Γεννήθηκα το 1945 σ’ ένα σπίτι της οδού Ψαρών στην περιοχή του Αγίου Παύλου. Εκεί έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Σκληρά μεταπολεμικά έτη και μ’ έναν ακατανόητο Εμφύλιο σε εξέλιξη. Ακόμα και τότε, όπως και σήμερα, ήταν μια επικίνδυνη περιοχή. Θυμάμαι, κοριτσάκι, να βγάζω σφαίρες απ’ το κρεβάτι της μητέρας μου, απομεινάρια του ανταρτοπόλεμου στην Αθήνα. Πολλές αναμνήσεις από την εποχή που ήμουν νέα διατηρούνται ακόμη στη μνήμη μου, όπως η καθημερινότητα στην πόλη, οι άνθρωποι αλλά και οι ανέμελες στιγμές που είχα με την οικογένειά μου.
Έπειτα μετακομίσαμε στην Ακαδημίας, στο ύψος της Βουκουρεστίου. Το γεγονός ότι αγάπησα την Αθήνα το οφείλω σε ένα πρόσωπο που με σημάδεψε και με καθόρισε αναμφίβολα, τη γιαγιά μου. Τα παραμύθια που μου εξιστορούσε ήταν ιστορίες της Αθήνας της εποχής της. Ως απόφοιτη του Αρσακείου, ήταν μια γυναίκα που με έμαθε να αγαπώ το διάβασμα και τα βιβλία, να είμαι Ελληνίδα και να λατρεύω την Αθήνα. Πάντοτε μου έλεγε: «Να μην το ξεχνάς, εσύ είσαι βέρα Αθηναία».
• Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός και η μητέρα μου μια θαυμάσια οικοδέσποινα. Νομίζω ότι ήμασταν μια δεμένη και ήρεμη οικογένεια. Έλαβα πολλή αγάπη από τους δικούς μου κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Ο παππούς μου ήταν τοπογράφος, ο θείος μου εξαιρετικός αρχιτέκτονας κι έτσι το μικρόβιο του σχεδίου υπήρχε από νωρίς στο σπίτι μας. Όπως ήταν λογικό, επηρεάστηκα από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα, αφού η τέχνη που συνδύαζε τις εικόνες με το σχέδιο, τη ζωγραφική με τα μαθηματικά, ήταν διαρκώς παρούσα. Ήμουν ένα ιδιαίτερο και μοναχικό παιδί. Για παράδειγμα, μου άρεσε να περνώ πολλές ώρες με τις χάρτινες κούκλες που είχαν τότε τα περιοδικά.
«Έγινε μεγάλη συζήτηση για τον Μεγάλο Περίπατο. Για μένα αυτή η ιδέα έπρεπε να ευδοκιμήσει κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας. Όταν το πρότεινα σε έναν υπεύθυνο και του εξήγησα ότι ταυτόχρονα πρόκειται και για μια οικονομική λύση, η απάντηση που πήρα ήταν η εξής: "Μα αυτό είναι το πρόβλημα, ότι δεν έχει μίζες"».
• Μια περίοδο αποφάσισα να μείνουμε στα προάστια για να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, αλλά αισθανόμουν απομονωμένη. Η ενέργεια του κέντρου μού έλειπε πολύ. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε το Παγκράτι ή τα Εξάρχεια όπου μέναμε για μια περίοδο. Έπαιζα στη διασταύρωση των οδών Στουρνάρα και Μπόταση, αργότερα, όταν ήμουν φοιτήτρια, έπινα τον καφέ μου στο Floral, ενώ τα καλοκαίρια περνούσα τα βράδια μου στο Vox. Φυσικά, ως ενήλικη, παρακολουθούσα τις θεατρικές παραστάσεις της Αννίτας Δεκαβάλλα στο θεατράκι της οδού Θεμιστοκλέους, έργο του πατέρα του γνωστού αρχιτέκτονα και δασκάλου μου Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα.
