Η ζωή της είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε βιβλία, ταινίες και εκλεκτούς φίλους που τους ενώνει η αγάπη για τα καλά μυθιστορήματα. Το διαμέρισμά της, στα «ορεινά» του Κολωνακίου, είναι όπως το φανταζόμουν. Γεμάτο αναρίθμητα βιβλία, οικογενειακά πορτρέτα, ταινίες, πίνακες ζωγραφικής, συλλογές από σουβενίρ που έχει φέρει απ’ τα ταξίδια της στο εξωτερικό αλλά και ήσυχες γωνιές ανάγνωσης. Στο μεγάλο τραπέζι κυριαρχεί το αναλόγιο στο οποίο είναι τοποθετημένο μόνιμα ένα ξενόγλωσσο λεξικό. Δίπλα, ένα laptop, ένα σημειωματάριο και πάντοτε δύο πακέτα τσιγάρα. Αυτό είναι το προσωπικό εργαστήρι της, στο οποίο εργάζεται καθημερινά η σπουδαία μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη. «Είναι ρηχή και επιφανειακή η εποχή μας. Δεν υπάρχει διάθεση για αναζήτηση και δημιουργία. Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να βγαίνω από το σπίτι μου. Προτιμώ ώρες ατελείωτες να τις αφιερώνω στην ανάγνωση καλών βιβλίων. Είναι για μένα η ιδανική συναισθηματική ανακούφιση», μου εξηγεί. Είναι μια ευγενική και σαγηνευτική πνευματική φυσιογνωμία, η οποία έχει επιλέξει να κινείται μεταξύ μιας λιτής καθημερινότητας και μιας κοσμοθεωρίας που στηρίζεται στη ζωογόνο δύναμή της: τη λογοτεχνική μετάφραση.
Από τα εφηβικά της χρόνια την ακολουθεί ένα ασίγαστο πάθος για τη λογοτεχνία. Θεωρεί πως το «σαράκι» της λογοτεχνικής μετάφρασης απαιτεί αφοσίωση, τριβή με τις λέξεις και, κυρίως, προϋποθέτει να είσαι καλός αναγνώστης. Έχει μεταφράσει βιβλία–ορόσημα της παγκόσμιας εκδοτικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει λάβει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα για το βιβλίο του J.K. Huysmans «Ανάστροφα» (εκδ. Στερέωμα), το βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ για το μυθιστόρημα «Η κόκκινη Μασσαλία» του Maurice Attia (εκδ. Πόλις) αλλά και το βραβείο Μετάφρασης Βιβλίου για Παιδιά της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας μου λέει ότι τώρα ετοιμάζει τις μεταφράσεις του «Καβγατζή της Βρέστης» του Ζαν Ζενέ για τις εκδόσεις Μεταίχμιο και της «Ελπίδας» του Αντρέ Μαλρό για τις εκδόσεις Gutenberg.
Ο μεταφραστής είναι, σε ιδανικές καταστάσεις, ένας «συν-δημιουργός», που δεν διεκδικεί ασφαλώς την πατρότητα του πρωτοτύπου. Είναι, ας πούμε, ένας «κομιστής». Από το μετάφρασμα πρέπει να αναδύεται ατόφιο το άρωμα του πρωτοτύπου. Με άλλα λόγια, η φωνή του μεταφραστή να μην καλύπτει εκείνη του συγγραφέα.
— Από μικρή διαβάζετε ασταμάτητα. Τι έχετε κερδίσει και τι έχετε χάσει όλα αυτά τα χρόνια;
Το πάθος μου για τα βιβλία και ιδίως για τη λογοτεχνία ξεκίνησε από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Διάβαζα ακατάπαυστα, με αφοσίωση, με πίστη νεοπροσήλυτου. Περιφρονούσα την ανούσια γνώση που πρόσφερε το σχολείο της εποχής. Μια γνώση στείρα, εμποτισμένη με τα «ιδεώδη» της δικτατορίας και του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που κυριολεκτικά με έπνιγε. Δεν ήμουν «καλή» μαθήτρια. Ήμουν «αλλού». Αναζητούσα τη λύτρωση από κείνη τη ζοφερή ατμόσφαιρα και την έβρισκα στις σελίδες των βιβλίων που με σαγήνευαν (πάντα χωμένα στα συρτάρια του γραφείου, πάνω στο γραφείο υπήρχαν τετράδια και βιβλία του σχολείου για τα μάτια των γονιών). Αγόραζα βιβλία από ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο της γενέτειράς μου, της Πάτρας, λεγόταν «Ο τροχός». Αυτό το ατμοσφαιρικό ημιυπόγειο ήταν ο παράδεισός μου. Εκεί γνώρισα ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία από μένα, διανοούμενους, αριστερούς κυνηγημένους από τη χούντα· ρουφούσα τα λόγια τους, θεωρούσα μεγάλη τιμή για μένα το γεγονός ότι ανήκα στον «κύκλο» τους. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε.
Τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα, χρόνια έντονα, μες στην ευδαιμονία της Μεταπολίτευσης, ήταν για μένα μια αληθινή αποκάλυψη. Η τότε αριστερά –καμία σχέση με τη σημερινή– ήταν μεγάλο σχολείο για τη γενιά μου. Συναναστρεφόμουν ανθρώπους οι οποίοι μου άνοιξαν νέους δρόμους, νέες προοπτικές. Άνθρωποι παθιασμένοι με την πολιτική αλλά και με την τέχνη. Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, οι κινηματογραφικές αίθουσες τέχνης, τα βιβλιοπωλεία, τα θέατρα, οι γκαλερί είχαν γίνει το «σπίτι μας», έτσι νιώθαμε. Ζούσαμε όλοι μέσα σε μια πανδαισία. Ξενύχτια ατέλειωτα με έρωτες, έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, συζητήσεις για ταινίες, για συγγραφείς, για βιβλία.
Μιλούσαμε για το τελευταίο βιβλίο του τάδε ή του δείνα συγγραφέα, δεν θέλαμε στην παρέα μας άτομα που δεν είχαν σχέση με την κουλτούρα, την πολιτική συνειδητοποίηση, νιώθαμε πως μας ήταν ξένα. Και όντως ήταν. Και βέβαια, απ’ όλο αυτό σύμπαν που με περιέβαλλε κέρδισα πολλά, πάρα πολλά. Καταρχάς με ώθησε να διεκδικήσω την ανεξαρτησία μου, να κάνω τη δική μου «επανάσταση», να τοποθετήσω τον εαυτό μου εκεί που πραγματικά ανήκε. Η πορεία μου είχε κιόλας χαραχτεί, καμιά πιθανότητα υπαναχώρησης. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Κοντολογίς, κέρδισα τα πάντα, την ψυχή μου κυρίως. Δεν θεωρώ ότι έχασα κάτι, τουναντίον, αν δεν είχα κάνει αυτή την επιλογή, θα έχανα τα πάντα.
— Όταν ανοίγετε παλιά βιβλία και βλέπετε τις υπογραμμίσεις που έχετε κάνει με μολύβι και τα χειρόγραφα σχόλια στα πλαϊνά των σελίδων, ποιες σκέψεις κάνετε;
Πολύ μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση. Πόσες μνήμες, συγκινήσεις, επιφωνήματα θαυμασμού, στιγμές που μου κοβόταν η ανάσα απ’ την ομορφιά μιας φράσης ή που έμενα έκθαμβη από τη μαεστρία του λόγου, από έναν στοχασμό, από μια άφατη αλήθεια. Τα αγαπημένα μου βιβλία είναι γεμάτα υπογραμμίσεις, θαυμαστικά, αστεράκια – σε πολλά, μάλιστα, τα σχόλια αγγίζουν ενίοτε την υπερβολή. Όταν μετά από χρόνια τα ξαναδιαβάζω (γιατί πάντα επανερχόμαστε στα βιβλία που στοίχειωσαν τη νιότη μας), διαπιστώνω με χαρά μεγάλη ότι στα περισσότερα ο θαυμασμός παραμένει αναλλοίωτος. Κάποιες φορές, μάλιστα, μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω κι άλλες υπογραμμίσεις, κι άλλα θαυμαστικά, αστεράκια, σχόλια. Ασφαλώς είναι μια συνήθεια που την έχω ακόμη, θέλω ν’ αφήνω πάντα το δικό μου «σημάδι» στη σελίδα.
— Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση; Και πόσο σημαντικό είναι να κάνει κανείς αυτό που αγαπά;
Από τα πρώτα μου διαβάσματα έτρεφα μια βαθιά εκτίμηση για τον άνθρωπο που με τη γνώση και το ταλέντο του μου προσφέρει μια τόσο μεγάλη απόλαυση: τον κόσμο ενός συγγραφέα. Το 1976, που ήμουν στην ομάδα του εμβληματικού περιοδικού «Σύγχρονος κινηματογράφος», αποτόλμησα τη μετάφραση κειμένων. Αυτό ήταν. Κεραυνοβόλος έρωτας. Δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο. Μετά από λίγο καιρό άρχισα να μεταφράζω λογοτεχνικά βιβλία. Ξεκίνησα με Μπορίς Βιαν στις εκδόσεις Νεφέλη, απίστευτο. Το 1988, βρέθηκα στις Βρυξέλλες, όπου εργαζόμουν στη Μεταφραστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χρόνια υπέροχα, ανεκτίμητα, αλλά μέσα μου ένιωθα ένα κενό που διαρκώς βάθαινε. Τίποτα δεν μπορούσε ν’ αναπληρώσει τη μαγεία ενός λογοτεχνικού κειμένου, την ηδονική σχέση με έναν συγγραφέα. Έτσι, γύρισα στην Αθήνα και αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στο πάθος που με διακατέχει εσαεί. Είναι μεγάλη τύχη και ευτυχία να ασκείς ως επάγγελμα αυτό που θεωρείς ζωογόνο δύναμη για τον εαυτό σου, αυτό που είναι η ουσία της ύπαρξής σου.
— Έχετε πει στο παρελθόν ότι: «Η αναμετάφραση είναι κάτι που οφείλουμε στα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας». Γιατί το πιστεύετε αυτό;
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αναμεταφράσεις των σπουδαίων κλασικών έργων είναι μια πρακτική ευρέως διαδεδομένη παγκοσμίως. Έτσι, τα μεγάλα αριστουργήματα της λογοτεχνίας προσφέρονται στους αναγνώστες του σήμερα, μέσα από κείμενα αφενός ιδωμένα υπό το πρίσμα μιας πιο εμπεριστατωμένης γνώσης και αφετέρου απαλλαγμένα από τις ατέλειες, τις στρεβλώσεις ή ακόμα και από τις εσφαλμένες αποδόσεις προγενέστερων μεταφράσεων. Η τεχνολογία, το διαδίκτυο, οι έγκυρες βάσεις δεδομένων προσφέρουν τα μέγιστα στην αναζήτηση εννοιών, όρων, πραγματολογικών στοιχείων, που άλλοτε παρέμεναν δυσεπίλυτοι γρίφοι. Οι μελέτες από έγκριτους ακαδημαϊκούς επεξηγούν πολλά αινιγματικά σημεία του κειμένου και φωτίζουν κρυφές πτυχές του. Όλος αυτός ο θησαυρός των πανεπιστημιακών και εθνικών βιβλιοθηκών είναι διαθέσιμος στον μεταφραστή, ο οποίος μπορεί πλέον να αφεθεί με μεγαλύτερη σιγουριά στη γλωσσική μαγεία του πρωτοτύπου, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τον πλούτο της δικής του γλώσσας.
— Ποια στοιχεία κάνουν μια μετάφραση καλή; Και πώς αξιολογείτε το γεγονός ότι πολλοί μεταφραστές επεμβαίνουν στα κείμενα, δίνοντας ένα άλλο, δικό τους πνεύμα στο πρωτότυπο;
Η συζήτηση περί «αρτιότητας» ή μη μιας μετάφρασης εμπεριέχει πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Ο κάθε μεταφραστής έχει τα δικά του «πιστεύω». Για μένα, πρωταρχικό και αναντίρρητο στοιχείο είναι ο σεβασμός απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο. Ο μεταφραστής οφείλει να μην προδώσει αυτή την «εκλεκτική συγγένεια». Ο συγγραφέας εμπιστεύεται σε κάποιον άλλον, που συνήθως δεν τον γνωρίζει, το έργο του, την ψυχή του. Κι αυτός ο άλλος, ο μεταφραστής, οφείλει να το αποδώσει άθικτο, ακέραιο, έτσι ώστε ο αναγνώστης να γευτεί στο έπακρο την ουσία, την ομορφιά του αρχικού κειμένου. Κατά κάποιον τρόπο, ο μεταφραστής οφείλει να του ανοίξει τις πύλες ενός κόσμου, να τον οδηγήσει στα άδυτα του συγγραφέα. Άρτια είναι, κατά τη γνώμη μου, η «πιστή» μετάφραση σε υφολογικό και νοηματικό επίπεδο, και συνάμα αυτή που εμπεριέχει και την προσωπική ματιά του μεταφραστή, εν ολίγοις ένα κείμενο «αναδημιουργημένο». Ένα κείμενο που να μη «μυρίζει» μετάφραση, αλλά να ρέει, να παρασέρνει, να σαγηνεύει.
