Ο μαξιμαλισμός λέει «όσο περισσότερο τόσο καλύτερα». Η Tina Livanos θα μπορούσε να είναι η εστέτ του μαξιμαλισμού. Με χιούμορ και μαεστρία παντρεύει αντίκες με έργα τέχνης, υφάσματα με περίεργα μοτίβα και διαφορετικές υφές και δεν φοβάται να πειραματιστεί με το χρώμα· έτσι πετυχαίνει μια τολμηρή εκφραστική και extravagant αισθητική που είναι σαν αντίλογος στον μινιμαλισμό, ένα επιτυχημένο πάντρεμα ετερόκλητων τάσεων και αντικειμένων που τα εξισορροπεί και τα φέρνει στα μέτρα της.
Τελικά, στο γούστο, όπως και στις μυρωδιές, υπάρχουν «εκλεκτικές συγγένειες». Θα ζούσα σε αυτό το σπίτι χωρίς δεύτερη σκέψη και δεν θα άλλαζα ούτε μια λάμπα. Ένα σπίτι με στοιχεία μπαρόκ και ροκοκό, ξεχωριστές κινέζικες αντίκες και πολύ τέχνη που έρχεται να δώσει έναν πιο ανάλαφρο χαρακτήρα εκεί που η διακόσμηση πάει να γίνει κάπως πιο βαριά.
Ένα σπίτι με μεγάλη θεατρικότητα που θυμίζει σκηνικό θεάτρου ή ταινίας. Ένα διαμέρισμα με αέρα από Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη, όπου Τίνα έχει μεγαλώσει και ζήσει κάποια χρόνια.
Η Τina νιώθει σαν λαγωνικό. Της αρέσει να ψάχνει σε αντικερί, ανοιχτές αγορές και παζάρια, οπουδήποτε μπορεί να ανακαλύψει κάτι. «Οι περισσότεροι έχουν την τάση να λένε πόσο πολύ στοίχισε κάτι, εγώ πάλι νιώθω περήφανη όταν κάνω καλό παζάρι και παίρνω πάμφθηνα μια αντίκα».
Στην Ελλάδα ερχόταν κυρίως τα καλοκαίρια, τόσο στην αγαπημένη της Χίο όσο και στην Αθήνα, αλλά η βάση της ήταν η Νέα Υόρκη που τόσο αγαπά και δεν πιστεύει ότι έχει χαλάσει στο πέρασμα των χρόνων. «Απλώς περνάει τις φάσεις της, αλλά όλες έχουν κάτι αξιολάτρευτο». Την Τίνα είναι απόλαυση να τη βλέπεις, λες και το σπίτι είναι προέκτασή της. Είναι πάντα ντυμένη με χρώματα, ωραία υφάσματα και πολλά αξεσουάρ· τα μεγάλα της γυαλιά είναι το σήμα κατατεθέν της.
Στην Αθήνα ήρθε κατά τη διάρκεια του Covid. Το ηλιόλουστο ρετιρέ με την ανεμπόδιστη θέα το διατηρούσε, όμως δεν είχε πάντα τον τωρινό του χαρακτήρα. Στην Αθήνα πέρασε όσο πιο ευχάριστα γινόταν δεδομένης της καραντίνας και κάπως έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να μείνει περισσότερο εδώ και να μετατρέψει το διαμέρισμα σε έναν φιλόξενο χώρο όπου θα κατοικούσε μαζί με την οικογένειά της.
«Πάντα μου άρεσε η Αθήνα», μου λέει, «με έναν τρόπο είναι ακόμα πιο εξωστρεφής και από τη Νέα Υόρκη. Την Αθήνα έχει σημασία τι την κάνεις, πώς την αξιοποιείς. Έχει τόσο ετερόκλητους ανθρώπους και γειτονιές. Η Αθήνα είναι η πόλη που πραγματικά δεν κοιμάται, η Νέα Υόρκη στις έντεκα το βράδυ κατεβάζει ρολά. Εδώ ακόμα και μια Δευτέρα βράδυ γίνεται χαμός και μπορείς, αν κάνεις κέφι, να γυρίσεις σπίτι νωρίς τα ξημερώματα».