Ήταν ωραία χρόνια, προτού η πλατεία φορτιστεί αρνητικά από τα πολλαπλά επεισόδια αναρχικών ομάδων που άλλαξαν το χρώμα της παραδοσιακής μεσοαστικής γειτονιάς. Ένα διαχρονικό τοπόσημο της Αθήνας που εξακολουθεί να με γοητεύει είναι η μπλε πολυκατοικία, έργο του Κυριακούλη (Κούλη) Παναγιωτάκου. Αποτελεί σταθμό στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, χαρακτηριστικό παράδειγμα του μοντέρνου κινήματος, που επιβάλλεται με τον δυναμισμό της φόρμας, τις εναλλαγές των πλήρων και των κενών αλλά και το έντονο μπλε χρώμα.
• Το 1970 αποφοίτησα από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Από το 1975 και μέχρι το 2009 υπηρέτησα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ στον Τομέα Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων και από το 1998 στο μεταπτυχιακό τμήμα του ΕΜΠ «Προστασία μνημείων - Συντήρηση και αποκατάσταση ιστορικών μνημείων και συνόλων». Το αρχιτεκτονικό μου έργο περιλαμβάνει κυρίως κατοικίες και διαμορφώσεις εκθεσιακών χώρων και μελέτες αποκατάστασης μνημειακών συνόλων και μεμονωμένων κτιρίων.
Για μένα, η αρχιτεκτονική μετατράπηκε σε τρόπο ζωής. Με έπλασε ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα, με μόρφωσε και θεωρώ ότι αποτελεί μια ασύγκριτη εκπαιδευτική μέθοδο, ένα σύνολο ερεθισμάτων για σκέψεις και προβληματισμούς. Προσωπικά, μου έμαθε τη σύνθεση της σκέψης και τη σημασία του μορφολογικού σχήματος. Και χαίρομαι γιατί μετά τις σπουδές μου έγινε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μου. Ακόμα και σήμερα είναι η ζωή μου, τα πάντα. Έχω άπειρα μολύβια δίπλα μου και επιδιώκω να σχεδιάζω παντού.
• Η αρχιτεκτονική είναι μια κατεξοχήν κοινωνική τέχνη. Τη βιώνουμε καθημερινά γύρω μας στα κτίρια όπου κατοικούμε, στους δρόμους και στα πεζοδρόμια όπου περπατάμε, στις πλατείες και τις γειτονιές. Πάντοτε αναρωτιόμουν γιατί δεν κηρύσσουμε και κάποιες πλατείες, μερικά σημεία ιστορικής μνήμης της πόλης ή άλλα τοπόσημα διατηρητέα, όπως κάνουμε με τα κτίρια. Η πόλη είναι τα κτίρια, οι δρόμοι και οι υπαίθριοι χώροι. Η πόλη είναι οι άνθρωποι. Ο συνδυασμός τους δίνει στην πόλη τον χαρακτήρα της, την αισθητική της, σκιαγραφεί την καθημερινή ζωή.
Με θλίβει το ότι στις μέρες μας ο κάτοικος απαξιώνει την πόλη και της γυρίζει επιδεικτικά τις πλάτες του. Παραμένει σε κατάσταση αδράνειας, αδιαφορεί για τις φθορές, τα σκουπίδια, την ατμοσφαιρική μόλυνση, την ηχορρύπανση ή για όσα έχουν να κάνουν με το θέμα της αισθητικής. Το κυριότερο είναι ότι αδιαφορεί ακόμα και για τους γύρω του. Δεν αγαπάμε την πόλη μας και είναι κρίμα.