Ο μεταφραστής είναι, σε ιδανικές καταστάσεις, ένας «συν-δημιουργός», που δεν διεκδικεί ασφαλώς την πατρότητα του πρωτοτύπου. Είναι, ας πούμε, ένας «κομιστής». Από το μετάφρασμα πρέπει να αναδύεται ατόφιο το άρωμα του πρωτοτύπου. Με άλλα λόγια, η φωνή του μεταφραστή να μην καλύπτει εκείνη του συγγραφέα. Τέλος, η μετάφραση είναι μια κατάκτηση, με την ερωτική σημασία της λέξης. Εμπεριέχει την πίστη και την προδοσία, την υπόσχεση και συνάμα την καχυποψία.
— Ανακαλύψατε την Ανί Ερνό για πρώτη φορά στο αγαπημένο σας βιβλιοπωλείο Tropismes στις Βρυξέλλες, ξεφυλλίζοντας έναν λογοτεχνικό θησαυρό: το «Πάθος». Τι θυμάστε από εκείνη τη μέρα;
Κατά περίεργο τρόπο, θυμάμαι πολύ έντονα εκείνη τη μέρα. Νοέμβρης του 1991, Παρασκευή απόγευμα, με παγωνιά, βροχή και τη γνώριμη γκριζάδα των Βρυξελλών. Μπήκα στην Gallerie de la Reine και κατευθύνθηκα προς το αγαπημένο μου στέκι, το βιβλιοπωλείο Tropismes, αυτό τον περίτεχνο ναό του βιβλίου. Στον μπροστινό πάγκο, βλέπω ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με τον τίτλο «Passion Simple» και το όνομα της συγγραφέως. Διαβάζω το ολιγόλογο οπισθόφυλλο και το αγοράζω επιτόπου. Πηγαίνω κατευθείαν στο απέναντι μπιστρό, το Mokafé, παραγγέλνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και βυθίζομαι στην ανάγνωση του βιβλίου. Το διάβασα μονορούφι. Όταν έφτασα, συγκλονισμένη, στην τελευταία αράδα, είπα μέσα μου: «Αυτό το βιβλίο γράφτηκε για μένα!»
— Πόσο βαθιά σας έχει επηρεάσει η λογοτεχνία της Ερνό;
Το έργο της Ερνό αλλά και η ίδια ως προσωπικότητα με έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό. Η Ερνό μού έμαθε ότι με τρόπο απέριττο, μινιμαλιστικό, αλλά βαθύ και ουσιαστικό, μπορεί να υπάρξει μεγάλη λογοτεχνία. Θαυμάζω την απίστευτη τόλμη της να «ξεγυμνώνεται» μπροστά στον αναγνώστη για να του εκφράσει τις μεγάλες αλήθειες της. Η γραφή της δεν γνωρίζει κανενός είδους συγκάλυψη, καθωσπρεπισμό, ωραιοπάθεια. Της οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις λυτρωτικές σελίδες της.
