X. Μου έφτιαξαν ένα stage με σκάλα μέχρι το ταβάνι – ανέβαινα εκεί πάνω σαν ρομπότ, εξέλιξα πολύ το σόου μου. Κράτησε 5-6 μήνες, μετά πέσανε κάτι πυροβολισμοί απέξω, έγινε κάτι σοβαρό, δεν ξέρω τι ακριβώς, ήμουν και πιτσιρικάς. Καταστράφηκε το Χ. Έπειτα τα ξαναβρήκε ο Άλκης με τον Γρηγόρη και επιστρέψαμε στο Factory. Στο μεσοδιάστημα είχε αρχίσει να δημιουργείται ένας πιο ηλεκτρονικός πυρήνας, πιο techno, με όχι απαραίτητα gay crowd, οπότε, όταν επιστρέψαμε στο Factory, μου φαινόταν λίγο περίεργη η φάση, σαν να ήταν μέσα τα ψάρια και γύρω-γύρω οι ψαράδες. Στο μεταξύ είχα βγει πρώτος σε έναν παγκόσμιο διαγωνισμό στο Άμστερνταμ και μεγάλωσε περισσότερο η φήμη μου. Με ζήταγαν από παντού, μέχρι και από την τηλεόραση, αλλά να βγω να κάνω τι στην τηλεόραση; Την ώρα που μαγειρεύουν; Με προστάτευε και ο Γρηγόρης.
• Στο δισκάδικο, το Discoball, συνάντησα μια μέρα τον Τσιλιχρήστο που με κάλεσε να χορέψω στο Αμφιθέατρο. Εγώ όμως χόρευα μόνο με techno, δεν μπορούσα να χορέψω με τη μουσική του. Του είπα να κάνουμε κάτι άλλο, του ζήτησα να μου δώσει τις Τρίτες για δικό μου πάρτι, να βάλω τον Mikee να παίζει και να κάνω σόου εκεί. Ο Γρηγόρης γούσταρε να εξελιχθούμε, δεν είχε πρόβλημα – ακόμα και σήμερα είμαστε φίλοι. Έτσι κάναμε τα πρώτα 4 πάρτι στο Αμφιθέατρο που τα ονομάσαμε Q Base. Τελείωσε η σεζόν, έφυγε το Factory από τον χώρο όπου ήταν στο Dome και το μαγαζί έμεινε ελεύθερο. Τότε είπα με τον Mikee και τον Θοδωρή Μωράκη, τον αδερφό της Έφης και του Γιάννη, που λίγα χρόνια μετά σκοτώθηκε σε τροχαίο, να πάρουμε το μαγαζί, να το κάνουμε techno club που να μην είναι χαρακτηρισμένο ως gay club και να το ονομάσουμε Q Base. Όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι βέβαια. Εκείνη την περίοδο είχε ξεκινήσει και το +Soda, ήταν πιο κυριλέ, πιο progressive house, εμείς ήμασταν πιο σκληροπυρηνικοί, «καμένοι». Το κρατήσαμε δύο χρόνια το Q-Base, μετά το πήγαμε αλλού, περάσαμε δύσκολα, μας έκλεβαν, έβαζαν μπράβους να μας παίρνουν τα λεφτά.