• Από την εποχή της αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ κρατώ τη σχέση μαθητή - δασκάλου επειδή θεωρώ πως είναι ό,τι πιο όμορφο κατέκτησα στα 35 χρόνια της διδασκαλίας μου. Πήρα πάρα πολλά από τους μαθητές μου αλλά και από τους δασκάλους μου. Μια περίοδο παρακολούθησα μαθήματα Ψυχολογίας εφήβων προκειμένου να μπορώ να ανταποκρίνομαι στα καθήκοντά μου. Επίσης, δεν λησμονώ ότι μας μάθαιναν πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, δηλαδή να εκφράζει τον σκοπό του, το υλικό κατασκευής του, να έχει ειλικρίνεια και κλίμακα, να ακολουθεί τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος και να σέβεται το τοπίο, να συνεχίζει την παράδοση, να είναι καλαίσθητη και να έχει καλές αναλογίες.
Σήμερα, στο κέντρο της πόλης η εικόνα είναι διαφορετική. Αρκετά από τα εναπομείναντα παλαιά κτίρια αφήνονται να ερημώνουν και κάποια από τα νεότερα αρχίζουν ήδη να παρακμάζουν άσχημα. Την ίδια στιγμή, οι νεότερες επεμβάσεις στον δομημένο αλλά και στον ακάλυπτο χώρο αμφισβητούνται τόσο από τους «ειδικούς» όσο και από τους καθημερινούς κατοίκους της πόλης. Και μιλώ για κατοίκους της πόλης και όχι για πολίτες, με απόλυτη επίγνωση της διαφοράς των ιδιοτήτων. Αισθάνομαι πολύ περήφανη που με την ιδιότητα του μέλους του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων έδωσα αγώνες για να σωθούν κτίρια στην Αθήνα.
• Είναι αλήθεια ότι η αρχιτεκτονική υπήρξε για σειρά ετών μια ανδροκρατούμενη τέχνη, καθώς ουσιαστικά ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την οικοδομική. Δεν ήμουν μια αρχιτέκτονας που είχε κάποια πρότυπα. Προφανώς, θαύμαζα σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Σταμάτης Κλεάνθης, ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 19ου αιώνα και δημιουργός αρκετών χαρακτηριστικών κτιρίων της Αθήνας. Αλλά πολλές φορές το ερώτημα που με απασχολεί είναι το ακόλουθο: πόσοι σήμερα είναι Le Corbusier ή Tadao Anto; Και αμέσως συνειδητοποιώ ότι δεν χρειαζόμαστε μόνο ιδιοφυΐες, έχουμε ανάγκη από σωστούς και ικανούς επαγγελματίες. Η αρχιτεκτονική εκπαίδευση απαιτεί και γενική παιδεία και εξειδικευμένη κατάρτιση.
• Αγαπώ πολύ την Αθήνα και τις γειτονιές της, ακόμη και τα στραβά της. Και όταν λέω Αθήνα εννοώ τις συνοικίες που συγκροτούν τον δήμο Αθηναίων, όχι τα επαρχιωτάκια των βορείων προαστίων που δεν γνωρίζουν ούτε πού είναι το Κολωνάκι. Μου αρέσει που σε έναν βαθμό διατηρεί ένα επίπεδο ανθρωπιάς, κι ας μειώνεται σταδιακά μέρα με τη μέρα. Δεν υπάρχει σε τόσο έντονο βαθμό στην Αθήνα το απρόσωπο που συναντάς στο Παρίσι ή το Λονδίνο. Μου αρέσει να περπατώ στην Πλάκα, στο ευρύτερο ιστορικό κέντρο, στην περιοχή της Αγίας Ειρήνης, αλλά και να περνώ μπροστά από την ιστορική Τριλογία της Πανεπιστημίου ή να παρατηρώ κάποια όμορφα νεοκλασικά κτίρια. Μην ξεχνάτε ότι αφιέρωσα πολλές ώρες στην ιστορία της ως υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη.
