ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ μια εβδομάδα, ένας 26χρονος μηχανικός λογισμικού είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της Αμερικής. Για ορισμένους, ο φόνος που κατηγορείται ότι διέπραξε θεωρήθηκε τεκμήριο μιας διχασμένης χώρας που έχει εμμονή με την αιματοχυσία. Για άλλους, ο Λουίτζι Μαντζιόνε αποτελεί μια έκφραση του βάθους της δίκαιης οργής που υπάρχει στην αμερικανική ζωή αυτή τη στιγμή, ένα σύμβολο δικαιολογημένης βίας.
Ο Μαντζιόνε έγινε λαϊκός ήρωας πριν ακόμη συλληφθεί. Δοξάστηκε, συκοφαντήθηκε, έγινε αντικείμενο ερωτικών fan fiction, μνημονεύτηκε σε μορφή τατουάζ, memes και σουβενίρ. Κάθε κομμάτι του Μαντζιόνε, κάθε νέο ίχνος του ιστορικού του στο διαδίκτυο έχει ήδη αναλυθεί από εκατομμύρια ανθρώπους.
Το διαδίκτυο απεχθάνεται το κενό και τις παύσεις και σε κάποιο βαθμό αυτό το επίπεδο εξονυχιστικού ελέγχου συμβαίνει στους περισσότερους μαζικούς εκτελεστές ή στους δράστες πολιτικής βίας. Το πιο αξιοσημείωτο όμως σ’ αυτή την υπόθεση είναι το πόσο φορτισμένη, ακόμη και απελπισμένη, υπήρξε η ψηφιακή έρευνα. Είναι ανθρώπινο να θέλει κανείς τακτοποιημένες εξηγήσεις και ταιριαστές αφηγήσεις. Στην περίπτωση του Μαντζιόνε όμως, φαίνεται ότι οι άνθρωποι αναζητούν κάτι περισσότερο.
Καθώς το κοινό μελετούσε το ψηφιακό αποτύπωμα του Μαντζιόνε, το πραγματικό διακύβευμα της υπόθεσης ήρθε στο προσκήνιο. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τα πραγματικά γεγονότα στην ανακάλυψη κάποιου μεγαλύτερου νοήματος.
Μια κοινή αντίληψη για το διαδίκτυο είναι ότι πρόκειται για ένα εργαλείο πληροφόρησης. Παρακολουθώντας όμως αυτό που συμβαίνει την τελευταία εβδομάδα, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι το διαδίκτυο είναι μια μηχανή πολύ πιο κατάλληλη στο να παράγει ιστορίες παρά στο να βγάζει νόημα. Σύμφωνα με όσα ξέρουμε, υπέφερε από εξουθενωτικούς πόνους στην πλάτη και περνούσε αρκετό χρόνο σε φόρουμ του Reddit, αλλά όπως έγραψε ο John Herrman στο New York αυτή την εβδομάδα, το διαδίκτυο «ήταν το μέρος όπου ο Μαντζιόνε φαινόταν λίγο-πολύ καλά».
Καθώς το κοινό μελετούσε το ψηφιακό αποτύπωμα του Μαντζιόνε, το πραγματικό διακύβευμα της υπόθεσης ήρθε στο προσκήνιο. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τα πραγματικά γεγονότα στην ανακάλυψη κάποιου μεγαλύτερου νοήματος. Καθώς οι λεπτομέρειες της ζωής του Μαντζιόνε ξεθάβονταν η μία μετά την άλλη, οι άνθρωποι πάσχιζαν σε πραγματικό χρόνο να ταξινομήσουν το προφίλ του δράστη, τοποθετώντας το σε ένα οικείο πλαίσιο. Θα περιμέναμε ίσως να μας δείξουν τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας το είδος της αποξένωσης που έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε από βίαιους άνδρες. Θα ήταν καθησυχαστικό, ή τουλάχιστον θα έβγαζε νόημα, να βλέπαμε μια πορεία σταθερής ριζοσπαστικοποίησης στις αναρτήσεις του, που τον έστρεψε προς τον εξτρεμισμό.
Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρουμε, αλλά πολλά από αυτά που ξέρουμε είναι εντελώς κοινότοπα – πράγμα που είναι, από μόνο του, ανησυχητικό. Εκτός από τους πόνους στην πλάτη, φαίνεται ότι υπέφερε κι από που αποκαλείται «εγκεφαλική ομίχλη» [brain fog] και ότι πάλευε να βρει ανακούφιση και ικανοποιητικές διαγνώσεις. Αυτό μπορεί να ήταν από μόνο του ένας παράγοντας ριζοσπαστικοποίησης, ή το εναρκτήριο περιστατικό σε μια σειρά γεγονότων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δολοφονία του CEO της United Healthcare. Ακόμα δεν ξέρουμε.