• Έπειτα κάναμε ένα after στην Ακαδημίας, από τις 4 ως τις 10 το πρωί, σε ένα υπόγειο που χώραγε 500-600 άτομα. Γινόταν χαμός κι εμείς συνεχίζαμε να παίζουμε techno. Στην αρχή της επόμενης σεζόν, επειδή δεν χωράγαμε στο υπόγειο, πήγα στον Γιάννη Κόικα που είχε το Camel που ήταν ροκάδικο. Δεν πήγαινε καλά και του είπα να το κάνουμε κλαμπ. Έτσι γεννήθηκε το U-Matic που κράτησε ως το 2004. Εκεί ξεκίνησα να φέρνω κάθε βδομάδα ξένους DJs. Εκείνα τα χρόνια μάς την πέφτανε διαρκώς από την αστυνομία, σε όλα τα μαγαζιά που έπαιζαν ηλεκτρονική μουσική. Έκλεισε το U-Matic κι εγώ έμεινα χωρίς χώρο, δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε αποφάσισα να δημιουργήσω ένα νέο brand που θα βασιζόταν και σε ξένα ονόματα. Ο Mikee δεν δέχτηκε να με ακολουθήσει κι έτσι ξεκίνησα μόνος μου το Blend. Επειδή, βέβαια, τον αγαπώ σαν αδελφό μου, τον πήρα μαζί μου μετά – δεν θα τον άφηνα ποτέ. Σιγά σιγά ήρθαν κι άλλοι, ήρθε ο Manolaco που ήταν από την πιο house πλευρά, κι έτσι αναμείχθηκε η techno με τη house και την tech house.
• Από την αρχή στο Blend κάναμε αυτό που γουστάραμε. Κλείναμε μόνο DJs που μας άρεσε η μουσική τους. Δεν με ένοιαζαν τόσο τα χρήματα, ήθελα να περνάω καλά, να το απολαμβάνω. Αποφάσισα να κάνω και ένα μεγάλο ετήσιο φεστιβάλ κι εκεί γεννήθηκε το Techniques. Μέχρι τον κορωνοϊό διασκεδάζαμε πολύ. Μετά έγινε αυτή η μεγάλη παύση, η underground σκηνή δεν ακουγόταν πουθενά, οι νέες γενιές άκουγαν μόνο ό,τι έβλεπαν στο TikTok και ξαφνικά άρχισαν να βγαίνουν DJs που έπαιζαν μαλακίες, αλλά ήταν popular επειδή είχαν followers στο Instagram. Οι διοργανωτές αναγκάζονταν να κλείνουν ονόματα που έπαιζαν χάλια, αλλά γέμιζαν τον χώρο. Βλέπω κόσμο να ουρλιάζει ακούγοντας σαβούρα μουσική, σαν να μην καταλαβαίνει τι ακούει. Με ενοχλεί πολύ που αναγκαστικά δεν κλείνεις πάντα τους καλλιτέχνες που θες γιατί φοβάσαι μη χάσεις χρήματα.
• Πλέον ο ανταγωνισμός έχει αυξηθεί πολύ, είναι ξανά της μόδας η techno, γίνεται πόλεμος. Εκεί που λέγαμε ότι καταστραφήκαμε μέσα στον κορωνοϊό και περιμέναμε κατανόηση από τα managements όταν θα ξεκινούσαμε πάλι, όλοι πλέον ζητάνε τα διπλά και τα τριπλά και τα κασέ εκτοξεύονται κάθε χρόνο. Έτσι αναγκαζόμαστε κι εμείς να ανεβάζουμε τις τιμές, όμως ο κόσμος δεν έχει χρήματα να πηγαίνει σε όλα τα πάρτι που έχουν 30άρια και 40άρια και 50άρια είσοδο. Έχει γίνει η σκηνή χρηματιστήριο, ποιος θα δώσει τα πιο πολλά, το 70-80% των παραγωγών που γίνονται στην Αθήνα μπαίνει μέσα, χάνει χρήματα, οι πιο πολλοί DJs έχουν πάει σε πολυεθνικές, σε μεγάλα managements, δεν είναι όπως παλιά που υπήρχαν προσωπικές σχέσεις με τους DJs. Δηλαδή υπάρχουν ακόμα, αλλά τα νέα ονόματα κινούνται καθαρά με βάση το κασέ τους. Αν κάποιος τους προτείνει τα διπλά, θα πάνε εκεί. Δίνω μάχη κάθε φορά.