• Από την άλλη πλευρά, με ενοχλεί να βλέπω κατεβασμένα ρολά σε δρόμους-βιτρίνες της πόλης ή όταν κυριαρχεί σε διάφορα σημεία μια αδιανόητη παρακμή. Ο εξευγενισμός και η τουριστικοποίηση είναι η αιτία που βλέπουμε μια προχειρότητα στις νέες κατασκευές που προορίζονται για Airbnb. Χάνεται η ταυτότητα της γειτονιάς. Πας στου Ψυρρή και ξεχνάς όσα γνώριζες. Πάντως, με εκνευρίζει που όταν μιλάμε για την Αθήνα μόνο αναφερόμαστε μόνο στα προβλήματά της και με θυμώνει η αντίληψη ότι για όλα φταίει το κράτος. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, μια χούφτα φοιτητών είχαν σπεύσει, ορθά, να μαζέψουν τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί μετά από μια κατάληψη. Στη συνέχεια, κάποιοι συμφοιτητές τους τούς επέπληξαν, αντέδρασαν έντονα λέγοντάς τους το αμίμητο, ότι η ενέργειά τους πάει κόντρα στη δουλειά και στον μισθό της καθαρίστριας. Κάπου έλεος με τις ιδεοληψίες.
• Άκρως ενοχλητική είναι και η γραφορύπανση. Δεν είναι δυνατό να βρίσκεσαι σε οποιονδήποτε δρόμο ή στενό της πόλης, σε οποιοδήποτε μαγαζί ή χώρο και να βλέπεις όλη αυτή την αντιαισθητική γραφή. Επίσης, είναι άκρως αντιαισθητική όλη η χυδαιότητα που επικρατεί, η αδιαφορία και η κακογουστιά, η οποία είναι η τελική αποτύπωση της έλλειψης κανόνων και ορίων. Είναι γεγονός ότι όλα άλλαξαν εξαιτίας της μεταπολεμικής συσσώρευσης του πληθυσμού στην πρωτεύουσα και των στεγαστικών αναγκών που προέκυψαν επειδή οι όροι δόμησης μεταβλήθηκαν και λόγω της αστυφιλίας δόθηκε άδεια για οικοδομή σε άτομα τα οποία όχι μόνο δεν διέθεταν αρχιτεκτονική παιδεία αλλά ούτε καν τη στοιχειώδη εμπειρία.
«Για μένα, η αρχιτεκτονική μετατράπηκε σε τρόπο ζωής. Με έπλασε ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα, με μόρφωσε και θεωρώ ότι αποτελεί μια ασύγκριτη εκπαιδευτική μέθοδο, ένα σύνολο ερεθισμάτων για σκέψεις και προβληματισμούς».
• Έγινε μεγάλη συζήτηση για τον Μεγάλο Περίπατο στην οδό Πανεπιστημίου. Για μένα αυτή η ιδέα έπρεπε να ευδοκιμήσει κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας, η οποία συγκροτεί τον βασικό πολιτιστικό άξονα της Αθήνας. Είναι η λεωφόρος των μουσείων, αφού εκεί θα βρούμε το Μουσείο Μπενάκη, το Κυκλαδικής Τέχνης, το Βυζαντινό Μουσείο, την Εθνική Πινακοθήκη, το μικρό μουσείο της ΕΣΑ στο πάρκο Ελευθερίας, ακόμα και το Λύκειο του Αριστοτέλη ή το ανακαινισμένο Ωδείο.
Όταν το πρότεινα σε έναν υπεύθυνο και του εξήγησα ότι ταυτόχρονα πρόκειται και για μια οικονομική λύση, η απάντηση που πήρα ήταν η εξής: «Μα αυτό είναι το πρόβλημα, ότι δεν έχει μίζες». Είναι ξεκάθαρο ότι σε καμία άλλη πόλη της Ευρώπης δεν έχουν σημειωθεί τόσες αλλαγές από αδιαφορία και μόνο. Έχουμε γενικότερο πρόβλημα κουλτούρας και πολιτισμού στην καθημερινότητά μας. Το εκπαιδευτικό επίπεδο είναι πολύ χαμηλό κι αυτό αποτυπώνεται και στους δημόσιους χώρους.