Η άγνοιά μας δεν κάνει το γεγονός λιγότερο αποκαλυπτικό, καταλυτικό ή τρομακτικό. Και δεν σταματά τις εικασίες, την αναζήτηση στοιχείων και νοήματος.
Όπως παρατήρησε ο δημοσιογράφος Ian Bogost σε μια ανάρτηση στο Bluesky αυτή την εβδομάδα, η μάζα των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και τα σχετικά άρθρα έμοιαζαν συχνά κενά.
Η αναζήτησή μας για ένα κίνητρο ή για την εξαγωγή κάποιου νοήματος δεν οδηγούσε πουθενά. Και όμως εξακολουθούμε να την επιδιώκουμε. «Φτάσαμε στο τέλος του διαδικτύου ως πληροφοριακού συστήματος», έγραφε επίσης στην ανάρτησή του ο Bogost.
Για πολλούς ο πυροβολισμός έμοιαζε σημαντικός με έναν τρόπο που παρόμοιες πράξεις βίας γενικά δεν είναι. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο κόσμος άρχισε να αποκαλεί την πράξη του «εκτέλεση», προτού καν διαπιστωθεί οτιδήποτε που να μοιάζει με κίνητρο. Η παρόρμηση είναι κατανοητή: Ισχυροί και πλούσιοι άνδρες δεν δολοφονούνται κάθε μέρα στο κέντρο του Μανχάταν.
Πολλοί παρατηρητές έσπευσαν να «διαβάσουν» το περιστατικό ως ένα καμπανάκι για περαιτέρω βία κατά των πλουσίων και ισχυρών ή ως ένα γεγονός που θα μπορούσε να αφυπνίσει τους ανθρώπους για το μέγεθος και την έκταση μιας λαϊκίστικης οργής που επικρατεί στη χώρα απέναντι σε διαλυμένους γραφειοκρατικούς θεσμούς όπως το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.
Ωστόσο, η πιο δυσάρεστη ίσως έκβαση για τα εκατομμύρια που παρακολουθούν την υπόθεση είναι η αποτυχία της μηχανής του νοήματος να προσφέρει κάποια επίλυση. Ο Μαντζιόνε μπορεί να μην είναι ένας λαϊκός ήρωας –είτε ως τραμπικός είτε ως μαρξιστής– αλλά απλώς ένας νεαρός άνδρας εργαζόμενος στη βιομηχανία της τεχνολογίας, με αρκετά κοινότοπες απόψεις στο πλαίσιο της σύγχρονης διαδικτυακής υποκουλτούρας.
Μπορεί να μη ριζοσπαστικοποιήθηκε από ένα βιβλίο ή ένα βιντεοπαιχνίδι ή ακόμη και από μια διαμάχη με την ασφαλιστική του εταιρεία. Αν ο Μαντζιόνε δεν μπορεί να διεκδικηθεί από μια ιδεολογία, ή αν αποκαλυφθεί ότι ήταν ένα καλά προσαρμοσμένο παιδί που έπαθε κάποια βαθιά ψυχική διαταραχή, αυτό μπορεί τελικά να είναι πιο ανησυχητικό από το να είναι ένας «πράκτορας σκοτεινών κύκλων» ή ένας περιθωριακός εξτρεμιστής.
Όταν συνελήφθη ο Μαντζιόνε, είχε μαζί του ένα σημείωμα ή ένα είδος μανιφέστου, μικρότερου από 300 λέξεις. Στην αρχή του, αναφέρει το εξής: «Αυτό [που έκανα] ήταν αρκετά τετριμμένο». Η φράση δείχνει ψυχρότητα, αποστασιοποίηση και μας στοιχειώνει. Θα μπορούσε να είναι απλώς το συνηθισμένο καύχημα ενός οπλοφόρου. Αναδεικνύει όμως επίσης μια πιθανότητα που είναι πολύ πιο δύσκολο να τη δεχτεί κανείς (και να την αφομοιώσει το διαδίκτυο): ότι αυτό που μοιάζει μ’ ένα κρίσιμο και καθοριστικό για την εποχή μας γεγονός, μπορεί τελικά να είναι κάτι «τετριμμένο» ως προς τη βιαιότητά του, ως προς την αδυναμία του να επιφέρει αλλαγές και ως προς το πόσο γρήγορα όλοι μας μπορούμε να συνεχίσουμε σαν να μη συνέβη ποτέ.
Με στοιχεία από The Atlantic