• Τα πιο μικρά πάρτι τα κάνουμε στο Oddity και το καλοκαίρι στο Bolivar. Εγώ όμως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο πάω Μύκονο –πηγαίνω εδώ και 25 χρόνια– και μεταφέρω κι εκεί κάποια bookings του Blend, στο Cavo Paradiso, αλλά και στο SantAnna τα τελευταία 2-3 χρόνια. Φέτος είχα περίπου 45 events μέσα σε δύο μήνες. Φαντάσου ξενύχτι. Η Μύκονος πλέον δεν είναι techno προορισμός, έχει επικρατήσει περισσότερο η house, η πιο μελωδική και εμπορική σκηνή, είναι ακριβό νησί και τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Όμως παρατηρούνται και αντιφάσεις: στη Nina Kraviz, ας πούμε, ή στην Deborah De Luca, που παίζουν techno, γίνεται χαμός. Είναι πολύ ωραίο που οι γυναίκες έχουν ανέβει πολύ τελευταία στην techno σκηνή, κάποιες είναι καλλιτεχνάρες, άλλες όμως το κατάφεραν λόγω προσωπικότητας ή περσόνας στο Instagram. Αυτές σκάνε σαν αστραπές και μετά εξαφανίζονται.
«Μέχρι τον κορωνοϊό διασκεδάζαμε πολύ. Μετά έγινε αυτή η μεγάλη παύση, η underground σκηνή δεν ακουγόταν πουθενά, οι νέες γενιές άκουγαν μόνο ό,τι έβλεπαν στο TikTok και ξαφνικά άρχισαν να βγαίνουν DJs που έπαιζαν μαλακίες».
• Συνεργάζομαι, επίσης, με τις ομάδες SEDS και VLCT που κάνουμε τα πιο hard techno πάρτι. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην Αθήνα με τους χώρους, δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πολλοί. Το Τάε Κβον Ντο δεν είναι τόσο εύκολο να το δουλέψεις, στα μεγάλα events συνήθως έχουμε πρόβλημα – και βέβαια στην Ελλάδα δεν δίνουν δημόσιους ή αρχαιολογικούς χώρους, όπου πάντα θα ήθελα να κάνω events. Είχαμε κάνει ένα πάρτι με τον Richie Hawtin στο Μοναστηράκι, που ήταν καταπληκτικό. Και φέτος το καλοκαίρι με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στη Μαλακάσα, που για πρώτη φορά στην Ελλάδα συνδέθηκε η θεατρική τέχνη με την techno και ταίριαξε τόσο πολύ, ήταν μαγική βραδιά.
• Τον Richie γενικά τον έχω θεό μου. Αγαπημένοι μου είναι επίσης ο Ben Klock και ο Rødhåd που έπαιξε προχθές και μου ανατίναξε πάλι το κεφάλι. Αγαπώ όμως και ονόματα όπως οι Marco Carola και Black Coffee, υπάρχει και η πιο house πλευρά που μου αρέσει. Το Techniques που μου έχει μείνει αξέχαστο ήταν εκείνο με τα δύο stages, τότε που έπαιξε στο Acro ο Solomun back to back με Tale of Us και στο μεγάλο stage ο Hawtin με Chris Liebing και Nina Kraviz. Έχουν ωραία ενέργεια τα Techniques, θέλω να τα μεγαλώσω κι άλλο και κυρίως να τα εξελίξω τεχνολογικά.
• Κοίτα, τα drugs υπήρχαν πάντα στη σκηνή και πάντα συμπορεύονταν με τα πάρτι. Παλιά ήταν πιο χύμα, πίνανε παντού, υπήρχε μια φάση στη ζωή μου που έλεγα «θα πάω φυλακή, θα με δέσουν» έτσι όπως έβλεπα την κατάσταση να εξελίσσεται και τους νόμους να είναι τόσο αυστηροί. Τότε, αν έπεφτε κάτι κάτω κι έκαναν ντου οι μπάτσοι, σε έβαζαν μέσα. Τώρα δεν είναι έτσι. Στο πρώτο πάρτι του Blend στο Club 22, τότε που γίνονταν τα χοντρά πεσίματα, είχαμε δώσει εντολή, όσους δεν ήταν προσεκτικοί, όσους, ας πούμε, πήγαιναν να μπουν δυο-δυο στην τουαλέτα, να τους βγάζουν έξω. Εκείνο το βράδυ, από τα 1.200 άτομα, πρέπει να βγήκαν έξω γύρω στα 450. Το συνεχίσαμε έτσι μέχρι που ο κόσμος κατάλαβε ότι πρέπει να προσέχει και να είναι πιο διακριτικός. Αυτής της άποψης είμαι, όποιος κάνει ό,τι κάνει να προσέχει τον εαυτό του και να το κάνει διακριτικά. Και να υπάρχει η ανάλογη ενημέρωση και πληροφόρηση για το τι ακριβώς πρέπει να κάνουν όταν χρησιμοποιούν drugs.