• Θέλω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό που είναι άκρως ενδεικτικό. Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε ένα περίπτερο που πουλάει παλιές εκδόσεις και πάντοτε στις διαδρομές μου μου αρέσει να αγοράζω σπάνια βιβλία. Καθώς κοιτούσα κάποιους τόμους και ανάτυπα, η ιδιοκτήτρια του περιπτέρου με ενημέρωσε ότι τα βιβλία που περιεργαζόμουν ανήκαν στη βιβλιοθήκη της πρώην υπουργού Μαριέττας Γιαννάκου. Αντιλαμβάνεστε ότι κανείς από τους κληρονόμους της δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να τα κρατήσει στο σπίτι του, απλώς τα πέταξαν στον δρόμο, και το είδα με τα μάτια μου, αφού κάποια από αυτά είχαν και αφιερώσεις. Αυτό είναι το πολιτισμικό μας επίπεδο – λίγη ντροπή. Θα μπορούσαν να τα είχαν χαρίσει σε μια δημόσια βιβλιοθήκη.
• Δυστυχώς, η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Με θλίβει η σημερινή εικόνα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά, αν δεν ξεκινήσεις από τα κάτω, πώς θα φτιάξεις τα πάνω; Από τη βάση πρέπει να ξεκινήσουμε. Υπήρχαν φοιτητές που λάμβαναν υποτροφίες από ιδρύματα και δεν γνώριζαν τίποτα για τους ανθρώπους που ήταν η κεφαλή τους. Επομένως, όλες οι στρεβλώσεις ξεκινούν από το σχολείο. Πώς να διαμορφώσεις πολίτες όταν οι μέθοδοι διδασκαλίας είναι ξεπερασμένες, κυριαρχεί η μονοκρατορία του ενός βιβλίου και δεν προάγεται η κριτική σκέψη;
Συμπαθέστατος ο νέος υπουργός Παιδείας, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι είναι τεχνοκράτης. Μια λατρεία της τεχνολογίας, λες και η πραγματική γνώση βρίσκεται στο διαδίκτυο ή στη μηχανή αναζήτησης της Google. Την αμορφωσιά τη συναντάμε και στους κοινοβουλευτικούς μας εκπροσώπους. Άλλωστε, η πολιτική σήμερα έχει πάψει να είναι κωμωδία, το βλέπουμε και στην αριστερά, έχει εξελιχθεί σε δράμα που δεν κόβει εισιτήρια. Περηφανευόμαστε συνεχώς ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά τελικά συνειδητοποιούμε ότι δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι.
• Δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη «Θεός». Αλλά είναι γεγονός ότι κόσμος έχει απομακρυνθεί απ’ την Εκκλησία και γι’ αυτό φέρουν τεράστια ευθύνη οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της. Ο πατέρας μου συνειδητά δεν με έστειλε στο κατηχητικό, μου έλεγε ότι αυτός είναι λόγος για να πάψεις να πιστεύεις. Όπως λέει και ο πρωτοπρεσβύτερος αλλά και ψυχίατρος Βασίλειος Θερμός, το πρόβλημα είναι ότι γίναμε «χριστιανοί χωρίς να το διαλέξουμε». Τρέφω βαθιά πίστη στον Θεό και θέλω να απολαμβάνω τη θρησκευτική μου ελευθερία, αλλά όχι με τον τρόπο που την κηρύττουν ακραίες περιπτώσεις γνωστών ιερωμένων στη χώρα μας. Για μένα, η θρησκεία είναι μια παρηγορία, μια κατά κάποιο τρόπο αναγκαία συνθήκη της επιμέλειας εαυτού. Με έμαθε ουσιαστικά να αποδέχομαι αυτά που έρχονται.
• Βρίσκομαι στην τρίτη και τελευταία φάση της ζωής μου, τη φάση του στοχασμού. Δεν με τρομάζει το γήρας. Άλλωστε, τα φυσικά γηρατειά μπορεί να είναι αδυναμία, όπως εξηγούσε ο Χέγκελ, αλλά τα πνευματικά γηρατειά είναι η τέλεια ωριμότητά τους. Όπως θα έλεγε και ο Νομπέρτο Μπόμπιο: «Ο κόσμος του μέλλοντος είναι ανοιχτός στη φαντασία και δεν σου ανήκει πια. Ανήκω στον κόσμο του παρελθόντος, εκείνον που μέσα από τη θύμηση με βοηθάει να καταφεύγω στον εαυτό μου. Άντε ν’ αγγίζω τον κόσμο του παρόντος».