Τη ρωτάω αν έχει συμβουλευτεί ποτέ διακοσμητή. Βγάζει αυθόρμητα τα γυαλιά της και γουρλώνει τα μάτια με έκπληξη: «Δεν φαίνεται πως όχι;» λέει με χιούμορ. «Το σπίτι αυτό έχει ξεκάθαρα τη σφραγίδα της προσωπικότητάς μου». Η Τina πρώτα ανακαλύπτει τα αντικείμενα που της αρέσουν και μετά βρίσκει τη θέση που τους ταιριάζει.
«Δεν καταλαβαίνω κάποιους που λένε “θέλω ένα τραπεζάκι γι’ αυτήν τη γωνία”, δεν σκέφτομαι έτσι!» λέει. Της αρέσει να αλλάζει συνέχεια θέση στα έπιπλα και στα αντικείμενα γιατί μόνο έτσι βρίσκει πού ακριβώς ταιριάζει τι. «Και μέχρι να βρει τι ακριβώς θέλει άφησε την τραπεζαρία στη Νέα Υόρκη χωρίς καρέκλες», λέει ο σύζυγός της, επίσης με χιούμορ.
Η Τina νιώθει σαν λαγωνικό. Της αρέσει να ψάχνει σε αντικερί, ανοιχτές αγορές και παζάρια, οπουδήποτε μπορεί να ανακαλύψει κάτι. «Οι περισσότεροι έχουν την τάση να λένε πόσο πολύ στοίχισε κάτι, εγώ πάλι νιώθω περήφανη όταν κάνω καλό παζάρι και παίρνω πάμφθηνα μια αντίκα. Το διαφημίζω περήφανα ότι ανακάλυψα κάτι για λίγα ευρώ και όντως νιώθω καμάρι γιατί είναι σαν να μου χαρίστηκε ένας μικρός θησαυρός».
Η Τina δεν μένει ποτέ στάσιμη στη διακόσμηση, αλλάζει θέσεις στα πράγματα και δεν ακολουθεί κανέναν κανόνα, γι’ αυτό και δεν αντέχει τον μινιμαλισμό, γιατί έχει συγκεκριμένους και αυστηρούς κανόνες. Ο μαξιμαλισμός, πάλι, όπως λέει, σου αφήνει την ελευθερία να κάνεις ό,τι ακριβώς σου αρέσει. Το σπίτι της, όπως και η ίδια, έχει στοιχεία εκκεντρικότητας, ακολουθεί το έξυπνο και γρήγορο ταμπεραμέντο της.
Της κάνει πάντα μεγάλη εντύπωση, λέει, όταν βλέπει κάποιον που έχει στυλ στο ντύσιμο, αλλά σπίτι αδιάφορο. Για την Τina το ένα είναι συνυφασμένο με το άλλο.
«Ο μινιμαλισμός είναι πλήξη. Πλήττω με το γκρι και το μπεζ και τους άδειους χώρους και τοίχους που έχουν κάτι το κλινικό. Δέχομαι όμως τη διαφορετικότητα και δεν κρίνω επί της ουσίας κανέναν. Δεν είναι όλα για όλους. Έχουν έρθει και στο δικό μου σπίτι φίλοι που μου λένε ότι τους προκαλούν σύγχυση τα πολλά πράγματα και είναι κι άλλοι, σαν εμένα, που τους αρέσει να τριγυρίζουν και να χαζεύουν τα μπιχλιμπίδια». Ο μαξιμαλισμός έχει μέσα του μια χαρά της ζωής, ένα κέφι, δημιουργεί άνοιγμα στη φαντασία. «Μου έχουν πει ότι εδώ νιώθουν σαν να είναι στο σπίτι του Big Lebowski, και το έχω θεωρήσει μεγάλο κομπλιμέντο».
