ΣΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ ΤΟΥ Loving Sylvia Plath, ενός βιβλίου που περιγράφει λεπτομερώς την κακοποίηση που υπέστη η Σίλβια Πλαθ από τον σύζυγό της, τον ποιητή Τεντ Χιουζ, η φιλόλογος Emily Van Duyne αφηγείται ότι όταν ξεκίνησε το βιβλίο, μια φίλη της τής είπε ότι έπρεπε να κάνει «τα πάντα σωστά» γιατί «θα της επιτεθούν από παντού». Η Van Duyne το εξέλαβε αυτό ως ένδειξη ότι το βιβλίο έπρεπε να είναι «κειμενικό» και όχι απλώς «ρητορικό». Το να κάνει «τα πάντα σωστά» σήμαινε ότι έπρεπε να είναι σίγουρη ότι θα στήριζε τους ισχυρισμούς της σε επαληθεύσιμα στοιχεία και σε τεκμηριωμένα ιστορικά αρχεία. Υπήρχε όμως ένας άλλος λόγος για την προειδοποίηση της φίλης, ο οποίος είχε τις ρίζες του στις νομικές περιπέτειες που έχουν εμπλακεί κατά καιρούς τα βιογραφικά βιβλία για την περιπετειώδη αντιπαθητική και δικαστική ιστορία των βιογραφικών εκδόσεων για την Πλαθ. Ένα πεδίο στο οποίο κυβερνούσε η αδελφή του Χιουζ, η Όλγουιν, η οποία για δεκαετίες ήταν η εκτελεστής της λογοτεχνικής κληρονομιάς της Πλαθ, παρότι την θεωρούσε μια «κακιά εγωίστρια σκύλα» (όπως το είχε θέσει η ίδια η Πλαθ σε μια επιστολή του 1961) και παρείχε πρόσβαση στο αρχείο της ποιήτριας και άδεια παράθεσης αποσπασμάτων από το έργο της μόνο υπό τον όρο ότι ο/η βιογράφος θα ήταν πρόθυμος/η να πει την ιστορία που η οικογένεια Χιουζ ήθελε να ειπωθεί.
Η αίσθηση της φίλης ότι η Van Duyne έπρεπε να τα κάνει «όλα σωστά» μπορεί επίσης να αναφερόταν στην εύφλεκτη φύση του κεντρικού ισχυρισμού της: ότι ο Τεντ Χιουζ ασκούσε σωματική και συναισθηματική βία στην Πλαθ κατά τη διάρκεια του εξαετούς γάμου τους. Η Van Duyne ισχυρίζεται επίσης ότι, αφού ο Χιουζ την εγκατέλειψε το καλοκαίρι του 1962 για μια γυναίκα ονόματι Άσια Γουέβιλ, η Πλαθ προσπάθησε σθεναρά να απελευθερωθεί από τον κακοποιητικό γάμο τους, ζητώντας επίμονα διαζύγιο και προσπαθώντας να ξαναχτίσει τη ζωή της χωρίς αυτόν, παρότι δυσκολεύτηκε να ανακάμψει εν μέρει επειδή ξαφνικά βρέθηκε στη θέση μιας single μητέρας.
Σύμφωνα με την εκδοχή τους –που έχει επικρατήσει στη μαζική αντίληψη– η Πλαθ ήταν μια ασταθής ιδιοφυΐα της οποίας η τελευταία έκρηξη ποιητικής παραγωγικότητας, τα ποιήματα που συγκεντρώθηκαν στο Ariel (1965), την οδήγησαν στην τρέλα.
Η Πλαθ ανησυχούσε βαθιά για το πώς θα στήριζε τα δύο μικρά παιδιά της, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να διατηρήσει την επαγγελματική της ζωή ως συγγραφέας. Στο πορτρέτο της Van Duyne, οι μήνες πριν από την αυτοκτονία της Πλαθ το 1963 χαρακτηρίζονται από την επιστροφή της μακράς μάχης της με την ψυχική ασθένεια, αλλά υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι η Πλαθ είχε καθαρή αντίληψη για τις μνημειώδεις προκλήσεις που την περίμεναν ως μόνη, εργαζόμενη μητέρα. «Πώς θα μπορέσω ποτέ να ελευθερωθώ;» έγραφε τον Οκτώβριο του 1962. «Το γράψιμο είναι η μόνη μου ελπίδα, αλλά το εισόδημα απ’ αυτό είναι τόσο μικρό. Και με αυτές τις κολοσσιαίες έγνοιες και ευθύνες και κανέναν, κανέναν φίλο ή συγγενή, να με συμβουλεύσει ή να με βοηθήσει, πρέπει να αναπτύξω ένα εργασιακό ήθος».