• Πηγαίνω σχεδόν σε όλα τα πάρτι. Στους πολύ φίλους καλλιτέχνες δεν γίνεται να μην πάω. Με πολλούς από αυτούς θα βγω μαζί τους, θα φάμε μαζί. Υπάρχουν κάποιοι που μπορεί να φτάνουν κουρασμένοι, αν παίζουν σερί, και προτιμούν να μείνουν στο ξενοδοχείο, να φάνε εκεί και να έρθουν απευθείας στο πάρτι. Σε γενικές γραμμές το ωράριό μου είναι τρελό. Τις καθημερινές μπορεί να δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ στον υπολογιστή και σε ένα τηλέφωνο. Μετά να κάνω μια διακοπή για γυμναστήριο και επιστρέφοντας να συνεχίζω μέχρι πολύ αργά, ειδικά αν κολλάω και με την παραγωγή στο home studio που έχω – αν και τελευταία δεν έχω χρόνο γι’ αυτό.
• Η μητέρα μου ζει ακόμα στη Γερμανία, ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Ο μεγάλος μου αδελφός πριν από επτά χρόνια σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ήμασταν πολύ δεμένοι, όπως σου είπα, και αυτό ήταν το μεγαλύτερο σοκ που έχω πάθει ποτέ στη ζωή μου, το μεγαλύτερο σκαμπίλι. Όταν έγινε, έμεινα στο σπίτι για 4-5 μήνες, φοβόμουν να φτάσω στο υπνοδωμάτιο. Ήταν τρελαμένος με τα αυτοκίνητα ο αδελφός μου, είχε μια Φεράρι και με αυτή έγινε το δυστύχημα – δεν έφταιγε.
• Είναι δύσκολο να με αντέξει σταθερή σχέση με τόσο πολλή δουλειά. Ok, και φίλους καλούς έχω, και σχέσεις έρχονται και φεύγουν, αλλά έχω και στιγμές μεγάλης μοναξιάς. Υπάρχει και η μία όψη και η άλλη. Φέτος το καλοκαίρι πέρασα πολύ ωραία. Όταν δουλεύω προτιμώ να είμαι μόνος μου, να είμαι πιο συγκεντρωμένος, όταν είναι κάποιος στο σπίτι, ενώ δουλεύω, αγχώνομαι ότι δεν του δίνω σημασία. Σε γενικές γραμμές, προσπαθώ να έχω ισορροπία, να έχω γύρω μου μόνο άτομα με θετική ενέργεια. Όλοι έχουμε τα δικά μας και δεν χρειάζεται να μεταδίδουμε τα προβλήματά μας.
Infos
Τα επόμενα μεγάλα πάρτι του Blend περιλαμβάνουν τη δεύτερη μέρα του φετινού Techniques με τη Charlotte de Witte, τον Enrico Sanguiliano και τους KAS:ST στο Τάε Κβον Ντο (26/10), το φετινό Photon με Adiel, Ben Klock, Dax J, Fadi Mohem και Marrøn στο Universe (9/11), την εμφάνιση της Amelie Lens μαζί με την Ki/Ki στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (23/11) και την εμφάνιση των Nico Moreno και Alignment στο Universe (28/12).
Ευχαριστούμε το Mosaiko (Λαοδίκης 30, Γλυφάδα, 210 8983208) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.