— Τι είναι αυτό που κάνει την αναγνωστική εμπειρία των έργων της Ερνό να είναι επίκαιρη;
Η Ανί Ερνό, αυτή η μεγάλη ιέρεια της συλλογικής αυτοβιογραφίας, έχει ως εργαλεία της αφηγηματικής τεχνικής της τον χρόνο και τη μνήμη. Τα έργα της είναι τοιχογραφίες με σκηνές που αναδύονται από το βίωμα, το δικό της και των άλλων. Οι αλήθειες της είναι διαχρονικές. Το προσωπικό στοιχείο συνυπάρχει με την Ιστορία. Το πάθος, σε όλες του τις εκφάνσεις, κυριαρχεί. Πάθος για έναν εραστή, πάθος για τη γραφή, πάθος για την αριστερά και τις ιδέες της, πάθος για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η θεματολογία της διαπερνάει τις εποχές, αγγίζει τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
— Γιατί πιστεύετε ότι τα «Χρόνια» είναι το καλύτερό της έργο;
Επειδή αγαπώ εξίσου όλα τα βιβλία της Ανί Ερνό, θα πω ότι τα «Χρόνια», αυτό το μεγαλειώδες παλίμψηστο, είναι, κατά τη γνώμη μου, η κορωνίδα του έργου της. Όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια, είναι «μια εξερεύνηση του πραγματικού μέσα από λέξεις και αισθήσεις». 60 χρόνια Ιστορίας, 60 χρόνια που άλλαξαν τον κόσμο. Είναι το πορτρέτο μιας σημαδιακής γενιάς, εκείνης του πολέμου, και συνάμα το πορτρέτο μιας γυναίκας φιλοτεχνημένο με εικόνες, ήχους, πάθη, πρόσωπα, τόπους. Διαφυλάττει το παρελθόν από τη λήθη και την απώλεια, το διατηρεί εσαεί παρόν. Ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του κινηματογραφικά πλάνα και σκηνές, εικόνες ξεδιπλώνονται η μια μετά την άλλη, αχνοφωτισμένες από μια γλυκιά μελαγχολία. Κι όπως γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης: «Η Ερνό εικονοποιεί τον χρόνο, παρουσιάζοντάς τον σαν συνδαιτυμόνα σ’ ένα μακρόσυρτο οικογενειακό́ τραπέζι, όπου ο στενός και συνεσταλμένος χρόνος της οικογένειας γίνεται τελικά συλλογικός».
— Στον «Νεαρό Άνδρα», η Ερνό μιλάει για τον έρωτά της με έναν άντρα τριάντα χρόνια μικρότερό της. Όταν μεταφράζατε αυτό το βιβλίο, κάνατε κάποια βαθιά συνειδητοποίηση;
Σε αυτό το βιβλίο συνειδητοποίησα ακόμα περισσότερο τι σημαίνει τόλμη της γραφής, τι σημαίνει πραγματικά απελευθερωμένη γυναίκα, τι σημαίνει ταύτιση της ερωτικής επιθυμίας με τη γραφή. Το βιβλίο εξιστορεί μια εμπειρία της ίδιας της Ερνό που για λίγους μήνες την έκανε να γίνει ξανά το κορίτσι που «σκανδάλιζε τους γύρω του», το κορίτσι που ήταν άλλοτε. Στην πρώτη σελίδα διαβάζουμε: «Συχνά έκανα έρωτα για να υποχρεώσω τον εαυτό μου να γράψει». Πόσοι συγγραφείς, γυναίκες και άνδρες, θα τολμούσαν να το γράψουν; Χωρίς φεμινιστικές κραυγές και αφορισμούς, η Ανί Ερνό αναστρέφει τους κανόνες της αντρικής κυριαρχίας. Κι αυτή ακριβώς η αναστροφή του κλασικού σχήματος, όπου έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε έναν πενηντάχρονο άνδρα να συνοδεύεται από μια όμορφη νεαρή κοπέλα, συνιστά αυτή καθαυτήν μια πρόκληση, με σκληρό τίμημα όμως: το ζευγάρι προσελκύει αποδοκιμαστικά βλέμματα στα καφέ, στα εστιατόρια, στον δρόμο. Και τούτα ακριβώς τα βλέμματα, όπως και το δικό της βλέμμα πάνω σε αυτήν και στον εραστή της, στοιχειώνουν τη γραφή της. Έτσι, την ίδια στιγμή, η Ερνό αφήνεται σε έναν συγκλονιστικό στοχασμό για το πέρασμα του χρόνου και τα γηρατειά. Τι πιο ειλικρινές, πιο συγκλονιστικό, πιο προκλητικό, πιο εξομολογητικό.