Τις πιο σταθερές ικανοποιήσεις της ζωής μου δεν τις άντλησα από τους καρπούς της εργασίας και της σκέψης μου, παρόλο που δεν μου έλειψαν κάποιες δημόσιες διακρίσεις. Όλα αυτά μού ήταν ευχάριστα, αλλά δεν τα επιδίωξα και δεν διαρκούσαν πολύ. Σχεδίασα άφθονα σκίτσα που τα έσκισα αργότερα γιατί δεν με ικανοποιούσαν. Προσπάθησα τουλάχιστον να μη χάνω το χρόνο μου. Όλες τις όμορφες στιγμές τις άντλησα από τις σχέσεις μου με τους δασκάλους που με μόρφωσαν, από τους μαθητές μου που με μύησαν στο νέο και από τα πρόσωπα που με αγάπησαν και αγάπησα στην οικογένειά μου, από αυτούς που με στήριξαν και με στηρίζουν ακόμη.
• Δεν με φοβίζει το βιολογικό τέλος διότι έχω μάθει να το αποδέχομαι. Ποιος μπορεί να κάνει το αντίθετο; Όπως υποστήριζε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, «αφού δεν μας ενδιαφέρει από πού ήρθαμε, γιατί να μας νοιάζει πού θα πάμε;». Το μόνο που επιθυμώ είναι να είναι υγιής η οικογένειά μου. Με τον σύζυγό μου είμαστε μαζί περισσότερο από εξήντα χρόνια. Δεν ξέρω αν υπάρχει συνταγή μακροημέρευσης, αλλά σίγουρα παίζει ρόλο στην αρμονική συνύπαρξη το να υποχωρείς. Όλοι στην αρχή είμαστε τέλειοι, αργότερα η εικόνα σου ξεθωριάζει, αλλά έχεις εκπαιδευτεί να συμφιλιώνεσαι με αυτή την πραγματικότητα. Η αγάπη είναι το σημαντικότερο συναίσθημα, πολύ περισσότερο από τον έρωτα. Στην αγάπη και τη στοργή δεν περιμένεις ανταπόκριση, γι’ αυτό δεν έχει τέλος. Αντίθετα, ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης.
• Η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου ήταν όταν μια περίοδο καταστραφήκαμε οικονομικά με τον σύζυγό μου. Τα χάσαμε όλα. Έκτοτε, συνειδητοποίησα πλήρως πώς είναι να ξεκινάς από την αρχή. Με μικρά βήματα μαθαίνεις να ξαναχτίζεις. Πάντως, αυτό που έμαθα συμπυκνώνεται σε μια φράση: «ε, και;». Ας το σκεφτούμε καλά όλοι μας προκειμένου να θυμόμαστε ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να σου τύχει να απαντήσεις και συ στο ερώτημα «γιατί όχι σ’ εμένα;».
Σήμερα μου αρέσουν οι μικρές καθημερινές στιγμές ευτυχίας. Διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα και βλέπω παρόμοιου περιεχομένου σειρές στις δημοφιλείς πλατφόρμες. Φροντίζω τα λουλούδια μου και η ζωή με έχει διδάξει ότι όλα ξεπερνιούνται, αρκεί να μην τα παρατάς στις δυσκολίες και στα εμπόδια. Είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος άνθρωπος. Μια συμβουλή που θα έδινα; Να είστε πάντα ο εαυτός σας και ό,τι κάνετε να είναι αποτέλεσμα των δικών σας αποφάσεων. Άλλωστε, το καθετί που κάνουμε είναι στην πραγματικότητα μια ελεύθερη επιλογή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.