Αυτή η εκδοχή της Πλαθ έρχεται σε σύγκρουση με τη μυθολογία που την περιβάλλει, την οποία το βιβλίο της Van Duyne προσπαθεί να δείξει ότι αποτελεί μια κατασκευή του Χιουζ και μιας ομάδας ισχυρών ανδρών κριτικών και ποιητών μετά το θάνατό της. Σύμφωνα με την εκδοχή τους –που έχει επικρατήσει στη μαζική αντίληψη– η Πλαθ ήταν μια ασταθής ιδιοφυΐα της οποίας η τελευταία έκρηξη ποιητικής παραγωγικότητας, τα ποιήματα που συγκεντρώθηκαν στο Ariel (1965), την οδήγησαν στην τρέλα. Η αυτοκτονία της, σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, ήταν προδιαγεγραμμένη, σχεδόν αναπόφευκτη, και η αιτία ήταν η ποίηση. Ένας από τους αρχιτέκτονες αυτού του μύθου, ο κριτικός λογοτεχνίας Αλ Άλβαρεζ, περιέγραψε την ποίηση στο Ariel ως «μια δολοφονική τέχνη» και ένας άλλος, ο Τζορτζ Στάινερ, έγραψε ότι η Πλαθ «δεν μπορούσε να επιστρέψει από αυτά (τα ποιήματα)». Με βάση αυτή την αφήγηση, ο Χιουζ απαλλάσσεται από κάθε αδίκημα.
Το 2017 ήρθαν ξανά στην επιφάνεια 14 επιστολές που είχε γράψει η ποιήτρια. Οι επιστολές έχουν σημασία για διάφορους λόγους. Για τους μελετητές της Πλαθ, ένας λόγος είναι ότι καλύπτουν μια περίοδο, από το 1960 έως το 1963, για την οποία υπάρχει συγκριτικά ελάχιστο αρχειακό υλικό. Η Πλαθ ήταν πολύ παραγωγική κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της – μόνο τα ημερολόγια και οι επιστολές της αριθμούν χιλιάδες σελίδες. Όμως ο Τεντ Χιουζ έκαψε ένα από τα τελευταία ημερολόγιά της και ισχυρίστηκε ότι έχασε ένα άλλο. Οι επιστολές υποδηλώνουν μερικά από όσα μπορεί να περιείχαν αυτά τα τελευταία ημερολόγια. Είναι μια συνταρακτική καταγραφή της ελπίδας που είχε η Πλαθ για τη νεαρή οικογένειά της και για την καριέρα της, και ξεκινώντας από τον Ιούλιο του 1962, μια εξοντωτική περιγραφή της διάλυσης του γάμου της και της εντεινόμενης ψυχικής της ασθένειας. Έχουν σημασία, επίσης, επειδή προβάλλουν ευθέως τη σωματική κακοποίηση που υπέστη από τον Χιουζ: «Ο Τεντ με έδειρε μερικές μέρες πριν αποβάλλω», έγραφε η Πλαθ σε μια επιστολή με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1962.
Το πρώτο ένστικτο της Van Duyne ήταν να περιοριστεί στα γραπτά, αλλά μετά από περαιτέρω σκέψη, όπως γράφει, τα στοιχεία για τις ανακαλύψεις της σχετικά με την Πλαθ υπερβαίνουν το κείμενο, είναι ενσαρκωμένα, αισθητά. «Δεν θα μπορούσα να είχα γράψει (αυτό το βιβλίο) χωρίς την ενσώματη εμπειρία της αγάπης για τη Σύλβια Πλαθ – χωρίς να διασχίσω νεκροταφεία, να μπαινοβγαίνω στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, να στέκομαι μόνη μου μια σκοτεινή νύχτα του Μαρτίου έξω από το σπίτι του Λονδίνου όπου αυτοκτόνησε, να προσπαθώ να φύγω και να νιώθω, κάθε φορά που γύριζα να φύγω, ότι κάτι με καλούσε πίσω». Οι βιωμένες εμπειρίες της Van Duyne δημιουργούν μια ταύτιση με την Πλαθ αλλά και με αυτό που αποκαλεί ως «την κοινωνία των γυναικών που γνωρίζουν τι πέρασε (η Πλαθ)».
Γυναίκες, ίσως, όπως η Άσια Γουέβιλ, η ερωμένη του Χιουζ, η οποία το 1969, έξι χρόνια μετά την αυτοκτονία της Πλαθ στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο, πέθανε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: αυτοκτόνησε με αέριο στο σπίτι της στο Λονδίνο. Σκότωσε επίσης το παιδί που είχε αποκτήσει με τον Χιουζ, την 4χρονη Σούρα. Όπως σημειώνει η Van Duyne, η ένταξη της ιστορίας της Γουέβιλ στο βιβλίο της κάνει την εμπειρία της Plath να φαίνεται λιγότερο «αφύσικη» και περισσότερο σαν μέρος ένα «ευρύτερου μοτίβου».
Με στοιχεία από The Nation