— Εσείς φτάσατε στο σημείο να γκρεμίσετε τα πάντα για ένα ασίγαστο πάθος;
Αν δεν το είχα κάνει, πώς θα λάτρευα την Ερνό; Ανήκω, ευτυχώς, στην κατηγορία εκείνων που πιστεύουν ότι το ερωτικό πάθος διαλύει σύμπαντα. Σε μεταμορφώνει, παύεις να είσαι ο εαυτός που ήξερες ως τότε. Βλέπεις τα πάντα μέσα από ένα πρίσμα που ομορφαίνει τα πάντα, τα γεμίζει χρώματα, αρώματα, τους προσδίδει μια διάσταση μυθική, βλέπεις ένα σύμπαν όπου κυριαρχεί η φιγούρα του Αγαπημένου. Ζεις και ανασαίνεις για τη στιγμή που θα σμίξεις μαζί του. Βέβαια, τα μεγάλα πάθη είναι αδηφάγα, αυτοκαταστροφικά. Η οδύνη του χωρισμού είναι άφατη. Ο κόσμος σκοτεινιάζει μεμιάς, νιώθεις χίλιες λεπίδες να σε διαπερνούν, η απόγνωση ελλοχεύει.
— Τι ανακαλύψατε μεταφράζοντας έργα του Αλμπέρ Καμί;
Καταρχάς, θα ήθελα να πω ότι τα βιβλία του Καμί ήταν από τα πρώτα εφηβικά μου αναγνώσματα. Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη σκέψη με κυρίεψαν, τάραξαν τη νηφαλιότητα στην οποία βρισκόμουν. Μια αληθινή αποκάλυψη. Θυμάμαι ότι κάποιες φράσεις τις διάβαζα πολλές φορές για να τις κατανοήσω (ιδίως στον «Μύθο του Σίσυφου»). Αργότερα, ξαναδιάβασα όλα τα βιβλία, ένα προς ένα, μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση, πιο ουσιαστική, πιο βαθιά. Πάντα όμως η ίδια σαγήνη. Οφείλω να ομολογήσω ότι με κυρίεψε ένα δέος όταν καταπιάστηκα με την πρώτη μετάφραση έργου του Καμί. Για μένα, είναι από τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και στοχαστής του 20ού αιώνα. Μεταφράζοντάς τον ανακάλυψα έναν απύθμενο πλούτο. Έναν άμετρο θαυμασμό γι’ αυτόν τον «πιε-νουάρ» που, απ’ το ταπεινό Μοντοβί της Αλγερίας, κατέκτησε το Παρίσι της διανόησης και της τέχνης, και κατόπιν ολόκληρη την υφήλιο. Η φιλοσοφική, λογοτεχνική, θεατρική του γνώση είναι απίστευτη. Αναρωτιέται κανείς, πότε πρόλαβε και τα διάβασε όλα τούτα; Πώς αφομοίωσε τόση γνώση που άλλοι χρειάζονται χρόνια ολάκερα σε πανεπιστημιακά έδρανα απλώς για να την αγγίξουν; Η κριτική ματιά του για το πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του, για τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες παντός είδους, για τους μεγάλους κλασικούς της λογοτεχνίας, για τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο, για τους σύγχρονους ομότεχνούς του, είναι κάτι το μοναδικό, το ανεπανάληπτο. Τα δοκιμιακά και τα λογοτεχνικά γραπτά του εξακολουθούν να σαγηνεύουν, ενώ εκείνα των επικριτών του βυθίστηκαν στη λήθη.
