ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ είχε προγραμματίσει να πάει να δει τη μητέρα του, που έμενε σε συγκρότημα «κοινωνικών κατοικιών» στα προάστια της Ρενς, στη βορειοανατολική Γαλλία. Όταν βγήκε από τον σταθμό του τρένου, της τηλεφώνησε αλλά η μητέρα του δεν απαντούσε. Έφτασε έξω από το διαμέρισμά της, χτύπησε το κουδούνι και από μέσα ακούστηκε η φωνή της: «Έρχομαι, ένα λεπτό». Δεν του άνοιγε όμως. Τελικά κάλεσε την Πυροσβεστική. Όταν οι πυροσβέστες έσπασαν την πόρτα και μπήκε στο διαμέρισμα, η μητέρα του ήταν στο πάτωμα: «Ήταν γυμνή. Απέστρεψα το βλέμμα. Το θέαμα της γυμνής μητέρας, της ηλικιωμένης γυμνής μητέρας, ήταν από μόνο του πολύ ενοχλητικό. Το θέαμα της γυμνής μητέρας πεσμένης στο πάτωμα με το βλέμμα χαμένο, σαν να είχε παραισθήσεις, ήταν ανυπόφορο. Πήρα στα γρήγορα ένα ρούχο από το δωμάτιό της και το έδωσα σ’ έναν από τους πυροσβέστες, ο οποίος κάλυψε το σώμα της».
Ήταν η κρίσιμη στιγμή. Η μητέρα του δεν μπορούσε πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί. Η Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων ήταν μονόδρομος. Και μετά από συνεννόηση με τους τρεις αδελφούς του, η 87χρονη μητέρα του βρέθηκε σε δημόσιο γηροκομείο, σε μια κωμόπολη τριάντα χιλιόμετρα από τη Ρενς. Την επόμενη μέρα από την εισαγωγή της μητέρας του την πέρασε μαζί της στο δωμάτιο. Έβλεπαν φωτογραφίες από παλιές εκδρομές που οργάνωνε το εργατικό σωματείο της, προσπαθώντας να ανοίξει μικρά ρήγματα και να ανακαλύψει την ταλαιπωρημένη ζωή της. Η μητέρα του ήταν εγκαταλειμμένο παιδί, μεγάλωσε σε ίδρυμα και στα δεκατέσσερά της μπήκε υπηρέτρια σε σπίτια. Μετά έγινε καθαρίστρια κι ύστερα εργάτρια σε εργοστάσιο υαλουργίας. Παντρεύτηκε στα είκοσι, γέννησε τέσσερα αγόρια και έζησε πενήντα πέντε χρόνια με έναν άνδρα που δεν αγαπούσε.
Η αφήγηση του Εριμπόν κινείται από την εμπειρία και την αυτοβιογραφία, από το προσωπικό, το μύχιο και το ιδιωτικό, στον γενικό στοχασμό για τα γηρατειά και τη συνθήκη του γήρατος, συνομιλώντας με τις εμπειρίες αλλά και με τη στοχαστική παραγωγή άλλων συγγραφέων.
Επτά εβδομάδες μετά την εγκατάστασή της στο γηροκομείο, η μητέρα του πέθανε. Γνώριζε ότι «όποιος μπαίνει σε γηροκομείο, παρά την τελετουργική άρνηση και το παιχνίδι της αμοιβαίας προσποίησης, ξέρει, δεν μπορεί να μην ξέρει, ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος τόπος κατοικίας του». Γιατί ο θάνατος ήρθε όμως τόσο γρήγορα; Ο γιατρός τον είχε προειδοποιήσει, από την πρώτη κιόλας μέρα της εισαγωγής της, για το «σύνδρομο παραίτησης». Ενάμιση μήνα μετά την προειδοποίηση αυτή, η μητέρα του είχε πλέον παραιτηθεί. Δεν έτρωγε, δεν έπινε νερό, δεν μιλούσε. Επικοινωνούσε μόνο με τα μάτια. Τη μετέφεραν στη μονάδα παρηγορητικής φροντίδας και ο γιατρός τού ανακοίνωσε, με αμείλικτη βεβαιότητα, ότι η μητέρα του θα πεθάνει μέσα στις επόμενες οκτώ ημέρες. Στο δωμάτιό της είχε αφήσει ένα χαρτί «με λίγες κακογραμμένες αράδες όπου έλεγε πώς θέλει να γίνει η κηδεία της. Δεν άφησε διαθήκη, γιατί δεν υπήρχε τίποτα ν’ αφήσει. Δεν είχε καταθέσεις, ούτε περιουσία: ούτε χρήματα, ούτε κινητά, ούτε ακίνητα».
Μετά το πρώτο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, «Επιστροφή στη Ρενς», που είχε εκδοθεί το 2009, ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν (γεν. 1953) γράφει ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο γύρω από τον θάνατο της μητέρας του, «μιας γυναίκας του λαού». Στο πρώτο του βιβλίο, που κυκλοφορεί επίσης στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νήσος, ο Εριμπόν επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του, τη Ρενς, μετά τον θάνατο του πατέρα του, για να διερευνήσει τη δική του κοινωνική συνθήκη, που ορίζεται από την κοινωνική καταγωγή του −παιδί της εργατικής τάξης− αλλά και από την ομοφυλοφιλία του. Διερευνά εκεί την ιστορία της οικογένειάς του και του περιβάλλοντος της εργατικής τάξης, τη σεξουαλικότητά του και τους αποκλεισμούς και τη βία που αυτή συνεπάγεται, την κοινωνική ανέλιξή του μέσα από την εκπαίδευση, τις ταυτότητες, τις πολλαπλές μορφές της κυριαρχίας. Στο δεύτερο αυτοβιογραφικό βιβλίο του επιστρέφει και πάλι στη Ρενς για να οδηγήσει τη μητέρα του στο γηροκομείο, όπου αυτή πεθαίνει, να ανατρέξει στη ζωή της, να μιλήσει για τη «συστημική κακομεταχείριση» των ηλικιωμένων στις Μονάδες Φροντίδας, είτε αυτές είναι δημόσιες είτε ιδιωτικές, να διερευνήσει πώς βιώνουν οι γονείς της εργατικής τάξης την κοινωνική άνοδο των παιδιών τους, να μιλήσει για την απώλεια της ιδιότητας του γιου, ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας, και πώς αυτό δημιουργεί ρήξη στην προσωπική ταυτότητα, να εξετάσει τι σημαίνουν οι οικογενειακοί δεσμοί.