Τη ρωτάω αν έφερε κάτι από το πατρικό της. «Δεν θυμάμαι κάποιο έπιπλο, αλλά έχω πάρει πολλά πιάτα και αντικείμενα. Ακόμα παίρνω όταν πηγαίνω. Πάντα μου άρεσε να ψαχουλεύω και να βρίσκω πράγματα». Της αρέσουν πολύ και τα ωραία πιάτα και ποτήρια. «Όταν κάποιος μου λέει ότι έχει ένα παλιό σερβίτσιο της γιαγιά του, “παλιακό”, που είναι για πέταμα, τρέχω να το πάρω, γιατί μου αρέσει πολύ το art de la table. Μπορεί να μην τα καταφέρνω τόσο στη μαγειρική, αλλά μου αρέσει να έρχονται φίλοι κι εγώ να φτιάχνω τα τραπέζια με κέφι και φαντασία».
Έχει βρει και πολλά γυαλικά από ηλεκτρονικές αγορές. «Στην καραντίνα έμπαινα στο market place του Facebook και είχε τόσο φαν γιατί πήγαινα σε απομακρυσμένες περιοχές κι έτσι μάθαινα και την Αθήνα. Βρήκα ένα σωρό ωραία αντικείμενα. Αν έχεις μάτια, βρίσκεις. Μια φορά βρήκα ένα άγαλμα αυτόχθονα που κάνεις δεν το ’θελε. Σταμάτησα επί τόπου, το φόρτωσα στο αυτοκίνητο και κυκλοφορούσα με έναν αυτόχθονα στην Αθήνα. Τα παιδιά μου έχουν συνηθίσει να βλέπουν ένα αυτοκίνητο γεμάτο με τις αντίκες που κουβαλάω. Με ρωτούν “τι βρήκες πάλι;”.
Η Τina έχει σπουδάσει νομική, όχι διακόσμηση. Της λέω ότι θα μπορούσε να το κάνει επάγγελμα. Γελάει. «Με τίποτα», λέει. Της αρέσει να δίνει συμβουλές αν της το ζητήσουν, άλλα, όχι, δεν θα μπορούσε να το κάνει, γιατί αυτά που θα διάλεγε για τα άλλα σπίτια στο τέλος θα της άρεσαν τόσο που θα τα κρατούσε η ίδια. Το ψώνιο με τα ιδιαίτερα αντικείμενα το είχε από φοιτήτρια. «Μια φίλη παντρεύτηκε πολύ νέα και εγώ ήμουν παράνυμφος. Κάποια στιγμή με έχασαν γιατί είχα βρει μια ιδιαίτερη λάμπα, ξεχάστηκα και καθυστέρησα στον γάμο. Έτρεχα με τη λάμπα στα χέρια να προλάβω, φορώντας μακρύ φόρεμα. Είχα ένα μικρό διαμέρισμα που είχε πολύ basic έπιπλα, αλλά ήταν ιδιαίτερο γιατί είχε όλα όσα που μάζευα».
Τι ρωτάω ποιο σπίτι τής αρέσει απ’ όσα έχει δει. «Αγαπώ το σπίτι του Pierre Cardin έτσι όπως είναι με τις κάψουλες, εντελώς φουτουριστικό και έξω και μέσα. Δεν είναι το στυλ μου, αλλά θαυμάζω την ξεχωριστή φόρμα».
Τη ρωτάω αν η τέχνη είναι απαραίτητη σε ένα σπίτι. Ναι, φυσικά, λέει, «είναι η ψυχή του σπιτιού. Αναγνωρίζω έναν Γαΐτη, έναν Αντωνόπουλο». Της ζητάω να μου πει και για τα άλλα, αλλά η Τina έχει μια φυσική σεμνότητα. «Έχω στον τοίχο και σχέδια των παιδιών μου απ’ όταν ήταν στο δημοτικό, και κάποιες μάσκες τους. Τα παιδιά είναι τόσο άρτια όσο οι καλλιτέχνες που προσπαθούν τα αντιγράψουν».