— Οι «120 ημέρες των Σοδόμων» του Μαρκήσιου ντε Σαντ ήταν ίσως ο μεγαλύτερος μεταφραστικός σας άθλος; Μια μεγάλη πρόκληση;
Για να είμαι ειλικρινής, το θεώρησα μάλλον ως μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Μιλάμε για το πιο άσεμνο, το πιο ωμό, το πιο αποκρουστικό ίσως, το πιο ανελέητο έργο που γράφτηκε ποτέ. Ο μεταφραστής βυθίζεται κυριολεκτικά σε έναν ζοφερό κόσμο όπου τα πάντα κλιμακώνονται σε ένα κρεσέντο βίαιης ηδονής και πράξεων αφάνταστης βαναυσότητας. Η ωμότητα των περιγραφών δεν είναι η μόνη πρόκληση για τον μεταφραστή. Πρέπει να τις αντέξει, να τις κατανοήσει σε βάθος. Το μεγάλο στοίχημα είναι να τιθασεύσει την ακρότητα του σαδικού λόγου, να την αποδώσει ατόφια στη δική του γλώσσα με λέξεις βουτηγμένες στο αίμα και στο σπέρμα, στο «χύσι», όπως ηδονόχαρα επαναλαμβάνει αδιάκοπα ο συγγραφέας. Πρέπει επίσης να διατηρήσει αναλλοίωτη τη ζοφερή, απειλητική, ακόλαστη ατμόσφαιρα του βιβλίου, να νιώσει τις κραυγές της ηδονής και του πόνου να αντηχούν εκκωφαντικά μέσα του. Ο συγκλονιστικός λόγος του Ντε Σαντ απαιτεί ειδικές μεταφραστικές ακροβασίες, οι λέξεις πρέπει να επιλέγονται μία προς μία έτσι ώστε να προκαλούν το ίδιο αίσθημα απόλαυσης ή απέχθειας στον αναγνώστη, να σκιαγραφούν με τη μέγιστη πιστότητα την εποχή, να αποδίδουν στο ακέραιο αυτό τον περίκλειστο κόσμο της ακραίας ηδονής και της φρίκης. Οφείλω να πω ότι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα ήταν το μετάφρασμα να είναι λιγότερο σοκαριστικό, λιγότερο άσεμνο από το πρωτότυπο. Το ήθελα εξίσου ελευθέριο, εξίσου προκλητικό, εξίσου αχρείο. Κοντολογίς, ένα κείμενο στο οποίο η σεμνοτυφία και ο ψευτοκαθωσπρεπισμός δεν θα είχαν καμιά θέση! Θα πρέπει επίσης να επισημάνω και μια άλλη πτυχή του βιβλίου: πρόκειται για μια λογοτεχνία υψηλού επιπέδου, όπου η γαλλική γλώσσα του Διαφωτισμού στηλιτεύει, με έναν λόγο ποιητικό, φιλοσοφικό, επαναστατικό, μεθυστικό, την υποκρισία κλήρου και ευγενών, και προτρέπει τον λαό σε μια καθολική εξέγερση, λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης.
— Μια άλλη σημαντική μετάφρασή σας ήταν αυτή της «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ. Δεν το είδατε ως ένα μεγάλο ρίσκο;
Πιθανόν και να το είδα ως ρίσκο. Μα μου ήταν αδύνατο να το αποφύγω. Το μεγαλείο αυτού του έργου δεν έγκειται τόσο στο θέμα του, μια «κοινότοπη» ιστορία μοιχείας και έρωτα, αλλά κυρίως στο συγγραφικό ύφος. Ο Φλομπέρ ήθελε το ύφος του να διαπνέεται από μια μουσικότητα, από μια αρμονία, αναζητούσε παθιασμένα την κατάλληλη λέξη. Ανυπέρβλητος ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζει ό,τι περιβάλλει την ηρωίδα του· η αφήγηση τυλίγει σαν πέπλο πάθη, παρεκτροπές, μάταιες προσμονές, ανεκπλήρωτους πόθους, στροβιλίσματα σε χοροεσπερίδες, θροΐσματα ταφτάδων και μεταξωτών, ερωτικά αγγίγματα, τη μαγεία ενός ονειρικού κόσμου, την οδύνη, την απελπισία, το δηλητήριο του θανάτου. Για τον Φλομπέρ, «η ηθική της τέχνης συνίσταται στην ομορφιά της», γι’ αυτόν τον μεγάλο στυλίστα «το ύφος υπερτερεί της αλήθειας». Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, θα σας πω ότι άξιζε που πήρα το «ρίσκο». Και η ανταμοιβή ήταν πολύ μεγάλη: πέρασα υπέροχες μέρες και νύχτες χαμένη στο φλομπερικό σύμπαν, παρασυρμένη στους ίδιους δρόμους με την Έμα Μποβαρί, ζώντας τον έρωτά της, την οδύνη της, την απελπισία της, τη μεγαλοσύνη του πάθους της. Κι αυτό ήταν πολύτιμο για μένα, ανεκτίμητο.