Η αφήγηση του Εριμπόν κινείται από την εμπειρία και την αυτοβιογραφία, από το προσωπικό, το μύχιο και το ιδιωτικό, στον γενικό στοχασμό για τα γηρατειά και τη συνθήκη του γήρατος, συνομιλώντας με τις εμπειρίες αλλά και με τη στοχαστική παραγωγή άλλων συγγραφέων. Θα βρούμε στο βιβλίο του Εριμπόν αναφορές στον Μπέκετ, στον Κουτσί, στον Σολζενίτσιν, στον Σαρτρ, στον Χράμπαλ, στον Φουκό, στον Φίλιπ Ροθ, στον Ζορζ Ντιμπί και σε πολλούς άλλους. Πρέπει να αναφέρουμε οπωσδήποτε τις αναφορές στην Ανί Ερνό, της οποίας το βιβλίο «Μια γυναίκα», για τη μητέρα της, αποτελεί τη φανερή έμπνευση για το βιβλίο του Εριμπόν, αλλά και στον Εντουάρ Λουί, για τον οποίο ο Εριμπόν λειτουργεί ως μέντορας.
Το βιβλίο οργανώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο είναι η οικογενειακή απόφαση για την εισαγωγή της μητέρας στο γηροκομείο. Το δεύτερο είναι η σύντομη ζωή της στο γηροκομείο, οι συνθήκες εγκλεισμού, η παραίτηση, ο θάνατος. Το τρίτο είναι τα μετά τον θάνατο, ιδιαίτερα η συνθήκη του γιου («ήμουν γιος και πλέον δεν είμαι») αλλά και η αναδρομή στη ζωή της μητέρας. Εδώ συναντάμε και την πολιτική διαδρομή των ανθρώπων της εργατικής τάξης, από την αριστερά προς την άκρα δεξιά. Στο τέλος της ζωής της η μητέρα του Ντιντιέ Εριμπόν έμελλε να γίνει ηρωίδα στη θεατρική διασκευή του βιβλίου του γιου της «Επιστροφή στη Ρενς» από τον Τόμας Οστερμάγιερ. Ο Γερμανός σκηνοθέτης τής είχε υποσχεθεί ότι θα την καλούσε στην πρεμιέρα του έργου στο Βερολίνο. Όταν ανέβηκε το έργο, ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι της στο γηροκομείο.
Η «κατάσταση των γερόντων» ή «η εμπειρία του γήρατος» είναι το θέμα του τέταρτου και τελευταίου μέρους του συναρπαστικού βιβλίου του Ντιντιέ Εριμπόν. Εδώ ο συγγραφέας, «συνομιλώντας» κυρίως με τα βιβλία «Γηρατειά» της Σιμόν ντε Μποβουάρ και «Η μοναξιά των ετοιμοθάνατων» του Νόρμπερτ Ελίας, αυτού του μεγάλου ιστορικού και ανθρωπολόγου του πολιτισμού, προσπαθεί να καταλάβει γιατί το γήρας απουσιάζει ως έννοια από τη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία. «Το γήρας διαφεύγει από το επίπεδο των εννοιών, λες και οι περισσότερες έννοιες της φιλοσοφίας ή της πολιτικής θεωρίας να μην μπορούν ή να μη θέλουν να δουν τα γηρατειά ούτε τους ηλικιωμένους», γράφει ο Ντιντιέ Εριμπόν. «Από πολλές απόψεις τα γηρατειά όχι μόνο παραγκωνίζονται κοινωνικά, αλλά επίσης αποκρύπτονται εννοιολογικά. Στην καλύτερη περίπτωση, εκτοπίζονται σιωπηρά στο επίπεδο της αντίληψης και του συναισθήματος. Δεν έχουν καμία θέση στη σφαίρα της φιλοσοφίας, και σπανιότατα εισχωρούν στο οπτικό πεδίο της θεωρητικής σκέψης». Οι γέροι είναι ένας τεράστιος αριθμός αποκλεισμένων, που θα γίνει ακόμη μεγαλύτερος στις δυτικές κοινωνίες με δεδομένη την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Πολύ καλή η μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου και εξαιρετικά βοηθητικές οι βιβλιογραφικές σημειώσεις του.
ΥΓ. Γράφοντας τώρα ως αναγνώστης, μπορώ να πω ότι ταυτίστηκα με το βιβλίο, αναγνώρισα τη δική μου, προσωπική εμπειρία στην εμπειρία του Εριμπόν. Έβαλα κι εγώ τη μητέρα μου σε Οίκο Φροντίδας Ηλικιωμένων, όπου «έμεινε» τέσσερα χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία καθηλωμένη στο κρεβάτι και χωρίς επαφή με τον εαυτό της και το περιβάλλον. Είχα τύψεις για την κατάσταση αυτή, που επανήλθαν με την ανάγνωση του βιβλίου. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν είχα διαβάσει ένα βιβλίο σαν του Εριμπόν πριν πάρω την απόφαση.