ΤΙ ΩΡΑΙΑ! ΜΕΤΑ ΤΗ «ΘΕΡΑΠΕΙΑ», οι εκδόσεις Κυψέλη επανεκδίδουν ένα ακόμα μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Λοτζ, τo «Ανήκουστος βλάβη», σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη. Έτσι είχε αποδώσει η τελευταία τον παιγνιώδη τίτλο “Deaf sentence”, όταν το βιβλίο πρωτοδημοσιεύτηκε στα ελληνικά το 2009 από τα Bell. Η επιλογή των ομόηχων στ’ αγγλικά λέξεων κουφός και θάνατος, στον πρωτότυπο τίτλο, έδινε ευθύς εξαρχής μια ιδέα και για το περιεχόμενο του μυθιστορήματος. Πράγματι, στις σελίδες του απλώνονται οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι περιπέτειες ενός μεσήλικα καταδικασμένου να βαδίζει ολοταχώς προς την κωφότητα, δοσμένες όμως με τη μοναδική ικανότητα του βρετανού συγγραφέα να διαχειρίζεται ανάλαφρα το τραγικό, επιστρατεύοντας τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ.
Πρωταγωνιστής στο «Ανήκουστος βλάβη» είναι ο «ψηλός, διοπτροφόρος, γκριζομάλλης» άντρας που παίρνει σάρκα και οστά από την πρώτη κιόλας σελίδα, δίνοντας την εικόνα κάποιου που…τρίβεται στο μπούστο μιας νεαράς ξανθιάς στη γωνιά μιας κατάμεστης γκαλερί, ενώ στην πραγματικότητα πασχίζει ν΄αντιληφθεί, μες την οχλοβοή, το νόημα όσων ξεστομίζει η κοπέλα. Το μυθιστορηματικό alter ego του Λοτζ εδώ, είναι ο καθηγητής γλωσσολογίας Ντέσμοντ Μπέιτς, ο οποίος, όπως ακριβώς κι ο πνευματικός του δημιουργός, πάσχει από την πιο συνηθισμένη μορφή επίκτητης βαρηκοΐας.
Εκεί που ο αναγνώστης απολαμβάνει μια κωμωδία παρεξηγήσεων, πυροδοτημένη από την πάθηση του πρωταγωνιστή αλλά και από το ασφυκτικό κόρτε που υφίσταται από τη φοιτήτριά του, το κέντρο βάρος της αφήγησης μετατοπίζεται σιγά σιγά, κι από την «πρόγευση θανάτου» περνά στον θάνατο τον ίδιο.
Η αναπηρία του Ντέσμοντ είναι κάτι που όχι μόνο του στερεί τη χαρά των κοινωνικών επαφών αλλά και που τον έχει οδηγήσει σε πρόωρη συνταξιοδότηση από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα. Χήρος, παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με μια διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων η οποία έχει αρχίσει ν’ ανθίζει επαγγελματικά στα πενήντα, μόνος σ’ ένα άδειο σπίτι, καθώς τα παιδιά και των δυο έχουν κάνει τις δικές τους οικογένειες, μακριά απ’ τους φοιτητές του, που πάντα λειτουργούσαν αναζωογονητικά για τον ίδιο και χωρίς άλλη απασχόληση πέρα από το να συμπληρώνει κάθε τόσο το ημερολόγιό του, ο κύριος καθηγητής παλεύει με την πλήξη του και με τις μειωμένες σεξουαλικές ορέξεις του, πεπεισμένος πως η κωφότητα, μολονότι κωμική, όπως πιστεύει, σε σχέση με την τυφλότητα, δεν παύει να είναι μια πρόγευση θανάτου…
«Η κώφωση είναι ένα είδος προ-νέκρωσης, μια παρατεταμένη εισαγωγή στη μακρά σιγή στην οποία όλοι μας κάποτε θα βυθιστούμε» σκέφτεται, αναζητώντας εις μάτην παρηγοριά σε περιπτώσεις ιδιοφυών δημιουργών όπως ο Μπετόβεν ή ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν. Μέχρι που η Άλεξ, η ξανθιά ύπαρξη της γκαλερί, μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια εξ Αμερικής με ομιχλώδες βιογραφικό, εισβάλει στη ζωή του, ζητώντας του πιεστικά ν’ αναλάβει κατ΄εξαίρεση την επίβλεψη του διδακτορικού της περί αυτοκτονικών σημειωμάτων. Ο Ντέσμοντ Μπέιτς ούτε υποκύπτει στις εκκλήσεις της, ούτε όμως και τις απορρίπτει. Κι εκεί που ο αναγνώστης απολαμβάνει μια κωμωδία παρεξηγήσεων, πυροδοτημένη από την πάθηση του πρωταγωνιστή αλλά και από το ασφυκτικό κόρτε που υφίσταται από τη φοιτήτριά του, το κέντρο βάρος της αφήγησης μετατοπίζεται σιγά σιγά, κι από την «πρόγευση θανάτου» περνά στον θάνατο τον ίδιο.