— Πώς ορίζετε τη λογοτεχνία; Είναι ένα μεγάλο μάθημα ανθρωπογνωσίας;
Για μένα, η λογοτεχνία είναι ένα πάθος, κάτι που μας διακατέχει τόσο ώστε δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Οι ώρες της ανάγνωσης είναι ώρες μύησης, λύτρωσης, απόλαυσης, απόδρασης, μαγείας. Η λογοτεχνία είναι επίσης κι ένα ταξίδι σε τόπους άλλους, όπου αντικρίζεις έκθαμβος έναν πλούτο ιδεών, εικόνων, αισθημάτων. Η λογοτεχνία είναι ακόμα κι ένας τρόπος να μάθουμε τα εσώτερα της ανθρώπινης ύπαρξης, κι αυτό μας αναστατώνει, μας αφυπνίζει. Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας ταρακουνά συθέμελα. Είναι η δική μου θρησκεία, τους δικούς της θεούς λατρεύω.
— Ποια αναγνώσματα σάς έχουν καθορίσει όλα αυτά τα χρόνια;
Πρωτίστως, Αλμπέρ Καμί, όλα του τα γραπτά ανεξαιρέτως (δοκίμια, θεατρικά, λογοτεχνικά έργα), κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα και σύγχρονα κλασικά του 20ού αιώνα, βιογραφίες των μεγάλων της τέχνης (έχω ιδιαίτερη αδυναμία στις βιογραφίες), βιβλία για την ιστορία της τέχνης, βιβλία για τον κινηματογράφο.
— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και γιατί;
Είναι οι συγγραφείς που με συντροφεύουν μια ζωή, αυτοί που μες στις σελίδες τους κουρνιάζω. Τους γνωρίζω πολύ καλά, συνομιλώ νοερά μαζί τους. Ανάμεσά τους, ο Καμί, ο Προυστ, ο Φλομπέρ, ο Σταντάλ, ο Ζολά, ο Ουγκό, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχοφ, ο Ντίκενς, ο Τόμας Μαν, ο Μελβίλ… αλλά και σύγχρονοι, όπως ο Μπόρχες, η Μπάιατ (με τη συγκλονιστική «Εμμονή»), η Σαπιέντσα (με τη σπουδαία «Τέχνη της χαράς»), ο Μπαρνς (με τον μεθυστικό «Άνδρα με κόκκινο μανδύα»), και βέβαια, ο Ζορζ Σιμενόν με τα ανυπέρβλητα «σκληρά μυθιστορήματά» του.
— Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας διεγείρει μοναδικά τη σκέψη και τη φαντασία;
Αν έλεγα η τέχνη σε όλες τις μορφές της, θα ήταν κοινοτοπία; Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο, ιδίως στην εποχή που ζούμε.
— Τι σας θυμώνει στις μέρες μας;
Η έλλειψη αληθινής κουλτούρας στην καθημερινότητα. Αυτό έχει ποικίλες εκφάνσεις: η συμπεριφορά των άλλων, η προκλητικότητα των αδαών, η διάχυτη νοοτροπία του νεοπλουτισμού, η τηλεόραση που, με λαμπρή εξαίρεση το «Βιβλιοβούλιο» στο Κανάλι της Βουλής, αγνοεί προκλητικά το βιβλίο, τους συγγραφείς και την τέχνη εν γένει, το γεγονός ότι δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό. Μια διάχυτη έλλειψη γούστου και φαντασίας. Άνθρωποι με βλέμμα άδειο περιφέρονται πλασάροντας ένα ανούσιο lifestyle που το αναπαράγει ένα τσούρμο αγράμματων.
— Και τι σας εκπλήσσει περισσότερο στη σύγχρονη ζωή;
Η τραγική ομοιομορφία των πάντων. Καμιά πρωτοτυπία, καμιά φαντασία, παντού εικόνες ολόιδιες, απ’ τις οποίες αποστρέφεις γρήγορα το βλέμμα σου. Κι αυτό μου φαίνεται απίστευτα συντηρητικό, βαθιά αντιδραστικό. Είναι άραγε έτσι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία;
— Τέλος, τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Τα έντονα αισθήματα: ο έρωτας, η αγάπη των δικών σου ανθρώπων, οι βαθιές φιλίες, η μαγεία που σου προσφέρει ένα έργο τέχνης, μια καλή κουβέντα που την ακούς απρόσμενα.