Παρατηρώ ότι δεν έχει χαλιά και τη ρωτάω αν της αρέσουν. Της αρέσουν, αλλά δεν έχει βρει ακόμα αυτό που θέλει. «Τα πράγματα με βρίσκουν, δεν τα βρίσκω εγώ. Το πιστεύω αυτό. Δεν θα βάλω ένα χαλί για να υπάρχει ένα χαλί. Θα περιμένω στωικά να βρω το χάλι που μου ταιριάζει ακριβώς. Και με τα βιβλία που βρίσκω στα παλαιοπωλεία έτσι γίνεται, νιώθω ότι με βρίσκουν αυτά τη στιγμή που πρέπει να τα διαβάσω».
Κουρτίνες δεν βάζει από άποψη. Δεν υπάρχει κάποιος να τη δει από απέναντι και της αρέσει απ’ τα παράθυρα να βλέπει τον ουρανό και το αστικό τοπίο. Δεν πιστεύει στην κακή και την καλή ενέργεια. «Δεν κρίνω κανέναν, δεν δικάζω κανέναν, το σπίτι σου είναι το σπίτι σου, και πάντα, όταν έρθω, θα βρω κάτι καλό να πω, και δεν θα πω ψέματα. Θα πω “α, έχεις ωραία λουλούδια, ωραίο φωτιστικό”. Κάθε σπίτι έχει κάτι ωραίο και νομίζω ότι είναι γλυκό να το τονίζεις. Είναι τρομερή αγένεια να πας στο σπίτι του άλλου και να μην πεις κάτι καλό. Αυτό έχω μάθει και στα παιδιά μου».
Τη ρωτάω αν αγαπάει τα φυτά και τα λουλούδια στο σπίτι. Γνέφει καταφατικά. «Αγαπάω να παίρνω λουλούδια απ’ τη λαϊκή. Είναι συνήθειά μου κάθε εβδομάδα, μου αρέσει η ιεροτελεστία, να διαλέγω διαφορετικά κάθε λουλούδια».
Τη ρωτάω πού βρήκε το μπαρ στο σαλόνι, που αιχμαλωτίζει το βλέμμα. «Τα περισσότερα πράγματα που έχω βρει έχουν μια ιστορία κάπως κινηματογραφική. Αυτό το μπαρ το βρήκα στο Λος Άντζελες, πάλι επί Covid. Μπήκα σε ένα χολιγουντιανό σπίτι και ήταν όλα τα έπιπλα από τη δεκαετία του ’50 και του ’60, ένα κι ένα. Το μπαρ ήταν παρατημένο σε ένα υπόγειο και κίνησα ουρανό και γη για να το αποκτήσω. Όταν μου αρέσει πραγματικά κάτι, γίνομαι επίμονη», εξηγεί.
Στην Ελλάδα βρίσκει πολλά κινέζικα έπιπλα από ναύτες και καπετάνιους που τα έχουν φέρει απ’ τα ταξίδια τους. Έχει και κάποια design κομμάτια, παρατηρώ. Παραμένει σεμνή και δεν μου λέει ονόματα. Ένα ντιζαϊνάτο έπιπλο το έντυσε με δέρμα φιδιού και το έκανε ακόμα πιο υπέροχο. «Έλα να δεις» λέει, και ανοίγει την εξώπορτα: έχει βάλει τον καταπληκτικό καναπέ δίπλα στο ασανσέρ. «Το πρόβλημα είναι ότι επειδή όλο συλλέγω, στο τέλος δεν χωράνε πουθενά». Μου το λέει με ύφος μικρού παιδιού που το έπιασαν να κάνει σκανταλιά.
«Τι πολύχρωμος και πολυδιάστατος άνθρωπος» σκέφτομαι, «θα της στείλω αίτημα φιλίας σε έναν παλιομοδίτικο φάκελο με βουλοκέρι».