Οι πιο συγκινητικές αλλά κι οι πιο ξεκαρδιστικές σελίδες του μυθιστορήματος του Λοτζ αφορούν τη σχέση του συνταξιούχου καθηγητή με τον γέρο πατέρα του, έναν παλιό μουσικό της τζαζ, αυτοεξυπηρετούμενο μεν αλλά με προϊούσα άνοια και βασανιστική συχνοουρία, ο οποίος αρνείται να εγκαταλείψει το σπιτικό του, που έχει καταντήσει τρώγλη σχεδόν, για έναν αξιοπρεπή οίκο ευγηρίας. Είναι ένας ογδονταπεντάρης που συμπεριφέρεται σαν παιδί, κάποιος που λαχταράει την ανθρώπινη επαφή αρκεί να προέρχεται από πρόσωπο οικείο, και η έγνοια που τρέφει ο Ντέιβιντ γι’ αυτόν έχει, αναπόφευκτα, και μια πλευρά αγγαρείας.
Πώς μπορούν να είναι γόνιμες οι μέρες της αναγκαστικής αποστρατείας; Πώς διατηρείται ζωντανός ο έρωτας ανάμεσα σε μεσήλικες; Πώς γαληνεύεται ο φόβος του θανάτου; Υπάρχει περίπτωση να γλυτώσει κανείς τους εξευτελισμούς που συνοδεύουν τα γηρατειά, είτε αυτοί προέρχονται από την απώλεια της ακοής, είτε από την απώλεια του σφρίγους και του νου; Πόσο εφικτό είναι ένα ευτυχισμένο τέλος; Κι η λύση της ευθανασίας πότε μπορεί να είναι ηθικά αποδεκτή;
Τέτοια θέματα σπανίως τα διαπραγματεύονται «κωμικοί» συγγραφείς, αλλά από τα μυθιστορήματα του Ντέιβιντ Λοτζ ουδέποτε απουσίαζαν οι στενόχωροι καμβάδες. Προς το τέλος του «Ανήκουστος βλάβη», μάλιστα, με πρόσχημα τη συμμετοχή του ήρωα σ’ ένα συνέδριο στην Πολωνία, ο βρετανός συγγραφέας ως και ξενάγηση στο Άουσβιτς μας επιφυλάσσει. Και καταφέρνει να μεταδώσει τόσο τις επιφυλάξεις του για τη μετατροπή του στρατοπέδου σε τουριστική ατραξιόν, όσο και την ανείπωτη οδύνη που προκαλούν τα εναπομείναντα ερείπια από αυτό το «τοπίο θανάτου», έναν τόπο «ερημιάς και ορφάνιας», που σε οδηγεί να δεις αλλιώς τη ζωή που σου απομένει.